«Της πατρίδας μου ήλιε καθαρέ
σαν ψυχή αγγέλου που σκέπτεται».
Οι δυο πρώτοι αυτοί στίχοι του «Αποχαιρετισμού» θα μπορούσαν επιγραμματικά σχεδόν να αποδώσουν ολόκληρη την ποίηση του Βρεττάκου.
Τούτη η ψυχή, τούτη η γλώσσα της αθωότητας που η παραμικρή σκιά μπορεί να τη σκοτεινιάσει, είναι όλος ό προβαλλόμενος κόσμος του Βρεττάκου.
«Ποιο γλυκειά θάναι η έρημος και η εξορία, η άμμος
μαλακό χόρτο θάναι κάτω απ’ τα πόδια μου
αρκεί να σώσω την ψυχή μου, ήλιε μου, και το λόγο μου».
Εγνοια του η ψυχή και ο λόγος.
Η αγιότητα – που είναι η διαύγεια τής ματιάς του -, η διαφάνεια της ψυχής του και η πίστη του στο ρόλο της ποίησης, ακόμα και μέσα στις πιο σκληρές ώρες, και μέσα από την κόλαση, προσπαθεί να προβάλει αυτό που θάπρεπε νάταν ο κόσμος.
Στο «Ποτάμι Μπυές», που είναι μιά κορύφωση μετά από τα οργισμένα ποιήματα της «Διαμαρτυρίας», εντείνεται αλλά και φωτίζεται το μαρτύριο με τον τρόπο που ο El Greco εξανθρωπίζει και άποπνευματώνει τον Αγιο Σεβαστιανό.
«Το φώς μπαίνει στό σώμα μου
όπως οι αχτίνες
από τα τζάμια των εκκλησιών
αναζητώντας τον εσταυρωμένο».
Αυτός ο λυρισμός του Βρεττάκου είναι η παλέτα του, παλέτα σαν και κείνη του Φρα Αντζέλικο, διάφανη, τρυφερή, σε χρώματα παστέλ, που κάπου κάπου όμως σκοτεινιάζουν σαν τα σύννεφα που μαζεύονται πάνω απ’ το Τολέδο.
Δεν είναι σύμπτωση η συνεχής παρεμβολή ζωγραφικών εικόνων στην ποίησή του, τις προκαλεί και, πολλές φορές, σαν τον Ρουώ – ή τους Βυζαντινούς – χαρακώνει με μια πλατειά λουρίδα σκουρόχρωμη – μαύρη συχνά – τα πιο λαμπερά ή τρυφερά του χρώματα.
Το φως – όπως στους πιο πάνω στίχους – τρυπώνει από τις πιο σκοτεινές γωνιές για να φωτίσει εσωτερικά ή εξωτερικά τον κόσμο του, είναι ένα ύστατο καταφύγιο γι’ αυτόν.
«Το φως μπαίνει στό σώμα μου», γράφει το 1974.
«Το σώμα μου είναι τούτο τό βιβλίο
λάβετε φάγετε, άβυσσοι, ώρες, χώμα»,
έγραφε γύρω στο 1930, έφηβος ακόμα. Η εικόνα είναι παράλληλη στη θρησκευτικότητα αλλά και στη βαθύτατη συνείδηση τόσο του μαρτυρίου όσο και του λόγου. Η ποίηση για τον έφηβο, ήδη, δεν είναι μιαχαρούμενη άσκηση αλλά ουσία ζωής, δεν είναι λέξεις αλλά ο μετασχηματισμός τους σε λόγο, όπως και στον ώριμο άντρα, τον βασανισμένο και αυτοεξόριστο που αυτόφωτίζεται αναζητώντας τον τέλειο εαυτό του.
Στα βιτρώ τοϋ Βρεττάκου μαζί με τη σταύρωση εξαγγέλλεται μέσα απ’ το φως και η αναμενόμενη ανάσταση.
«Κύριε πού φύτεψες τη ζωή στη γλάστρα του θανάτου» λέει σ’ ένα από τα πρώτα πρώτα του ποιήματα, που θυμίζει εκείνη την αξέχαστη εικόνα σ’ ένα φιλμ του Ιαχζολίνι, όπου ο εκδικητικός πατέρας του μεσαιωνικού επεισοδίου φυτεύει το κεφάλι του αγαπημένου της κόρης του στη γλάστρα του παραθύρου της. Τραγικός λυρισμός, φόβος και έρωτας, πάλη ζωής και θανάτου.
