24grammata.com / Πολιτικός Λόγος
γράφει ο Γιώργος Πρίμπας
Σε πρόσφατη δήλωσή της η κα Μαρία Ρεπούση μεταξύ των άλλων ανέφερε και το εξής:
“Χώρες της Βαλτικής έχουν χαρακτηρίσει γενοκτονίες τα σταλινικά εγκλήματα. Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τα εγκλήματα της Βαλτικής γενοκτονίες; Δεν είναι ότι οι ιστορικοί αρνούνται αυτά τα εγκλήματα. Κορυφαίο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας είναι το Ολοκαύτωμα. Οι ιστορικοί, είμαστε πιο προσεκτικοί με τη χρήση των όρων. Δεν σημαίνει ότι δεν έγιναν εγκλήματα”.
Οφείλουμε να σταθούμε στην παραπάνω δήλωση διότι εμπίπτει καθαρά στο απόσπασμα, από το Επίμετρο στην “Πλανητική Πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο”: Προϋποθέσεις, Παράμετροι και Ψευδαισθήσεις της Ελληνικής Εθνικής Πολιτικής, του Παναγιώτη Κονδύλη, που μπορεί να γράφτηκε πριν 22 περίπου χρόνια, αλλά παραμένει σταθερά επίκαιρο καλύπτοντας όλο το σημερινό πολιτικό φάσμα: “Η ελληνική πλευρά συχνότατα θεώρησε και θεωρεί ως αδιανόητο ότι οι άλλοι μπορούν να έχουν [ειλικρινά ή όχι] διαφορετική αντίληψη για το τι είναι δίκαιο• επίσης δυσκολευόταν και δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί με τη σκέψη ότι οι άλλοι δεν παίρνουν πάντα τοις μετρητοίς τους ισχυρισμούς της κι ότι χρησιμοποιούν και άλλες πηγές πληροφοριών ή ακούνε και άλλες απόψεις.”
Ενίοτε η κα Μαρία Ρεπούση χρησιμοποιεί, φαινομενικά, ορολογία [με κορυφαίο το: συνωστισμός, το οποίο όμως ξεκαθάρισε πρόσφατα για να μην έχουμε απορίες ότι κακώς την κατηγορούν ότι το χρησιμοποίησε ως ουσιαστικό ενώ αυτή το χρησιμοποίησε ως ρήμα!;] στο πλαίσιο μιας χωρίς πραγματικό περιεχόμενο δημοσιοσχεσίτικης λογικής starsystem, ήτοι μόνο και μόνο να προκαλέσει ντόρο για να ακουστεί το όνομά της, κάτι που βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα του ιστορικού επιστήμονα ή ομοίως εστιάζεται με στόμφο σε τριτεύοντα θέματα [με πρόθεση τον αποπροσανατολισμό;]. Πόση αξία έχει σήμερα η με έμφαση κοινοποίηση δηλώσεων, λες και πρόκειται για κάποια σημαντικότατη ιστορική ανακάλυψη που μέσω αυτής ανατρέπεται η εικόνα που είχαμε για κάποια γεγονότα, περί ανυπαρξίας αδιάσειστων ιστορικών στοιχείων ότι στο Ζάλογγο οι κυνηγημένες Σουλιώτισσες πριν πέσουν στον γκρεμό με τα παιδιά τους χόρευαν;
Η κα Μαρία Ρεπούση είναι ιστορικός και πολιτικός. Κατανοούμε ότι είναι δύσκολο, αν και θα έπρεπε, να διαχωρίσει τους ρόλους, αλλά αδυνατούμε να κατανοήσουμε γιατί σε ιστορικά θέματα, που απαιτούν την ιστορική επιστημονική ματιά, εισάγονται πολιτικές πρακτικές και ιδίως όταν είναι αυτές που μας οδήγησαν στη σημερινή διεθνή απαξίωση του ελληνικού κράτους και οδηγούν σταδιακά σε περαιτέρω απομόνωση κι εξαθλίωση όλη την ελληνική κοινωνία. Τέτοιο παράδειγμα είναι και η τοποθέτηση πάνω σε ένα τεράστιο πολύπλευρο ιστορικό θέμα, όπως ο χαρακτηρισμός ή όχι ως γενοκτονία των σταλινικών εγκλημάτων στις βαλτικές χώρες, μέσω μιας κουτοπόνηρης ερώτησης – “Χώρες της Βαλτικής έχουν χαρακτηρίσει γενοκτονίες τα σταλινικά εγκλήματα. Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τα εγκλήματα της Βαλτικής γενοκτονίες;” – συνηθισμένης στην αποτυχημένη νεοελληνική λογική αμφισβήτησης της αντίπαλης θέσης, την οποία έχει υιοθετήσει και χρησιμοποιεί από καιρό όλο το πολιτικό φάσμα της χώρας με τα γνωστά αποτελέσματα.
