Ιστορία και κοινωνιολογία του καφέ και των καφενείων της Κωνσταντινούπολης

 24grammata.com / Νυχτ. ζωή / Ιστορ. καφενεία

γράφει  ο Δημήτρης Σταθακόπουλος

Το καφενείο ως ένας από τους βασικούς πολιτιστικούς θεσμούς της καθημερινής ζωής , δημιουργήθηκε συνε­πεία της διάδοσης του καφέ ως είδους ευρείας κατανάλωσης. O καφές που ήταν γνω­στός στη Μέση Ανατολή και την περιοχή της Μεσογείου από το 12ο αιώνα , ενώ από το 14ο  είχε αρχίσει η συνήθης χρήση του – προηγουμένως τον έφερναν από την Αιθιοπία ωμό και τον έτρωγαν με ψωμί -,  εισήχθη στην Kωvσταvτιvούπολη από την Αίγυπτο το 1519, δηλαδή αμέσως μετά την κατάληψή της από τον Σελήμ A’το Σκληρό ( I Selim yavuz). H διάδοση όμως του καφέ ως είδους ευρείας κατανάλωσης πραγματοποιήθηκε κατά το δεύτερο ήμισυ του 16ου αιώνα, μετά το 1543, οπότε άνοιξαν και τα πρώτα καφενεία (1551 ή 1554) που αναδείχθηκαν σε τόπους κοινωνικής συνάθροισης και λαϊκής επικοινω­νίας, ψυχαγωγίας και διασκέδασης , θεραπεύοντας θα λέγαμε εξωθρησκευτικές ανάγκες, ανα­πτύσσοντας παράλληλα διαφορετικές πολιτιστικές παραδόσεις.
Oι μουσουλμάνοι έμποροι μετέφεραν τον καφέ από την Υεμένη στην Τζέντα και από εκεί στο Κάϊρο και την Αλεξάνδρεια, απ’ όπου φορτωνόταν σε πλοία με τα οποία μετακομιζόταν στην Kωvσταvτιvούπολη.  Αποθη­κευόταν μαζί με άλλα εδώδιμα, εκκοκκιζόταν και καβουρντιζόταν σε ειδικούς χώρους για καφέ (tahmis) που βρίσκονταν στην περιοχή Εμίνονου της Πόλης.  Στη συνέχεια κοπανιζόταν σε μεγάλα γουδιά (μιρ’ ή) τα οποία ελεγχόταν από την Εστία των Ταχμίς (καφέ) των γενιτσάρων και μετά γινόταν η διανομή τους στους πωλητές. Συνήθως όμως πωλού­νταν σε κόκκους, οπότε τα καφενεία, αλλά και τα νοικοκυριά φρόντιζαν να τους κα­βουρντίσουν και στη συνέχεια να τους αλέσουν, γι’ αυτό και στα μαγειρικά σκεύη συγκαταλεγόταν το καβουρδιστήρι και ο μύλος του καφέ.
O καφές συγκαταλεγόταν μαζί με τα σιτηρά στα είδη πρώτης ανάγκης, γι’ αυτό και το εμπόριο του υπήρξε εξαιρετικά κερδοφόρο. Συχνή ήταν η νόθευσή του με καβουρδισμένο φουντούκι και ρεβίθι, ώστε μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα ένα από τα βασικά ζη­τήματα στην αγορά της Kωvσταvτιvούπολης υπήρξε ο νοθευμένος καφές. Εξ άλλου από το 17ο αιώνα το ενδιαφέρον των ευρωπαίων εμπόρων για προμήθεια καφέ από την Υεμένη εξανέμισε τα αποθέματα του προϊόντος στην Πόλη  με αποτέλεσμα οι τι­μές να εκτιναχθούν στα ύψη. Παράλληλα ο έλεγχος των θαλασσίων οδών από το ναυτι­κό ευρωπαϊκών χωρών – όπως για παράδειγμα το 1656 όταν ο αγγλικός στόλος είχε αποκλείσει τα στενά των Δαρδανελίων – , συντέλεσε στην παραπέρα αύξηση των τιμών και την αύξηση της επιχειρούμενης νοθείας. Σχετικά παρατηρήθηκε ότι η τελευταία γι­νόταν με τη συνενοχή των γενιτσάρων που απεκόμιζαν σημαντικά οικονομικά οφέλη.
