24grammata.com-σύγχρονοι λογοτέχνες
κλικ εδώ για να δείτε τη συνέντευξη, που παραχώρησε ο Γ. Δουατζής στον Α. Θηβαίο (24grammata.com/ culture TVWeb)
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Ο Γιώργος Γουναρόπουλος, ο Έλληνας ζωγράφος της γενιάς του 1930, αποτυπώνει με τους ονειρικούς του πίνακες το απροσδιόριστο μιας υπερβατικής αισθητικής. Οι αναπαραστάσεις του χρωστήρα του προδίδουν την επιδίωξη του τεχνίτη να προβεί σε μια απόπειρα προσέγγισης και ερμηνείας του λεγόμενου «υπερβατικού», του ονειρικού. Πρόκειται δηλαδή για τη στόχευση προς το υψηλό, εκείνο το οποίο η τέχνη μπορεί μόνο να υπονοήσει. Ο Γουναρόπουλος με τις αποχρώσες συχνότητες της ζωγραφικής ποιητικής του επιδιώκει να θέσει ως εκφραστικό πρότυπο το αισθητικά ασύλληπτο, εκείνο που κανείς μπορεί να συναισθανθεί. Μιλούμε για μια ζωγραφική στοχοθετημένη προς την έκφραση των υψηλότερων ιδεών. Ετούτες οι τελευταίες μπορούν μόνο μέσω του αισθήματος να εξακριβωθούν, η πληρότητά τους απαντά στην εσωτερικότερη, την ανομολόγητη ζήτηση. Στην αρμονική συνύπαρξη των ισορροπημένων, διάφανων, σχεδόν, χρωματικών μίξεων, ο αμύητος μα και εκείνος που έχει εξειδικεύσει μια οπτική εμβάθυνσης εμπρός στη σημειολογία της ζωγραφικής τέχνης, μπορεί να διακρίνει τον ονειρικό ορίζοντα του ζωγράφου, εκείνον που κατοχυρώνεται μέσα από την αναζήτηση της ατομικής προοπτικής. Ετούτα τα χρωματικά μορφώματα, οι κυκλοτερείς δίνες του Γιώργου Γουναρόπουλου εμπεριέχουν την τοπογραφία ενός κώδικα ηθικών αξιών, διαχρονικού, αιώνιου.
Αυτός ο κώδικας, λοιπόν σηματοδοτεί την ενότητα της τέχνης που επιδιώκει την ανάδειξη βαθιά ανθρώπινων ιδεών, επαρκών θέσεων εμπρός στα κορυφαία ζητήματα του έρωτα, του θανάτου, της αφοσίωσης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ως δράση μέσα μα και πέρα την ίδια στιγμή από την αδιάφορη εξάντληση τούτου του κόσμου.
Η εξαιρετικά επιφανειακή αναφορά μας στη ζωγραφική δημιουργία του Γιώργου Γουναρόπουλου μόνο ως τυχαία δεν μπορεί να ιδωθεί. Εκθέτοντας τούτο το σχόλιο για τον Αθηναίο δημιουργό, ουσιαστικά προσδιορίζουμε ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά για την τέχνη του προηγούμενου αιώνα, με τους συνεχόμενους, εντατικούς νεωτερισμούς και τη διαρκή αγωνία για το ξεπέρασμα των καλλιτεχνικών αδιεξόδων, τα οποία με τόσο εύσχημο τρόπο θέτει η ίδια η πολιτική φύση του ανθρώπου με την έμφυτη ροπή προς την εξέλιξη.Μπορούμε να πούμε πως, αν όχι στο σύνολό της, μα κατά μία μεγάλη και ουσιαστική πλειοψηφία η γενιά του ΄30, σε κάθε τομέα της πολυπρόσωπης, καλλιτεχνικής δημιουργίας κόπιασε να θέσει ευθεία ερωτήματα προς τις νεοσύστατες, κοινωνικές δομές, εγκαταλείποντας, στα πλαίσια του ελλαδικού χώρου τις εθνικιστικές εμμονές και τα αλυτρωτικά σκιρτήματα ενός δικαίως περήφανου τόπου. Παρά το γεγονός πως καθώς ο Γιώργος Αριστηνός σημειώνει η γενιά του ΄30 παρουσίασε μια λανθάνουσα μορφή καπηλείας και εθνοκεντρισμού, δογματοποιώντας πολλές φορές την εναλλαγή στις κατευθυντήριες γραμμές, εντούτοις οι δημιουργοί της περιόδου προσάρμοσαν μια οπτική προς τους ενδότερους, ανθρώπινους χώρους, πιστοποιώντας τη μεταστροφή της καλλιτεχνικής επιδίωξης. Τη συνέχεια αυτή εξαντλούν οι σημερινοί δημιουργοί, κυρίως πεζογράφοι, μια και η ποίηση πολλές φορές δοκιμάζει ακραίους πειραματισμούς ή εκτελεί