γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
«Τα ενενήντα μαχαίρια (ίσως πολύ περισσότερα) τοποθετημένα με ακρίβεια στο κρεβάτι, ολόγυρα στο σώμα του (οι αιχμές προς τα μέσα) φτιάχνοντας το περίγραμμα του σώματος του. Εκεί, στο στενό κοίλωμα, μόνος, πλαγιασμένος, κάνοντας έρωτα, μόνος, δαγκώνοντας ασάλευτος τη σάρκα της σιωπής του» (‘Γεροντική νεότητα’).
Διαβάζοντας την ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου με τίτλο ‘Προσωπίδες’ ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται το τι σημαίνει ή το τι μπορεί να σημαίνει η ποίηση. Ποίηση έτσι όπως την εννοούσε και την προσδιόριζε ο Γιάννης Ρίτσος: ποίηση του καιρού, μίας εποχής, διιστορικό «υποκείμενο» συμπύκνωσης των ιδιοτήτων του λόγου: άλλοτε ως «κρυμμένη» και βιωμένη απελπισία, άλλοτε ως συνήχηση αβεβαιοτήτων, άλλοτε ως «μαζικοποίηση» του ονείρου-ουτοπίας, η ποίηση ως λόγος και ο λόγος ως ποίηση εγκολπώνονται ότι «χωρά» μέσα στην μακροϊστορία: τις μικροϊστορικές αφηγήσεις που συνιστούν τον ‘κοινό τόπο’.
Είναι η ποιητική ‘μορφή’ ενός σπαρακτικού αιώνα, μίας ιστορίας που ‘χάσκει’ ελπίδα και πόνο-φρίκη, υπέρβαση και «προσγείωση» στην terra incognita, απελπισία και έφοδο ή εφόδους στον ουρανό. Το ποιητικό γίγνεσθαι του Γιάννη Ρίτσου είναι το «σύνορο» που κάθε στιγμή υπερβαίνει τον «εαυτό» του, τις διακλαδώσεις του χρόνου και τις «διασταυρώσεις» των «λελογισμένων» ενστίκτων, μίας ιστορίας που θέλει το αίμα «ανέγγιχτο» από προσμείξεις, το αίμα ως τάφο. Το ίδιο το βάρος που δύναται να φέρει επάνω της μία πράξη και οι προεκτάσεις της, τον «διαπερνούν»: στην ποίηση του το προτσές της δημιουργίας ακολουθεί μία αντίστροφη πορεία: ότι συγκροτείται και ανανοηματοδοτείται διαρκώς είναι η αίσθηση του μη τετελεσμένου, του αντιφατικού-αντινομικού ‘είναι’ ενός συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής, η αίσθηση της «σκουριάς» που εγκιβωτίζει στα πράγματα η απουσία ως θάνατος, η απουσία ως μη-ποίηση, μη-αφήγηση, μη-αρχή.
Σε κάθε στιγμή «διάρρηξης» του χώρου, η πάλη των τάξεων (είναι έξοχος ο τρόπος με τον οποίο αναπαρίσταται ως λόγος και δράση έναντι τάξης), η άρση των κανόνων εκφοράς της ποίησης, η δραματικότητα ως έννοια-αρχή, «μήτρα» κακού και σύνθετης αφήγησης, ο εαυτός ως «παράθυρο» όχι του κόσμου, αλλά ως «παράθυρο» προς τη μνήμη του άλλου. Το πεδίο διευρύνεται ακριβώς για να «χωρέσει» τον μη-κανόνα: όλα τελούν υπό διαρκή στοχασμό, θαρρείς όνειρα που δεν μένουν όνειρα, γίνονται συνείδηση.
Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου δεν «συλλαμβάνει» απλά τη στατικότητα, αλλά την αέναη πορεία, με ότι συνεπάγεται αυτό, προς τη «σύσπαση», τις «ωδίνες» εποχών που «γεννούν» και αναπαράγουν μεταβολές, αλληλουχίες γεγονότων, «αλυσίδες» κινούμενων όντων και ιδεολογιών. Κάθε λέξη και μία νέα αρχή, ένα τέλος του ηθικού «πανικού», ένας θρήνος και μία υπόμνηση αυτού που έφυγε και αυτού που μένει.
