Κοπέλες, λάγνα σώματα, οι γειτονιές του τόπου.

εάν (ένθετο του 24grammata.com)

γράφει και φωτογραφίζει ο  Μανώλης Δημελλάς

Κι όμως υπάρχουν ακόμη μυημένοι και αμύητοι.
Υπάρχουν ακόμη κρυφά κι ανομολόγητα, τα στενά δρομάκια, που έχουμε αφήσει ένα δάκρυ έναν κρυφό αναστεναγμό, μια στιγμή που έρχεται στο όνειρο του ονείρου, και λάγνα χαιδεύει τα μαλλιά μας με τα ακροδάχτυλα της.
Δίπλα της, μέσα στο όνειρο, δίπλα της, νομίζω πως την έχω, είναι δικιά μου.
Μα πιάνεται η αλήθεια μου, μπορώ να αγγίξω την στιγμή;
Ξανοίω, χαζεύω τριγύρω, μα ψυχή δεν ποζέφει, δεν σταματά.
Είναι η πάνω γειτονιά που έχει κι αυτή το δικό της όνομα. Καρακαλάς, Μαχαίρι, Ζόκλα, Σισσεμές, κάτω Πλατεία, πάνω Πλατεία.
Γειτονιές, στενά σαν ομορφοκοπέλες στέκουν με μάτια υγρά, χείλια ανοιχτά σαν ερωτευμένες, παθιασμένες κόρες.
Μόνον  για εκείνον που στάθηκε που πρόσεξε τα κάλλη της, την μαγική ομορφιά της.
Προσπερνάμε σαν να ξέρουμε, κουνάμε το κεφάλι στο άκουσμα μιας λέξης, μα είναι σαν να φοράμε ξένα μάτια, γυάλινα, σαν αγγίζουμε με ξένα χέρια την από χρόνια άγνωστη αγάπη.
Στον μικρό τόπο μου όλα έχουν ψυχή, όλα έχουν το όνομα τους και το πιο περίεργο, το πιο παράξενο, είναι πως ακούνε και απάντουν στον μυημένο, σε εκείνον που πίσω από μια πέτρα, πάνω από ένα γεράνι και στην άκρη μιας ταράτσας βλέπει το φιλί που δεν έδωσε, το χαμόγελο  που πήρε στο φεύγα του ο υγρός Μπονέντης.
Στης Ζόκλας, που εγώ το λέω πανόραμα και γελούν στα καφενεία, χάνω την αλήθεια μες το ψέμα. Ζόκλα, γυναικείο όνομα, η Ζώη.
Μα πια να είναι η μυστηριώδη γυναίκα που  βάφτισε, έδωσε το μικρό της, σε αυτή την γειτονιά και πιο πίσω το Μαχαίρι, άκους Μα-χαί-ρι, και τρομάζεις, τραβιέσαι πίσω, ποια μοίρα να έστηνε παιγνίδια σε τούτα τα στενά.
Το ίδιο παραπάνω στον Καρακάλα μα και στον Σισσεμέ αλλά και στην πάνω Πλατεία που όπως και η κάτω δεν υπάρχουν, στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν δρόμο που βαφτίσαμε πλατεία έτσι για να έχουμε, να μην ζηλεύουμε, μια ανοιχτοσιά σαν ουρανό.
Λέξεις με άλλη σημασία, δείχνουν πως όλα έχουν την δικιά τους μεταμόρφωση, ίδια μάτια που βλέπουν, διαβάζουν άλλα  χρώματα πάνω στον  τρικούβερτο καμβά γραμμάτων.
Μια σημειωτική, μια γλώσσα μοναχά για τον  μυημένο που ξέρει, που ζει τον μύθο.
Ίσως, σίγουρα, δεν γνώρισες την Ζωή που έγινε Ζόκλα, το Μαχαίρι, τον Καρακαλά, μπορεί και ποτέ να μην μάθεις ορθογραφία και άτσαλα, ανορθόγραφα, να στέκουν μετέωρα τα όνειρα στο μυαλό.
Μα είναι που έδωσες λίγο ψυχή, λίγους από τους χτύπους της καρδιάς στην γειτονιά που έχει σώμα, ψυχή και πρόσωπο κάνει σκιές της μνήμες. Γράφει στους τοίχους το πέρασμα και περιμένει, αδημονεί στο ξαναπέρασμα σου.
Έτσι γίνεται με του καλοκαιριού τον χρόνο, γίνεται κοριτσίστικη κορδέλα που γυρνά, κάνει τα περασμένα θεατρικό παιγνίδι στην σκιά που άφησες μισή, γεμίζει τον άδειο δρόμο σαν να είναι στιγμές  αντίγαμου, και το κλειστό, το σφαλιστό ερείπιο γεμάτο από φωνές, δικές σου, δικές μου, του άλλου που δεν ξανάδες μα δεν έπαψες να αγαπάς και να βαφτίζεις φίλο, ερωμένη, συγγενή με ίδιο αίμα.

Έτσι είναι στο τόπο μου, στον τόπο σου, μα όπου περπατάμε αφήνουμε σαν τα σκυλιά την μυρωδιά, την ζωντανή αύρα μας,
να στέκει σαν φάντασμα, να τρομάζει τον ανίδεο περαστικό που έπειτα βγάζει ιστορίες με δράκους,φαντάσματα, που δεν είναι άλλα από το δικό μου, το δικό σου πρόσωπο στα περασμένα μα μικρά μα πιο χρωματιστά ανέμελα αθώα-ένοχα χρόνια.