Το καλλιτεχνικό τρίτο φύλο της οθωμανικής κοινωνίας
Τα κιοτσέκ(ια) (Köçek / Tavşan/ Rakkas ) και τα Τσενγκί (Çengi )
Δημήτρης Σταθακόπουλος Δρα Παντείου Πανεπιστημίου Δικηγόρου παρ’Αρείω Πάγω Μουσικολόγου
(Διαβάστε όλη την αρθρογραφία και τις επιστημονικές μελέτες του Δημήτρη Σταθακόπουλου στο 24grammata.com κλικ εδώ)
διαβστε όλη τη μελέτη σε μορφή pdf
Στην οθωμανική κοινωνία η ομοφυλοφιλία και ειδικά οι καλλιτεχνικές εκφράσεις του τρίτου φύλου ήταν ανεκτά φαινόμενα .
Το παράδειγμα των σουλτάνων που διέρχονταν τον καιρό τους με ωραίες παλλακίδες, αλλά και νεαρούς υπηρέτες και τροφίμους, του Enderun, ακολουθούσαν οι βεζύρηδες, οι στρατιωτικοί και οι νομοδιδάσκαλοι ulema/ουλεμά. Οι καταστηματάρχες των meyhane/ταβερνών με οίνο/κρασί και ρακί, διέθεταν νεαρούς ( τα λεγόμενα Köçek/σημαίνει μικρός και νέος , Tavşan σημαίνει λαγός, rakkas /σημαίνει λικνιζόμενος χορευτής) με μακριά μαλλιά που έφεραν άλικα σάλια και κόκκινα νιμτένια, ενώ φορούσαν τα σαρίκια ή τους σκούφους των λεβέντηδων ( ναυτικών/νησιωτών ) , με σκοπό όπως αναφέρεται, να “ξεμυαλίζουν τους πελάτες (μουστερίδες)”. Τα köçek ξεκινούσαν την εκπαίδευσή τους από την ηλικία των επτά ή οκτώ ετών , που προφανώς δεν είχαν ακόμα εκδηλώσει σεξουαλική κατεύθυνση και θεωρούνταν ολοκληρωμένοι καλλιτέχνες, με συγκεκριμένα πιά σεξουαλική και καλλιτεχνική κατεύθυνση μετά από περίπου έξι χρόνια πρακτικής. Η καριέρα τους διαρκούσε για όσο διάστημα δεν είχαν τριχοφυφϊα και διατηρούσαν τη νεανική τους εμφάνιση. ( η χένα και άλλα προϊόντα βοηθούσαν στην παράταση της νεανικότητας ).
Θεωρούνταν απολύτως φυσικό ένας άντρας να ερωτροπεί δημόσια μ’ έναν άλλο άντρα ( νεανία ). Άλλωστε και η οθωμανική ερωτική λογοτεχνία πολύ συχνά αναφέρεται σ’ έρωτα μεταξύ ανδρών ( μεγαλύτερου προς νεανία ).
Μεταξύ των πιό διάσημων köçek στα τέλη του 18ου αιώνα ήταν ο τσιγγάνος Benli Ali από τη Dimetoka ( Διδυμότειχο ; ) ο Büyük Afet Yorgaki, μάλλον Κροατικής καταγωγής, ο Αρμένιος Küçük Afet Kaspar και ο Pandeli από την Χίο. Εκείνη την εποχή, υπήρχαν περισσότερες από 50 «φίρμες» köçek , όπως ο τσιγγάνος Ismail που για να μισθώσει κάποιος τις υπηρεσίες του έπρεπε να τον ζητήει εβδομάδες ή και μήνες πριν, με πολύ υψηλό κόστος μίσθωσης υπηρεσιών .
Μάλιστα στους meyhane /ταβερνεία, ο ανταγωνισμός και οι διαπληκτισμοί μεταξύ των θαμώνων ήταν τεράστια ( μέχρι και σκοτωμοί ) για την εύνοια κάποιου köçek Ολα τα παραπάνω απογορεύτηκαν επί Σουλτάνου Abd-ul-Mejid, αλλά με την κατάργηση του χαρεμιού από τον Σουλτάνο Abdu’l-Aziz (1861-1876) και στη συνέχεια επί σουλτάνου Abdul Hamid (1876-1908), οι köçek έχασαν την υποστήριξη της αυλής και σταδιακά εξαφανίστηκαν. Σήμερα παρουσιάζονται μόνον ως φολκλόρ.