με βραδύτερο ρυθμό ορισμένες δημιουργικές στοχεύσεις της. Η σύγχρονη, λογοτεχνική δημιουργία προβαίνει σε μια διαρκή συμπλήρωση, σε μια επέκταση του ύφους και της ηθικής της γενιάς του 1930. Η πρωτοπορία της, η ελευθεριότητα των οδών της συνιστούν ακόμη ένα τοπίο εξαιρετικής γοητείας, ακόμα και τώρα που τα τοπία του Γουναρόπουλου έχουν καταντήσει ίσως λυρικά ή πάλι το ζήτημα του ονειρικού έχει κατακτηθεί εργαστηριακά. Υπάρχουν με άλλα λόγια, οι δημιουργοί, οι οποίοι διατηρούν το ίδιο βλέμμα, πραγματοποιούν την ίδια εμβάθυνση, κινούνται σε εσωτερικότερους ρυθμούς, επιβεβαιώνοντας τον υπαινιγμό της γενιάς του 1930 για την επιδίωξη μιας ρεαλιστικής, ψυχολογικής ερμηνείας. Έναν υπαινιγμό φύσεως ιδεολογικής, δίχως τις ρηχές εκφάνσεις των ακυρωμένων πια οραμάτων. Πάει να πει δηλαδή πως οι δημιουργοί της σημερινής περιόδου, οι οποίοι εμπνέονται και φύονται κατά κάποιον τρόπο στις παρυφές μιας υψηλής τέχνης, όπως ετούτη των αρχών του προηγούμενου αιώνα, ουσιαστικά ανθρωπιστικής, αποσταγματικά ορθώνουν τις βασικές αρχές μιας κεκτημένης, πια σύγχρονης παράδοσης, επικεντρωμένης κατ΄αποκλειστικότητα στη σημειολογία της πραγματικότητας και των ειδικότερων συνθηκών της. Ετούτο δίδαξε η γενιά του ’30, άλλωστε. Η λογοτεχνική μέθοδος, αν θεωρήσουμε ως τέτοια μια συναισθηματική και αισθητική στόχευση, στέκει διαφορετική από εκείνη της περιόδου για την οποία κάνουμε λόγο. Όμως η ψυχολογία της παραμένει η ίδια. Συμπληρώνοντας τούτη τη θέση του Ανδρέα Καραντώνη, θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε ως τέτοια τη ροπή του ίδιου του ανθρώπου προς την ύπαρξή του. Μια φυσική εμμονή, μέσω της οποίας αντικρύζονται όλα τα ζητήματα και όλες οι αρχές του κόσμου.
Ο κύριος Γιώργος Δουατζής συνιστά έναν από τους δημιουργούς, οι οποίοι εκφράζουν με το έργο τους μια συνέχεια της ανθρωπιστικής ιδεολογίας, όπως εκφράστηκε στο καλλιτεχνικό παρελθόν. Ακόμα και αν κάποιος θεωρήσει τα εισαγωγικά σχόλια ως μια άποψη επιδεχόμενη πλήθος αμφισβητήσεων, εντούτοις δεν μπορεί να αρνηθεί το γεγονός πως δημιουργοί, όπως ο Γιώργος Δουατζής διατήρησαν ζωντανό τον παλμό μιας εσωτερικής, αναλυτικής οπτικής. Έχοντας βιώσει τις ιστορικές διαψεύσεις και τις ακυρώσεις των οραμάτων της γενιάς του, ο Αθηναίος δημιουργός στρέφει φυσικά το βλέμμα του προς τα «ανθρώπινα», κοπιάζοντας να ερμηνέψει τις στοχεύσεις της καλλιτεχνικής δημιουργίας, όσες δηλαδή στάθηκαν στο ύψος μιας ενδοσκοπικής διαδικασίας. Η κατά γενική ομολογία πλούσια εργογραφία του, η ζεύξη της αναπάραστασης και του λόγου, όπως τη συναντούμε σε ορισμένα από τα έργα και τις δράσεις του, άλλο σκοπό δεν επιδίωξε παρά να προσδιορίσει με ακρίβεια μεγαλύτερη αρχές, βαθιά ανθρώπινες, ουσιώδεις. Υπό το πρίσμα ετούτο λοιπόν, αναγνωρίζοντας την ίδια στιγμή τη δημιουργική πρωτοπορία του Γιώργου Δουατζή, θα φωτίσουμε το έργο του δημιουργού, επικεντρώνοντας την οπτική μας σε μεμονωμένα έργα του, αντιπροσωπευτικά μιας σαφούς, διατυπωμένης και ενσυνείδητης τάσης. Ο κύριος Γιώργος Δουατζής, συνιστά έναν δημιουργό ειλικρινή, έναν κατ΄ουσίαν ποιητή, σαν εκείνους που αποπειράθηκαν και τελικά πλησίασαν τους γενναίους. Διότι ως τέτοιους μόνον μπορούμε να θεωρήσουμε εκείνους που συγκράτησαν το κοίταγμά τους προς τις τραχιές και ανεξερεύνητες εκτάσεις της ανθρώπινης ψυχής.
