γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Διαβάστε όλη την εργογραφία του Μανώλη Δημελλά στο 24grammata.com κλικ εδώ
Οι Ξένοι…
Έτριψε τα χέρια της με κολώνια, έριξε μια ματιά τριγύρω, χαμογέλασε στις φωτογραφίες και ξεκλείδωσε με προσοχή τις κλειδαριές από την πόρτα. Πολλοί σύρτες και δύο κλειδαριές έσφιγγαν το ξύλο και χάριζαν ασφάλεια στην ηλικιωμένη, που ζούσε από χρόνια ολομόναχη. Κανείς πια δεν ανησυχούσε, κανένας δεν θα την έψαχνε.
Έμοιαζε να βγαίνει από μιαν άλλη εποχή, από εκείνες που συναντάς στις σκοτεινές αίθουσες, τους κινηματόγραφους Β’ προβολής. Τέτοια φιλμ τα βλέπεις μονάχα στους θερινούς και οι πελάτες περισσότερο χαζεύουν τα αστέρια στον ουρανό, παρά τις ξεμωραμένες γριές, που σέρνονται μέσα στα γδαρμένα σελιλόντ.
Το μικρό, βισσινί καπέλο, σκέπαζε τα ολόλευκα μαλλιά της και τα μαύρα γάντια έκλειναν τα λιπόσαρκα, άδεια από υγρά, χέρια της. Όμως δεν το έβαζε κάτω, είχε γραμμένο το πρόγραμμα της και δεν άφηνε μέρα να τη χαντακώσει.
Τετάρτη, πάντα μεσοβδόμαδα τραβούσε για το καθαριστήριο. Πήρε τον μικρό ανελκυστήρα, που ήταν δεξιά από την πόρτα του διαμερίσματος και μέχρι να κατέβει στο ισόγειο, όπως πάντα τακτοποιούσε το ταγιεράκι της στον λίγο κυρτό, λίγο θολό καθρέφτη. Οι άνθρωποι που ζουν μονάχοι με τα χρόνια χάνουν λίγο από την ανάγκη να ακούνε τη φωνή τους, έτσι κι εκείνη, απέφευγε τις τυχαίες συναντήσεις και προτιμούσε να θυμάται, μια άκουγε τις νουθεσίες του μακαρίτη πατέρα και μια τις αιώνιες ζήλιες από τον αυταρχικό σύζυγο της. Ήταν όμορφη γυναίκα στα νιάτα της, λιγάκι κοντή, όμως ζουμερή και χαιρόταν τα μάτια, που χοροπηδούσαν πάνω στο κορμί της. Μονάχα όμως τα μάτια, η δασκάλα μάνα της και ο δημόσιος υπάλληλος πατέρας δεν την άφησαν να κάνει ρούπι.
Την πάντρεψαν άρον-άρον. Συνάδελφος του πατέρα ο σύζυγος, από το υπουργείο οικονομικών. Ήταν μάλιστα ανώτερος υπάλληλος. Κελεπούρι, έτσι η ευκαιρία δεν πήγε χαμένη. Παιδιά δεν ευτύχησαν να κάμουν, άσε που είχε αλεργία στα σκυλιά και τα γατιά ο μακαρίτης. Έτσι ξέμεινε μονάχη να μνημονεύει τα χρόνια της μπιρίμπας και τον ταξιδιών στο Λουτράκι και τα ιαματικά, στα Καμένα Βούρλα.
Παρέδωσε το δέμα με τα ασιδέρωτα ρούχα και σχολίασε κάτι αόριστο για την ερημιά μέσα στα τσιμέντα. Πάει η γειτονιά, ξεράθηκε, δεν είναι πια όπως παλιά. Πάει η αίγλη, πάνε και οι τιμές. Τότε, μα τότε ήταν αλλιώς. Κουνούσε τα χέρια της και με τα φορεμένα γάντια έμοιαζε λίγο με μαριονέτα.
Καλημέρισε την κοπέλα, μάλλον κόρη του ιδιοκτήτη, που δεν έλεγε να ντυθεί γυναικεία και της είχε κάνει αρνητική εντύπωση, τράβηξε γραμμή για το φούρνο. Ένα γάλα και μια φρατζόλα φρέσκο ψωμί, αυτά ήταν τα ψώνια για σήμερα, έπειτα θα κλεινόταν και πάλι μέσα, ο κόσμος της περίμενε υπομονετικά.
Απεύφεγε ακόμη και τις πλαστικές σακούλες, ο θόρυβος από το νάυλον την έκανε να ανατριχιάζει, έβαζε τα λιγοστά ψώνια σε ένα διχτάκι και τραβούσε για το σπίτι. Με το λοξό των ματιών της έπιανε τις αντιδράσεις των γειτόνων, όλοι την περνούσαν για μια γριά σνόμπ και ψιλομύτα. Και ήταν, δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της, ίσως αν είχε λίγους πόντους παραπάνω να ήταν όλα διαφορετικά, ίσως να είχε καταφέρει, να τον είχε πείσει τον μακαρίτη, και να της είχε επιτρέψει να εργαστεί.
