Ο αγωνιστής Τάσος Μαγλαρίδης

blind_justice 24γραμματα24grammata.com/ αφιέρωμα 28η Οκτωβρίου 2013

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΧΟΛΙΚΗ ΠΑΡΕΛΑΣΗ ΤΗΣ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1980

ΣΤΗ ΝΕΑΠΟΛΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ

ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΤΗΚΕ ΘΑΝΑΣΙΜΑ Ο ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΤΑΣΟΣ ΜΑΓΛΑΡΙΔΗΣ (ένας από τους δεκάδες νεκρούς της δημοκρατίας…)

γράφει η Ελένη Κοφτερού

Η στολή της παρέλασης, χωρίς να ξεφεύγει φυσικά  από τα πατριωτικά στερεότυπα, ήταν σχετικά καλόγουστη για εκείνη την εποχή, που το κιτς έκανε πάρτυ. Το λευκό πουκάμισο και η φούστα χρώματος απαλού γκρι φωτίζονταν κάπως από το μπλε φουλάρι στο λαιμό. Η μαθήτρια είχε ντυθεί μια ώρα νωρίτερα και κοιταζόταν συνεχώς στον καθρέφτη. Ήταν η πρώτη φορά που θα έκανε παρέλαση στο γυμνάσιο, μετά τη χούντα κι έπειτα από τις αστείες γυμναστικές επιδείξεις στις οποίες την υποχρέωναν να παίρνει μέρος στο δημοτικό. Της άρεσε ο εαυτός της, κάτι που συνέβαινε πολύ σπάνια, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί, δεν ήξερε πως θα τα καταφέρει να περπατήσει με τα παπούτσια, που δυστυχώς γι’ αυτήν, είχαν λίγο τακούνι.
Δεν ήξερε να περπατά με τακούνια. Παράξενη και άβολη προέκταση των ποδιών της τα ένιωθε κι αυτό τη γέμιζε άγχος.  Καθώς όμως τα συγκεκριμένα παπούτσια ήταν κομμάτι της στολής, ”συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις” κάνοντας μερικές πρόβες βαδίσματος στο σπίτι. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει άλλωστε; Πώς θα μπορούσε ν’ αντισταθεί, αυτή που ήταν τόσο υπάκουη και συνεσταλμένη;
Έφυγε απ’ το σπίτι μαζί με μια συμμαθήτριά της, με συναισθήματα άγχους και κρυμμένης δυσαρέσκειας.
Αυτή η παράταξη σε γραμμές, τα προστάγματα του γυμναστή, το γύρισμα του κεφαλιού προς τους επίσημους,  της προκαλούσαν μια αδιόρατη αποστροφή και θλίψη. Σε τι χρειαζόταν όλα αυτά; Τι θα προσέφεραν; Δεν ήξερε τις απαντήσεις, ήξερε μόνο ότι είχε ένα δυσάρεστο σφίξιμο στο στομάχι.
Προσπάθησε να συγκεντρωθεί και να διώξει τις σκέψεις που τη βασάνιζαν.Στο κάτω κάτω δεν πήγαινε και για θυσία. Τότε μάλιστα.!!! Θα άξιζαν οι φόβοι, το άγχος, η αγωνία. Σαν άλλη Ιφιγένεια, θα προχωρούσε με φιλάρεσκη μεγαλοπρέπεια στη θυσία. Χαμογέλασε στη φίλη της κι άρχισε να τη ρωτά για διάφορα καθημερινά θέματα του σχολείου και των φιλενάδων της, κοριτσίστικες, ανώδυνες κουβέντες.
Φτάσανε στο χώρο της προσυγκέντρωσης κι άκουσε προσεκτικά τις οδηγίες του γυμναστή. Ήταν παραστάτρια της σημαίας από την πλευρά των επισήμων κι έπρεπε να προσέξει πολύ το γύρισμα του κεφαλιού προς αυτούς. Ήταν η σημαντικότερη στιγμή της παρέλασης. Έτσι της είχε πει ο γυμναστής. «Δέκα μέτρα πριν την εξέδρα θα γυρίσεις δεξιά το κεφάλι σου και θα σηκώσεις ψηλά το δεξί σου χέρι. Πρόσεξε να φανείς αντάξια. Οι πρόγονοί σου θυσιάστηκαν για να είσαι εσύ ελεύθερη. Πρόσεξε καλά!!». Θυμήθηκε τον παππού της που δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει. «Θυσιάστηκε για την ελευθερία μας, στο βουνό», έτσι της έλεγε η μαμά της.
Το «βουνό» δεν το είχε καταλάβει καλά και συνεχώς ρωτούσε. Ικανοποιητική απάντηση δεν έπαιρνε. «Δηλαδή στην Αλβανία;», είχε ρωτήσει μια φορά. «Είχε πάει και στην Αλβανία, αλλά σκοτώθηκε στο βουνό. Ήταν αντάρτης ο παππούς, αλλά αυτό να μην το πεις πουθενά. Που-θε-νά κατάλαβες; «Κατάλαβα», έλεγε και σταματούσε τις ερωτήσεις. Ούτε ήξερε τι σημαίνει αντάρτης, ούτε την είχε ακούσει ποτέ αυτή τη λέξη στο σχολείο. Μια φορά που τόλμησε να ρωτήσει μια καθηγήτρια τι σημαίνει, εκείνη της απάντησε ότι δεν χρειάζεται να ξέρει αυτή τη λέξη. Φτάνει να ξέρουμε τη λέξη “πατριώτης” και την περηφάνια που κρύβει η λέξη ‘Έλληνας’. Αυτά σκεφτόταν και πάλι αφαιρέθηκε. Ευτυχώς ήταν στην θέση της, γιατί δεν κατάλαβε πως ξεκίνησε η παρέλαση. Οι συμμαθήτριες της ξεκίνησαν με βηματισμό και σταμάτησαν απότομα οι κουβέντες και τα χάχανα.
Συντονίστηκε γρήγορα και ακολούθησε το βηματισμό, βοηθούμενη από τον ρυθμό του εμβατηρίου που έπαιζε η μπάντα του Δήμου. Μόνο όταν άρχισε να προχωρά, συνειδητοποίησε πόσο πολύς κόσμος παρακολουθούσε την παρέλαση περιορισμένος πίσω από ένα πολύ χοντρό σχοινί, ένα σχοινί που έκοβε την προβολή του σώματος του πλήθους στα δυο, κι αυτό της έφερε μια νέα ζαλάδα, της θύμιζε μια ανατριχιαστική σκηνή σ’ ένα τσίρκο που είχε πάει μικρή, όπου ο ταχυδακτυλουργός κόβει μια γυναίκα στα δυο, περιφέρει το τραπέζι με τα δυο κομμάτια της χαμογελώντας,