Το γεγονός ότι ο καφές θεωρούνταν είδος πολυτελείας είχε αποτέλεσμα την καθιέ­ρωση μιας σειράς από ειδικούς φόρους με την επωνυμία μιζάν, ρουχσατιγιέ και ιμαλιγέ. Επί σουλτάνου Μουσταφά B’ επιβλήθηκε νέος φόρος στον καφέ, ο μπιντάτ’ ι καχβέ, γεγο­νός που οδήγησε σε νέα αύξηση της τιμής του. H απώλεια των φορολογικών εσόδων που προσπόριζε στο κράτος ο καφές ήταν και ένα από αίτια της μη τελεσφόρησης των απαγορεύσεων κατανάλωσής του που κατά καιρούς είχαν επιβληθεί είτε για λόγους θρησκευτικούς είτε για λόγους πολιτικούς. H πρώτη απαγόρευση επιβλήθηκε επί Σου­λεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, η αντίδραση όμως ήταν τέτοιας έκτασης ώστε ο σεϋχουλισλάμης Εμπουσουούντ εφέντη που είχε εκδώσει τον απαγορευτικό φετβά, αναγκά­στηκε να τον ανακαλέσει. Επιβολή απαγόρευσης του καφέ επιχειρήθηκε επί Σελήμ B’ (1566-1574) ,Μουράντ Γ’ (1574-1595) και Αχμέντ Α’ (1603-1617), αλλά ήταν μη αποτελεσματικές. H απαγόρευση του καφέ – μαζί με την απαγόρευση του καπνού και των ποτών –  το 1633 επί Μουράντ Γ’ (1623-1640) με αφορμή δήθεν την πυρκαγιά της συνοικίας Τζιμπαλή που είχε ξεκινήσει από μία φωτιά σε τζάκι καφενείου, στην πραγ­ματικότητα οφειλόταν στις πιέσεις που ασκούσε ισλαμική αδελφότητα για την κατάρ­γηση των τεκέδων και καφενείων ως ενάντιων στην ισλαμική θρησκεία. Πάντοτε όμως η απαγόρευση αφορούσε και έναν ουσιαστικό πολιτικό λόγο, διαφορετικό από εκείνο που προβλήθηκε επίσημα. Δηλαδή δεν ήταν η προστασία της δημόσιας υγείας ή επειδή ο καφές ερχόταν σε αντίθεση προς τις θρησκευτικές πεποιθήσεις ή διότι τα κα­φενεία είχαν μεταβληθεί σε τόπους διασκέδασης και οργίων, αλλά για πολιτικούς λό­γους, γιατί η συνάθροιση πολλών ατόμων γινόταν αιτία να συζητούνται τα κοινά και να κατακρίνονται οι πράξεις, τα έργα και οι ημέρες των ιθυνόντων.
H λειτουργία των πρώτων καφενείων ή καφενέδων (Kahvehane) περί το τέλος της εποχής του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, είναι η συνέπεια και ταυτόχρονα το απο­τέλεσμα της κοινωνικής δυναμικής που είχε σχηματισθεί στο διάστημα μετά την Άλωση.  Το 17ο αιώνα φαίνεται να έχει διαμορφωθεί  πλέον  η πολιτιστική ύφανση στην καθημερινή ζωή της Kωvσταvτιvούπολης και να έχουν τεθεί τα θεμέλια των κοινωνικών θεσμών που καθόριζαν πλέον τις μορφές σχέσεων του ανθρώπου με το περιβάλλον του. Τα καφενεία είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της θεσμικής πλαισίωσης της κοινωνίας των πόλεων, δεδομένου ότι στα πλαίσια της κοινοτικής συγκρότησης, λειτούργησαν ως χώροι οργάνωσης των κοινών δραστηριοτήτων ατόμων που ανήκουν σε διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και μοι­ράζονται τα ίδια πολιτισμικά στοιχεία.