Αφορμή και αφετηρία της αδόκιμης αναφοράς μας το έργο του κυρίου Γιώργου Δουατζή, «Μην φεύγετε κύριε Ευχέτη.» Έκδοση του 2008, το ψυχολογικό ετούτο μυθιστόρημα αποτελεί μια έκπληξη για τα ελληνικά, πεζογραφικά χρονικά. Ο σαφής νεωτερισμός του δεν συνδέεται με τις θεματικές του έργου, οι οποίες σηματοδοτούν μια ψύχραιμη και επίκαιρη τοποθέτηση πάνω σε κορυφαίους και διαχρονικούς προβληματισμούς της ανθρώπινης ψυχής, αλλά με μια τεχνική, εξειδικευμένη προσέγγιση. Έχουμε να κάνουμε δηλαδή με τη μίξη πεζογραφίας και ποίησης, αλλά και με την εισαγωγή ενός στοιχείου έκπληξης. Οι επιννοημένοι ήρωες του μυθιστορήματος, σημάνσεις συγκεκριμένων προοπτικών, εμποτισμένοι με την εντοπιότητα της παράδοσης και την ευρύτητα της οικουμενικότητας, δεν παύουν με την λήξη της μυθιστορίας. Αυτόνομοι, εξακολουθούν να υφίστανται, θέτοντας πια στο περιθώριο τον ίδιο τον δημιουργό, επαναφέροντας στο προσκήνιο την απαίτηση για έναν λόγο ανεξάρτητο και ζωντανό, για μια τέχνη, η οποία λειτουργεί ως ένας ζωντανός και αυτάρκης οργανισμός. Το πρωτοποριακό ετούτο τέχνασμα του Γιώργου Δουατζή θέτει και το στοιχείο της διαφοροποίησης για τον «Ευχέτη.» Ο Απόστολος Μπενάτσης, ο σημαντικός μελετητής της «Ποιητικής Μυθολογίας του Τάσου Λειβαδίτη», επισημαίνει: «”Το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα απολαυστικό κείμενο με αλλεπάλληλες προτάσεις, με διαπλοκή ηρώων και προβολή ενός κόσμου καθημερινού, αλλά μη ορατού σε όλους μας.
