Πέτρος Τσερκέζης
Free ebook- 24grammata.com
[κατέβασέτο]
Διαβάστε, επίσης, την παρουσίαση του Απόστολου Θηβαίου κλικ εδώ
Εξώφυλλο: Χριστίνα Τσερκέζη
Επίλεκτες Ψηφιακές Εκδόσεις: 24grammata.com
Υπεύθυνοι σειράς: Γιώργος Πρίμπας, Χαριτίνη Ξύδη
Σειρά: εν καινώ,Αριθμός σειράς: 71
Επιμέλεια και επιλογή κειμένων: Χρήστος Τουμανίδης
Τόπος και Χρονολογία πρώτης έκδοσης: Αθήνα, 2014
Μέγεθος Αρχείου: 1,2Mb
Σελίδες: 58
Μορφή αρχείου: pdf
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση δίχως την έγγραφη άδεια
του δημιουργού ή του εκδότη.
Ο ΚΑΣΤΑΝΑΣ
ΗΤΑΝ ΦΙΛΟΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ. ΗΤΑΝ Ο ΗΡΩΑΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΜΑΣ χρόνων. Είχε κάτι απαλό και βελούδινο, από χιόνι και από πέταλα λουλουδιών, πάνω στα ψαρά του μαλλιά που στεφάνωναν το ρυτιδωμένο του πρόσωπο, το οποίο ξεχείλιζε από το φως του ζεστού χαμόγελου, χρυσή φλόγα στην ακμή του χειμώνα. Ήταν γλυκό σαν χάδι, λαμπερό σαν ανοιξιάτικη αύρα, γευστικό σαν λαχταριστά ψημένα κάστανα.
Ήταν σε όλους τους δρόμους, σε όλα τα σοκάκια, σε όλες τις ανήλιαγες μέρες του χειμώνα, τότε που ο βουρκωμένος ουρανός άνοιγε τα δισάκια του και οι τουλούπες του χιονιού έρχονταν χορεύοντας κι έπιαναν τους δρόμους ως τα κατώφλια των σπιτιών. Όταν έβγαινε, ένα ματάκι ήλιος έκανε το λευκό χιόνι να μοιάζει χρυσό, φανταχτερό.
Ήταν φίλος όλων των παιδιών. Πρώτα ακουγόταν κάποια πεταχτή φωνή: «Ήρθε ο καστανάς, γρήγορα τρέξτε, ήρθε ο καστανάς». Και μετά, η μελωδική μπάσα φωνή του: «Κάστανα ψημένα, κάστανα».
Τρέχαμε τότε όλα τα παιδιά, ποιος να πρωτοφτάσει, ποιος να πρωτοπάρει το χάρτινο χωνάκι γεμάτο με τα ψημένα κάστανα.
Στεκόμασταν γύρω του κι εκείνος μας κοίταζε όλους στα μάτια, λες και προσπαθούσε να διαπιστώσει μήπως απουσίαζε κανένας. Κοίταζε μετά τα χωνάκια αραδιασμένα στο σίδερο της κινητής του σόμπας, σαν να τα περιεργαζόταν. Έκοβε το μάτι του, μετρούσε μπας και έλειπε κανένα. Δεν επιθυμούσε να αφήσει θλιμμένα τα αθώα ματάκια των μικρών του πελατών, προκαλώντας δυσφορία σε καμιά μικρή ψυχούλα.
Εκείνη τη μεγάλη στιγμή, όλοι σιωπούσαμε. Ακουγόταν μόνο κάποιο χαρούμενο παφ-πουφ από τα κάστανα που ψένονταν χορεύοντας στον κόσκινο της σόμπας, λες και ήθελαν να δραπετεύσουν στα λαίμαργα μάτια των παιδιών.
«Ποιον θα φιλέψουμε πρώτο σήμερα;» ρωτούσε μετά, και το πρόσωπό του φωτιζόταν από το πλατύ χαμόγελο. Τα πλούσια ψαρά του μαλλιά, που ξεχείλιζαν άτακτα κάτω από τον άχρωμο ισπανικό μπερέ, τ’ ανέμιζε μια αύρα χαράς. Και η λευκή του γενειάδα τού χάριζε μια αγνότητα Αϊ-Βασίλη σε χρονιάρες μέρες, τότε που σκορπούνε πλουσιοπάροχα δώρα, χαμόγελα και αγάπη. Έπαιρνε το πρώτο χωνάκι και το ‘δινε στον μικρό Κλείτο, στον κουλό, στον κουτσοχέρη. Το ξέραμε. Εκείνος ήταν πάντα ο πρώτος. Ωστόσο, κανείς δεν διαμαρτυρόταν. Νιώθαμε ανακούφιση και χαιρόμασταν. Σ’ εκείνον τον μονόχειρα θα τα δίναμε όλοι μας. Αν χρειαζόταν, ίσως και τα δικά μας κάστανα.
«Δεν έχω λεφτά σήμερα» διαμαρτυρόταν κλαψουρίζοντας κάποια φωνή. «Δεν πειράζει» έλεγε ο καστανάς και τον χάιδευε στο κεφάλι. «Άλλη φορά. Όταν θα ‘χεις.»
Ο καστανάς ήταν φίλος όλων των παιδιών. Τους φώναζε όλους με το μικρό τους όνομα. Όλη η πόλη, όμως, τον φώναζε Καστανά. Λίγοι γνώριζαν το πραγματικό του όνομα. Τον συνοδεύαμε για ώρες στους δρόμους της Κορυτσάς, τρώγαμε τα κάστανά μας, ακούγαμε τις αφηγήσεις του, μικρές ιστοριούλες που τις έλεγε με φλογερές λέξεις, ας ήταν και θλιμμένες. Μας φίλευε ξανά. Παίζαμε γύρω του, φωνάζαμε, ζεσταίναμε τα χέρια μας και τον συνοδεύαμε συνέχεια, ας ήταν με πασουμάκια, παγωμένα τα πόδια μας.
Εκείνος ήταν ο τελευταίος χειμώνας που τον είδα και δοκίμασα τα γλυκύτατα κάστανά του. Την άνοιξη ο πατέρας μετατέθηκε σε άλλη πολιτεία, παίρνοντας μαζί του και την οικογένεια. Μετά από εφτά σχεδόν χρόνια, φοιτητής τώρα πια, έτυχε να ταξιδέψω χειμώνα στην αγαπημένη πόλη.
Μαζί με τους παλιούς και γνωστούς μου φίλους ζήτησα και τον καστανά. Δεν τον βρήκα. Μου είπαν πως δεν είχε εμφανιστεί τους τελευταίους δυο χειμώνες με το χειροποίητο καροτσάκι του – έλκηθρο, με την κινητή σόμπα, με τον κόσκινο κάτω από τη φλόγα, που ψένονταν χορεύοντας τα πιο γλυκά κάστανα του κόσμου.
Δεν τον βρήκα πια. Η αγαπημένη πόλη έμοιαζε κενή, με μια ζωγραφισμένη θλίψη στην πένθιμη όψη της. Τα σοκάκια, που βούιζαν ακατάπαυστα από χαρούμενα παιδιά, είχαν τώρα μια παράξενη νέκρα. Το χιόνι μαύρο και κηλιδωμένο, λες και είχε περάσει πάνω του το έλκηθρο του θανάτου. Έλειπε η μεγάλη καρδιά του καστανά, έλειπε εκείνη η μελωδική μπάσα φωνή, η οποία γέμιζε τους δρόμους με εύθυμες παιδικές φωνές: «Κάστανα ψημένα, κάστανα».
Αύγουστος 2005