24grammata.com/ ιστορία
Η ΑΡΜΕΝΙΚΗ ΠΑΡΟΙΚΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ
Στις 29 Σεπτεμβρίου του 2008 συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την έγκριση του καταστατικού της Αρμενικής Παροικίας στην Ελλάδα από τον Γεώργιο Α΄. Η έγκριση δημοσιεύθηκε στη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (αρ.φύλλου 250, 29 Σεπτεμβρίου 1908) και αφορούσε το καταστατικό της «εν Αθήναις και Πειραιεί Ορθόδοξου Αρμενικής Κοινότητας».
Στις 21 Φεβρουαρίου 1909 με Υπουργική Απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών Ν.Δ.Λεβίδη χορηγήθηκε άδεια για την διεξαγωγή εράνου για ανέγερση ιερού ναού της Αρμενικής Κοινότητας στην Αθήνα.
Η παρουσία των Αρμενίων στην Ελλάδα, είναι μεγαλύτερη των 100 χρόνων και συνοψίζεται με σχέσεις αγάπης, αλληλοεκτίμησης και σεβασμού με τον αδελφό Ελληνικό λαό ο οποίος υποδέχθηκε με θέρμη και συγκατάβαση τους πρόσφυγες Αρμένιους το 1922.
Σύμφωνα με τον καθηγητή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ι.Κ.Χασιώτη, η παρουσία των Αρμενίων στην Ελλάδα είναι μακρά ενώ υπάρχουν εκκλησίες που χρονολογούνται μερικούς αιώνες όπως για παράδειγμα η Αρμενική εκκλησία σε: Ηράκλειο Κρήτης από το 1669, του Διδυμοτείχου από το 1735 κ.α. Στη Θεσσαλονίκη, η παρουσία των Αρμενίων χρονολογείται από τον 18ο αιώνα ενώ τη δεκαετία 1870-80 δημιουργείται μια μικρή παροικία στην Αλεξανδρούπολη από Αρμένιους οι οποίοι εργάζονταν στα τοπικά έργα επέκτασης του σιδηρόδρομου, και στο Λουτράκι, από Αρμένιους οι οποίοι συμμετείχαν στα εργοτάξια για τη διάνοιξη της Διώρυγας της Κορίνθου.
Το μεγαλύτερο όμως μέρος των Αρμενίων μεταναστών ήρθαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα από τη Μ.Ασία μεταξύ 1921-1923. Πάντα σύμφωνα με τον Καθηγητή Χασιώτη, σε άθλιες συνθήκες και ύστερα από μεγάλη ταλαιπωρία κατέφυγαν στην Ελλάδα από την Ανατολική Θράκη, την Κιλικία και την Ιωνία περισσότεροι από 120,000 Αρμένιοι πρόσφυγες. Κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής καταστροφής μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα περίπου 8,000 ορφανά Αρμενόπουλα. Μέρος των Αρμενίων και τα περισσότερα ορφανά στάλθηκαν σε άλλες χώρες ενώ οι εναπομείναντες διασκορπίστηκαν στη Μακεδονία και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στην απογραφή του 1940 καταγράφηκαν 27,000 Αρμένιοι οι οποίοι δήλωσαν ως μητρική γλώσσα την Αρμενική. Επίσης, κατά τη διάρκεια της κατοχής της προσέφεραν αναλογικά σημαντικό μερίδιο στα θύματα του πολέμου. Υπολογίζεται ότι κατά το διάστημα 1940-46 χάθηκαν πάνω από 2000 Αρμένιοι. Μετά την λήξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου το 1946 έγιναν μαζικοί επαναπατρισμοί και μεγάλο μέρος των Αρμενίων επέστρεψε στην τότε Σοβιετική Αρμενία.
Στη κρισιμότερη φάση του Ελληνικού εμφυλίου πολέμου άρχισε μια παναρμενική εκστρατεία για την «παλιννόστηση» των Αρμενίων της διασποράς στη Σοβιετική Αρμενία. Η nerkaght συνδυάστηκε με ρηξικέλευθες πολιτικές και διπλωματικές πρωτοβουλίες της Σοβιετικής Ένωσης, οι οποίες απέβλεπαν σε εξαναγκασμό της Τουρκίας να αποδεχθεί την αναθεώρηση της συνθήκης του Montreux του 1936 για τα στενά. Μέσα σε αυτό το κλίμα δημιουργήθηκε σε πολλούς Αρμένιους η ψευδαίσθηση μιας πιθανής αλλαγής του πολιτικού χάρτη της ανατολικής Μ.Ασίας και αναψηλάφησης του εθνικού τους ζητήματος.
