Μεγάλες νύχτες,
θερινές,
απόλυτες,
δικές μας
Γ. Ρίτσος
Ο αθάνατος Ρόννυ
γράφει ο Απόστολος θηβαίος
Μ΄όλη τη νοσταλγία του κόσμου τα βήματά μου με τράβηξαν στα μέρη που έζησε και πέθανε ο ωραίος Ρόννυ. Κάτι γειτονιές χαμένες απ΄τους χάρτες, φυλαγμένες μες στο σώμα της σκληρής μας πολιτείας. Αυτός είναι λοιπόν ο κόσμος του Ρόννυ που ΄μεινε να λέγεται έτσι και ας υπάρχει πια μονάχα σαν άστρο σ΄έναν αρχαίο ουρανό. Τίποτε δεν έχει αλλάξει στα μέρη εκείνα. Μονάχα οι άνθρωποι χαθήκαν, σαν να΄πρεπε ξαφνικά η ζωή να λιγοστέψει. Τα σπίτια γυμνά αφήνουν να φανούν οι μέσα τους κόσμοι. Πίσω απ΄ένα σπασμένο παράθυρο πρόβαλε απόψε ένα φεγγάρι ακαταμάχητο, σκέτος κίνδυνος. Στο βάθος της κουζίνας, στο βάθος ενός κόσμου κλεισμένου γεννήθηκαν απόψε χίλια καινούρια αστέρια. Ως το χάραμα θα΄χουν εκτιναχτεί στα πιο σπουδαία ύψη και αυτό το σπίτι θα΄ναι πια μονάχα ιστορία και αναμνήσεις και τίποτε.
Εδώ κάπου έζησε ο ωραίος Ρόννυ. Ένα ξανθό αγόρι με σώμα από τερακότα, φτιαγμένο για τον κόσμο και τον έρωτα. Ένα παιδί κρυμμένο μες στ΄αγάλματα χάριζε στα μάτια του Ρόννυ το αιώνιο καλοκαίρι. Όλοι οι δρόμοι και όλες οι πόλεις συναντιόντουσαν στο σχήμα του προσώπου, στις αιχμές των άκρων του, σ΄όλες τις τραγικές λεπτομέρειες της όμορφης ύπαρξής του. Αργά τη νύχτα στο πέρασμά του άναβαν φώτα μυστικά φτιαγμένα μονάχα για εκείνον. Και αν ερχόταν καμιά απ΄εκείνες τις νύχτες με το βαρύτατο μέταλλο, και αν ο Ρόννυ συντριβόταν στα χίλια, πολύτιμα σπαράγματά του τότε όλοι στερούνταν τη χαρά. Κλείνονταν στα σπίτια τους και πονούσαν μ΄εκείνον τον τρόπο που γνωρίζουν οι λαϊκές ζωγραφιές. Έλεγαν προσευχές για τον Ρόννυ, τραγούδια που γράφτηκαν για τα πελώρια μάτια και την άπειρη ουσία του. Έπλαθαν ιστορίες φανταστικές για τους νεκρούς ήλιους και για τα χρώματα. Είναι κάτι ώρες που η ζωή αποκτά την όψη ενός κρίνου σπασμένου. Είναι κάτι ώρες Ρόννυ που μας λείπεις τόσο και που οι μητέρες μας μαζεύουν από πένθος και ανθρωπιά όλα τα περήφανα ηλιοτρόπια για χάρη σου.
Σε είδα στην κόχη του κύματος. Μ΄αποχαιρετούσες και ένα σμήνος όνειρα τινάζονταν απ΄το ωραίο σου σώμα. Όλα συμμετείχαν εκείνη την ώρα και στα σταυροδρόμια της πόλης έστηναν βωμούς. Η δική σου η ζωή Ρόννυ όλα τα ΄κρυψε, όλα τα ΄σβησε το πέρασμά σου αγαπημένε και ελεύθερε φίλε μου. Τώρα, ως τ΄άδειο σύνορο οι άνθρωπο γυρεύουν κάποιον με τ΄όνομα και την ομορφιά σου. Θα βρουν μονάχα θέατρα και στρατιές σχοινοβατών που δοκιμάζονται στα πιο παράτολμα νούμερα. Σ΄αυτόν τον κόσμο, μισό υφαντουργείο, μισό στρατόπεδο δεν έχεις θέση εσύ Ρόννυ, φίλε των 44 ωραίων δρόμων που ΄γινες κατακόκκινο σημάδι. Όλες οι μοναξιές αυτού του κόσμου οδηγούν σε σένα, σε κήπους παράξενους και σε θαύματα. Και αν ποτέ ξανά δεν θα φανείς σ΄αυτά τα ολοσκότεινα μέρη, υπάρχουν εκείνα τα ξαφνικά τινάγματα των πουλιών όταν η ζωή ξυπνά μέσα απ΄τα δέντρα και τ΄όνομά σου λάμπει ξανά στο στερέωμα. Ρόννυ, είσαι το φιλί που αποπνέει ένα απόγευμα.Τώρα που ξέρουμε πως έζησες, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε σαν τίποτε να μην συνέβη. Και έτσι Ρόννυ, είσαι κάτι περισσότερο απ΄αυτούς τους αρλεκίνους με τ΄ολόλευκα κοστούμια, την κρεμασμένη γλώσσα και τα εξογκωμένα μάτια που ΄χουν κατακλύσει τις ζωές μας.Η ζεστασιά ήταν η ουσία της ζωής σου.
Σαν είπαν τα τραγούδια οι δυο νέοι φύγανε. Γυρίζω να δω μια άλλη φορά τη φωτογραφία του Ρόννυ, μα δεν ήταν πια στη θέση της. Στην ίδια θέση υπήρχε τώρα ένα σήμα κινδύνου κόκκινο.
Ο Ρόννυ θα συμπεριληφθεί στη Μυθολογία του Μ. Χατζιδάκι. Μερικά απ΄τα ποιήματα της συλλογής θα μελοποιηθούν δίνοντας ορισμένα απ΄τα πιο σημαντικά τραγούδια της σύγχρονης, ελληνικής μουσικής εργογραφίας. Ο Ρόννυ και τα τρία τραγούδια του συνιστούν την αφορμή για αυτό το σημείωμα που από μια αίσθηση πιάνεται προκειμένου να μιλήσει τις κλεισμένες γλώσσες και όσα χάθηκαν μαζί με τις ζωγραφιές ενός παλιού, κιόλας καιρού. Ο Ρόννυ γράφεται στις 21 Νοεμβρίου του 1965. Πολλή, αμερικάνικη ψυχή, απ΄εκείνη την ελεύθερη της δεκαετίας του 1960, αρκετό απ΄το ακέραιο συναίσθημα που θα καταξιώσει για τώρα και για το μέλλον το σύνολο του έργου του Χατζιδάκι, συμπυκνώνονται μαζί με άλλα, στα συνθετικά στοιχεία μιας σταθερής, οραματικής πορείας. Μια πορεία που κατέστρωσε τα όνειρα και όσα το 1994 θα μας εμπιστευτεί για πάντα ο Ξανθιώτης συνθέτης. Μαζί με έξι, λαϊκές ζωγραφιές, μια αρχαία αγορά και τα τραγούδια που καθώς λένε, ανήκουν στον κύκλο της αμαρτίας. Και της συγχώρεσης.