( σύγχρονη τουρκική απόδοση των χορών των Köçek )
https://youtu.be/re6cBVSkGnE
Αρχοντας , θαμώνας meyhane/ταβερνείου οίνου, ακούει ένα Köçek/ Tavşan/ rakkas που τον συνοδεύουν 2 μουσικοί με λάφτα/λαούτο και λύρα ( μάλλον Ελληνες λόγω του σκούφου τους και της λύρας ) – Fazyl bin Tahir Enderuni ( 1793 )
Διάσημοι ποιητές, όπως ο Fazyl bin Tahir Enderuni , έγραψαν ποιήματα, αλλά και κλασικοί συνθέτες της αυλής, όπως ο Hammamizade İsmail Dede Efendi έγραψαν συνθέσεις köçekces για τα köçek.
Ας δώσουμε εδώ τρία τέτοια παραδείγματα.
Το πρώτο είναι ένα τραγούδι του Σουλτάνου Σελήμ του Γ’ (1761-1808), όπως παρουσιάστηκε στο cd, Sultan Bestekar1ar ( μπεστέδες/τραγούδια/συνθέσεις των σουλτάνων), από τη δισκογραφική εταιρεία KALAN, σε μετάφραση Ηλία Κολοβού:
Αήρ σεμαή, σε ήχο σουζηντηλαρά.
«Ω καρδιά, είμαστε μήπως γουλιά σε καταφύγι να βυθιστούμε κι αν είθε βγούμε πάνω ξανά σαν σε όνειρο να κολυμπούμε στην οπτασία του αγαπημένου, κάποτε ας αρκεστούμε, το δίσκο του καθρέπτη μας, της σελήνης να πούμε τανά ντηρ τενέν νη τενέν νε τενέν τενενέν τενενέν τενέ νεν ντηρ, ντηρ τενέν αχ αμάν, ας αναστενάξουμε αχ !»
Στο τραγούδι αυτό, εκτός από την αναφορά στην οπτασία του αγαπημένου, γίνεται και ένα ωραιότατο τερέτισμα στο τέλος, κατά τα πρότυπα της εκκλησιαστικής βυζαντινής μουσικής, το οποίο θα πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψιν μας στο συγκριτικό θέμα των σχέσεων της βυζαντινής και της οθωμανικής μουσικής.
Επίσης, στο ίδιο cd της KALAN, υπάρχει ένα τραγούδι σε ήχο μαχούρ του σουλτάνου της Ελληνικής επανάστασης , Μαχμούτ του Β’ (1786-1839), το οποίο λέει:
« Ένα ρόδινο χείλι μου πήρε το μυαλό γεμάτο νάζι και δίχως ραγμό είδα ένα αγόρι, σαν φεγγάρι λαμπρό. Τα μάτια του αγοριού (γκαζέλας) με κοιτούν,
μες τη σύναξη στεναγμοί ξεσπούν στο χέρι κρασοπότηρα (;) γυρνούν.
Είναι χορευτής λαγός ή άραγε γκαζέλα; αμάν-αμάν το τοξωτό του φρύδι . Είναι χορευτής λαγός ή άραγε γκαζέλα;»
Ενώ τέλος δεν πρέπει να ξεχάσουμε τον περίφημο Μέμο, ένα σαρκί σε ήχο Ουσάκ και ρυθμό curcuna, ανωνύμου συνθέτη, που αναφέρεται στον καϋμό κάποιου Αρχοντα που τον εγκατέλειψε ο Μέμος ( Tavşan / χορευτής λαγός ; ) και τραγουδιόταν κατά κόρον σε όλα τα καφέ αμάν μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα. Παραστατικότατη είναι η αναφορά του “Ραμπαγά” της 26ης Ιουνίου 1886, όπου αναφέρεται πως, η καλλίφωνη Πολίτισσα Φωτεινή, ή χαϊνε- ντέ Φώτω, είπε τον “Μέμο” συνοδεία του βιολιού του Πελοποννήσιου βιολιτζή Δημ. Ρόμπου, του κλαρινετατζή ( sic ) Παντελή Γκούμα, ενός σαντουριού και ενός λαούτου, πάνω σε μια υπαίθρια εξέδρα που είχαν στήσει συνεταιριστικά δύο καφενεία κοντά πλατεία Ομονοίας της Αθήνας…διαβστε όλη τη μελέτη σε μορφή pdf