Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ
Η μητέρα στεκόταν στην κορυφή του τραπεζιού. Γυμνή γεννούσε αδιάκοπα τ΄αδικοχαμένα παιδιά του μέλλοντός μας. Παράξενες, ογκώδεις μορφές, σχεδόν τετραγωνισμένες, γυμνά παιδιά με την όψη της μητρός τους. Στο κάδρο έφεγγαν τα πρόσωπα των προγόνων σ΄ευθεία παράταξη μ΄ένα διακριτικό χαμόγελο. Προφανώς για το μάταιο τούτου του κόσμου. Ο γεννήτορας προφίλ, σοβαρός, χαμένος στη λήθη και τη σκόνη του καιρού επόπτευε τη νύχτα, καθώς η μητέρα γεννούσε αδιάκοπα τ΄αδικοχαμένα παιδιά του μέλλοντός μας.
Οι πίνακες του Καπράλου συνθέτονται από χοντρές γραμμές ρεαλιστικά δοσμένων σωμάτων. Καμιά ομορφιά, τίποτε περισσότερο απ΄την αληθινή και αδιάψευστη όψη των πραγμάτων. Θολοί χρωματισμοί, ελεύθερες γεωμετρίες, ρωπογραφίες ακαθόριστων σχημάτων που υπακούνε στην πρόθεση του δημιουργού, αψηφώντας όλες τις αρχές της υλικής τους υπόστασης, έμπλεα μες στο πληθωρικό χρωματισμό.Οι καθαρές μορφές και η αμεσότητα στην επαφή με τον θεατή καθιστούν αυτά τα πρόσωπα ολόκληρες μορφές που καταλαμβάνουν τη ζωγραφική και τις εντυπώσεις μας. Οι πίνακες του Καπράλου δεν μιλούν για ομορφιά. Γεμάτοι σύμβολα συνιστούν μια άλλη ηθική.
[Ο γλύπτης Χρήστος Καπράλος γεννήθηκε το 1909 στο Παναιτώλιο. Παιδί αγροτών, σπούδασε (1929 -34) ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Ουμβέρτο Αργυρό. Κατά την περίοδο αυτή είχε την υποστήριξη των συμπατριωτών του καπνοβιομηχάνων αδελφών Παπαστράτου. Το 1934 με ετήσια υποτροφία των τελευταίων πήγε στο Παρίσι όπου έμεινε ως το 1940 σπουδάζοντας γλυπτική στις Ακαδημίες Γκράντ Σωμιέρ και Κολαροσσί ως επιμελητής του Μαρσέλ Ζιμόν.
Το 1940 επέστρεψε στην Ελλάδα. Από τότε και ως το 1946 έμεινε και εργάστηκε στο χωριό του έχοντας για κύριο μοντέλο του τη μάνα του. Εργάστηκε επίσης σειρές από ανάγλυφα σε γύψο με θέματα σκηνές από την καθημερινή ζωή καθώς και από τον Πόλεμο, την Κατοχή κτλ. Το όλο έργο, ένα επικό σύνολο με καθολικό περιεχόμενο, είναι γνωστό με το όνομα Μνημείο της Πίνδου.
Το 1946 ο Καπράλος παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση στην Αθήνα, στην αίθουσα «Παρνασσός» όπου η δουλειά του έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από το λαό και τους τεχνοκριτικούς. Λίγα χρόνια αργότερα ο δήμαρχος Κώστας Κοτζιάς του δώρισε ένα οικόπεδο στην Αθήνα και εκεί απέκτησε δικό του εργαστήριο. Ακολούθησαν οι ατομικές εκθέσεις του στην αίθουσα «Κεντρικόν» (1950) με κεραμικά και στην αίθουσα της εφημερίδας Το Βήμα (1953) με τίτλο πέτρες της θάλασσας.
Τα καλοκαίρια από το 1951 ως το 1956, ο καλλιτέχνης εργαζόταν στην Αίγινα όπου μετέφερε σε πωρόλιθο ένα μέρος από τα ανάγλυφα του Μνημείου της Πίνδου. Η νέα αυτή σύνθεση, μια φρίζα διαστάσεων 39,10χ1,10 μ., αποτελείται από εmά ζωφόρους με τους εξής τίτλους: Ειρηνική ζωή, Αρχίζει ο πόλεμος, Ο πόλεμος, Eπιστροφή από τον πόλεμο, Κατοχή, Αντίσταση, Η λατέρνα. Το ηρωικής σύλληψης αυτό έργο παρουσιάστηκε το 1957 στον εκθεσιακό χώρο της Ηλεκτρικής Εταιρίας Αθηνών. Το 1961 ο Καπράλος απέκτησε δικό του χυτήριο όπου μεταφέρει σε χαλκό τα έργα του, τα οποία δουλεύει κατευθείαν σε φύλλο από κερί (τεχνική που ο ίδιος επινόησε). Το 1962 υπήρξε ο μόνος εκπρόσωπος της Ελλάδας στην Mπιεννάλε της Βενετίας όπου παρουσίασε χάλκινα έργα του. Τον επόμενο χρόνο (1963) απέκτησε δικό του εργαστήριο στην Αίγινα και από τότε ζει εκεί τό μισό χρόνο δουλεύοντας σε πωρόλιθο, μάρμαρο και ξύλο.
Έργα του παρουσίασε σε πολλές ατομικές εκθέσεις: στις ΗΠΑ (Martha Jacksοn Gallery στη Νέα Υόρκη, 1963), Park Gallery στο Νητρόιτ , 1967 Αrt Mυseυm στο Σινσιννάτι, 1967), στο Τορόντο του Καναδά (ΑΙbert White Galleries, 1967) και στην Αθήνα (Εθνική Πινακοθήκη, 1981).
Πήρε επίσης μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις στη Νέα Υόρκη (1963), στη Νυρεμβέργη (με το Γιάννη Σπυρόπουλο 1964), στο Λίντς της Αυστρίας, (1964), στις Ιntenational του Πίττσμπουργκ στις ΗΠΑ (1964), της Καρράρα και της Πάντοβα στην Ιταλία (1965), σε ομαδική στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ (1965), στις Ιnternatiοnal του ΑΓnheίm της Ολλανδίας (1966), του Πίττσμπουργκ (1967) και του Τόκυο (1971 ) καθώς και στις Μπιεννάλε της Βενετίας (1972) και του Σάο Πάολο της Βραζιλίας (1973).
Ο Χρήστος Καπράλος άσκησε μια γλυπτική ελληνική και συγχρόνως παγκόσμια. Κύριο θέμα του είναι η ανθρώπινη μορφή άλλοτε αποδοσμένη σχηματικά σαν θεσσαλική τερακότα του 7oυ αι. π.Χ. και άλλοτε πλασμένη με το εξπρεσιονιστικό αίσθημα του 200ύ αι. Τα αρχαιοελληνικά θέματα, τα ειδώλια, οι πολεμιστές, οι Νίκες και οι Κένταυροι γίνονται μέσα στα χέρια του οι αντιήρωες της καθημερινότητας. Το μορφοπλαστικό ιδίωμα του γλύπτη, κυρίως όταν δουλεύει το χαλκό, σφραγίζεται από μιαν άκρως δραματική αντίληψη των πραγμάτων και μια απλοποίηση των μορφών γεμάτη πνευματικότητα.]