       Η Κτιριολογική μορφολογία και διακόσμηση των καφενείων
H αρχιτεκτονική των καφενείων διέφερε αναλόγως του είδους στο οποίο ανήκαν και τις ειδικότε­ρες λειτουργίες τους. Τα καφενεία των γενιτσάρων ήταν διώροφα.  Στην είσοδο υπήρχε το έμβλημα (nisan) του ορτά (τάγματος) των γενιτσάρων στο οποίο ανήκε το καφενείο, ενώ στη μέση του κυρίως χώρου ο οποίος είχε γεωμετρική διά­ταξη και ήτνα στρωμένος με μάρμαρα, υπήρχε ένας πίδα­κας (συντριβάνι) σε στέρνα (χαβούζα), και γύρω ξύλινα σεντίρια (πε’ι,’κέ) με μαξιλάρια όπου οι θαμώνες κάθονται οκλαδόν. Από το κύριο αυτό τμήμα του καφενέ εισέρχονταν  κανείς σε παράπλευρους χώρους, όπου υπήρχε το τζάκι στο οποίο ψηνόταν ο κα­φές, το ανυψωμένο τμήμα όπου έπαιζαν τα όργανά τους οι ασίκηδες, και το τμήμα όπου βρισκόταν η έδρα του σεΐχη των μπεκτασήδων , ο “σοφάς του μπαμπά” (baba sofasi). Την εσωτερική διακόσμηση ολοκλήρωναν  πίνακες (με ιε­ρές γραφές) των μπεκτασήδων και γλάστρες με βασιλικούς γύρω από τη χαβούζα και τα παράθυρα.
H αρχιτεκτονική των λοιπών καφενείων σε γενικές γραμμές ήταν όμοια. Στη γω­νιά που βρισκόταν απέναντι από το τζάκι υπήρχε ένα ανυψωμένο τμήμα με δύο μαρ­μάρινα σκαλοπάτια, περιβαλλόμενο από περίτεχνα κάγκελα εν είδη αραβουργήματος, που το φύλαγαν ρεζερβέ για τους προνομιακούς θαμώνες , το λεγόμενο “κιόσκι” ή αρχισεντήρι (bassedir). Πλησίον αυτού, υπήρχε ένα ερμάριο που ανήκε στον ιδιοκτήτη του καφενείου μπροστά στο οποίο υπήρχε στρωμένο δέρμα ζώου. Επειδή σε ορι­σμένα καφενεία διέθεταν και κουρέα, υπήρχε και ειδικός χώρος γι’ αυτόν.

      Τυπολογία των καφενείων
Αναμφίβολα είναι πολύ δύσκολη η διατύπωση μιας κοινής τυπολογίας των καφε­νείων της Κωνσταντινούπολης πόσο μάλλον και των καφενείων άλλων οσμανικών πόλεων. Ωστόσο μπορεί κανείς να αναφερθεί  σε δύο βασικές κατηγορίες, τα μόνιμα/ συνεχή καφενεία και τα εποχιακά υπαίθρια.

    Μόνιμα και συνεχή καφενεία
Τα καφενεία της κατηγορίας αυτής λειτουργούσαν όλο το χρόνο, δηλαδή τόσο κατά τη θερινή, όσο και τη χειμερινή περίοδο. Πρόκειται για κλειστούς χώρους που στη συ­νέχεια διακρίνονταν αναλόγως προς τις λειτουργίες που είχαν στα πλαίσια της κοινω­νικής και οικονομικής οργάνωσης.

