Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ
Για την Μαρία,
Ανάβλυσε για μια στιγμή απ΄τη μεγάλη ησυχία του. Τα ίδια λόγια που μας εμπιστεύηκαν κάποτε ο Πλάτων, ο Βισκόντι, ο Καβάφης ακούστηκαν ξανά στην αρχαία μας πόλη. Δρόμοι, σπίτια, αποθήκες, θλιβερά αδιέξοδα, ελεύθερες εκτάσεις, τα λόγια εκείνα έφθασαν σε κάθε γωνιά του κόσμου μας. Πήραν να σπάνε τότε όλα εκείνα τα γέρικα γυαλικά που αθροίζουν τους λατινικούς αιώνες. Σ΄όλα τα θέατρα της πόλης άναψαν τα φώτα προς τιμήν εκείνου που δεκαετίες ολόκληρες κάνει συντρίμια στοές και περιστύλια για έναν έρωτα. Οι παλιοί ήρωες γκρεμίστηκαν. Τώρα μπορούν να διεκδικήσουν τη θέση που τους αρμόζει πρόσωπα όπως η Ανδρομάχη και ο Ελπήνωρ. Τώρα μπορούμε να παρατηρήσουμε μ΄όλη την αγάπη του κόσμου αυτή τη ρωγμή που διατρέχει το υδρόγειο πρόσωπο της Ελένης. Η ομορφιά είναι θνησιγενής, ένα χαμένο στοίχημα, σφραγισμένο από κύκλους πεπρωμένων και φθορές.
Ο Γιαν Οτσερνάσεκ γράφει την Ιουλιέτα του μετά το τέλος του δεύτερου, παγκοσμίου πολέμου. Ο αρχικός μύθος παραμένει το κυρίαρχο μοτίβο του έργου. Μοναδική παραφωνία η συμβολή του πατέρα στο διακύβευμα της ζωής. Τα σκοτάδια του προηγούμενου αιώνα σημαδεύουν την αισθητική του συγγραφέα και τις αναγωγές του έργου. Πολλά χρόνια αργότερα ο Στέλιος Λύτρας εκδίδει το τελευταίο θεατρικό του έργο, την Ιουλιέτα των Μάκιντος. Ολότελα ξεκομμένη απ΄την ίδια της τη ζωή, μοιάζει με τα θύματα ενός τρομερού πολέμου. Με τον Ρωμαίο της νεκρό και το αβάσταχτο φορτίο μιας ολόκληρης ζωής η Ιουλιέτα του Λύτρα αψηφά τη φθορά και μετατρέπεται ως σήμερα σε ένα κριτικό σχόλιο για την εποχή και τους ανθρώπους της. Με άλλα λόγια υπηρετεί ξανά έπειτα από χρόνια εσωστρέφειας και αναγνωρίσεων την ακραία δυνατότητα που επισημαίνει ο Φωκάς. Την τρυφερή εκείνη ιστορία, – μια ακόμη εκδοχή του αφηγήματος του κόσμου-,την ιστορία μιας χαμένης γενιάς μας προσφέρει ο Λύτρας , αντλώντας την καταγωγή του απ΄τον ανακατασκευασμένο μύθο των έφηβων εραστών. Η φεύγουσα κόρη του παλιού μύθου εδώ μεταβάλεται στ μια διαχρονική παρουσία, χωρίς φθορά και τέλος. Ο Στέλιος Λύτρας, όπως και ο Τσέχος συγγραφέας της εισαγωγής αντλούν τη θεματολογία τους από έναν διαδεδομένο μύθο που όμως μπορρεί να εκφράσει κάθε φορά την εποχή και τις παραμέτρους της.
