Τα “Νηπενθή” του Καρυωτάκη / “Ύπνος” – (Απαγγελία Δ. Χορν)

24grammata.com culture WebTV
Τα “Nηπενθή” του Κώστα Καρυωτάκη,
γράφει ο  Γιώργος Βαρθαλίτης

Οι συγγραφείς οφείλουν την υστεροφημία τους σ’ ορισμένες σπάνιες κορυφώσεις τους. Αυτές οι ευτυχισμένες πραγματώσεις προστατεύουν απ’ τη λήθη και τα άλλα, τα λιγότερο σημαντικά έργα τους, που συνήθως τις προοιωνίζονται και τις προετοιμάζουν.

Δεν ξέρουμε ποια θα ήταν η μοίρα των «Νηπενθών», αν δεν είχαν ακολουθήσει τα «Ελεγεία» και οι «Σάτιρες», με τον παροξυσμικό αυτοσαρκασμό τους και την παραισθητική αποδιάρθρωση της πραγματικότητας και αν την ποιητική σταδιοδρομία του Καρυωτάκη δεν είχε επιστέψει το ματωμένο στεφάνι της αυτοχειρίας τους. Το πολύ-πολύ να εξασφάλιζαν στον συγγραφέα τους μια θέση ανάμεσα στην πλειάδα των δόκιμων μεσοπολεμικών μας ποιητών και να κληροδοτούσαν στις ανθολογίες κάποια δυνατά κομμάτια, όπως τη «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων».

Η ομηρική λέξη «νηπενθές», που σημαίνει αντιφάρμακο του πόνου, ανασύρθηκε από τον Μπωντλαίρ τους Γάλλους συμβολιστές για να δηλώσει εκείνες τις ναρκωτικές ουσίες που προσφέρουν μια παροδική λήθη της οδύνης αλλά και για να υποδηλώσει μια συναφή λειτουργία της τέχνης: αυτήν που ο Αλεξανδρινός χαρακτήρισε ως «νάρκης του άλγους δοκιμές εν φαντασία και λόγω».

Κάπως έτσι αντιλαμβάνεται την ποιητική τέχνη κι ο Καρυωτάκης. Ο λόγος των Μουσών ξέρει να επιδένει τις πληγές μας με «ροδοκλώνια», προσφέρει για βάλσαμο «λάγνα μύρα» κι «αφιόνια», που κάνουν «για λίγο να μη νιώθεται η πληγή»
για να θυμηθούμε πάλι τον Καβάφη.

http://www.youtube.com/watch?v=jhon6FWpYIw

Ο Καρυωτάκης δεν επικαλείται την αθανασία της μνήμης αλλά τη λήθη. Θέλει τους στίχους του να πλέουν στο δικό της ακάτιο: « Αλλού κοιτώντας διάβαινε, θνητέ, / Λήθη, το πλοίο σου φέρει μου να πλένε». Αυτονομημένοι, οι τελευταίοι στίχοι του εναρκτήριου ποιήματος των «Νηπενθών» θυμίζουν επιτύμβιο επίγραμμα. Ανεπίγνωστα, ο Καρυωτάκης έχει αρχίσει να σμιλεύει την στήλη του ίδιου του τάφου. «Κάθε ποίημα είναι ένα επιτάφιο», θα πει αργότερα ο Έλιοτ.

Ποιο είναι όμως αυτό το ενδότερο άλγος που κατατρύχει τον Καρυωτάκη; Αυτό δεν είναι τόσο ξεκάθαρο. Ο δημιουργός των «Νηπενθών» δεν υποφέρει από κάποιο απτό τραύμα, από μια συγκεκριμένη απώλεια. Η ασθένειά του είναι ύπουλη και κρυφή. Είναι το Spleen, το taedium vitae, μια ανεξήγητη ανία και κόπωση, η οποία αφαιρεί από τη ζωή το χρώμα και τη λάμψη της, μια βαθμιαία ψυχική απονέκρωση, που στερεύει μέσα στον άνθρωπο τις πηγές του γόνιμου πόνου και της ευφροσύνης, μια πρόωρη εσωτερική γήρανση, που αφήνει τον ποιητή μας «παράξενο παιδάκι γερασμένο».

Η πραγματική ζωή βρίσκεται πίσω, στα περασμένα, στην όλβια μνήμη της παιδικής ηλικίας. Ο Καρυωτάκης, όπως κι ο Μπωντλαίρ, μεθά με το κρασί των αναμνήσεων. Η αναπόληση των περασμένων λειτουργεί ως ισχυρό αντίδοτο στην ασφυξία του παρόντος: «Δόστε μου τα παιδιάτικα τα χρόνια πώχουν γίνει / στην ηρεμία του δειλινού χρυσός, ωραίος καπνός / τα χρόνια πούρθανε χαρά, πέρασαν ευφροσύνη / κι έφυγαν ουρανός.»