Να θυμίσουμε εδώ ότι σε εφαρμογή του συμφώνου Ribbentrop Molotov μεταξύ Στάλιν και Χίτλερ το 1939, ο Στάλιν εισβάλει και προσαρτά βίαια τις βαλτικές χώρες όπου πολλοί πολίτες διώκονται, φυλακίζονται, εξορίζονται ή εκτελούνται. Αργότερα ο Στάλιν μετακινεί κι εγκαθιστά, προκειμένου να αλλοιώσει την πληθυσμιακή σύσταση των χωρών, ρώσους στην καταγωγή στα εδάφη τους. Ιδιαίτερα στη Λεττονία σήμερα το 40% του πληθυσμού είναι ρώσοι και ως απόγονοι των εποίκων που μετέφερε ο Στάλιν αντιμετωπίζουν σήμερα, 23 χρόνια μετά την ανεξαρτησία της χώρας, προβλήματα συμβίωσης με τους Λετονούς. Προβλήματα που πρέπει να λυθούν, αλλά εμείς είμαστε ανίκανοι να συνεισφέρουμε και το καλύτερο θα ήταν να μείνουμε μακριά. Εξάλλου πότε και που προσφέραμε ουσιαστικά σε κάποιο πρόβλημα άλλων λαών; Στα μάτια ενός Λετονού σήμερα, με βάση την ιστορική του μνήμη, ο Στάλιν δεν διαφέρει σε τίποτα από το Χίτλερ και ο όποιος έλληνας ιστορικός δεν μπορεί να το αγνοεί στο όνομα των δικών του ιδεοληψιών και ταπεινών σκοπιμοτήτων.
Βέβαια θα μπορούσε να ανταπαντήσει κάποιος ότι η κα Μαρία Ρεπούση δεν έκλεισε εκεί την τοποθέτησή της, για το θέμα της αναγνώρισης ως γενοκτονίας των εγκλημάτων του Στάλιν στις βαλτικές χώρες, αλλά συνέχισε λέγοντας: “Δεν είναι ότι οι ιστορικοί αρνούνται αυτά τα εγκλήματα. Κορυφαίο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας είναι το Ολοκαύτωμα. Οι ιστορικοί, είμαστε πιο προσεκτικοί με τη χρήση των όρων. Δεν σημαίνει ότι δεν έγιναν εγκλήματα.”
Εδώ πρέπει να δούμε προσεκτικά, από άλλα παραδείγματα της “επιστημονικής θεώρησης των πραγμάτων” από την κα Μαρία Ρεπούση το τι εννοεί όταν λέει ότι οι ιστορικοί “είμαστε πιο προσεκτικοί”.
Στην πρόσφατη γνωστή επιστολή της, η κα Μαρία Ρεπούση, για το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο [σ.σ. το οποίο βεβαίως πάσχει σε πολλά, αλλά στο παρόν δεν είναι το ζητούμενο και δε σκοπεύουμε να μακρηγορήσουμε ασχολούμενοι και με αυτό], ουσιαστικά υπονοεί ότι το θέμα αναγνώρισης ή μη αναγνώρισης των γενοκτονιών των χριστιανικών πληθυσμών στη Μικρά Ασία, στις αρχές του 20ου αιώνα, πρέπει να αντιμετωπίζεται σε συνάρτηση με το πώς ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί από την ελληνική ακροδεξιά σήμερα. Δηλαδή δεν μας ενδιαφέρει αν τα γεγονότα συνιστούν ή δεν συνιστούν γενοκτονία, αλλά το πώς μπορεί μια τέτοια αναγνώριση να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης! [εξάλλου και το Ολοκαύτωμα δεν έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον εβραϊκό σωβινισμό; Δεν έπρεπε να αναγνωριστεί;]. Λίγο παράξενη για επιστημονική προσέγγιση.