Έτσι άρχισε και στην Ελλάδα η εκστρατεία για να πεισθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι Αρμένιοι να συμμετάσχουν στον επαναπατρισμό. Η πρώτη γενιά των προσφύγων, ειδικά εκείνοι που ζούσαν ακόμα ανασφαλείς οικονομικά και κοινωνικά, πρόθυμα αποφάσισαν να επιστρέψουν. Έτσι στα τέλη της δεκαετίας του 1940 το αρμενικό στοιχείο στην Ελλάδα αριθμούσε 9,500 άτομα. Η οργάνωση των Αρμενίων της Ελλάδας σε τοπικό και πανελλήνιο παροικιακό επίπεδο ακολούθησε μια σχετικά σταθερή και αταλάντευτη τροχιά. Και αυτό επειδή οι Αρμένιοι, τόσο της οθωμανικής επικράτειας όσο και της διασποράς, διέθεταν ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα ένα καθιερωμένο θεσμικό πλαίσιο αυτοδιοίκησης μέσα σε ετεροεθνή περιβάλλοντα: το λεγόμενο «Αρμενικό Εθνικό Σύνταγμα» (Sahmanadrutiun).
Η πρώτη με καταγεγραμμένο αρχειακό υλικό οργάνωση των Ελλήνων Αρμενίων αναφέρεται στην παροικία της Θεσσαλονίκης. Το αρχείο της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, στο οποίο οι επίσημες καταγραφές άρχισαν από το 1885, έχει σημαντική ιστορική αξία όχι μόνο για την ιστορία της παροικίας, αλλά και της ίδιας της πόλης της Θεσσαλονίκης, αφού διεσώθη από την πυρκαγιά του 1917 και διατηρείται εδώ και 120 περίπου χρόνια. Η οικονομική και κοινωνική εξέλιξη των Αρμενίων της Ελλάδος παρουσίασε αρκετές διακυμάνσεις μεταξύ των διαφόρων περιόδων της ιστορίας τους. Στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα το ελληνοαρμενικό στοιχείο της Θεσσαλονίκης, το οποίο είναι αντιπροσωπευτικό και για τις παροικίες ιδιαίτερα στον βορειοελλαδικό χώρο, ανήκε κατά κανόνα στις σχετικά ευκατάστατες εκείνες κοινωνικά ομάδες των χριστιανών και των Εβραίων, που πρωτοστατούσαν στον εκσυγχρονισμό και τη δυτικοποίηση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ήταν αρχιτέκτονες και μηχανικοί, ανώτεροι υπάλληλοι των σιδηροδρομικών εταιρειών της Ανατολής, δασονόμοι και γεωπόνοι, γιατροί και φαρμακοποιοί. Ήταν επίσης έμποροι και τεχνικοί, αφιερωμένοι στους παραδοσιακούς για τους Αρμένιους τομείς της αργυροχρυσοχοΐας. Τα χαρακτηριστικά αυτά άλλαξαν ριζικά μετά το 1922-23 και τον ερχομό των προσφύγων. Το μεγάλο πλήθος εκείνων ακολούθησε δρόμους παράλληλους με αυτούς των Ελλήνων προσφύγων, που εγκαταστάθηκαν στις πόλεις. Μοιράστηκαν με τους Έλληνες ομότυχους τους τις ίδιες προβληματικές συνθήκες διαβίωσης σε κοινά παραπήγματα και φτωχικές συνοικίες της περιφέρειας των μεγάλων πόλεων. Δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι σε ορισμένες από τις συνοικίες αυτές είχαν δοθεί ενδεικτικές λαϊκές προσωνυμίες: «Αρμενοχώρι» για τις Συκιές της Θεσσαλονίκης και τα «Αρμεναίικα» για το Δουργούτι της Αθήνας.
Οι Αρμένιοι πρόσφυγες δημιούργησαν σχολεία, οικοκυρικές σχολές, αθλητικούς και πολιτιστικούς συλλόγους και εκκλησίες.