Προσπάθησε να συγκεντρωθεί και να μη σκέφτεται τίποτε. Προχωρούσε κανονικά δίπλα στη σημαιοφόρο και είχε το νου της να σηκώσει το δεξί χέρι λίγα μέτρα πριν απ’ τους επίσημους. Πραγματικά, λίγα μέτρα πριν την εξέδρα σήκωσε τεντώνοντας το δεξί χέρι της τόσο ψηλά που σχεδόν πονούσε, κρατώντας ενωμένα τα μακριά της δάχτυλα σαν να την τραβούσε το αόρατο σχοινί του καθήκοντος. Γύρισε και το κεφάλι της προς την εξέδρα, χωρίς να βλέπει ή να ξεχωρίζει πρόσωπα, όπως είχε υποχρέωση να κάνει. Με τεντωμένο το δεξί χέρι της και το πρόσωπό της στραμμένο ανέκφραστα προς τους επίσημους προχωρούσε κρατώντας σταθερά τον βηματισμό της, κάνοντας το χρέος της στο σχολείο, στην πατρίδα, στους γονείς της κι ούτε κι αυτή ήξερε που αλλού είχε χρέος, αλλά, δυστυχώς, ξέχασε να κατεβάσει το χέρι της αφού είχαν περάσει πια απ’ την εξέδρα των επισήμων και το κράτησε εκεί μέχρι το τέλος της παρέλασης. Καταλαβαίνετε βέβαια, τι αντικείμενο χλευασμού έγινε από τους συμμαθητές της. Κάτω απ’ το φωτοστέφανο της αθωότητας των φίλων της εμφανίστηκαν τα ποτάμια της σκληρότητας και της ειρωνείας. Συγκράτησε τα δάκρυά της και χωρίς να πει τίποτε, χωρίς να δικαιολογηθεί- ήταν πολύ περήφανη για κάτι τέτοιο- πέρασε πίσω απ’ το σχοινί με για να φύγει προς το σπίτι της. Δεν ήθελε ούτε στην καφετέρια να πάει, όπου συνήθιζαν να πηγαίνουν οι συμμαθήτριές της μετά την παρέλαση, ούτε να φωτογραφηθεί μαζί τους.