Ως αποτέλεσμα, έρχεται η ελληνική ακροδεξιά και την κατηγορεί ότι ψεύδεται για λόγους πολιτικών σκοπιμοτήτων ενώ η ίδια, δηλαδή η ακροδεξιά, εκφράζει την ιστορική αλήθεια και είναι προφανές ότι έτσι καρπώνεται τεράστια πολιτικά οφέλη και αξιοπιστία. Επιπλέον οφέλη θα εισπράξει, ομοίως η ακροδεξιά, από τον απομονωτισμό τον οποίο επιθυμεί η ίδια και ο οποίος αναπόφευκτα θα εντείνεται από τις τυχόν, εκ των προτέρων καταδικασμένων, κόντρες που θα προκύψουν με τους λαούς της βαλτικής κλπ όταν θα ακούνε πως η Ελλάδα – μόνη αυτή από τα υπόλοιπα μέλη της Ε.Ε. – αντιστέκεται σε αυτά που θεωρούν δίκαια και ζητούν και στο κάτω-κάτω είναι αδιάφορα για την ελληνική πραγματικότητα. Αυτά τα τεράστια πολιτικά οφέλη της ακροδεξιάς είναι το καθαρό αποτέλεσμα των ανά καιρούς δηλώσεων Ρεπούση ανεξάρτητα μάλιστα των προθέσεών της.
Είναι μία αφελής και άσχετη η “προοδευτική” κα Μαρία Ρεπούση ή πρόκειται για ένα πρόσωπο κλειδί του καπιταλιστικού συστήματος στην Ελλάδα, το οποίο επιθυμεί τη φτωχοποίηση και εξαθλίωση του ελληνικού λαού. Πρόσωπο κλειδί που εκτελεί το σωστά ρόλο του στοχεύοντας να κρατηθεί ψηλά σε ποσοστά η ακροδεξιά ώστε η αντιλαϊκή εξουσία (ΔΝΤ – Τράπεζες – Κεφάλαιο – Τρικομματική συγκυβέρνηση) να μπορεί να πουλάει το σενάριο των ισότιμων άκρων και να παραμένει στην εξουσία μέχρι να ολοκληρωθούν τα σχέδια του;
Το πρώτο θα πρέπει να αποκλειστεί. Δε νοείται κάποιος να δηλώνει προοδευτικός, να δέχεται εκπροσώπους εργαζομένων [της ΟΛΜΕ εν προκειμένω, όπως διαβάσαμε εδώhttp://topontiki.gr/article/53013/Repousi-Na-klaio-gia-tis-apoluseis] και μπρος στην αγωνία τους για την ανεργία να απαντά: «Και τι θέλετε, να κλαίω (επειδή θα απολυθείτε);” Απλά δε νοείται. Αυτό που νοείται για το ρόλο της κας Μαρίας Ρεπούση είναι αναγκαστικά το δεύτερο. Το πρόβλημα βέβαια δεν θα ήταν τόσο σοβαρό αν κι ένα μεγάλο κομμάτι της αριστεράς σήμερα δεν υιοθετούσε αντίστοιχες πρακτικές. Ξεκάθαρα δεν υπερασπιζόμαστε την ιστορία ως ιερή υποχρέωση διότι αυτό δεν οδηγεί πουθενά παρά μόνο στην καταστροφή, αλλά υπερασπιζόμαστε την ιστορία όπως γράφεται μες από τα ιστορικά δεδομένα και τεκμήρια, την ερμηνεία της σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής των γεγονότων που ανά περίπτωση αναφέρεται και τη διδασκαλία της για εκπαιδευτικούς σκοπούς: πώς να μαθαίνουμε από τα λάθη των παλαιότερων γενεών και πώς να εμπνεόμαστε από τις σωστές ανά περίπτωση αντιδράσεις τους.
Ως επίμετρο του παρόντος θα κλείσουμε με το πως, όπως το φανταζόμαστε, θα απευθυνόταν η κα Μαρίας Ρεπούση στον πρωθυπουργό της Λετονίας: “Ακούστε κε Βάλντις Ντομπρόβσκις: σας μιλάει η Μαρία Ρεπούση, καθηγήτρια πανεπιστημίου – ιστορικός, βουλευτής της ΔΗΜΑΡ και μέλος της σημερινής τρικομματικής κυβερνητικής πλειοψηφίας στην ελληνική Βουλή και απαιτώ την προσοχή σας! Σας διαβεβαιώνω ότι η ελληνική κυβέρνηση μαζί με τα 2 εκ. ανέργους, τα 3 εκ. που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, τους 50 χιλιάδες νέους που μεταναστεύουν για αναζήτηση εργασίας κάθε χρόνο και το 90% των ελλήνων πολιτών που φοβούνται για το μέλλον τους, ότι θα πολεμήσουμε σθεναρά κάθε προσπάθειά σας να απαιτήσετε να αναγνωριστούν ως γενοκτονία τα σε βάρος του λαού της Λετονίας αδικήματα που διεπράχθησαν από το σταλινικό καθεστώς. Πρέπει να καταλάβετε ότι είμαστε αποφασισμένοι, όπως τότε που πηδάγαμε στους γκρεμούς του Ζαλόγγου αλλά όχι χορεύοντας.”