24grammata.com/ ιστορία της λογοτεχνίας
Κωνσταντίνος Καβάφης (1863 – 1933) α. όλα β. έργα γ. μελέτες / άρθρα δ. ξενόγλωσσα |
Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ
Ο Καβάφης μέσα από τα ποιήματά του «Μανουήλ Κομνηνός» και στην «Εκκλησία».
ΑΘΗΝΑ 2004
Dr. Ειρήνης Αρτέμη
Θεόλογος-Φιλόλογος
Μphil & PhD Θεολογίας
Διαβάστε όλες τις μελέτες της Ειρήνης Αρτέμης, που δημοσιεύτηκαν από το 24grammata.com κλικ εδώ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Στην εργασία αυτή προσπαθείται η εμβάθυνση στη μελέτη και ανάλυση δύο ποιημάτων του Κωνσταντίνου Καβάφη με βάση το αντίστοιχο ιστορικό κείμενο του Νικήτα Χωνιάτου σχετικά με το θάνατο του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού. Στόχος είναι να γίνει μία προσέγγιση στο Βυζαντινό Καβάφη και να κατανοηθεί το βαθύτερο πνεύμα της σκέψης του, που διέπει τα δύο ποιητικά του πονήματα «Μανουήλ Κομνηνός» και «Στην Εκκλησία».
Επιδίωξη είναι να παρουσιασθεί, όσο το δυνατόν καλύτερα, το πρόσωπο του Βυζαντινού Καβάφη με συνοπτική αναφορά στις επιδράσεις που δέχτηκε και σε πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στα συγκεκριμένα ποιήματα.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο ιστορικό περίγυρος του Καβάφη
Ο Καβάφης έζησε μεταξύ του δευτέρου μισού του δεκάτου ενάτου αιώνα (1863) έως το πρώτο μισό του εικοστού (1933). Μία αρκετά σημαντική περίοδος της ιστορίας, όχι μόνο για την Αλεξάνδρεια αλλά και για όλο τον Ευρωπαϊκό και ειδικότερα Μεσογειακό κόσμο.[1]
Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης στην αυτοβιογραφία του γράφει: «Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια…».[2] Συγκεκριμένα, η μητέρα του άνηκε στους Φωτιάδες, Φαναριώτες λόγιους και μεγιστάνες στην Τουρκία.[3] Τη μνήμη αυτής της φαναριώτικης καταγωγής ο Καβάφης θέλησε με πολύ πείσμα να τη διατηρήσει, αλλιώς δεν εξηγείται πως αυτός, που γεννήθηκε και έζησε τόσα χρόνια στην Αλεξάνδρεια, γέμιζε και την κουβέντα του και τα γραπτά του με ένα σωρό ιδιωτισμούς πολίτικους.[4]
Η Αλεξανδρινή κουλτούρα με έντονα τα αισθήματα αφοσίωσης προς την κληρονομιά της πατρίδας διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του Καβάφη. Ο τελευταίος, μέσα από τα ποιήματά του, προσπάθησε να διαφυλάξει τον ελληνισμό με αφοσίωση και προθυμία χωρίς προσδοκία επιστροφής στην τότε Ελλάδα, αφού η γοητεία της Αλεξάνδρειας ήταν ισχυρότερη από το κάλεσμα του νόστου.[5]
Η Αλεξάνδρεια στην εποχή του Καβάφη είχε κάτι από το άρωμα της πόλεως που ήκμασε στους ελληνιστικούς χρόνους των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ήταν ένα κράμα αιγυπτιακού πληθυσμού και πολυπληθών μειονοτικών κοινοτήτων, θαυμαστό πολιτιστικό και πολιτισμικό κέντρο. Ήταν η έδρα του ομώνυμου Πατριαρχείου, που αποτελούσε μία ζωντανή παρουσία για όλους τους εκεί απόδημους Έλληνες.
Το άρωμα, όμως, της Αλεξάνδρειας της ελληνιστικής εποχής του 200 π.Χ ήταν μεθυστικότερο από το εφήμερο εκείνο της σύγχρονης πόλης του Καβάφη, ταξιδεύοντάς τον στη μακρινή αυτή εποχή και αποτελώντας την κύρια πηγή της έμπνευσής του.