Τη δεκαετία του 1960 ο προσφυγικής προέλευσης αλλά σταθεροποιημένος πια δημογραφικός πληθυσμός της Ελλάδας, άρχισε να εναρμονίζεται με το επίπεδο της συνολικής νεοελληνικής αστικής κοινωνίας. Στα μέσα της δεκαετίας αυτής όλοι σχεδόν οι Αρμένιοι της χώρας ήταν λίγο πολύ οικονομικά αποκατεστημένοι, κοινωνικά ενσωματωμένοι και νομικά κατοχυρωμένοι (το 1968 απέκτησαν και οι τελευταίοι την ελληνική ιθαγένεια).
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές τις δεκαετίας του 1970 άρχισε μια απροσδόκητη σε έκταση διεύρυνση των δραστηριοτήτων του αρμενικού στοιχείου της Ελλάδας. Η ανανέωση αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στην έξοδο από την ενδοκοινοτική εσωστρέφεια. Η τρίτη και η τέταρτη γενιά των αρμενίων της διασποράς έχοντας αποκτήσει δυναμισμό, κοινωνική αυτοπεποίθηση και οικονομική ευμάρεια, άρχισε αφενός τη συστηματική και οργανωμένη προώθηση του αρμενικού ζητήματος και τη διαφώτιση της κοινής γνώμης και αφετέρου την προσπάθεια να ανακόψει την επιταχυνόμενη αφομοίωσή της.
Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν οργανωμένες παροικίες, η πολυπληθέστερη στην Αθήνα, η δεύτερη σε μέγεθος αλλά αρχαιότερη σε παρουσία στον ελλαδικό χώρο, στη Θεσσαλονίκη, καθώς επίσης στις πόλεις Καβάλα, Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη, Διδυμότειχο και Ορεστιάδα.
Αρμενικές οικογένειες, διαβιούν στη Λάρισα, Καστοριά, Πάτρα, Αίγιο, Κατερίνη και αλλού συμμετέχουν στην κοινοτική ζωή των πλησιέστερων σε αυτούς αρμενικών παροικιών. Στο πλαίσιο και των πιο μικρών αριθμητικά παροικιών λειτουργούν σύλλογοι, αθλητικοί,φιλανθρωπικοί και πολιτιστικοί, με στενές μεταξύ τους διασυνδέσεις και κοινούς στόχους. Η έδρα της μητρόπολης των εν Ελλάδι Ορθόδοξων Αρμενίων βρίσκεται στην Αθήνα. Στην Αθήνα επίσης λειτουργούν τρία δημοτικά σχολεία και ένα γυμνάσιο, ενώ στη Θεσσαλονίκη και τις πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης λειτουργεί σχολείο κάθε Σάββατο πρωί. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου (1923-1938) εκδίδονταν στην Ελλάδα περισσότερα από δέκα αρμενόφωνα φύλλα. Όταν μετά τη παλιννόστηση του 1946-48 ο αριθμός των αρμενίων συρρικνώθηκε, διακόπηκε η έκδοση των περισσοτέρων φύλλων. Σήμερα τον ημερήσιο τύπο καλύπτει η εφημερίδα «Azad Or» (Ελεύθερη Ημέρα), που εκδίδεται στην Αθήνα διανέμεται καθημερινά σε όλη την Ελληνική επικράτεια. Η εφημερίδα διαθέτει σύγχρονο τυπογραφείο, ενώ υπάρχουν και αρκετές εκδόσεις με λογοτεχνικό, ιστορικό και κοινωνικό ενδιαφέρον.
Ο αριθμός των Αρμενίων στην Ελλάδα σήμερα είναι περίπου 60,000 άτομα. Καθόλη τη διάρκεια της παρουσίας τους στην Ελλάδα, υπήρξαν και εξακολουθούν να αποτελούν ένα στοιχείο υγιές και δυναμικό, που με αποφασιστικότητα και απολύτως ευσυνείδητα λειτουργεί σαν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, και συγχρόνως, με υπευθυνότητα και αφοσίωση προσπαθεί να διατηρήσει τις εθνικές του παρακαταθήκες, να προασπίσει και να προωθήσει τον δίκαιο αγώνα του λαού του.