Όταν ο ιστορικός του μέλλοντος θα ανατρέξει σε μια σε μια παλιά εποχή, στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, θα πληροφορηθεί ότι κάποιοι κριτικοί επέμεναν πώς μια νέα μεθοδολογική και συγγραφική πρόταση εμφανίστηκε στο χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας με το έργο του Γιώργου Δουατζή «Μη φεύγετε, κύριε Ευχέτη». Νομίζουμε ότι το έργο ικανοποιεί τις προσδοκίες του αναγνώστη και ταυτόχρονα θα αποτελέσει αφετηρία διαλόγου για τον ρόλο της λογοτεχνίας στον σύγχρονο κόσμο.» Η διαπίστωση ετούτη του καθηγητή δεν συνιστά μια ακαδημαϊκή κριτική, βασισμένη στη λογική μιας αναλυτικής κριτικής, μα μία ειλικρινή διατύπωση αισθητικής και συναισθηματικής υφής. Τέτοια, λοιπόν η τεχνοτροπία του Δουατζή και ανάλογη η δυναμική της, μες στην εξέλιξη του μυθιστορήματος. Θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε δε, προκειμένου να επεκτείνουμε την αναφορά μας στα χαρακτηριστικά του έργου, πως στην περίπτωση του «Ευχέτη» επιβεβαιώνεται με τρόπο σαφή και αδιαμφισβήτητο, η επισήμανση του Χατζίνη, στην κριτική αναφορά του για το έργο του Κωστή Παλαμά. Εννοείται δηλαδή η διαμόρφωση ενός πνευματικού κλίματος, ικανού να προκαλέσει τον ενεργητικό στοχασμό του αναγνώστη, πέρα και έξω από τον ίδιο τον εσωτερικό ρεαλισμό της ποίησης. Η τελευταία δεν αποτελεί μία δευτερεύουσα ή υπονοημένη πρακτική του κυρίου Δουατζή, μα μια ξεκάθαρη προσθήκη του ίδιου του δημιουργού, ικανή να προσδώσει στις πολλαπλές θεματικές του έργου το στοιχείο της διασύνδεσης. Μιας σύνθεσης διακριτικής και περιεκτικής, η οποία επεκτείνει τη συλλογιστική φιλοσοφία του έργου πέρα από τις προφανείς αναφορές του. Η διαρκής αναφορά σε διαχρονικά ζητήματα, πραγματοποιείται με όρους παροντικούς. Εντούτοις ο Γιώργος Δουατζής επιδιώκει να αποκαλύψει το αιώνιο μέσα από τις πρόσκαιρες αναφορές του, ενισχύοντας τον ισχυρό χαρακτήρα του έργου, τις άμεσες διασυνδέσεις του πέρα και έξω από τον τρέχοντα χρόνο της γραφής. Λόγος περιεκτικός, ποιητικός ξεκάθαρα ή υπαινικτικός μιας ορισμένης, συναισθηματικής σημειολογίας. Άμεσος λόγος, ευθύς, προφορικός, ρευστός, καθημερινός. Οι ήρωες του έργου κινούνται εντός της ροής του, περιφρονώντας ελιτίστικες, γλωσσικές απόπειρες, οι οποίες μόνο στην περίπτωση ενός αισθητή θα μπορούσαν να υφίστανται. Ο κύριος Γιώργος Δουατζής δεν περιορίζεται σε τούτο. Άλλοτε αποποιείται, καθ΄όλη τη διάρκεια του έργου κάθε γλωσσική εκζήτηση, διατυπώνοντας ζητήματα φιλοσοφικής έντασης μέσα από τον απλουστευμένο λόγο, ο οποίος μαρτυρά συστηματικά τις ποιητικές καταβολές του δημιουργού. Επιδέξιος, ο Γιώργος Δουατζής κινείται ανάμεσα στη μαρτυρία και την ψυχολογική ομολογία, φανερώνοντας τις πολλαπλές μορφές, μέσω των οποίων μπορεί κανείς να ερμηνεύσει και τελικά να ανταποκριθεί σε ένα σαφώς ψυχογραφικό έργο, σε ένα εγχειρίδιο αισθητικής και ιδεολογίας. Ο Δουατζής περιφρονεί ευθέως, οφείλουμε να τονίσουμε εκ νέου, τις πολιτικές διαπιστώσεις, δίχως όμως να αποποιείται της κοινωνικής υφής, με την οποία υποχρεούται να προικίζει το έργο του ο ίδιος ο ποιητής.
Μιλώντας περί ποιητικού ύφους και ανάλογης στόχευσης, σκόπιμο είναι να επισημάνουμε ένα βασικό χαρακτηριστικό του διατυπωμένου λόγου. Ο κύριος Δουατζής επιστρατεύει τις διακεκκομένες, ποιητικές ανάσες, επιτρέποντας στην κριτική να αποδώσει ένα αντίστοιχο ρόλο στον «Ευχέτη.» Ετούτες οι εμβόλιμες αναφορές, οι οποίες μας νομιμοποιούν να μιλούμε για την ποιητική ροπή του έργου, αλλά μας συστήνουν την ίδια στιγμή τις ποιητικές καταβολές του δημιουργού προσδίδουν στο σωκρατικό, λογικό τόνο του έργου τη συναισθηματική πληρότητα, το βασικό δηλαδή εφόδιο, για την όσο το δυνατόν ολοκληρωμένη θέαση της «ύψιστης», της ίδιας της ποιητικής δημιουργίας.