Και τι μπορεί να μένει πίσω; Η συνείδηση ως πράξη αγωνιστική, ως τομή μεταξύ του εφικτού και του ανέφικτου, ως τομή και σύμφυση μάνας και γιου, «μήτρας» και προλετάριου, όπως αντανακλάται με έναν έξοχο τρόπο στον ‘Επιτάφιο’, που κλείνει μέσα του μία θεωρία, μία παράδοση-ταυτότητα, μία ορθολογική πλοήγηση-θεώρηση της βίας, μία, αλληλουχία προσώπων-γεγονότων, έναν «αιώνα», ένα σπάραγμα, έναν θρυμματισμό του σταθερού, έναν μετασχηματισμό στην πράξη. Ότι μένει; Η συνείδηση. Ότι μένει; η πράξη.
Ο Γιάννης Ρίτσος συνυφαίνεται με την αγωνία του καιρού και του αιώνα του, μοχθεί να επανεγγράψει στο πεδίο του κοινωνικού τα χαρακτηριστικά της ποίησης, η οποία λειτουργεί ως συνείδηση και ως ταυτότητα, ως παρουσία και ως απουσία, ως καθεαυτό «μορφή» μείζονος και ελάσσονος περιπτωσιολογίας: κάθε τι που αξίζει να «διαβαστεί» ποιητικά, θα διαβαστεί. Είναι η λέξη που συγκροτεί τον κανόνα, είναι η λέξη που αποδομεί τις βέβαιες ιεραρχήσεις.
Το τραύμα, η «πληγή» του Γιάννη Ρίτσου χάσκει, όσο ακριβώς διαρκεί και χάσκει και η «πληγή» του ανθρώπου, που, στην ποιητική του γραφή δύναται να είναι: προλετάριος και στοχαστής, μητέρα και γιος, «γυμνός» βασιλιάς, αγρότης, φαροφύλακας. Χαρακτηριστικά που εκφράζουν την υποκειμενοποίηση του ανθρώπου, την επανερμηνεία της φαντασιακής βούλησης, την αρχή του κόσμου, την αναπαράσταση (ποιητικά), μίας διαρκούσας αβεβαιότητας: του θανάτου ως «σταματημένου» χρόνου. Και τι μένει; Η ζωή-ποίηση που ανασημασιοδοτεί έναν θάνατο άλλοτε φρικτό και άλλοτε «ήσυχο». Ο Γιάννης Ρίτσος μετουσιώνει την ποιητική του ταυτότητα σε απτή γνώση, σε αίσθηση αντοχής που προκύπτει από τη γνώση.
Μένει η δομή του ποιήματος, «γυμνή» και «διάφανη», που χωράει όχι απλά σχήματα, αλλά κύρια μορφές που δρουν και θέλουν να δράσουν, μορφές που στοχάζονται, που προχωρούν στους μονολόγους των περασμένων και των αβέβαιων μελλούμενων. Ποια είναι η ενδεχομενικότητα; Η ίδια η πορεία.
Τα λόγια του Άγγελου Σικελιανού: «Αγωνίσου· μόχτησε· αγωνίσου…. «Δεν είναι σταθμός στου Λόγου την πορεία ο Μύθος να σταθείς σ’ ‘ένα σκαλί Ομορφιάς ν’ αναπαυτείς! Είν’ η ζωή κι ο θάνατος σου είν’ ο μέσα Σου ήλιος είν’ ο αιώνιος πύρινος τροχός είναι το αίμα του αίματος Σου είν’ η προαιώνια, μυστικά θαμμένη Ενότητα βαθιά σου!».[1] Η ενότητα των πολλών, η ενότητα ανθρώπου και ποίησης εις το διηνεκές.
Ότι είναι; Ο άνθρωπος-προλετάριος, μορφή που σπαράσσεται από τομές. Ότι συνέχεια; Η αλήθεια της πράξης. Ότι μένει; Ο θάνατος ως πραγματικότητα αλλά και ως γενόμενη αντίστροφη πορεία. Μία διαλεκτική του τέλους προς την αρχή. Οι ‘Προσωπίδες’ είναι μία διαλεκτική αλληλουχία συμβάντων, εκρήξεων που λαμβάνουν χώρα σε ένα πεδίο απρόσιτο και όμως τόσο οικείο: στο πεδίο της αλληλεπίδρασης, της «άφεσης», της ικεσίας, της αποκάλυψης των ιδεών. Η «απορρόφηση» του οικείου φέρνει πίσω πάλι το οικείο, το οργανικό κομμάτι του ανθρώπινου βίου. Αυτό που προχωρά είναι η «πορεία» του αύριο. Το γνωρίζουμε; Το βιώνουμε; Ίσως μόνο ως ποίηση.