                Συνοικιακά καφενεία
Μεταξύ των διαφόρων πολιτιστικών χώρων της Κωνσταντινούπολης, τα συνοι­κιακά καφενεία (των διαφόρων μαχαλάδων) ήταν εκείνα που εμφάνιζαν τη μεγαλύ­τερη ιστορική συνέχεια. Η πολιτιστική ομοιογενοποίηση των συνοικιών που αποτε­λούσαν το πιο στενό πεδίο της καθημερινής ζωής, αναπτύχθηκε με τη διάδοση των καφε­νείων. Συνεπώς τα συνοικιακά καφενεία που εμφανίζονται από το 16ο αιώνα, συμ­βάλλουν αποφασιστικά στην κοινωνικοπολιτιστική πλευρά της καθημερινής ζωής. Η εσωστρέφεια που παρατηρείται στον ιδιωτικό χώρο (τις κατοικίες) και το θρησκευτικό (το τζαμί/τεκέ,  ή την εκκλησία) μετατρέπεται σε πολιτιστική εξωστρέφεια διαμέ­σου του καφενείου. Διαμέσου αυτού οι κάτοικοι της συνοικίας αποκτούν τη δυνατό­τητα να γνωρίσουν το πολιτισμικό γεγονός του δρόμου ανεξαρτήτως των ιδιωτικών και θρησκευτικών χώρων και να συμμετάσχουν άμεσα στη ζωή της πόλης. Ακόμη τα κα­φενεία ουσιαστικά στέγαζαν τα κέντρα απόφασης που αφορούσαν τη ζωή της συνοικίας. Οι λει­τουργίες που κάποτε εστιάζονταν στο πρόσωπο του ιερέα ή του ιμάμη και που πραγματοποιούταν σε ιδιωτικούς ή θρησκευτικούς χώρους, πυκνώνονται στα καφενεία με αποτέλεσμα να αναπτύσσεται ισόρροπα η συμμετοχή τόσο στα κοινά όσον και στην πολιτιστική γενικά ζωή.
Τα καφενεία της κατηγορίας αυτής παρατηρούνται κυρίως στις μουσουλμανικές συνοικίες και όχι στις χριστιανικές. Τούτο οφείλεται στο ιστορικό τους πρότυπο που αφορά τα καφενεία, τόπους αναμονής των (ανδρών) πιστών για την ώρα της προσευ­χής (ναμάζι) στο τζαμί. Με διαφορετική διατύπωση τα συνοικιακά καφενεία άρχισαν ως παράρτημα του τζαμιού, ως προθάλαμος του και συν τω χρόνω ανεξαρτητοποιήθηκαν και μπορεί να ισχυριστεί κανείς εκκοσμικεύτηκαν ή ορθότερα ανεξαρτητοποιή­θηκαν εντός των πλαισίων της συνοικιακής δομής.

Καφενείο  οθωμανικής περιόδου

Αφετηρία λοιπόν της δημιουργίας του τύπου του τακτικού θαμώνα του καφενείου, αυ­τού που αποκαλούμε καφενόβιου είναι η ισλαμική παράδοση.
Τα καφενεία, λοιπόν, άρχισαν να σχηματίζονται γύρω από ένα θρησκευτικό κέντρο, στη συνέχεια όμως απέκτησαν την πραγματική τους ταυτότητα με τη συγκέντρωση σ’ αυτά των επίλεκτων της συνοικίας οι οποίοι και εξέφραζαν την πολιτιστική σώρευση του κοινωνικού τους περίγυρου. Ο περίγυρος αυτός ταυτιζόταν με εκείνον στον οποίο λειτουργούσαν τα καφενεία τα οποία μετατράπηκαν έτσι σε κέντρο συζήτησης και άσκησης κοινωνικής κριτικής και κοινωνικού ελέγχου. Αξιολογικές κρίσεις που πηγά­ζουν από τα ήθη και τα έθιμα της συνοικιακής ζωής καθόρισαν και τον τύπο του θα­μώνα. Αρχικά στα καφενεία της κατηγορίας αυτής σύχναζαν κρατικοί υπάλληλοι με κοινή κοινωνική προέλευση και αγωγή , ή ηλικιωμένα κα σεβαστά άτομα με αυξημένο, στη συνοικία κύρος. Στη συνέχεια στα καφενεία άρχισαν να συχνάζουν και ετερόκλητα στοιχεία που ανήκαν σε διαφορετικές πολιτιστικές ομάδες και ανταποκρίνονταν σ’ όλο το φάσμα του κοινωνικού ιστού, με αποτέλεσμα να μετατραπούν σε χώρο συγκέντρωσης ατόμων διαφόρων κοινωνικοατομικών καθεστώτων και ηλικιών.

