«ΜΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ»

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Η πλατεία στο παλιό Μπουρνάζι είναι μια τετράγωνη υπόθεση. Τίποτε το κοσμικό, χαμηλά, κλειστά μαγαζιά, παλιά κουρεία, καταστήματα επιδιορθώσεων τηλεοράσεων, αποκλεισμένα παράθυρα φωταγωγών, ένα γραφείο τελετών, το παλιό καφενείο με τα πολύχρωμα λάστιχα στις καρέκλες και τα μεταλλικά τραπέζια, της δεύτερης διαλογής. Απέναντι από το μαγαζί των εσωρούχων βρίσκεται ένα ετοιμόρροπο σπίτι. Αν δεν προσέξεις, δεν θα το θυμάσαι ετούτο το σπίτι. Ούτε αετώματα, ούτε βαριές, ξύλινες πόρτες, δουλεμένες, ούτε τίποτε από όλα εκείνα που συνθέτουν τη νεοκλασσική Αθήνα. Ριγμένοι σοβάδες, μια πόρτα σφηνωμένη στο κράσπεδο, τα κρεμασμένα ασπρόρουχα, σπασμένοι κουβάδες πλάι στην πλύστρα, τέτοια πράγματα, καμιά ομορφιά. Εκεί λοιπόν ζει μια ολόκληρη οικογένεια. Με τους θανάτους, τις σπάνιες χαρές, τις καθημερινές δυσκολίες, την ασωτία που απειλεί πάντοτε, καθώς εξασφαλίζει μια απόδραση, λίγο δανεικό, αγροίκο πλούτο. Η οικογένεια έχει δυο τυφλά αγόρια. Σε ηλικία στρατεύσιμη. Η μάνα τους γυροφέρνει την πλατεία ίσαμε τις νύχτες, σπάει τη φωνή της ζητιανεύοντας, σπάει τα χέρια της σε βαριές δουλειές, συλλέγει σκουπίδια. Εκείνη φαντάζει περισσότερο ράκος από τα περιστασιακά θηράματα των περισυλλογών της. Ο πατέρας δουλεύει στο δήμο. Είναι από εκείνες τις μορφές, που περιφέρονται πιασμένες από τα μεγάλα φορτηγά και περνούν το χάραμα, δίχως να πατούν στους δρόμους. Φορά μια μάσκα, από εκείνες τις πλαστικές που πωλούν τα φαρμακεία. Έτσι φαίνονται μόνο τα μάτια του, κάτι όμορφα μάτια που νεανίζουν παρά τον κόπο μιας ολόκληρης ζωής, τις βροχές, τις άσκημες μυρωδιές, τα απέραντα τοπία των βιομηχανικών λόφων ψηλά, κοντά στην ελιά του Πεισίστρατου. Η καταγωγή του είναι από την Αρκαδία. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους προέρχονται από τα ορεινά, εγκαταλειμένα χωριά στα ορεινά του νομού. Τα άφησαν δεκαετίες πριν, τώρα τυχαίνει καμιά φορά στα τηλεοπτικά, μεταμεσονύχτια ρεπορτάζ περί αρχαιότητος και άλλων τέτοιων, να δουν τον τόπο τους, ή κάποιο σημείο κοντά στο μέρος που γεννήθηκαν. Κλαίνε σιωπηλά, άλλοι δεν θυμούνται πια και έτσι τίποτε δεν τους ερεθίζει.Τα δυο παιδιά είναι τυφλά. Είναι όμορφα παιδιά, ο κόσμος τους εξαντλείται στα όρια της τετράγωνης πλατείας. Κυκλοφορούν πάντοτε πιασμένα χέρι με χέρι, σαν τάχα κάποιος από τους δυο να διατηρεί ακόμα μια μυστική οπτική του κόσμου.Το χειμώνα βεβαίως αποσύρονται στο εσωτερικό του παλιού σπιτιού. Μόνο τις Κυριακές, συρρέουν νωρίς στα εξωτερικά τραπέζια του παλιού καφενείου και ακούν τις ποδοσφαιρικές αναμεταδόσεις, διεγείρονται με τις περιγραφές των εκφωνητών, νιώθουν μια αγωνία σαν να κοιτούν από τις κερκίδες και να προσμένουν από στιγμή σε στιγμή την επιτυχία μιας επίθεσης. Ύστερα, το ματς ολοκληρώνεται και η μάνα τους τα γυρεύει, υψώνει μια φωνή και εκείνα επιστρέφουν στο σπίτι, περνώντας πάντα από το μέσον της πλατείας, παραπατώντας πάντα σε παρτέρια και διακοσμητικούς κρουνούς. Να μην χωρούν οι άνθρωποι για τα αντικείμενα της διακοσμήσεως, τέτοιοι οι καιροί μας. Πλησιάζουν Χριστούγεννα. Η κίνηση αυξάνει και η μάνα τώρα πουλά κάτι αυτοσχέδια στολίδια από