Το 24grammata.com παρουσιάζει για πρώτη φορά τα αφηγήματα του Μανώλη Δημελλά, τα οποία, όταν ολοκληρωθεί η εβδομαδιαία παρουσίαση τους, θα περιέχονται στο ebook (flipping book και pdf) – σειρά: εν καινώ– με τίτλο: “Στης σοφίτας τον φεγγίτη” .
Για να διαβάσετε το προηγούμενο αφήγημα κλικ εδώ
Ιστορία 2η.
Μου μοιάζει, νομίζω μοιάζει και σε σένα, αν φυσικά έχεις κάποια σχετική αυτογνωσία, αν καταλαβαίνεις την θέση σου.
Εκείνος πάλι, δεν είχε ανασφάλειες, από καιρό πορευόταν σε έναν κόσμο μοναχικό μα τακτοποιημένο. Όλα είχαν θέση και ρόλο.
Στην κουζίνα δεν ήθελε να βλέπει τίποτε που να χαλά την αρμονία κάθε άπλυτο πιάτο, κάθε παράτερο ποτήρι έξω από το ντουλάπι χαλούσε το ίσο της ιστορίας.
Ήταν τα χούγια του που τον έκαναν άνθρωπο τραχύ και ιδιόρυθμο.
Ο μπαρμπα-Βασίλης, με τον μουγκό, ανάπηρο αδελφό του ζούσαν μια σιωπηλή, θρυμματισμένη ζωή, μακριά από περιττές συγκινήσεις.
Το σφύριγμα για την έναρξη δόθηκε από την Αλεξάνδρα και τον Στέλιο τους γονείς, λίγο πριν αλλάξει ο προηγούμενος αιώνας, στο κλείσιμο του 19ου.
Φτώχεια και μιζέρια, η μάνα μετρούσε τις ανάσες με της μπουκιές του φαγητού. Εξηγούσε τακτικά στα δυο της αγόρια πως όλα περνούν από το στομάχι, έτσι έκανε τα παιδιά μηχανές λογικής και τα συναισθήματα τα έκαιγαν στο μαγγάλι την ώρα που απλώναν τα χεράκια τους για να ζεσταθούν.
Ο πατέρας εργάτης, τους άφησε νωρίς, όπως δεν γίνεται ποτέ στα παραμύθια. Τα δυο αδέλφια δεν κοιμήθηκαν ποτέ με νανουρίσματα αφού η μάνα που ξενόπλενε στα σπίτια που έδινε ένα μεροκάματο, είχε χέρια που βρωμοκοπούσαν ακουαφόρτε και χλωρίνη, έτσι σπάνια τα αγκάλιαζε για να μην σκάσουν από τη μυρωδιά.
Ο μεγάλος τελείωνε μια ναυτική σχολή, ετοιμαζόταν να μπαρκάρει και να δώσει ανάσα στη μάνα που δεν φαινόταν να τη βγάζει για πολύ ακόμη. Ο μικρός πιο καλός μαθητής μα αγρίμι, έτυχε πάνω στα ανάποδα που έχουν οι μοίρες.
Σε ένα ακόμη βιαστικά φευγάτο καλοκαίρι ο πιτσιρίκος τριγούσε την Συκιά το μεγάλο, ψηλό δέντρο της αυλής τους.
Μα η λαχτάρα του και η κακιά στιγμή τον έφεραν στο ταλαιπωρημένο μα άψυχο τσιμέντο με το κεφάλι ανοιγμένο.
Ο δεύτερος γιός επώμεινε μισός. Έχασε την ακοή, την ομιλία του, και τα άκρα του, χέρια και πόδια, ήταν πια ανυπάκουα.
Τα νεύρα που χτυπήθηκαν τον έκαναν σχεδόν τετραπληγικό.
Όπως σε τέτοιες περιπτώσεις η μάνα ανένηψε και φρόντιζε για χρόνια τον γιο, ενώ ο πρωτότοκος ταξίδευε αλλάζοντας το χρόνο με χρήμα. Γυρνούσε έναν κόσμο που άλλαζε, ρουφούσε κάθε στενό δρόμο που ανακάλυπτε, και άλλοτε περνούσε με γράμματα την ιστορία άλλοτε την έκανε μνήμη που στα προχωρημένα χρόνια του γινόταν μύθος που ξομολογιόταν μοναχά στον εαυτό του.