Ο βίος και το έργο του Νικήτα Χωνιάτου
Ο Νικήτας Χωνιάτης θεωρείται σπουδαίος ιστορικός και χρονογράφος του 12ου και 13ου αιώνα μ. Χ. Γεννήθηκε στις Χώνες της Μ. Ασίας γύρω στο 1150. Η οικογένειά του είχε ανώτερη κοινωνική θέση και αυτό εξάγεται από το γεγονός ότι τον μικρό Νικήτα τον βάπτισε ο ίδιος ο επίσκοπος Χωνών Νικήτας. Σε ηλικία εννέα ετών πηγαίνει μαζί με το μεγαλύτερο αδερφό του Μιχαήλ στη Βασιλεύουσα, όπου λαμβάνει σπουδαία μόρφωση. Η τελευταία σε συνάρτηση με την καταγωγή του τον οδηγεί στο να αναλάβει τη θέση του αυτοκρατορικού γραμματέα στην υπηρεσία του Αλεξίου Β’ η ίσως ήδη του Μανουήλ[6] και αργότερα σε άλλες σημαντικές θέσεις κατά τα χρόνια του αυτοκράτορα Ισαακίου Β’ Αγγέλου. Εξεμέτρησε το βίο του μεταξύ του 1206 και του 1213, αφήνοντας πίσω μία χήρα και πολλά ανήλικα παιδιά.
Ο Χωνιάτης υπήρξε εξαίρετος συγγραφέας. Συνέγραψε ιστορικά, θεολογικά και ρητορικά συγγράμματα, λόγους και ποιήματα. Σημαντικότερη θέση στο έργο του κατέχει το ιστορικό του πόνημα «Χρονική διήγησις», που καλύπτει το διάστημα από το θάνατο του Αλεξίου Α’ του Κομνηνού έως το 1206. Άξιο αναφοράς είναι ότι μεγάλα αποσπάσματα από το έργο αυτό βασίζονται σε αυτοψία. Ταυτόχρονα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Νικήτας γνώριζε το ιστορικό σύγγραμμα ενός άλλου σύγχρονού του ιστορικού, του Κιννάμου, που το χρησιμοποίησε, ενώ αντίθετα δεν πρέπει να έλαβε υπόψη του πρωτότυπα έγγραφα και γενικότερο αρχειακό υλικό.[7]
Η «Χρονική διήγησις» αποτελείται από είκοσι ένα βιβλία. Τα επτά είναι αφιερωμένα στη βασιλεία του Μανουήλ Α’ Κομνηνού, στον Ισαάκιο τρία, στον Ανδρόνικο και στον Αλέξιο Γ’ από δύο, και σε όλους τους άλλους ηγεμόνες από ένα.[8] Η διαίρεση του έργου σε βιβλία κατά βασιλείς δίδει στο πόνημα το χαρακτήρα ιστορίας των αυτοκρατόρων με πολύτιμες πληροφορίες για τα δρώμενα στην εσωτερική πολιτική και στη Βυζαντινή διπλωματία. Επιπλέον εμπεριέχει λεπτομέρειες από τις διάφορες πτυχές της καθημερινής ζωής των Βυζαντινών.[9] Η ενασχόλησή του με το συγκεκριμένο έργο άρχισε λίγο κατά την άνοδο του αυτοκράτορα Ισαακίου Αγγέλου στο θρόνο. Η πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 είχε αφήσει ανεξίτηλα ίχνη στην ιστορική διήγηση του Χωνιάτου.