σκληρό χαρτόνι και ασημόσκονη που κοστίζει φτηνά και αφθονεί στα καταστήματα των ειδών συσκευασίας. Κανείς δεν αγοράζει. Μοιάζουν κακόγουστα τούτα τα πράγματα, μα διαθέτουν όπως και να έχει την αισθητική ενός κόπου, μιας καθ’ ομολογίας προσπάθειας επιβίωσης. Κανείς δεν τα αγοράζει τούτα τα πράγματα, μονάχα κάποιοι που γνωρίζουν το δράμα της οικογένειας, την άθλια, οικονομική κατάσταση, τις μέρες που κερδίζουν τη ζωή με όλο τον κόπο και όλη την αγωνία που θα τους αναλογούσε. Τα τυφλά παιδιά χαμογελούν, είναι μια παρηγοριά η ομορφιά του και το άδειο βλέμμα που προξενεί έναν ειλικρινή συναισθηματισμό στους περαστικούς. Μα τίποτε περισσότερο. Τις νύχτες κανείς δεν τους μιλά, κανείς δεν τους περιγράφει τις αποχρώσεις του κόσμου. Ο πατέρας γνωρίζει λίγα γράμματα, πρόσφατα τους παραχωρήθηκαν κάποια βιβλία από την προσφάτων ανακαινισμένη, δημοτική βιβλιοθήκη. Εκείνος ο «Άτλας» που έχει ακόμη καταχωρημένη την πάλαι ποτέ σοβιετική ένωση, διαθέτει έναν ικανοποιητικό αριθμό φωτογραφιών. Η περιγραφή του πατέρα είναι φτωχή, μα συνιστά πάντα ένα παράθυρο για τα δυο τυφλά παιδιά. Λένε ότι πληρώνουν μια αβλεψία του νεαρού τότε ζεύγους, που δεν φρόντισε, τα χρόνια βλέπεις ήταν δύσκολα, δεν γνώριζε κανείς από ιατρούς και τέτοια.
Πριν από μερικές μέρες κηδέψαν το ένα παιδί. Χτυπήθηκε από το λεωφορείο που περνά τα νεκρά απογεύματα, που επαναλαμβάνει την ίδια κίνηση εδώ και αρχαία χρόνια.Το κηδέψαν στο κοιμητήριο της οδού Θηβών. Το άλλο παιδί ρωτούσε, αν δείχνει γαλήνιος ο νεκρός, αν τα χέρια του είναι δεμένα, τέτοιο πράγμα δεν θα το άντεχε ποτέ. Η μάνα, με μια μεγάλη ρωγμή από το μέτωπο ως το λαιμό πουλά ακόμη στολίδια. Το γεγονός φαίνεται συγκλόνισε την τοπική κοινωνία και οι πολίτες έδειξαν ενδιαφέρον και από το υστέρημά τους προσέφεραν ό,τι μπορούσαν, είπαν.Ο πατέρας μοιάζει να έχει χάσει πια τα λογικά του. Μιλά μόνος, μεθά ως αργά με φτηνά ποτά στο ίδιο, παλαιό καφενείο, πολλές φορές τη νύχτα η αστυνομία καταφτάνει στην πλατεία, προσπαθεί να τον πείσει να επιστρέψει στο σπίτι, να ησυχάσει, έτσι δεν βγαίνει τίποτε, το παιδί χάθηκε, αυτά συμβαίνουν, τα πράγματα θα φτιάξουν, θα δει, θα φτιάξουν. Το νεκρό παιδί τώρα όμως βλέπει, λέει και γελά. Το είπε ακόμη και σε μένα που περνούσα από εκεί και δεν τον γνώριζα τόσο καλά. Έδειχνε να έκλαιγε, να ζητά μια επιβεβαίωση για να μην διαλυθεί μέσα μας και τον κουβαλούμε έπειτα βάρος συνειδησιακό. Συνηθίζει ακόμη να πραγματοποιεί με το άλλο παιδί μεγάλες βόλτες προς τις πάνω περιοχές, περνώντας από ενορίες και μικρές πλατείες, τοποθετώντας ανορθρόγραφες σημάνσεις, μια εξελιγμένη μορφή επετείας δηλαδή. Μα εκείνο που τον καθιστά σπουδαίο και ίσως για τούτο να αξίζει ο ίδιος μια τύχη καλύτερη στο μέλλον είναι που υποστηρίζει διαρκώς πως είναι και εκείνος τυφλός και περπατά με κλειστά τα μάτια για να φτάσει στο ίδιο, ακατόρθωτο ύψος. Φαντάσου, τέτοιες αποστάσεις με τα μάτια ερμητικά και πίσω του όλο αυτόν τον πόνο. Και όσες μέρες απέμειναν ακόμη. Και είναι ένα τοπόσημο για τους καιρούς και τους τόπους τούτοι οι δύο άνθρωποι με τα δεμένα χέρια και τα δεμένα αίματα. Όλα τούτα συνιστούν μαρτυρία προσωπική. Όπως και οι χαρτονένιες σημάνσεις της επετείας, καθ΄όλο το μήκος της οδού Πριάμου.