Όμως δεν παλεύει πολύ ο Βρεττάκος: διαλέγει. Διαλέγει τή ζωή και όλες οι δυσκολίες, οι αντιξοότητες, η πολύ στερημένη του νεότητα, δεν τον εμποδίζουν να ξεσπάσει μ’ ένα τρόπο απροσδόκητο, γιομάτο απ’ τη χαρά και το θάμπος της ζωής, γιομάτο έξαρση και πανεποπτικό αντίκρυσμα του κόσμου. Η φύση «με κυκλικές ψηλώνει παρελάσεις/κι’ η θάλασσα ανεβαίνει στην αυλή μας», σαν και κείνο τον κήπο του Ελύτη, πολύ αργότερα, που έμπαινε στη θάλασσα κι αυτός.
«Ας κάμψουμε τα σύνορα του κόσμου,
καθώς ο ήλιος μ’ αναμένα ρόδα».
Τι στοιχίζει στ’ αηδόνι το τραγούδι κ’ η ευγένεια
στην πρωινή βροχή; Αγαπηθείτε!».
Τό 1937 ο λυρικός Βρεττάκος μετασχηματίζει μέσα από την υπαρξιακή του αγωνία και τους ελεγειακούς του τόνους την ποίησή του σε γνήσια επική, με κείνο το θαυμάσιο «Ταξίδι του Αρχαγγέλου» που ήταν σταθμός στη νεοελληνική ποίηση της εικοσαετίας και προλέγει όλη την ηθιχή και ποιητική στάση του ποιητή.
«Το ταξίδι του Αρχαγγέλου» είναι η οδύσσεια της ελευθερίας, μιας ελευθερίας που δε γνωρίζει αφεντικό και σύνορα, μιας ελευθερίας που ο προφήτης ποιητής μαντεύει πόσο θα την αλλοίωναν και θα την προστυχεύανε και προσπαθεί να την διασώσει απομακρύνοντας το σκάφος του Αρχαγγέλου που είναι μια απομάκρυνση τραγική, βαρειά απ’ τη γνώση.
«Περήφανο τή διεύθυνση του αλλάζει
κι’ αδιάφορο για τ’ άγνωστο πλευρίζει».
«Χώρα καμιά της γης δεν του γλυκαίνει
τη μυστική του θλίψη. Καμιά χώρα
δεν θέλει ν’ αντικρύσει».
Αν ο έφηβος Ρεμπώ με το «Μεθυσμένο Καράβι» του πρόβλεπε την προσωπική του μοίρα, ο Βρεττάκος προφητεύει τη μοίρα του κόσμου. Η γενιά του Βρεττάκου δεν υπάρχει αμφιβολία πως υπήρξε ή θυσιασμένη γενιά, αυτή που προσπάθησε να κερδίσει την ευημερία και την ελευθερία, αυτή που ξεκίνησε με το όραμα των ναυτών του Αρχαγγέλου – όραμα ευτυχίας -, που άγωνίστηκε για να το κάνει πραγματικότητα, πραγματικότητα που δεν την αξιώθηκε η ίδια.
«Η μοίρα είναι αδυσώπητη κι η λάμψη
της αυριανής αυγής θ’ ανήκει σ’ άλλους.
Ομως εσείς, π’ ερχόσαστε, μην ξεχάσετε
τή λυπημένη Ιθάκη».
Μέσα σ’ αυτούς τους στίχους ενυπάρχει η ελπίδα, αυτή ή «αυριανή αυγή» που, έστω και αν ανήκει σε άλλους, δεν έσβησε.
Η εναγώνια αναζήτηση διεξόδου, οι σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο, είναι ένας από τους βασικούς προβληματισμούς του ποιήματος. Η έξοδος απ’ αυτό το χώρο, μπορεί να γίνει μόνο με μεγάλες δρασκελιές.
Ο Βρεττάχος το τολμάει, τις κάνει ανακαλύπτοντας με τρόπο πρωτεϊκό την «αιωνιότητα» που τον περιβάλλει. Τό φως πριν απ’ όλα. Το στερέωμα. Αστέρια και ήλιος, θάλασσα και αμετακίνητα βουνά. Μέσα σε όλα αυτά που αποτελούν το σύμπαν θα εκτινάξει την ποίησή του, θα ερευνήσει εκστατικός τη γένεση της ζωής και, σαν πρόσωπο βιβλικό, θα σταθεί στην κορφή του Ταϋγέτου αντικρύζοντας τον καινούργιο του κόσμο:
«Έπεσε ξάφνου η πόρτα μου
κι’ εφάνη ο μέγας κόσμος».