           Καφενεία των επαγγελματικών συντεχνιών (των σιναφιών)

Ήδη από τα μέσα του 16ου αιώνα, ταυτόχρονα με τα συνοικιακά καφενεία εμφανί­ζονται και τα καφενεία των επαγγελματιών, τα οποία είναι χώροι που αναδύονται μέ­σα από την πολιτιστική παράδοση της οικονομικής ζωής της πόλης. Κυριότερες πε­ριοχές στις οποίες αναπτύσσονται τα καφενεία της κατηγορίας αυτής είναι εκείνες όπου βρίσκονται συγκεντρωμένα τα εμπορικά χάνια και οι αγορές, κυρίως στις ακτές του Κεράτιου και του άξονα Ακσαράι-Μπεγιαζίτ.
Στην πρώτη περίπτωση , τα καφενεία εξυπηρετούσαν άτομα κατώτερων στρωμά­των τα οποία εργάζονταν ως μεταφορείς ή σε οικοδομές. Επειδή η περιοχή ήταν ταυ­τόχρονα και λιμάνι, αναπτύχθηκαν επαγγελματικοί κλάδοι που αφορούσαν και τις θαλάσσιες μεταφορές, όπως των λεμβούχων, λιμενεργατών και αχθοφόρων. Κοντά σ’ αυτούς ήταν οι οικοδόμοι, οι λιθοξόοι ταφόπετρων, οι χτίστες (ντουβαρτζήδες), οι πλανόδιοι πωλητές κ.ά. Οι σκαφτιάδες ήταν εκείνοι που καθόρισαν το πολιτισμικό πε­ριβάλλον των “εσνάφικων καφενείων” (ή καφενείων των σιναφιών), δηλαδή των δια­φόρων συντεχνιών. Τα καφενεία αυτά  ήταν τόπος συγκέντρωσης όσων δεν είχαν κατάστημα ή “εμπορείο” και δεν εξαρτιόνταν από καμιά επιχείρηση, και λει­τουργούσαν ταυτόχρονα ως κέντρα σύναξης συγκεκριμένων επαγγελματικών κάδων. Κάθε επαγγελματικός κλάδος διέθετε το δικό του καφενείο και από την άποψη αυτή ανταποκρίνονταν στην καθημερινή αγορά εργασίας. Τα καφενεία αυτά διοικούνταν από τους επόπτες (κιαγχιάδες) των οικείων συντεχνιών. Η πολιτιστική ιδιαιτερότητά τους σημαίνεται από το ότι αποτελούσαν κοινό τόπο συγκέντρωσης ατόμων των κα­τωτέρων στρωμάτων διαφορετικής φυλής και θρησκεύματος/εθνότητας.
Στη δεύτερη περίπτωση τα καφενεία είχαν συγκεντρωθεί σε εμπορική περιοχή, στην οποία ανήκε και η Κλειστή Αγορά ( Καπαλί Τσαρσί ) με τα χάνια που την περιέβαλλαν. Εξυπηρε­τούσαν τις ανάγκες των καταστηματαρχών της περιοχής και θεωρούνταν ένα τμήμα των εμπορικών χανιών που στέγαζαν διαφορετικούς επαγγελματικούς κλάδους. Τε­λούσαν σε οργανική σχέση με τα εμπορικά της Κλειστής Αγοράς και χρησιμοποιού­νταν από τους επαγγελματίες (σινάφια) που ανήκαν σε ανώτερα και μέσα στρώματα ως οιονεί εμπορικά γραφεία.
Ένα από τα καφενεία της κατηγορίας αυτής που έχει σημαδέψει την καθημερινή ζωή είναι το ευρισκόμενο στη συνοικία Τσελεμπή Αλαεντίν, εντός των τειχών της Κωνσταντινούπολης, στο οποίο συγκεντρώνονταν οι καραγκιοζοπαίχτες και το οποίο συνέχισε να λειτουργεί μέχρι τον Κριμαϊκό πόλεμο (1877-1878).

Καφενεία των γενιτσάρων
Τα καφενεία των γενιτσάρων εμφανίζονται περί τα μέσα τον 17ο αιώνα, όταν μετα­βάλλεται η παραδοσιακή δομή του γενιτσαρικού σώματος που στηριζόταν σε μια εσω­στρεφή αυστηρή στρατιωτική πειθαρχία. Την ίδια εποχή καταργείται και τυπικά η ανα­γκαστική διαμονή τους σε στρατώνες. Ταυτόχρονα εντεί­νεται η ανάμιξή τους στην οικονομία και οι σχέσεις τους με τις συντεχνίες. Όπως μας εί­ναι γνωστό οι γενίτσαροι , ως εξισλαμισμένοι ανήκαν στην ετερόδοξη ισλαμική αδελφότητα/αίρεση των μπε­κτασήδων. Η διάδοση σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα του μπεκτασιδισμού οφείλεται κατά ένα μέρος και στην ύπαρξη αυτών των καφενείων που είχαν συγκεντρωθεί κυρίως σε παραθαλάσσιες περιοχές της Κωνσταντινούπολης και στις ακτές του Βοσπόρου.