Ο Λύτρας ανήκει στην περίφημη γενιά του ΄70. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων η γενιά αυτή, μεταθέτοντας διαρκώς το βάρος ενός πολέμου και μιας εμφύλιας σύγκρουσης στο ασύλληπτο μήκος του παρελθόντος εγκαταλείπει κάθε νεωτερισμό για τη διαμόρφωση των όρων ενός άλλου εγχειρήματος.Η γλώσσα, τα πρόσωπα, η πλοκή, όλα ανήκουν πια στη σφαίρα μιας πρωτοπορίας. Θεατρικής για την περίπτωση Λύτρα και ασύγκριτα τρυφερής, ενταγμένης στα ασφυκτικά πλαίσια της παρούσας ζωής. Οι νεαροί εραστές που μετρούν τόσους αιώνες στις πτυχές του έρωτα επανέρχονται στο “απογυμνωμένο” θέατρο της δικής μας πολιτείας, εκπληρώνοντας εκείνον τον ατέρμονο σκοπό που θέλει το αίμα να μεταγγίζεται από την ιστορία στη ζωή μας. Ο ίδιος μύθος, τόπος και τραχύτητα κοινή και αντιπροσωπευτική εκείνου του ανθρώπινου πράγματος που σήμερα διασώζεται με τον όρο “ζωή”εισάγεται στην εποχή μας απ΄τον Στέλιο με κάθε τιμή. Ανανεωμένος, αναπαραστατικός, ενδεικτικός με όλη την αίσθησή μας να συμμετέχει και να υπερασπίζεται την αντισυμβατικότητά του, ο μύθος του ακμάζει στα θέατρα και τις καρδιές μας όπως εκείνα τα λαμπερά πλοία που καθελκύονται με τα πυροτεχνήματα στα κατά Μπάροοουζ ευαγγέλιο. Προικισμένος με την αδέξια μιλιά εκείνου που έχασε για πάντα τ΄όραμά του, ο μύθος της Ιουλιέτας καθίσταται στην περίπτωση του Λύτρα ένας καθρέφτης της εποχής μας. Στην εμπειρία του φόβου μετατίθεται ολόκληρο το βάρος ενός ακέραιου έργου με προεκτάσεις του ελληνικού, εξελικτικού μύθου, ως το σημείο εκείνο που η διάσπαρτη πολιτεία μας συναντά τα παναθρώπινα. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος το περιέγραψε σαν λογική της απελπισίας που πάντα παράδοξη και έντιμη φανερώνει κάτι που καίγεται. Ο Girard αναγνώρισε στο μύθο τ΄απομεινάρια ενός πολιτισμού που διαρκώς εδραιώνεται με καταστροφές και θύματα. Κανείς δεν γνωρίζει αν ο Σεβαστιανός, η Ιουλιέτα ή ο Ελπήνωρ σηματοδοτούν τις παραπάνω διαπιστώσεις. Δεν παύουν όμως να αποτελούν συναγερμούς της ελπίδας, τώρα που οι κτηνώδεις επιβήτορες κυκλώνουν λίγο λίγο τη σκηνή και εμείς γυρεύουμε έναν στίχο για να τον ανακηρρύξουμε θεό μας, αποκτώντας εκείνο για το οποίο τόσο καιρό θρηνούσαμε.
Ο Στέλιος Λύτρας που σήμερα παρουσιάζεται στα 24 Γράμματα, σε μια προσπάθεια να αποκατασταθεί η δίκαιη σημασία γύρω απ΄το έργο του έφυγε νωρίς. Όμως εγώ τίποτε απ΄όλα αυτά δεν πίστεψα. Και αυτό γιατί εμπρός απ΄τις φωτεινές βιτρίνες, στις κουβέντες των ποτοπωλείων, στις γρήγορες τροχιές μας ο Στέλιος Λύτρας δεσπόζει. Στέκει πλάι σε ζωγράφους όπως ο Ουτσέλο, διαθέτει την απαράμιλλη πνευματικότητα στο βλέμμα του, η έννοια του είναι πάντα για τον κόσμο και πάντα για το μέλλον. Βαδίζει όπως οι ήρωες στις τραγωδίες, είναι ο πρώτος του χορού, εκείνος που φτιάχνει τις καινούριες πραγματικότητες, συνοψίζοντας τη δική μας εποχή.
Λένε πως χάθηκε, πως τον κέρδισαν τ΄άστρα. Εγώ όμως γνωρίζω πως κατοικεί ποιήματα ερρειπιώνες, γνωρίζω πως ενδεδυμένος τ΄άμφια του χρόνου, σαν ροή ανθρώπινη καταργεί κάθε φραγμό με το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον προσφέροντας μια γνώση άμεση και πρωτότυπη. Οι στίχοι του Λύτρα ακόμη επιζούν, τη ζωή του βιώνει περισσότερο από ποτέ ακέραια. Πάντοτε εντός της ροής του και της ροής του κόσμου να υπερασπίζεται όλες τις εποχές και γι΄αυτές να ελπίζει.
Τελευταία φωτογραφία.
Αυτή η φωτογραφία τραβήχτηκε πριν από χρόνια. Θυμάμαι πως αψηφώντας τη μοναξιά τόσων χιλιομέτρων, ο ήρωας έφυγε καθώς αρμόζει στο είδος του. Μ΄ένα λευκό, σπορ αυτοκίνητο κατακτά τις νύχτες και τις λεωφόρους, αφήνεται στον άνεμο, μοιράζεται ανάμεσα στους βράχους και τους έρωτες, σαν τίποτε και κανείς ποτέ να μην τον δίδαξε άλλο μέτρο. Χάνεται στους δρόμους, υψώνει την καρδιά του στα ιδεώδη, ποτέ δεν άνηκαν σ΄αυτόν τον κόσμο οι ποιητές. Εκείνος δεν ήταν άλλο από χορδή και τίποτε.
Ο Στέλιος Λύτρας μας αγαπά γι΄αυτό που είμαστε.δίχως τίποτε να προσμένει, χωρίς καμιά φιλοδοξία σ΄επετηρίδες και ακαδημαϊσμούς. Μια τέτοια στάση δεν μπορεί παρά να χαρακτηρίζεται πέρα ως πέρα γενναία και αγγελική. Ακριβή, εντατική και φιλήδονη, μαρτυρώντας επιφανειακά τους όρους και τα πλαίσια μιας συντήρησης δημιουργικής όλων ανεξαιρέτως των χρωμάτων.