Ο ίδιος ο δημιουργός, διατυπώνοντας έναν υγιή αρνητισμό και μια αντιδραστικότητα εμπρός στην κοινοτυπία, αρνείται τις φιλολογικές συστάσεις της λογοτεχνικής κριτικής. Το αξιολογικό του σύστημα βασίζεται στη συναισθηματική έξαρση, στην ανάδειξη μιας προσωπικής αισθητικής, η οποία ξεπερνά τα ύφη, περιφρονεί τη σχετιζόμενη, καλλιτεχνική υπερβολή, την τεχνική επεξεργασία και βασίζει τη δυναμική του στην ένταση του απλού λόγου, εκείνου που εκτείνεται σε τρεις διαστάσεις, προικισμένο με ευρύτητα, ύψος και ανθρώπινο βάθος. Η μοναδικότητα του ύφους στον «Ευχέτη» του κυρίου Δουατζή, στηρίζεται εν πολλοίς, όχι σε μια απόκλιση του κοινόχρηστου τρόπου επικοινωνίας, μα σε μια σαφή αντίσταση απέναντι σε κάθε έκφραση του λογοτεχνικού συρμού.Ο Δουατζής δεν πραγματεύεται την τέχνη την ίδια, η καθολική δυναμική της δεν συνιστά αντικείμενο του στοχασμού του, επιβεβαιώνοντας την ευφυία και την πνευματική επάρκεια του δημιουργού. Οι σοφοί γνωρίζουν πού και πότε οφείλουν να επιδείξουν τον προσήκοντα σεβασμό. Ο συγγραφέας οραματίζεται και προσδιορίζει την ποιητική ιδιότητα του καιρού του. Πρόκειται για τον δημιουργό τον ίδιο, ο οποίος αποζητά πια, απεγνωσμένα να ερμηνευθεί, να αποκωδικοποιηθεί, κοινωνόντας το μήνυμά του. Και δεν μιλούμε για στείρες ματαιοδοξίες, μα για πτυχή του κοινωνικού ρόλου του ποιητή, τον οποίο και καλείται τώρα να εκπληρώσει ο ίδιος με το έργο και τη στάση του. Η απαίτηση του Γιώργου Δουατζή αφορά τον αρθρωμένο, ποιητικό λόγο όλων των εποχών, ο οποίος ανακυκλώνεται, επεκτείνεται και πάλι εξαντλείται για να αποδώσει έπειτα μια άλλη ένταση, μια εκφραστική ή θεματική εξειδίκευση. Είναι τιμητική η στάση του ίδιου του δημιουργού, ο οποίος αποδέχεται την εν ενεργεία υποταγή εμπρός σε ένα σύμπαν άφταστων, ηλεκτρικών εκκενώσεων, ψυχικής φύσεως πάντα.Ομολογεί θα λέγαμε ο ποιητής την απερίφραστη συντριβή του εμπρός στην ευρύτητα και το βάθος του λόγου, στην εκτίμηση του χρόνου, στην πολλαπλή θεώρηση της πραγματικότητας της ίδιας, μιας μαρτυρίας ρεαλιστικής. Ετούτο το τελευταίο χαρακτηριστικό επιβάλεται, η ποιητική αυτογνωσία του Γιώργου Δουατζή θα μπορούσε κάλλιστα να προβεί στην ονοματοδοσία του είδους, το οποίο συστήνει με τον καλύτερο τρόπο ο δημιουργός. Ομολογία ποιητικής πίστης, πέρα και πάνω από ιδεολογήματα και κριτικές ρήξεις. Η μοναδικότητα του φαινομένου, οι διάσπαρτες, μεμονωμένες σκέψεις των ανυποψίαστων συμπάντων, η ποίηση η ίδια συνιστά μια θαυμάσια παραδοχή, μια αφετηρία για τη μαρτυρία της ανεπανάληπτης, ανθρώπινης στιγμής, μες στην οποία ο άνθρωπος εντοπίζεται, παθιάζεται, τελεί εν γένει υπό τη δοκιμασία των προσωπικών αμαρτημάτων. Η ποιητική δημιουργία συνιστά μια αποκάλυψη, έναν κώδικα ερμηνευτικό της προσωπικής, ποιητικής αγωνίας, ανεξάρτητα από την όποια, εργαστηριακή προσέγγιση. Μες σε τούτο το κλίμα της ευφορίας και της τραγικότητας μόνο το μεγαλείο της ποίησης είναι δυνατόν να φανερώσει τη λατρευτική θεώρηση, την τόσο ταπεινή αγιότητα, την αδυναμία και την αισθητική σκοπιμότητα του ίδιου του δημιουργού.
