απόσπασμα από το άρθρο του Σπύρου Γιανναρά
…Το ιδιαίτερα κρίσιμο στοιχείο που αναδείχθηκε από τις εργασίες του συνεδρίου αφορά στον τρόπο με τον οποίο μετέφραζε ο Παπαδιαμάντης, ή μ’ άλλα λόγια στις θεολογικές βάσεις του μεταφραστικού του ήθους. Ο Παπαδιαμάντης μετέφραζε απευθυνόμενος σε ένα συγκεκριμένο κοινό, σε ένα κοινωνικό σώμα, το οποίο στα μάτια του ταυτιζόταν με το εκκλησιαστικό σώμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οπως τόνισε ο Ν.Δ.Τ. αναφερόμενος στη μετάφραση «Ο Βίος του Ιησού» του Φάραρ και στους «Δίδυμους του ουρανού» της Σάρας Γκαντ, ο Παπαδιαμάντης μεταφράζει «εκκλησιάζοντας» τα κείμενα. Εξ ου και απαλείφει ή προσθέτει μεγάλα κομμάτια χωρίς να ενδιαφέρεται για την πιστότητα στο πρωτότυπο. Δεν μένει πιστός στο γράμμα, αλλά σε ένα θεολογικό, ήτοι ορθόδοξο πνεύμα. Μονάχα στις μεταφράσεις ιστορικών έργων, όπως την «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Γόρδωνος, μένει προσηλωμένος στο ξένο πρωτότυπο.
Στα σημαντικά ευρήματα συγκαταλέγεται και η ανάδειξη της συμβολής των μεταφράσεων στη διαμόρφωση του λογοτεχνικού του ύφους. Εξαιρετική υπ’ αυτή την έννοια ήταν η ανακοίνωση του Αγγελου Μαντά, ο οποίος επιμελήθηκε την παπαδιαμαντική μετάφραση της «Ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Τζορτζ Φίνλεϊ (Εκδοση του Ιδρύματος της Βουλής) και την υπό έκδοση ομότιτλη μετάφραση του Τόμας Γκόρντον από το ΜΙΕΤ. Ο Μαντάς πιστοποίησε μέσω της παράθεσης σχετικών παραδειγμάτων μετάφρασης από το αγγλικό πρωτότυπο, αυτό που μεταξύ άλλων υπογράμμισε και η υποψήφια διδάκτωρ Βασιλική Λαμπροπούλου, ότι δηλαδή «Ο Παπαδιαμάντης αρύεται από την ανεξάντλητη πηγή των εκκλησιαστικών έργων,διαμορφώνοντας το προσωπικό του ύφος, τελικώς κοινό στις μεταφράσεις και στο πρωτότυπο έργο του». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Ν.Δ.Τ. υπογράμμισε ότι «η μεταφραστική γοητεία είναι ενίοτε εφάμιλλη των διηγημάτων» καθώς ο Παπαδιαμάντης «άκουγε πολύ καλά τη μουσική της γλώσσας του στις μεταφράσεις του».
Εξαιρετικό ενδιαφέρον είχε η εισήγηση της φιλολόγου Μαρίνας Αρετάκη, η οποία παρουσίασε τη θέση την οποίαν κατέχει ο μεταφραστής ως ήρωας εντός του παπαδιαμαντικού corpus, καθώς και εκείνη της ποιήτριας Τασούλας Καραγεωργίου, η οποία ανέδειξε ως σημαίνον λογοτεχνικό χαρακτηριστικό τού ύφους του, τη διαρκή επεξήγηση του λαϊκού ιδιώματος και τη «μετάφρασή» του στο λόγιο καθαρευουσιάνικο της εποχής.
Εντονες αλλά μάλλον αναίτιες αντιδράσεις προκάλεσε η ιστορική αναδρομή του Σταύρου Ζουμπουλάκη στις μεταφράσεις του Παπαδιαμάντη στη δημοτική. Ο διευθυντής της «Νέας Εστίας» επεσήμανε ότι το γεγονός ότι αναγκαζόμαστε να μεταφράζουμε, κυριολεκτικά «χθεσινούς» συγγραφείς όπως ο Παπαδιαμάντης, οι οποίοι είναι οιονεί ακατάληπτοι στο ευρύ κοινό, σημαίνει «ότι μας γίνεται ξένος ο ίδιος μας ο εαυτός». Η ομότιμη καθηγήτρια Ελένη-Πολίτου Μαρμαρινού, η καθηγήτρια και κριτικός Τιτίκα Δημητρούλια και ο καθηγητής «Υπολογιστικής γλωσσολογίας» Γεώργιος Μικρός παρουσίασαν ένα νέο γλωσσολογικό εργαλείο από τον νεοσύστατο κλάδο της «υφομετρίας», το οποίο αναμένεται να συμβάλει σημαντικά στην πιστοποίηση λογοτεχνικών κειμένων και μεταφράσεων. Στην εισήγησή τους επιβεβαίωσαν την πατρότητα της παπαδιαμαντικής μετάφρασης της «Αριέττας» του Κοπέ, αποδίδοντας ωστόσο μάλλον εσφαλμένα στον Σκιαθίτη και τη μετάφραση της «Μύτης» του Γκόγκολ.
Πηγή:http://dytikosanemos.blogspot.com, απόσπασμα από το άρθρο του Σπύρου Γιανναρά, Η Καθημερινή,