     Γενίτσαροι

Παρατηρείται ότι η διοίκηση των καφενείων των γενιτσάρων ακολουθεί τους κανόνες του σώματος (δηλαδή των γενιτσαρικών εστιών) και ειδικά μια κάποια πειθαρ­χία. Συνήθως οι ιδιοκτήτες τους ήταν γνωστού κύρους αξιοσέβαστοι γενίτσαροι και ισχυρές προσωπικότητες. Επρόκειτο για αξιωματικούς της κατηγορίας των τσορμπατζήδων (σουπάδων με έμβλημα την κουτάλα. Είχαν σύμβολο την κουτάλα διότι αυτοί μοίραζαν το φαγητό, μέσα από το κοινό καζάνι  στο στρατώνα και από αυτούς βγήκε η έκφραση: « έχει την κουτάλα αυτός και τρώει ή μοιράζει κατά το δοκούν» ) που είχαν άμεση σχέση και επαφή με τους άνδρες του σώματος και διατηρούσαν στο καφενείο ζωντανή την ατμόσφαιρα του ορτά ( λόχου ) από τον οποίο προέρχονταν , μεταφυτεύοντάς τον στην καθημερινή ζωή.
Δύο ήταν οι κύριες ιδιαιτερότητες των καφενεί­ων των γενιτσάρων. Η πρώτη αφορά το θρησκευτικό τους χαρακτήρα. Καθένα απ’ αυτά λειτουργούσε ως τεκές ( μοναστήρι στα Πέρσικα )  δεδομένου ότι διέθετε ένα μπαμπά (πατέρα) των μπεκτασήδων ο οποίος σε συγκεκριμένες μέρες “άνοιγε το μεϊντάνι”, δηλαδή τελούσε το τυπικό της αίρεσης. Η δεύτερη αφορά τις πολιτικές συζητήσεις που πραγματοποιούνταν σ’ αυτό και οι οποίες απο­καλούνταν “κρατική κουβέντα” (devlet sohbeti). Κά­θε είδους διαδόσεις για καταχρήσεις και σκάνδαλα και η λαϊκή οργή για την κακή πολιτική διαχείριση έχει πρωτοεκφραστεί σ’ αυτά τα καφενεία, τα οποία ενίοτε ήταν χώροι απ’ όπου ξε­κίνησαν στασιαστικά κινήματα με στόχο τα ανάκτορα.
Τα καφενεία των γενιτσάρων, κατά μία άποψη, αποτελούσαν αντιπολιτευόμενες πολιτιστικές εστίες της καθημερινής ζωής και κληροδότησαν σημαντικό υλικό στην κοινωνική λαογραφία της Κωνσταντινούπολης. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εί­ναι οι “παρελάσεις παρασήμου” (nisan alayi), που προηγούνταν των εγκαινίων ενός καφενείου γενιτσάρων. Πρώτα απ’ όλα το απαιτούμενο κεφάλαιο για την εγκατάστα­ση και λειτουργία ενός νέου καφενείου αναδέχονταν οι κάτοικοι της συνοικίας με τη μέθοδο της αναγκαστικής εισφοράς που κατέβαλαν στους γενιτσάρους, έναντι της οποίας αποκτούσαν την προστασία της γενιτσαρικής δύναμης της περιοχής (που ασκούσε και αστυνομικά καθήκοντα). Ο αρχικαρακουλουκτσού (baskarakullukcu) που είχε την ευθύνη των αστυνομικών τμημάτων της Κωνσταντινούπολης, μετέφερε με πο­μπή (alay) από την έδρα του αρχηγού των γενιτσάρων (αγά καπουσού) το “παράσημο” ή ορθότερα το λάβαρο ή το έμβλημα – του ορτά των γενιτσάρων που θα άνοιγε καφε­νείο. Επικεφαλής της πομπής βρίσκονταν οι “πατέρες” των μπεκτασήδων. Η παράδο­ση αυτή κληρονομήθηκε αργότερα από τους τουλουμπατζήδες ( πυροσβεστών ). Τα καφενεία των γενι­τσάρων εξέλειπαν μετά την κατάργηση του σώματος το 1826.