Καθώς προχωρούσε πίσω από το σχοινί, παρατήρησε μια ασυνήθιστη ανησυχία. Μανάδες έπαιρναν αγκαλιά τα παιδιά τους και προσπαθούσαν να φύγουν ενώ άκουγε διάφορα σχόλια του τύπου: «Μα τι θέλουν τώρα και αυτοί; Γιατί χαλάνε την παρέλαση»; Έσπρωξε ελαφρά αυτούς που ήταν μπροστά της και στάθηκε ακριβώς μπροστά απ’ το σκοινί για να δει τι γίνεται. Είδε περίπου είκοσι ηλικιωμένους ανθρώπους που κρατούσαν υψωμένο ένα πανό που έγραφε: ΤΙΜΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ και από κάτω τα γράμματα ΠΕΑΕΑ γραμμένα με την πιο φωτεινή απόχρωση του κόκκινου που είχε ποτέ δει, να προχωρούν προς τον κεντρικό δρόμο όπου νωρίτερα είχε γίνει η παρέλαση. Δεν πρόλαβαν να κάνουν πέντε έξι βήματα και η μαθήτρια είδε όλους τους αστυνομικούς, που ήταν ακροβολισμένοι στο μήκος του δρόμου, και άλλους που βγήκαν από ένα κάθετο στενό, να κατευθύνονται προς αυτούς τους γέρους. Γέροι της φάνηκαν της δεκαπεντάχρονης μαθήτριας, η οποία κάθε άντρα η γυναίκα πάνω από σαράντα χρονών, γέρους τους έβλεπε.
Οι αστυνομικοί σε λίγα δευτερόλεπτα άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος τους να τους σπρώχνουν προς τα πίσω. Αυτοί αντιστέκονταν σθεναρά στο σπρώξιμο και χαμογελούσαν με περηφάνια. Για κάποια δευτερόλεπτα ίσως και λεπτά, υπήρχε πίεση κι απ’ τις δυο πλευρές, όπως πιέζουμε δυο επιφάνειες για να κολλήσουν.
Ξαφνικά το σκηνικό άλλαξε, ακούγονταν φωνές και βρισιές από τους αστυνομικούς, το πανό κατέβηκε βίαια, ενώ οι γέροι φώναζαν:
ΖΗΤΩ Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ!!
Οι αστυνομικοί έβγαλαν με γρήγορες κινήσεις τα γκλόμπς κι άρχισαν να χτυπούν τους γέρους. Κάποιοι προσπαθούσαν να προστατευτούν βάζοντας τα χέρια τους στο κεφάλι, ενώ άλλοι δοκίμασαν να φύγουν. Τα εμβατήρια που ακούγονταν κατά την διάρκεια της παρέλασης είχαν σταματήσει και ακουγόταν μόνο ένας βόμβος. Ξαφνικά την ώρα που οι αστυνομικοί χτυπούσαν τους γέρους, ακούστηκε από τα μικρόφωνα μια δυνατή καθαρή φωνή, γεμάτη αγωνία και αγανάκτηση: ΧΤΥΠΑΝΕ ΤΟΥΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΕΣ. ΧΤΥΠΑΝΕ ΤΟΥΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΕΣ! ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΑΓΩΝΙΣΤΗΚΑΝ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ! ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΕΔΩΣΑΝ ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥΣ… Η μαθήτρια κοιτούσε αποσβολωμένη, απορημένη, φοβισμένη. Δεν παρατήρησε καμία αλλαγή στη συμπεριφορά των αστυνομικών αλλά ούτε και στην φούρια του κόσμου να φύγει, να χαθεί, να μη φαίνεται, να γίνει αόρατος. Μόνο κάποιους αγανακτισμένους νεαρούς είδε που κατευθύνθηκαν προς το μέρος της συμπλοκής με σκοπό να βοηθήσουν τους χτυπημένους, αλλά οι αστυνομικοί τους απομάκρυναν με βρισιές και σπρωξίματα. Ο περισσότερος κόσμος είχε φύγει και η μαθήτρια συνέχισε να παρακολουθεί έντρομη. Εντόπισε ένα νεαρό αστυνομικό, ο οποίος με μια γρήγορη κίνηση απελευθέρωσε ένα ξύλινο γκλόμπ που κρεμόταν από τη ζώνη του. Το κοίταξε με απορία για κάποια δευτερόλεπτα, αλλά πολύ γρήγορα το βλέμμα του σκλήρυνε και με μια απότομη αποφασιστική κίνηση κατέβασε το ξύλινο αυτό όπλο πάνω στο κεφάλι ενός ηλικιωμένου αντιστασιακού… Το χτύπημα ήταν πολύ δυνατό και ο άνθρωπος έπεσε στα γόνατα πιάνοντας το κεφάλι του από το οποίο άρχισε να τρέχει αίμα, τρομαχτικά κόκκινο και ζεστό.
Την ίδια ώρα η μαθήτρια ένιωσε έναν πολύ δυνατό πόνο στο στομάχι, σαν να είχε φάει μπουνιά. Άρχισε να τρέχει προς το σπίτι της με δάκρυα στα μάτια. Μπήκε στο σπίτι κλαίγοντας απαρηγόρητα. «Γιατί; Γιατί τον χτυπήσανε; Τι έκανε; Πες μου; Τι είναι η Εθνική Αντίσταση; Πες μου γρήγορα.»φώναζε κλαίγοντας .
Εσύ μας έχεις μάθει να αγαπάμε τους ηλικιωμένους, να τους δίνουμε τη θέση μας στο λεωφορείο, να τους βοηθάμε να περνούν τον δρόμο.
«Εξήγησέ μου αμέσως. Α-μέ-σως…», φώναζε στον μπαμπά της.. «Γιατί; Γιατί; Γιατί δεν μου εξηγείς;