Μεγάλα μπάρκα ατέλειωτα, σιτηρά από τον Καναδά την Ανατολή, μήνες μέσα σε βαπόρια, που έβραζε το σίδερο και περνούσε, έπαιρνε τη θέση του μυελού μέσα στην σπονδυλική στήλη.
Διάβαζε, μελετούσε τις χώρες που έβλεπε και δεν σκορπούσε ούτε μια στιγμή, ούτε ένα συναίσθημα για μια εφήμερη χαρά.
Μεγαλωμένος σκληρά, όλα με το ψιλό κόσκινο, και στο τέλος δεν περνούσε τίποτε μέσα του.
Γύρισε το καράβι, στάθηκε για λίγο στον ίσκιο της συκιάς που κρυφά καταριόταν. Εκεί κάπου γνώρισε και τη Βασούλα ήταν η καρδιά ανοιχτή κι ένα φύσημα έφτανε, ο έρωτας μπήκε με βαριά πατήματα.
Κορίτσι αισιόδοξο, ταπεινό από εκείνα που έκαναν οικογένεια και την κρατούσαν, άλλωστε τι νεκρό δεν είναι και δικαιωμένο, πίστεψε λοιπόν στο μηχανικό, αλλά κι εκείνος άφησε πάνω της όλο τον κρυφό του πόνο.
Στα μπάρκα, στα ταξίδια που ακολούθησαν, τα σχέδια από το μελλοντικό χρόνο παραγέμιζαν ακόμη και μαξιλάρια, και κάναν τον ύπνο του ζευγαριού τρυφερό σαν το γλυκό του κουταλιού που ετοίμαζε στα τελευταιά της η μάνα του Βασίλη.
Πάνω στο βράσιμο του σύκου, εκείνη έσβησε. Γύρισε βιαστικά από την Ασία πριν το ξεφόρτωμα του φορτίου, ο μηχανικός, με το μυαλό στην οικογένεια, αυτήν που θα έστηνε.
Μα βρήκε τον αδερφό γυμνό, κατουρημένο, πεινασμένο να ψάχνει χέρια για φροντίδα.
Σε αυτό το ρόλο μπήκε, μα στο χρόνο πάνω η γυναίκα που στοίβα γραμματόσημα κόλλησε για κείνη, έφυγε με κάποιο γείτονα, κλέφτηκε, με αγέννητο μωρό στην κοιλιά. Με το μυαλό ερωτευμένο με άλλον που έδινε ολοκληρωτικά το είναι του σε κείνη, δεν μοίρασε την μέρα του σαν τράπουλα σε ανάπηρους συγγενείς.
Κάθε που ακούω για σχέσεις ισότιμες, σχέσεις που σέβονται τάχα τον χρόνο και αφήνουν το σκοινί λάσκα να πλάσει ο σύντροφος ένα λίγο προσωπικό κόσμο αφήνω το μυαλό να πετάξει στον Βασίλη και παραστήνω λίγο, λιγάκι τον μουγό αδερφό του.
Στην ιστορία μας, τα αδέρφια μείνανε μαζί, στεκόταν ο Βασίλης στον μουγκό, έτσι τον φώναζε, άλλωστε δεν άκουγε.
Ευτυχώς ο χρόνος περνά, τρέχει, τόσο, μα τόσο γρήγορα.
Μόνο βιβλία είχε συντροφιά και ένα ραδιοφωνάκι, το θυμάμαι καλά το ραδιόφωνο, που συντονισμένο μοναχά στο τρίτο πρόγραμμα έπαιζε κλασσική μουσική, και ο μηχανικός έγραφε.
Ο,τι του άρεσε, ο,τι τον άγγιζε πήγαινε κι αγόραζε το αντίστοιχο βιβλίο, μελετούσε μερόνυχτα ένα θέμα.
Στοίβες τα βιβλία, μα ποτέ δεν έβλεπες τίποτε στο σπίτι, δεν ήταν που έμπαιναν ξένοι. Ποτέ δεν δεχόταν κόσμο, μα ήθελε να είναι όλα σε τάξη, οργανωμένα και να μην ένοχλούν τα μάτια του, να μην τον παρασύρουν οι εικόνες σε σκέψεις που πιθανόν να τον καθυστερήσουν από μια μελέτη, από την δικιά του νιρβάνα.
Παράξενο, σήμερα που μεγάλωσα, όλα θέλουν να με προκαλέσουν όλα θέλουν να με βάλουν στη δικιά τους λίμπιντο, να με σπρώξουν να χαζέψω τον δικό τους οργασμό.
