Η ΑΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ (Κώστας Βάρναλης)
Μια από κείνες τις ανοιξιάτικες βραδιές που η κουφόβραση κι η πνιγούρα μαζί με τις μακρινές αστραπές μηνάνε καταιγίδα.
Ο Ιούδας ξέκοψε, κατά τη συνήθειά του, από τους άλλους συντρόφους, που κρυμμένοι μέσα σ’ ένα αμπέλι, μοιράζονται ό,τι αυτός κατάφερε να τους εύρει για φαγί. Και προσεύχονται.
Ο ορισμένος από τις Γραφές παράνομος μαθητής ανέβηκε πάνου σ’ ένα λόφο από άμμο. Μορφή αχαμνή, νέος ακόμα, φαίνεται να ‘χει πολύ υποφέρει.
Για πρώτη φορά ο πόνος κι η απελπισιά καθαρίζουν έτσι καλά τη σκέψη του και της δίνουνε μια τραγική στροφή.
Τα χείλη του, καθώς τα σφίγγει, παίρνουνε, θαρρείς, το σκήμα του φιλιού.
Ξυπόλητοι, μ’ ένα ραβδί κι ένα ταγάρι σταυρωτά
τη μέρα να κρυβόμαστε, τη νύχτα να δρομάμε
-ξυπνούν αλάργα τα σκυλιά και μας γαυγίζουν σερπετά.
πόσες ημέρες νηστικοί, θυμάμαι δε θυμάμαι-
αχ! δε βαστώ, καρδούλα μου, κι ό,τι λογιάζεις κάμε.
Άρχισε να κλονίζεται και δεν το κρύβει πια ο Θωμάς.
Ο Πέτρος κακομίλητος τα φρύδια του ζαρώνει.
Και ξαφνικά ξεκόβοντας ο νιος Ιωάννης από μας
παραλαλεί κι αλλόκοτα φαντάσματα ξαμώνει,-
όλους μας καταντήσατε φαντάσματ’ άγρια, Πόνοι!
Καρδιά, πουλί τρεμάμενο, χωρίς φωλιά πάνω στη Γη,
κυνηγημένη πας ομπρός και πίσω δε γυρίζεις.
Τι νά ναι τάχα: θέληση, φόβος, συνήθεια, προσταγή;…
Μα κάπου θά ναι ανάπαψη, κάπου γαλήνια ορθρίζεις
σε θάλασσα και σε πλαγιές, Άνοιξη, που μυρίζεις.
Μα κείνος τίποτα δε λέει. Διάφανο σώμα κι αδειανό
πάνου απ’ το χώμα σηκωτό βαδίζει στον αέρα.
Στα νοτισμένα μάτια του κοιτάς τον άπατο ουρανό.
Λόγος γλυκής, που, κι αν μιλά κι αν δε μιλά, κοφτέρα
βυθίζει μέσα στις καρδιές σε νύχτα και σε μέρα.
Στην Άγια Πόλη ως μπήκαμε, -βάγια πολλά και φοινικιές,-
και ξένοι αρχόντοι και δικοί κρυμμένοι τρέμαν όλοι,
γιατ’ άνεμος ξεσήκωνε τα πλήθη, ελπίδες ξαφνικές
Του πα σιγά: -«Τώρα καιρός για τη Μεγάλη Σκόλη!»
-«Ουράνιο το βασίλειο μου κι ουράνια, μάθε, η Πόλη».
Μ’ αρνιέσαι τάφο, Θάνατε, πώς θα με φέρεις στη Χαρά;
Βαθιά στο χώμα, οργιές πολλές, μονάχα κρύα σκουλήκια.
Τούτ’ η καρδιά, και που μισεί και δικιοσύνη λαχταρά,
ζητάει δικά της δω στη Γης δυο πιθαμές χαλίκια,
απ’ τα αγαθά, που δώσε ο Θεός, ζητάει μερίδα δίκια!
Ποιος το φτωχό μου το κορμί και την ψυχή μου τη φτωχιά
απ’ τον κρυφό το Φαρισαίο και τον τραχή Λατίνο,
από τον ξένο γέρακα θα σώσει κι απ’ την ντόπια οχιά;
Αυτούς σ’ ατάραγη ζωή κι αράθυμη ν’ αφήνω
κι εγώ ανεμόσκαλα σωμού στο γαλανό να στήνω;
Δεν είναι μοναχά η δικιά μου μοίρα, που με τυραννά,
μαύροι συντρόφοι της δουλειάς και της απελπισίας.
Ήλιος ζεστός και γόνιμος τα χρόνια μας τα σκοτεινά
για κείνους, που την αρετή μας θέλουν της θυσίας.
Ήρθε γι’ αυτούς, -για μας ακόμ’ αργεί ο ωραίος Μεσίας.
Σε λογισμό και σε καρδιάν ανάμεσα όχτρητα πολλή.
Καθάρια το πρεπούμενο στο νου μου λαγαρίζει,
μα σίντα πάω να κουνηθώ λίγο, το σώμα παραλεί,
πιότερο σφίγγει τ’ άλυτο σκοινί Του, που μ’ ορίζει,
ψυχή και σώμ’ αντίμαχα σε δυο μου τα χωρίζει.
(θυμάται τη μάνα του)
Τα κλάηματά σου, μάνα μου, φτάνουν εδώ στην ερημιά.
Μες τα λιγνά χεράκια σου νυχτοήμερα δεμένη,
ώρες κοιτώντα χαμηλά τελειώνεις με λιγοθυμιά.
Μες τ’ άδειο σου θυμητικό άλλο από με δε μένει.
Του ζωντανού θανάτου εμείς χρόνια καταραμένοι!
Για σας, μανάδες κι αδελφοί και τώρα κι ύστερα, σιγά
θα κάνω απόψε, κι ας πονώ, της προδοσίας το κρίμα.
Και ξέρω, τι καταλαλιά τη μνήμη μου θα κυνηγά!
Τ’ ανθρώπου ο νους, στον άνεμο φωτιάς ουράνιας τρίμα,
πάνω στη ζάλη του θα πει: «Τον πρόδωσε για χρήμα»!