Οι ‘Προσωπίδες’ του Μονεμβασιώτη ποιητή, τέμνουν τον χρόνο του τώρα και τον χρόνο του τότε, συναρθρώνουν το πλαίσιο της απόκλισης και της συνέχειας, ‘εδαφικοποιούν’ το συμβάν μίας διαρκούς, ερωτικής σχεδόν, σιωπής, καθιστούν τις στιγμές μετέωρες μεταξύ εσωτερίκευσης και εξωτερίκευσης, μεταξύ ενός ιδιότυπου μονόλογου και μίας απεύθυνσης στο όλον.
«Μ’ όλη την πανουργία του απελπισμένου συνεχίζει να μιλάει μεταβιβάζοντας σε τρίτους λόγια του, σιωπές του, τη σιωπή μας, αυτός, εσύ ή εγώ, – τι διαδικασία· διαλύει, ξαναφτιάχνει, βάφει με χρώματα άλλα την ίδια προσωπίδα από κοινό χαρτόνι με προσοχή κολλημένο, εφαρμοσμένο πάνω στην άλλη απαραβίαστη, χρυσή προσωπίδα· – τα ρουθούνια, τα χείλη, τα μάτια κατάκλειστα σε αμφίβολην υπεροψία. Πότε πότε μ’ ένα σφυρί και μ’ ένα από τα τρία καρφιά του ανοίγει οπές στα μάτια, στα ρουθούνια, στο στόμα, να δει αν τον βλέπουν, ν΄ανασάνει, να μιλήσει. Τι ήσυχα που ρέει μεσ’ απ’ αυτές τις οπές το καθάριο μου αίμα».[2]
Εδώ, η κανονικότητα διακόπτεται. Η ιστορία προχωρεί, «ρέει» όχι αβίαστα, αλλά με τις ρηγματώσεις που προσδιορίζουν μία στάση, μία ποιητική εκφορά. Οι πολλές προσωπίδες, παραπέμπουν σε πολλαπλές αφηγήσεις, σε πολλαπλές πτυχώσεις της μίας και μοναδικής ή πολλών διαφορετικών ιστοριών, που, δεν συνιστούν το οικουμενικό, αλλά το που ακριβώς τίθενται τα όρια. Στη ζωή; Στο «σώμα» της ποίησης; Ο Γιάννης Ρίτσος, «παίζει» με τις διαστάσεις που υποκρύπτονται μέσα στο ίδιο το σώμα, του προσδίδει χαρακτηριστικά διαρκούς κινησιολογίας, μέσα από το οποίο (και από διάφορα σημεία) αναβλύζει το αίμα.
‘’Ein Ratsel ist Reinentspugenes’, ‘αίνιγμα είναι ό,τι καθάριο αναβλύζει’, γράφει ο Γερμανός ποιητής Χαίλντερλιν. Αίνιγμα και εισδοχή των πολλών στην ιστορία, στο χρόνο, αίνιγμα και καταυγασμός μαζί. Και στην ‘ηθοποιία’, στην υποκριτική και στο παίξιμο, στις ‘Προσωπίδες’, αναβλύζει μία ποίηση σε στενή συνάφεια με τις απολήξεις του καιρού και τη φθορά των πραγμάτων και της «ύλης».
‘Αίνιγμα είναι ό,τι καθάριο αναβλύζει’, όταν το ίδιο το σώμα δεν φέρει εντός του τη βέβαιη απάντηση αλλά τη συνάφεια-συσχέτιση με την ουσία των πραγμάτων, με την υποστασιοποίηση του ‘είναι’. Και ότι το συνδέει με το αίμα, πέρα και πάνω από βιολογικούς όρους, είναι η ανάγκη συγκρότησης μίας μνήμης που δε θέλει να ξεχάσει, να υποκριθεί, να αφεθεί μόνο σε έναν ατέρμονο κύκλο συμβάντων. Κάτω από την προσωπίδα ή τις προσωπίδες αναβλύζει το αίμα, αναβλύζει μία ιστορία που θαρρείς συντίθεται από το αίμα, από τις παρεμβάσεις των σωμάτων.