Καφενεία των τουλουμπατζήδων
Ουσιαστικά τα καφενεία των τουλουμπατζήδων διαδέχτηκαν τα καφενεία των γε­νιτσάρων, συνεπώς εμφανίζονται το 19ο αιώνα και η ακμή τους συμπίπτει με την εποχή του σουλτάνου Αμπτουλαζίζ (1861-1876). Πρόκειται για ειδικά καφενεία συνοικιών στα οποία σύχναζαν όσοι είχαν ως απασχόληση η πάρεργο την κατάσβεση των πυρκα­γιών. Σχετικά παρατηρείται αλλαγή στην κοινωνική βάση των καφενείων των γενι­τσάρων και τη θέση του θαμώνα που είναι γενίτσαρος (στρατιωτικός) / εσνάφης (συντεχνιαζόμενος επαγγελματίας) καταλαμβάνει ο θαμώνας, κιουλχάνμπεης (κουτσαβά­κης) / καμπάταγης (τραμπούκος). Τα καφενεία της κατηγορίας αυτής που ήταν διά­σπαρτα σ’ όλη την Κωνσταντινούπολη, λειτούργησαν και ως αθλητικά σωματεία !!!

     Καφενεία των ασίκηδων
Οι ασίκηδες (asik), όπως αναφέραμε και  σε άλλο κείμενό μας, ήταν οι γυριστάδες λαϊκοί ποιητές/τραγουδιστές με έγχορδο όργανο της οικογένειας του τα­μπουρά (saz). Τα καφενεία των ασίκηδων χρονικά προηγούνται από τα καφενεία των γενιτσάρων και μπορούν να χαρακτηριστούν ως χώροι στους οποίους καλλιεργήθηκε το αμάλγαμα της λαϊκής πολιτιστικής παράδοσης τόσο της Μικράς Ασίας, όσο και του ευρωπαϊκού τμήματος της Αυτοκρατορίας, της Ρούμελης (ή Ρωμηλίας). Παράδο­ση που αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο της οσμανικής πραγματικότητας, συνε­κτικό και ταυτόχρονα εκφραστικό μιας συγκεκριμένης αντίληψης του κόσμου. Η τε­λευταία μορφοποιείται στα καφενεία της κατηγορίας αυτής και στα πλαίσια των πό­λεων και ειδικά της Κωνσταντινούπολης που εκφράζει, όπως είναι ευνόητο, απολύ­τως το πολύπτυχο και πολυεθνικό μωσαϊκό της Αυτοκρατορίας. Τα καφενεία των ασίκηδων , έγιναν οι χώροι όπου πραγματοποιήθηκε η σύνθεση πανάρχαιων μύθων με τις ουτοπικές εμπνεύσεις της καθημερινότητας της πόλης. Το αποτέλεσμα αυτής της όσμωσης ήταν να δημιουργηθεί μια λογοτεχνία ευαίσθητη σε οι­κονομικές και πολιτικές διακυμάνσεις της καθημερινής ζωής. Οι ήρωες που εκφράζο­νταν στα καφενεία των ασίκηδων ήταν  κοινοί άνθρωποι της απλής καθημερινότητας.
Από το 18ο αιώνα τα καφενεία των ασίκηδων ταυτίζονται με τα καφενεία των γε­νιτσάρων. Η μετατροπή των γενιτσάρων σε επαγγελματίες των συντεχνιών είχε ως αποτέλεσμα μέσα στην πολιτιστική ατμόσφαιρα των καφενείων των ασίκηδων να δια­τυπωθεί ως πολιτική ιδεολογία και η κοινωνική αταξία,  ή η κοινωνική αδικία και κατ’ επέκταση η κοινωνική κριτική να εκφραστεί από τους τραγουδιστές και να μεταδοθεί στο κοινό, δηλαδή στους θαμώνες που γέμιζαν τα καφενεία. Η παράδοση αυτή συνεχί­στηκε και μετά το 1826 και τα τελευταία δείγματα καφενείων των ασίκηδων υπήρξαν στην “αγορά των ορνίθων” (tavuk pazari) κοντά στην Κεκαυμένη στήλη (cemberlitaς) της Κωνσταντινούπολης. Στα ίδια καφενεία έδιναν παραστάσεις και άλλοι λαϊκοί τραγουδιστές και οργανοπαίκτες αλλά και χορευτές (κιοτσέκ ) ένα μέρος των οποίων, ήταν Ρωμηοί και άλλοι Τσιγγάνοι..
Μεγάλη εντύπωση μου έκανε το γεγονός ότι σε ταξίδι που είχα κάνει το 1997 στο χωριό Ζυγοβίτσι Αρκαδίας, συμπτωματικά “έπεσα” επάνω σ’ ένα παμπάλαιο πέτρινο κτίσμα, στο οποίο υπήρχε η πινακίδα: “Πρώην καφενείο των ασίκηδων, 1740”.
Δηλαδή ασίκηδες, υπήρχαν και στην κυρίως Ελλάδα, όπου μαζεύονταν στα καφε­νεία τους κατά τα πρότυπα της M. Ασίας και της Πόλης. Εξάλλου δεν πρέπει να ξε­χνάμε το γεγονός, ότι πολλά Ελληνικά δημοτικά μνημονεύουν ασίκηδες, όπως το γνω­στό Καλαβρυτινό συρτοκαλαματιανό “Ένας ασίκης απ’ το Λειβάρτζι, την Ελένη κρά­ζει, κρυφά την κουβεντιάζει”.