Ήθελε τόσο να γίνει δασκάλα Γαλλικών, ακόμη σήμερα κάτω από το μαξιλάρι της είχε το βιβλίο του Ρουσσώ, όχι δεν το διαβάζει, μυρίζει τα χρόνια του και στέκεται στην μυστική αφιέρωση, που έχει στο πρωτοσέλιδο του. Οι κρυφοί έρωτες τελικά είναι αθάνατοι.
Με τούτα και με κείνα δεν πήρε χαμπάρι το ζευγάρι που την ακολουθούσε, ο άντρας δεν σταμάτησε να στρίβει και να καπνίζει τσιγάρα, ενώ η γυναίκα με ένα μωρό στην αγκαλιά, φαινόταν γνώριμη στους γειτόνους που δεν σταμάτησαν να τη χαιρετούν.
Το ζευγάρι μπήκε στην ίδια πολυκατοικία με την ηλικιωμένη, περπάτησαν με τη σκάλες και αυτοί, μέχρι τον δεύτερο όροφο και μπήκαν προσεχτικά στο διπλανό διαμέρισμα από εκείνη.
Η γυναίκα εξακολουθούσε να κρατά το μωρό στην αγκαλιά της, άνοιξε το ψυγείο που μέσα είχε λίγα φρούτα και ληγμένα γαλακτοκομικά. Προχώρησε με το γάλα στα χέρια, εκείνος όρθιος έπαιζε με μερικά νομίσματα.
-Τα τελευταία χρήματα μας, τεσσεράμιση ευρώ, αυτά είναι όλα.
Η γυναίκα δεν έδωσε σημασία, άφησε το παιδί στο κρεβατάκι του και πήρε μια στοίβα με χαρτιά, τους ληγμένους λογαριασμούς που σκέπαζαν ένα γραφείο στην είσοδο του σπιτιού.
-Μας λείπουν παραπάνω από 2.500 ευρώ, αν δεν με απέλυαν και μένα θα τη βγάζαμε, μέχρι να καταφέρναμε να πάρουμε την πρόσκληση και να φύγουμε για την Αυστραλία. Το παιδί, τι φταίει…
-Σήμερα θα μπουκάρω στη γριά, δεν πάει άλλο…
Με αυτά τα λόγια ο άντρας βγήκε στο στενό μπαλκόνι, έτριψε με τα πόδια του το φθαρμένο μωσαϊκό και μέτρησε με τα μάτια την απόσταση μέχρι την γειτόνισσα.
Ξαναγύρισε στρίβοντας ακόμη ένα τσιγάρο,
– Πολύ το καθυστέρησα, να τελειώνουμε με την ιστορία, αυτή που βλέπεις θα είναι φορτωμένη χρήμα, άσε τα χρυσά, ούτε που θα μας πάρει μυρωδιά η γριά.
Η γυναίκα δεν έδωσε μεγάλη σημασία, μπαινόβγαινε στην κρεβατοκάμαρα κοιτούσε το παιδί και επαναλάμβανε μονότονα,
– για να σε δώ, για να σε δώ λοιπόν…
Από την άλλη πλευρά του τοίχου η ηλικιωμένη γυναίκα φόρεσε μια παλιά ρόμπα και βάλθηκε να ψευτοκαθαρίζει το σπίτι, προσπαθούσε να σπρώξει κι αυτή τη μέρα. Από καιρό απέφευγε κάθε φωτεινή σκέψη, τις άρεσε να κουρνιάζει, να στριμώχνεται στο κρεβάτι νωρίς και να μυρίζει τα λιγοστά ξεθωριασμένα, αρχαία βιβλία της, λιγοστές από τις λέξεις έμπαιναν στο μυαλό, αλλά η μυρωδιά, αυτό ήταν το καλύτερο γιατρικό, το πιο σπουδαίο φάρμακο για το τέλος, που είχε ψιλιαστεί ηταν πια πολύ κοντά της.
Δεν άργησε να φτάσει η άκρη από τη νύχτα, τράβηξε τις κουρτίνες, σπάνια κατέβαζε τα ξύλινα ρολλά, ήταν από την εποχή της χούντας χαλασμένα. Δεν ξεχνούσε πως τα κλεισμένα σπίτια έχουν μυστικά και εκείνη ήταν ανοιχτή, προφυλαγμένη, όμως έστεκε ολοκάθαρη. Έκανε τη βραδυνή της προετοιμασία, ζέστανε λίγο νερό και ξεπλύθηκε, έπειτα έβγαλε το ακουστικό, που ήταν από μέρες με μισοάδεια μπαταρία, όλο και κάτι έπιανε όταν το φορούσε στο κουφό αριστερό αυτί της και έβγαλε σε μια πετσέτα τις μισοσπασμένες μασέλες της.
Γύρισε πάλι στο σαλόνι, έριξε μια ματιά στην αυριανή της φορεσιά, το γκρι καπέλο φοράει τις Πέμπτες, είναι ταιριασμένο με το μαυρό ταγιέρ, που έραψε για τη κηδεία της αδερφής της.