Τα σύμβολα του «Ευχέτη» εκτείνονται πέρα και έξω από τα προφανή νοήματα. Η επιστράτευσή τους δεν περιορίζεται σε συμφραζόμενα ενός ορισμένου ενδιαφέροντος. Οι ίδιοι οι χαρακτήρες του έργου κατορθώνουν να ενσαρκώσουν τις βαθύτερες ιδεολογίες του δημιουργού. Ο λόγος καθίσταται σύμβολο, φανερώνοντας μια θρησκευτικότητα, με την έννοια της ευλάβειας, της πίστης στην ποιητική δυνατότητα. Τούτο εκπληρώνει η μοναχικότητα, η αφοσίωση του «Ευχέτη» στο λειτούργημα της έκφρασης. Πέρα από την τεχνική κατάρτιση, την επάρκεια, τη στράτευση, την ηθελημένη ή όχι του έργου, μιλούμε για νοηματικές συντεταγμένες, εκπορευόμενες από την ώριμη εκπλήρωση συναισθηματικών οδύνων. Μιλούμε για ψυχικές χορδές, οι οποίες καθώς πάλλονται αποκαλύπτουν το βαθύτερο κλονισμό, σηματοδοτούν και απαιτούν την ίδια στιγμή μια άνευ όρων ελευθερία και μαχητικότητα εμπρός σε κάθε συμβατικότητα. Μιλούμε, λοιπόν για μια κρίση απόλυτη, πέρα από τις επιβολές της κριτικής, για μια λατρεία, ισοδύναμη με τη διατύπωση βαθύτατων, ανθρωπιστικών αξιών, για μια συνέπεια κοινωνική περισσότερο παρά καλλιτεχνική. Η τέχνη απέναντι στο στυγνό ρεαλισμό, η πνευματικότητα απέναντι στην ύλη, ο ποιητής απέναντι στην κοινωνία και τις απαιτήσεις των καιρών, η επιδίωξη της διαχρονικότητας απέναντι στη ματαιοδοξία του εφήμερου. Εν καιρώ κατευθύνσεων επιβαλόμενων από φρενήρεις ανεμοδείκτες η στάση του «Ευχέτη» συνιστά μια ουσιώδη πολιτική πράξη, μια στάση κοινωνικής ευθύνης, συνώνυμης με εκείνη του καλλιτέχνη που τάσσεται και δοκιμάζεται μες στις θυελλώδεις διαψεύσεις του καιρού του.
«Είναι ίσως το Ντουέντε του Λόρκα, είναι ο αφανισμός του τόπου και του χρόνου, είναι η σπουδή στην ύψιστη, είναι αυτή η έκρηξη στα σωθικά.» Με τούτη την περιεκτική φράση του κυρίου Γιώργου Δουατζή ολοκληρώνουμε το σύντομο κόπο να προσεγγίσουμε ένα έργο φιλοσοφικού στοχασμού. Επιδιώκοντας έναν λόγο, ο οποίος θα είναι σκέψη και όχι πράξη, οφείλουμε να σταθούμε με σεβασμό και θαυμασμό εμπρός στον «Ευχέτη» του Γιώργου Δουατζή. Δεν θα αποπειραθούμε να ορίσουμε ή να κατατάξουμε τούτο το σημαντικό έργο. Η επισήμανση του ίδιου του ποιητή μας αρκεί. Άλλωστε συνιστά μια σαφή οδοσήμανση, απαραίτητη μες σε τούτους τους απεγνωσμένους καιρούς. «Ορισμός», σημειώνει ο κύριος Γιώργος Δουατζής, «σημαίνει περιορισμός.» Και είναι ο τελευταίος μια τάση ασύμβατη με την αρχετυπική, ποιητική σημασία της σύνθεσης.
Ο ποιητής ετούτος ανήκει στην ευγενή τάξη των «ανιχνευτών.» Μοιάζει με εκείνους τους σοφούς της λατινικής ενδοχώρας που μιλούν με λόγια απλά και μπορούν να μας γλιτώσουν από τις αδιέξοδες τοπογραφίες.