Το ψυχικό εκκρεμές του Καρυωτάκη ταλαντεύεται ανάμεσα στον νόστο και την προσδοκία του οριστικού ύπνου: «Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια, / γλυκά. Κι απάνωθέ μας θε να φεύγουν / στον ουρανό τ’ αστέρια και τα εγκόσμια. / Θα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμα. / Και γαλανό σαν κύμα τα’ όνειρό μας / θα μας τραβάει για χώρες που δεν είναι.»

Ο ύπνος, όπως ξέρουμε από την αρχαία μυθολογία, είναι ο αδελφός του θανάτου. Κι αντιστρόφως, ο θάνατος είναι μια μορφή ύπνου. Ο θάνατος όμως είναι και το απόλυτο νηπενθές.

Δεν πρέπει εν τούτοις να παραβλέψουμε πως ο σκοτεινός ουρανός των «Νηπενθών» φωτίζεται από συχνά διαλείμματα αιθρίας. Η χαρά της ζωής δεν αφήνει αδιάφορο τον Καρυωτάκη και της αφιερώνει ένα νευρώδες σονέτο του. Μήτε τον αφήνει αδιάφορο το θαύμα της αττικής γης. Για να το ανυμνήσει στον «Γυρισμό» και την δεκατετράστιχη «Αθήνα» επιστρατεύει αληθινά δοξαστικούς τόνους. Τα αρχαία μνημεία είναι εδώ, αλλά εδώ λανθάνει επίσης μια ολόκληρη παράδοση λυρικής αρχαιολατρίας, με πιο άμεσο επίγονό της τον Μωρεάς των «Στροφών». Κι αυτά και άλλα κομμάτια θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε ποιητικές σπουδές. Ο Καρυωτάκης δοκιμάζει διάφορους εκφραστικούς τρόπους, αναζητώντας τους προσφορότερους στο ψυχικό του κλίμα, που κι αυτό δεν έχει πλήρως αποκρυσταλλωθεί.

Μετά από σύντομα περάσματα στις παρνασσικές κλιτύες και τα νεοκλασικά τεμένη, καταλήγει στα θερμοκήπια των συμβολιστών και μεταφυτεύει στο ελληνικό ποιητικό έδαφος τα εξαϋλωμένα άνθη τους. Αναφέρω ευδιάκριτους κοινούς τόπους: η άρρωστη Μούσα, της οποίας το βλέμμα λάμπει απ’ την ασθένεια και τα κερένια χέρια μοιάζουν να λειώνουν, η γνωστή από τον Samain παρομοίωση της ψυχής με κόρη που μαραζώνει από κρυφό έρωτα, η σέρρα με τα ρόδα που ψυχορραγούν.

Δεν θέλω αν πω πως τα νηπενθή είναι μόνο ένα τετράδιο γυμνασμάτων, όσο κι αν δεν λείπουν ακόμα κι οι ασκήσεις δεξιοτεχνίας. Συχνά μας εκπλήσσει η εξομολογητική ειλικρίνεια και πικρία τους. Όσο κι αν τόσοι, απ’ την εποχή των Ρομαντικών και κατόπιν, διεκτραγώδησαν την επίγεια εξορία του ποιητή, ο άνθρωπος που μας εκμυστηρεύεται πως βάδιζε τον δρόμο τους «διωγμένος κάθε μέρα απ’ τους ανθρώπους» δεν υποκρίνεται. Ο κοινός τόπος ξαναγίνεται καινός τόπος, γιατί αρδεύεται από το αίμα και τη χολή του δικού του πεπρωμένου.

Δυστυχώς, το πρόσωπο του Καρυωτάκη – ένα πρόσωπο μοναδικό και ανεπανάληπτο- χρησίμευσε ως προσωπείο σε μια σειρά πεισιθάνατων στιχοπλόκων. Αυτή είναι η μοίρα των αληθινών δημιουργών. Σε κάθε αυθεντικό ποιητή αντιστοιχούν πολλαπλάσιοι κιβδηλοποιοί που τον αντιγράφουν.

Δεν είναι όμως αυτή η περίπτωση του Γιώργου Κόρδη. Όποιος ξεφυλλίσει τα σχέδια που κοσμούν την καλαίσθητη έκδοση του «Αρμού», όποιος έχει δει προηγούμενες δουλείες του ζωγράφου, καταλαβαίνει πως ετούτος ο ζωγράφος έχει το δικό του ύφος, ανεξάρτητα από το αν μας αρέσει ή όχι. Κι ο διάλογος ανθρώπων με έκδηλη ιδιοπροσωπία δεν μπορεί παρά να είναι γόνιμος.

* Το παρόν κείμενο εκφωνήθηκε στα εγκαίνια της έκθεσης των ζωγραφικών έργων του Γιώργου Κόρδη στην Γκαλερί «Αέναον» με αφορμή την πρόσφατη έκδοση των «Νηπενθών» από τις εκδόσεις «Αρμός». www.avgi.gr