Η μαθήτρια άργησε να ηρεμήσει. Ωστόσο τις επόμενες μέρες προσπαθούσε να μάθει για την τύχη του χτυπημένου ανθρώπου, ρωτώντας κάποιες συμμαθήτριές της, οι οποίες όπως ήταν αναμενόμενο δεν ήξεραν τίποτε ή έκαναν ότι δεν ήξεραν.
Μετά από ένα μήνα, ένας συμμαθητής της, της χάρισε μια κασέτα με τραγούδια που μιλούσαν για τ’ όνομά της. Η μαθήτρια πήρε την κασέτα όχι τόσο γιατί της άρεσε ο συμμαθητής ,αλλά κυρίως επειδή ήταν εγγονός ενός αντιστασιακού που είχε παρελάσει με τον χτυπημένο γέρο. Του χαμογέλασε, τον ευχαρίστησε κι αμέσως μετά ρώτησε για την τύχη αυτού του ανθρώπου. Ο μαθητής προσπαθώντας να κρύψει τη συστολή αλλά και τη χαρά του αφού αυτή που του άρεσε, δέχτηκε χωρίς αντίδραση και χωρίς ερωτήσεις την κασέτα και μάλιστα την κρατούσε σφιχτά στην παλάμη της, την κοίταξε με απέραντη γλύκα και προσμονή, για κάποια δευτερόλεπτα στα μάτια, πήρε το πιο ώριμο και σοβαρό ύφος που η μαθήτρια είχε δει ποτέ σε παιδί και της ανακοίνωσε: ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΠΕΘΑΝΕ ΠΡΙΝ ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΠΟ ΤΑ ΧΤΥΠΗΜΑΤΑ…