‘Οι Προσωπίδες’ προσλαμβάνουν, ενσωματώνουν την αστάθεια, την κίνηση, εκείνο το τράνταγμα που θέλει να μιλήσει και να δημιουργήσει πίσω, μπροστά και μαζί με τη μάσκα. Ποια είναι τα όρια; Θα μπορούσε να αναρωτηθεί ο ποιητής. Τα όρια τίθενται από τον ‘άλλον’, από τον αναγνώστη, που με το «καθάριο του αίμα» γίνεται «ετερόγλωσσος» μέσα στον «ωκεανό» της κοινής γλώσσας, αντισυμβατικός, επικίνδυνα σαρκικός.
«Πίσω απ’ τα παράθυρα, το ακατοίκητο σπίτι· πίσω απ’ το σπίτι, το καστανό και το γαλάζιο βουνό· πίσω απ’ το βουνό, ο ουρανός. Μπροστά στη μάντρα τσουκνίδες, πηγμένο κενό κι ένα τριαντάφυλλο·- κοίταξε γύρω του, έσκυψε, το μύρισε. Κόκκινο μύρο, σφαγμένε πετεινέ προδοτικέ, σφαγμένη επιθυμία, μετάνοια πριν απ’ την πράξη, λιπόσαρκη δόξα- στο πρόσωπο της η κίτρινη σκισμένη κουρτίνα».[3]
Η μοίρα του ατελεύτητου, της αλυσιτελούς πράξης, του μη τελειωμένου, όχι όμως και ματαιωμένου οριστικά από τον καταναγκασμό των προτεραιοτήτων. Σαν επιδέξιος ηθοποιός ο Γιάννης Ρίτσος, ουσιαστικά σκιαγραφεί τη σκηνή μίας παράστασης: όταν πέφτουν τα φώτα της σκηνής, ο ηθοποιός μένει ακέραιος και μόνος, ένας μπροστά στο απολεσθέν πλήθος. Η μοναξιά του είναι ένας άλλος τρόπος απεύθυνσης, στάσης μπροστά στην υποκριτική τέχνη και στα πράγματα. Κι αυτό που μένει εδώ, πέρα από την αισθητή «αντικειμενοποίηση» της φύσης, από την αναπαράσταση της ως αισθητού κόσμου είναι το απόκρυφο συναίσθημα, όχι απλά της διαψευσμένης επιθυμίας που μένει στο επίπεδο της συνείδησης και όχι της πράξης.
Είναι κύρια η μνήμη των πολλών ανθρώπων, η «γεύση» ενός τέλους που φέρει τη «σύνθετη» σφραγίδα της συνύφανσης της ατομικής ύπαρξης με τη συλλογική, ή αλλιώς, της σταδιακής ενσωμάτωσης του μερικού μέσα στο γενικό. Είναι η «απόλυτη απεδάφωση» του Deleuze (deterritorialisation absolue). Είναι ο μη-χρόνος του χρόνου. Η θανάτωση των «σφαγμένων επιθυμιών», της «μετάνοιας πριν απ’ την πράξη», της «λιπόσαρκης δόξας». Είναι ο θάνατος που ως τέλος και ως αναπόδραστη μοίρα, εμφιλοχωρεί στο «στάδιο» της ποίησης.
Ο Γιάννης Ρίτσος, γνωρίζοντας προσωπικά και συλλογικά τη μοίρα του θανάτου, τις εκφάνσεις που αποκτά, καταυγάζει μία ποίηση, η οποία, πέρα από τις στιγμές της απογοήτευσης, δικαιώνεται στην πράξη. Στις ‘Προσωπίδες’ του, ενσαρκώνει τον ηθοποιό που, όντα πάνω στη σκηνή, λέει αλήθειες, απλές, καίριες, «κόκκινες», την αλήθεια του αβέβαιου και ασταθούς γίγνεσθαι.
Άλλοτε ως ηθοποιός και άλλοτε ως «ενσαρκωμένος χρόνος», κανοναρχεί-ιεραρχεί τις πηγές από το οποίο αντλεί υλικό, προκαλεί ρήξεις με ότι νοείται ως ποιητική ταυτολογία και απλή ποιητική-μιμητική καταγραφή, σπεύδει να μετουσιώσει το μη-τόπο σε τόπο. Οι ρίζες του είναι βαθιές, ά-χρονες και χρονικές μνημειώδεις αναπαραστάσεις της ποίησης του, αντανακλάσεις της γραφής του. Ως «ενσαρκωμένος χρόνος» συγκροτεί την ποίηση του ως αποτύπωση μίας πορείας, χρονικής, πολιτικής: το ποιητικού του γίγνεσθαι, σύνθετο και πολύπλοκο, διαβάζεται και ως ένα διαρκές στίγμα του παρελθόντος μέσα στο παρόν και στο μέλλον, του παρόντος μέσα στο μέλλον, και του «κοινού τόπου» ως κοινό μέλλον. Ως διακλάδωση της γήινης αποϊεροποίησης του «γυμνού εαυτού». Ως προτεραιότητα του καιρού μας. Γιατί τι μένει τελικά πίσω; Η ποίηση ως χρόνος και μνήμη και καταγραφή.