Οικονομικά στέκονταν καλά, δεν είχαν άλλωστε πειρασμούς να παρασύρουν σε βαθιά νερά τα δυο αδέλφια, τα παιδιά της Αλεξάντρας.
Γερνούσαν, μα το τυρί με το δελτίο έτρωγαν ακόμη. Ακόμη και το κρέας ήταν δυο φορές τον μήνα.
Θυμάμαι που παιδί ακόμα μου έκανε μάθημα, ακόμη και για τις τροφές, και σε κάθε δεύτερη πρόταση επαναλάμβανε για να θυμάμαι, όποιος τρώει πολύ θα πεθάνει γρήγορα, μα αν αυτό θέλει τουλάχιστον ας προετοιμαστεί, για να μην ταλαιπωρήσει συνανθρώπους του.
Στα πιο μεγάλα του έγινε στριφνός, φαίνεται πως τα χρόνια που αγκαλιάζει ή εγκλωβίζει, πιο σωστά, η μοναξιά, τα κάνει νάχουν δικούς της νόμους και κανόνες, έξω από ανθρώπινες αδυναμίες και μικροχαρές. Στεκόταν κριτικός σε κάθε σφάλμα και κοιτούσε με ένα αδιόρατο μίσος την ευτυχία των άλλων, στην αποτυχία δε, χόρευε πάνω σε καμένους πόθους.
Μα έλα που ό,τι είναι να δώσεις, ο,τι χρωστάς φαίνεται πως κάπως περίεργα, μια αόρατη κλωστή τόχει κεντημένο στο στήθος των ανθρώπων. Πληρώνεις τον λογαριασμό άλλοτε στην είσοδο, καμμιά φορά στην μέση, μα το τραγικό είναι όταν η έξοδος σου επιφυλάσσει ένα δραματικό ανκόρ. Ένα τραγούδι ολότελα δικό σου.
Ο μηχανικός της ιστορίας, ερωτεύτηκε, γεροντοέρωτας, ατελέσφορος μα σφοδρός. Τον τάραξε συθέμελα, άλλαξε στο τέλος όλο τον κόσμο του. Πήγανε στράφι τόσα βράδια που κάτω από μια λάμπα και με ουρανό την μοιραία Συκιά να μας δείχνει πως αγκαλιάζει και ερωτοτροπεί με τον ουρανό, ο Βασίλης μου μιλούσε για κομμουνισμό, για τον μορφωμένο και πρωτοπόρο εργάτη.
Για εκείνον που δεν ακούει σε ανόητες προσκλήσεις μα στέκει μπροστά από την εποχή του.
Ήταν η καινούρια καθαρίστρια, που άκουγε στο όνομα Βάσω, άλλαξε το μυαλό του και αντάλλαξε τις μνήμες των τελευταίων χρόνων με εκείνες, τις ανομολόγητες που χτίστηκαν όσο ταξίδευε, που το μυαλό έστρωνε παλάτια για τον πρώτο και μοναδικό μα όχι ανεπανάληπτο έρωτα. Εκείνα τα παλάτια γίναν πυραμίδες με ταφικά κτερίσματα, που μέσα μπήκε η καινούρια Βασούλα, βρήκε μούμιες επιθυμιών και με ένα άγγιγμα της έδωσε ανάσα στο μοιραίο.
Έφυγε κι μπαρμπα-Βασίλης, έφυγε και ο μουγκός που ποτέ δεν τον είπα με το όνομα του, άλλωστε δεν με άκουγε.
Το σπίτι τους έχει δώσει την θέση του σε ένα πολυόροφο κτήριο, μεγάλο το οικόπεδο και η κυρα-Βάσω προίκησε τα παιδιά της με ετούτη τη μπίζνα.
Μοναχά ένα παράπονο μου έμεινε, η Συκιά που για χρόνια της φόρτωναν κάθε κακό που συνέβαινε στη γειτονιά.
Η συκιά με τα βασιλικά Σύκα, που τάιζε όλους τους θαρραλέους.
Την ξεριζώσανε και αυτήν, έκοψαν σε μικρά κομμάτια τον περήφανο κορμό της, και την πέταξαν, μπορεί και να την έκαψαν κιόλας.
Είναι το δέντρο που δεν γράφει, έτσι κι αλλιώς, ιστορία.
Μα είναι οι άνθρωποι που αγωνίζονται να την σβήσουν να διαγράψουν κάθε χνάρι που μπορεί να θυμίζει, να φέρνει σε κάτι από το παρελθόν.