24grammata.com/ απόδημος ελληνισμός
για τον Μανώλη Κασσώτη διαβάστε και εδώ
Δεν έχει περάσει ούτε μήνας από τις ημέρες που έκανε πάταγο η ιστορία των μεταναστών που δήθεν, θα έσωζαν την χώρα.
Φράγκα, money, μυθικά ποσά, έπεφταν πάνω στο τραπέζι για την ρημάδα σωτηρία της χώρας μας. Υπάρχουν όμως κάποια παιδιά, κάποια “ok-boys”, που έγραψαν την ιστορία του τόπου πάνω από στοίβες πιάτα με ξενύχτια που πήγαν όλα για να κάνουν την επόμενη γενιά να “ψηλώνει” λίγο περισσότερο.
Είναι καμιά σαρανταριά χρόνια πίσω, μπορεί και παραπάνω, όταν μια παρέα, που μέσα σε αυτούς ένας γιατρός και ένας μαθηματικός γυρνούν την Αμερική, δουλεύουν, γράφουν, φτιάχνουν συλλόγους, ζωντανεύουν ήθη και έθιμα.
Ο δικός μας, Μενετιάτης, ο Ηλίας Χωρατατζής και Ο Μανώλης Κασσώτης, ένας γέννημα-θρέμμα, Καρπάθιος, Πηγαδιώτης, με καταγωγή από την Σύμη.
Ο Ηλίας Χωρατατζής έφυγε, μας άφησε νωρίς.
Τόσα σχέδια, πραγμάτωσε τόσους στόχους, όμως άφησε πίσω και ένα σωρό ιδέες από εκείνες που τις σιγοκουβεντιάζεις το καλοκαιράκι, στο καφενέ της πλατείας ή στο μουντό κρύο καταχείμωνο και όλα τα βλέπεις αισιόδοξα, γεμάτα.
Ο Μανώλης, από την άλλη είναι ο άοκνος εργάτης της μνήμης.
Ο Καρπάθιος, που καταφέρνει να αγγίξει με τα γραπτά του τον οικουμενικό Ελληνισμό. Νιώθει, αφουγκράζεται την ζόρικη στιγμή του μετανάστη και καταφέρνει να περνά στο αίμα του ανυποψίαστου περαστικού, ντόπιου ή ταξιδιώτη, εικόνες και μνήμες σχεδόν διαγραμμένες.
Τέτοιες μέρες, γιορτινές, είναι που τρυπώνουν και μπαινοβγαίνουν στο μυαλό εικόνες, λεπτομέρειες από περασμένες ανομολόγητες ξεχασμένες ιστορίες, ο Μανώλης Κασσώτης και οι ιστορίες του αποκτούν ένα άλλο πιο ξεχωριστό, πιο μεγάλο ρόλο.
Τελευταίο του βιβλίο η «Καρπαθιακή παροικία στην Αμερική», από εκεί ξεδιπλώνει διαδρομές και ιστορίες που παραμένουν πια μόνο μέσα σε μνήματα.
Ο ίδιος ένας μετανάστης, ένα φτωχόπαιδο, Συμιακής καταγωγής, γεννημένος, μεγαλωμένος στην τότε Ιταλική Κάρπαθο, στα 1936, σπουδαγμένος στο φυσικομαθηματικό του πανεπιστημίου Αθηνών έγινε μετανάστης το 1959. Έφτασε στην Νέα Υόρκη φορτωμένος όνειρα, μα οι τσέπες ήταν άδειες. Με τα 70 δολάρια, τι να πρωτοκάμεις στα μαύρα ξένα;
Η λατρεία στα μαθηματικά τον έκανε ξεχωριστό, απανωτές υποτροφίες σε σπουδαία κολέγια, μάστερ και εξειδικεύσεις στα εφαρμοσμένα μαθηματικά μα πάντα γύρω, από κοντά, στην ομογένεια με τιμή και και θάρρος.
Πρώτη δουλειά τα πιάτα, πιατάς, λαντζέρης, χωμένος μέσα στις λιγδερές κουζίνες των εστιατορίων, όμως δίχως την παραμικρή ντροπή, για το όχι και τόσο ξεχωριστό
Ο Μανώλης μέχρι το 2005 που συνταξιοδοτήθηκε, πέρασε από σπουδαίες εργασιακές θέσεις, τόσο που ολόκληρη η παροικία στέκεται περήφανα για κείνον
Όμως πιο σπουδαία, πιο ιδιαίτερη, είναι καθημερινή έρευνα και δράση του, στα θέματα του απόδημου
Ένας μαθηματικός, ένας άνθρωπος των θετικών επιστημών που κάνει το μολύβι να λιώνει πάνω στις ιστορίες του.