Τα κρέμασε πάνω στο γίσο της μεσαίας πόρτας και πήρε τον δρόμο για το υπνοδωμάτιο, η καμένη από καιρό λάμπα τις είχε μάθει να περπατά στα τυφλά. Άρπαξε ένα βιβλίο και το έφερε μέσα στα ρουθούνια της, μόνο για αυτή, τη κρυφή στιγμή της, ζούσε πια.
Το πήρε αγκαλιά, σαν το παιδί, που ποτέ δεν έφερε στο κόσμο και κοιμήθηκε, όπως κάθε βράδυ, ούτε τα σεντόνια δεν είχε τσαλακώσει και έτσι αθόρυβα βρέθηκε ανακατεμένη με τον αληθινό της κόσμο, των χρωματιστών ονείρων της.
Οι γειτόνοι από δίπλα είχαν αρχίσει τις ετοιμασίες, σουλάτσαραν πέρα δώθε και περίμεναν να κόψει η κίνηση του δρόμου, η νύχτα να παρασύρει στα κρεβάτια τους τυχαίους μπανιστιρζίδες και να μπουκάρουν ανενόχλητοι στο διπλανό διαμέρισμα.
Έτσι κι έγινε, πήραν φόρα, σκαρφάλωσαν και πήδηξαν το σιδερένιο διαχωριστικό και με ένα μακρύ κατσαβίδι άνοιξαν, σχετικά εύκολα, τη ξύλινη μπαλκονόπορτα. Με την είσοδο στο σαλόνι τα έχασαν, ούτε έπιπλο δεν υπήρχε στο στενό δυάρι της γριάς. Μόνο ρούχα, κρεμασμένα στους τοίχους, ρούχα ταιριασμένα με καπέλα και ένα τραπεζάκι με φωτογραφίες. Άναψαν το φακό και πέρασαν στο χωλ, την διπλοκλειδωμένη άδεια μικρή είσοδο, έφτασαν στην κουζίνα, παντού είχε ξεκολημένα χρωματιστά πλακάκια, κι εκεί ένα μικρό ψυγείο, που ο άντρας δεν άντεξε, το άνοιξε και γούρλωσαν τα μάτια του, ένα μπουκάλι γάλα και το ψωμί ήταν όλη κι όλη η πραμάτεια του.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια, η γυναίκα έκανε ένα νόημα απογοήτευσης, σα να του έλεγε, πάμε να φύγουμε, ετούτη είναι σε τρισχειρότερη μοίρα από τη δικιά μας.
Έφυγαν από την ίδια μπαλκονόπορτα, ο άντρας έβγαλε τεσσεράμιση ευρώ και τα άφησε στο μικρό τραπέζι, μπροστά από τις στραπατσαρισμένες, δίχως κορνίζες φωτογραφίες. Έπειτα κοίταξε τους τοίχους, ένιωσε πως έβλεπε παντού μεγάλους καθρέφτες, σα να έβλεπε την προέκταση του εαυτού του.
Το ξημέρωμα η γριά ένιωθε παγωμένη, σηκώθηκε ανάποδα, αγχωμένη, περπάτησε σαν κοριτσάκι, ξυπόλυτη για το μπάνιο, όταν είδε την μπαλκονόπορτα ανοιχτή. Τρόμαξε κάποιος μπήκε, κάποιος κλέφτης ήταν το βράδυ και κατάλαβε για κείνη. Μύρισε την ελεεινή φτώχεια της.
Η καρδιά της άρχισε να χτυπά σα τρελή, ένιωσε την αρρυθμία της.
Γύρισε προς τις φωτογραφίες, όλα ήταν στη θέση τους, οχι όλα, υπήρχαν τεσσεράμιση ευρώ, μπροστά στην εικόνα του μακαρίτη.
Γονάτισε και την πήραν τα κλάματα, όλα μπορούσε να τα αντέξει, τα άντεχε όλα, όχι όμως να χάσει την αξιοπρέπεια της.
Έγειρε στο πλάϊ, το παγωμένο, γεμάτο σκασίματα, σκούρο καφέ μωσαϊκό, ρουφούσε σιγά-σιγά όλη την θερμότητα της.
Πότε τελειώνει ο χρόνος, όταν πεθάνουν όλα μέσα μας ή όταν ξεσκεπαστεί η αλήθεια;
Τη βρήκαν λίγες ημέρες μετά, όταν πια είχε αρχίσει να ζέχνει το ψόφιο κορμί της. Την ίδια μέρα ένας καχεκτικός δικαστικός κλητήρας, πέταξε στο δρόμο το ζευγαράκι.
Οι γείτονες συνέχισαν να μιλούν με θαυμασμό για την άγνωστη γριά που τελικά δεν ήταν πάμπλουτη, έβγαλαν όμως πόρισμα, δεν μπορεί, σίγουρα κάτι μεγάλο έκρυβε.
Όσο για τους ανεπρόκοπους διπλανούς της, που επιτέλους ξεφορτώθηκαν, αν δεν ήταν ο ασταμάτητος σπαραγμός του μωρού, ούτε που θα γύρναγαν να κοιτάξουν στα μάτια τη ξενική φτώχεια.