γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Διαβάστε όλη την εργογραφία του Μανώλη Δημελλά στο 24grammata.com κλικ εδώ
Μισό τσαμπί, λίγο σταφύλι φράουλα, από κείνο το ξενικό αμπέλι, που ρουφά αχόρταγα θάλασσινη αρμύρα κι όμως, το άτιμο, φτύνει μονάχα μέλια. Αυτές, οι πέντε ρώγες, τσακίζουν με τη γλύκα τους μια πίκρα ατελείωτη, το κατευόδιο, το αντίο του μετανάστη.
Όσο στέκεις πιτσιρίκος, κρύβεσαι πίσω από τη θεόρατη σκιά σου,ο κόσμος δείχνει μεγάλος και ασυγύριστος. Σου κλείνει πονηρά το μάτι, μοιάζει τόσο αφράτος, σαν αξέχαστη μυρωδάτη γυναίκα, που ξεμυαλίζει μεθυσμένους ναυτικούς, πάνω στα τελευταία μπάρκα, από κείνα που κανένας δε θέλει να θυμάται.
Σα μεγαλώσεις και μοναχά το μαξιλάρι διαβάζει το υγρό, στο μέσα των ματιών σου, τότε ο κόσμος όλος είναι μια βραδιά, ένα ξημέρωμα με αγαπημένους φίλους ή σα σύντομο χάραμα, από κείνα που μια περαστική δροσιά σε κάνει μέσα στον ύπνο να στριμώχνεσαι, να κλεφτοχώνεσαι, αποζητώντας μια μονάχα, αιώνια αγκαλιά.
Σώματα περαστικά, καρδιές αχόρταγες που μπλέκουν, μαλώνουν μέσα σε δυό πατρίδες. Όμως ψυχές σα ριζωμένα βράχια, κολλημένα στο μικρό, το στριφνό, ολότελα δικό τους τόπο.
Αυτό είναι ο μετανάστης, που ξεπουλά το σώμα, το δίνει μπιρ-παρά, φτάνει να πελεκήσει, να στρώσει σανίδα πάνω στο αύριο, να κάμει πλοίο το κορμί, με ρότα σα γραμμή, επάνω στους κυκλώνες, όμως τα μπαούλα, οι αποσκευές, δε κρύβουν φόβους μέσα στα πεσκέσια.
Δεν έχει ντροπές ο μέτοικος. Ούτε προδίδει μικρές λύπες, μετρά τα λόγια, χαίρεται που βγαίνει στα ανοιχτά για να παλέψει με το χρόνο.
Μόνο η λησμονιά σκουριάζει σώματα, κι αυτά σα γεννηθούν στα ξένα, για αυτό και δε δίναν μεγάλα θάρρητα οι πιο παλιοί στους νέους. Άφηναν λάσκα το σκοινί, έδιναν χώρο για τα ξεπετάγματα, πρώτα στους ουρανούς πάνω από τις μικρές πατρίδες.
Πόσο παράξενο, σαν διαβατάρικα πουλιά, άλλοι γεράκια, άλλοι αετοί ή αιγαιόγλαροι, πετούν μέσα στα ποτάμια του ανέμου.
Φθινώπορο και δεν σταματούν να φεύγουν.
Γίνονται αίμα στις μεγάλες, παντόξενες πόλεις.
Αν όμως σταθείς αόρατος πάνω στις προσευχές τους, αν πετάξεις μέσα στα όνειρα τους, θα ζήσεις όλες τις στιγμές από τους δικούς τους, μικρούς τόπους που σφάλισαν στο πιο κρυφό τους είναι, το παραδίδουν στους επόμενους σα να είναι το πιο ακριβό προικιό, το πιο πολύτιμο, άγιο φυλαχτό.
Τη μάνα μας πατρίδα.