Περιγράφει και καταφέρνει να κρατήσει ζωντανή την διαδρομή των Ελλήνων μεταναστών, κυρίως των Δωδεκανήσιων που έχει και την καθημερινή τριβή του, βγάζει στο φως στιγμές, που σε μια διαφορετική περίπτωση θα είχαν σβήσει με το επόμενο γύρισμα του του λεπτοδείκτη.
Στο τελευταίο βιβλίο ανάμεσα στα άλλα, περιγράφει την γιορτή των Θεοφανείων στο Tarpon Springs, η οποία περισσότερο και από την σπογγαλιεία διέδωσε τη φήμη του μακρινού αυτού τόπου, σε όλες τις πολιτείες της Αμερικής μα και της χώρες του δυτικού
Ο Αγιασμός των υδάτων, είναι και η αρχή της πρώτης σπογγαλιευτικής περιόδου του Tarpon Springs, η οποία διαρκούσε από την ημέρα των Θεοφανείων μέχρι των Αγίων Αποστόλων.
Η δεύτερη περίοδος άρχιζε από το Δεκαπενταύγουστο μέχρι τα Χριστούγεννα. Τα σπογγαλιευτικά επέστρεφαν στο λιμάνι για μικρά διαστήματα, το Πάσχα και του Αγίου Νικολάου, που είναι και ο πολιούχος άγιος του Tarpon Springs.
Όπου κι αν βρίσκεται εγκαταστημένος ο Έλληνας, τα Θεοφάνεια θα τα γιορτάσει με αγιασμό της θάλασσας, γράφει ο Μανώλης.
Η γιορτή έχει ιδιαίτερη θρησκευτική σημασία για την Ελλάδα και γιορτάζεται με μεγαλοπρέπεια. Εκτός Ελλάδος όμως, πουθενά δεν υπάρχει η λαμπρότητα των εκδηλώσεων του Tarpon Springs, που ξεκίνησε πριν από 107 χρόνια σαν μικρή τοπική γιορτή, αλλά γρήγορα η φήμη της έφτασε σ’ όλη την Αμερική, με αποτέλεσμα να την παρακολουθούν -κάθε χρόνο- 50.000, περίπου, άτομα απ’ όλα τα μέρη του Δυτικού ημισφαιρίου.
Ο Μανώλης θυμάται το Δωδεκαήμερο στα χρόνια του, στο Αμέρικα, είναι ο μετανάστης που πατά σε δυο βάρκες, ζει στην ξενιτειά, την φιλόξενη ξενιτειά, που χάρισε μια ζωή πλούσια, σκληρή μα φορτωμένη με ιδιαίτερες, ξεχωριστές στιγμές, αξέχαστες εμπειρίες. Όμως σφηνωμένη στο μυαλό δεν είναι άλλη από την παιδική διαδρομή, τους γονείς και το νησί που εκείνα τα πραγματικά φτωχά χρόνια οι γιορτές ξεχώριζαν από τις άλλες μέρες, δεν ήταν μοναχά τα δώρα και τα φορτωμένα τραπέζια. Ήταν η αγάπη που ξεχείλιζε, έφτανε να παίρνει πρόσωπα και να ολοκληρώνεται με φιλιά και αληθινές αγκαλιές.
Μα πως αλήθεια, να ξεχάσεις, να σβήσει ο Μανώλης το πολύβουο σπιτικό που μεγάλωσε, πέντε αδέλφια, μεγάλο το σόι, στέκεται στην άκρη της μνήμης του και στους μοναχικούς καλεσμένους, εκείνους που περνούσαν μέσα στην μοναξιά τους ακόμα και τις γιορτινές μέρες, τους μπεκιάρηδες όπως τους λέμε, μεγάλωσε σε σπίτι φιλόξενο, ανοιχτό στους κλειστούς ανθρώπους.
Τα 54 χρόνια στην Αμερική, τον έκαναν πιο Έλληνα, αντί να ξεχνά, να σβήνει φίλους, στιγμές και παρελθόν, τα κάνει λέξεις, γλυκό βιώμα και τα μεταφέρει σε μας τους εγκλωβισμένους στην μικρή μας μνήμη, ξανοίγοντας τον κόσμο μας σε πιο βαθιά πέλαγα, ήρεμα και γνώριμα, τόσο που τα νιώθουμε τελικά ολόδικά μας.
Σε ευχαριστούμε Μανώλη Κασσώτη…