«Χτένες, καλλυντικά, μπουκάλια, νύχτα, καρφίτσες. Ο γυμνός τυλιγμένος στο σεντόνι. Ψεύτικα δόντια. Ένα καλάθι με ραδίκια ξεχασμένο στο πεζοδρόμιο. Κλεμμένα αντικείμενα. Απουσία του κλέφτη. Αστυφύλακας. Ζαρωμένη κοιλιά. Κι η επιμονή στο τετράγωνο. Λευτέρη, φυλάξου όταν περνάς το μεγάλο γεφύρι. Η σκιά στον τοίχο. Το μαχαίρι. Μια τρύπα σκουλήκια».[4]
«Μια τρύπα σκουλήκια» και ένας «γυμνός εαυτός», που «παίζει» με τα πράγματα, με τις ορέξεις, με τη θέληση, με την «απουσία του κλέφτη», με την απουσία αυτών που τους πήρε ο θάνατος. Είναι η «φορτισμένη σιωπή» που αποδομεί πρόσωπα και πράγματα, που αντιστέκεται υπόκωφα. «Μια τρύπα σκουλήκια»: η αλληγορία των χασμάτων ποίησης, ζωής και μνήμης. Των διάκενων που αφήνει πίσω της η πράξη, το αίμα, το σώμα ως αποϊεροποιημένη μορφή που αναπαράγει προσδοκίες και διαψεύσεις μαζί. Τα πάντα μένουν στατικά, και όμως τόσο παράδοξα κινητικά, έντονα.
«Ν’ αποσπαστείς,- λέει- ν’ αποσπαστείς· αλλιώς μην περιμένεις να δεις, ν’ ακούσεις, να μιλήσεις σωστά. Παίρνει το μαύρο καπέλο, ρίχνει μέσα τα τέσσερα ψαλίδια, τα τρία κλειδιά, τα δυο ζάρια, κουνάει το καπέλο, τ’ αφήνει στο τραπέζι, απομακρύνεται· απ’ το καπέλο βγαίνουν οι δυο κόκκινες κούκλες με τα δυο σκυλιά τους, ο κόκκινος κλειδούχος με δυο πράσινα φανάρια, κι ο ίδιος εκείνος κόκκινος όλος, ολόγυμνος, με σταυρωμένα χέρια, με τα ζάρια σφιγμένα στα δόντια του. Το κόκκινο, κόκκινο πάλι, πιο κόκκινο, αμετάπειστο, διάστικτο με μαύρες κηλίδες».[5]
Λίγο πριν το κλείσιμο: το περίβλημα σπάει. Πέρα από τους πρόσκαιρους ήχους, προβάλλει η ανάγκη, η συν–ταύτιση, η ανάγκη του να αισθανθείς βαθιά για να γνωρίσεις τους άλλους. Το κόκκινο του αίματος και της διάρκειας: το σύμβολο, η αρχέγονη-πρωτεϊκή «μήτρα» της ανθρώπινης ταυτότητας και της ιστορικής εξέλιξης. Ο Γιάννης Ρίτσος «διείδε» μαζί με τις πτυχώσεις του χρόνου, σκιαγράφησε την ποίηση ως αυτό που είναι: «δομή» ανθρώπινη και καίρια.
[1] Βλέπε σχετικά, Σικελιανός Άγγελος, ‘Το Κατορθωμένο Σώμα’, Ποιητική Συλλογή ‘Λυρικός Βίος’, Τόμος Γ’, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρεία, Αθήνα, 1976, σελ. 246-247.
[2] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Ηθοποιία’, Ποιητική Συλλογή ‘Προσωπίδες’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1993, σελ. 119.
[3] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Στάδια…ό.π, σελ. 126.
[4] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Σήψη…ό.π, σελ. 129.
[5] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Σκηνοθετημένο θαύμα…ό.π, σελ. 137.