    Καφενεία των σεμαή
Όπως η παράδοση των καφενείων των γενιτσάρων συνεχίστηκε στα καφενεία των τουλουμπατζήδων, έτσι και τα καφενεία των ασίκηδων ακολούθησαν τα καφενεία των σεμαή ή καφενεία με τα όργανα (calgili). Παρά το γεγονός ότι υπήρχαν διαφορές ως προς το χρόνο λειτουργίας τους, συνήθως αυτή συνέπιπτε με το μήνα του Ραμαζανίου κατά τη διάρκεια του οποίου ο ιδιοκτήτης ή ο μισθωτής του καφενείου εκτελούσε μια σειρά από έθιμα. Η διακόσμηση ακολουθούσε συνήθως τις αισθητικές αντιλήψεις των κιουλχάνμπεηδων και την παιδεία του ιδιοκτήτη. Σε γενικές γραμμές την εκτέλεση της διακόσμησης αναλάμβαναν λαϊκοί ζωγράφοι που μετέτρεπαν το καφενείο σε ένα φαντασιακό  κόσμο. Η διασκέδαση με βάση ένα συγκεκριμένο καλλιτεχνικό πρόγραμμα εί­χε υιοθετηθεί με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα μετά το Τανζιμάτ (1839) και υπέστη σημαντικές αλλαγές κατά το 19ο αιώνα. Η δυτική (αλαγράγκα) μουσική εισχώρησε επί Αμπντουλχαμίντ B’ (1876-1908), ωστόσο και πάλι ο βασικός κορμός των μουσικών προγραμμάτων που εκτελούνταν στα καφενεία ήταν λαϊκή και οσμανική μουσική.
Το μήνα του Ραμαζανίου λειτουργούσαν επίσης και τα καφενεία μεντάχ στα οποία οι Μεντάχ (αφηγητές-παραμυθάδες ) εκτελούσαν το εορταστικό τους πρόγραμμα.

Αποσπάσματα από τα βιβλία:
N. Σαρρή, Oσμαvική πραγματικότητα. II, o καθημερινός βίος, πανεπ. παραδόσεις.
Ι.Τ. Kιομουρτζιάv, Oδοιπορικό στην Πόλη του 1680, εκδ. Τροχαλία.
Δημ. Σταθακόπουλος: « ιστορικές και κοινωνικές δομές του μουσικού θεάματος και ακροάματος στην οθωμανική αυτοκρατορία-η συμβολή των ρωμιών». Πάντειο.