Ο Χωνιάτης προσπαθεί να σκιαγραφήσει τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών των περιόδων που αναφέρεται όσο πιο αντικειμενικά μπορεί. Το τελευταίο είναι αυτό που τον κάνει να διαφέρει από τους προηγούμενους ιστορικούς και χρονογράφους, οι οποίοι ενέμεναν κυρίως στα σχηματικά σωματοψυχογραφήματα. Μέσα από το έργο του διαφαίνεται η συμπάθεια που τρέφει για τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνό, χωρίς όμως κανείς να μπορεί να του καταλογίσει μεροληψία στα γραφόμενά του. Αντίθετα, αποδεικνύεται αντικειμενικός κριτής, αφού τολμάει να ασκήσει κριτική τόσο στην πολιτική του αυτοκράτορα όσο και στην αξιολόγησή του ως πολεμιστή και στρατηγού.[10]
Μελετώντας κάποιος το πόνημα του Χωνιάτου είναι εύκολο να διαπιστώσει ότι ο ιστορικός έχει μία κοσμοθεωρία χριστιανική. Ταυτόχρονα όμως, εξετάζει τα γεγονότα από την οπτική γωνία της τάξης των ευγενών και μορφωμένων Βυζαντινών, της οποίας μέλος αποτελεί και ο ίδιος. Η μόρφωση που έχει λάβει γίνεται εμφανής σε ολόκληρο το έργο του, το οποίο είναι πλούσιο σε ρητορικά σχήματα, πολυάριθμες μεταφορές, μυθολογικά και ιστορικά παραδείγματα. Η γλώσσα και το ύφος του, τέλος, αποτελούν το κατεξοχήν παράδειγμα μίμησης κλασικών προτύπων για τη βυζαντινή λογοτεχνία της εποχής των Κομνηνών.[11]
Εν κατακλείδι ο Νικήτας Χωνιάτης συμβάλλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση της ιστορικής εικόνας των πέντε δεκαετιών πριν την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως το 1204 από τους Σταυροφόρους -Λατίνους. Παρουσιάζει όχι μόνο τους χαρακτήρες που πρωταγωνιστούν αλλά και πολλές άλλες λεπτομέρειες που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ολοκληρωμένης τότε ιστορικής πραγματικότητας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α
Ι. Μανουήλ Κομνηνός: α) Ο αυτοκράτορας, β) πόσο το ποίημα του Καβάφη ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα (συσχετισμός ιστορίας Χωνιάτου με το ποίημα του Καβάφη)
O Μανουήλ Κομνηνός, τέταρτος γιός του αυτοκράτορα Ανδρόνικου, ανεβαίνει στο θρόνο της βυζαντινής αυτοκρατορίας το 1143. Άνθρωπος με ηγετικές, στρατιωτικές και διπλωματικές ικανότητες συνεχίζει την πολιτική του πατέρα του. Ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα που τον απασχολούν είναι η διαμάχη Βυζαντινών και Νορμανδών. Η διένεξη αυτή γίνεται η αιτία για τη στροφή του Μανουήλ προς τη Δύση.[12] Η κυριάρχη θέση του Βυζαντίου στη λεκάνη της Μεσογείου αναγκάζουν τον αυτοκράτορα να αναλάβει ενεργό μέρος στα μέχρι τότε τεκταινόμενα, επιδιώκοντας όχι μόνο να δώσει μία λύση στο πρόβλημα με τους Νορμανδούς αλλά και να υλοποιήσει την επιδίωξη τη δική του και των προκατόχων του και να εγκαθιδρύσει παγκόσμια κυριαρχία.
Μοιράζεται μαζί με τους στρατιώτες του τις κακουχίες των πολέμων, πράγμα που τον κάνει αγαπητό στο λαό, χωρίς όμως αυτό να γίνεται κάλυμμα κάτω από το οποίο κρύβονται οι αδυναμίες και οι λανθασμένες ενέργειες του αυτοκράτορα, όπως το να παρεμβαίνει σε θεολογικά ζητήματα χωρίς να διαθέτει την κατάλληλη παιδεία για τέτοιου είδους θέματα. Αντίθετα είναι και αυτός, όπως πολλοί προκάτοχοι αλλά και διάδοχοί του, θύμα των αστρολόγων. Το γεγονός αυτό ο Νικήτας Χωνιάτης το επικρίνει με δριμύτητα και το σχολιάζει με ειρωνεία.
Στην προσπάθειά του ο Μανουήλ να πετύχει την αναστήλωση του οικουμενικού κράτους του Ιουστινιανού και του Μεγάλου Κωνσταντίνου δεν δίστασε να θυσιάσει ακόμη και βασικά δόγματα του ανατολικού χριστιανισμού με αντάλλαγμα την βοήθεια του Πάπα και την Ενότητα των Εκκλησιών της Δύσης και της Ανατολής.[13]
Ο Μανουήλ αγωνίστηκε με πείσμα εναντίον όλων των εχθρών της αυτοκρατορίας και αν και κατάφερε να τους καταφέρει σημαντικά χτυπήματα[14], η ασύνετη πολιτική του, τόσο σε εξωτερικά ζητήματα του κράτους όσο και σε εσωτερικά, προκαλούσε τη δημιουργία σημαντικών εχθρικών συνασπισμών. Στα χρόνια του ενισχύθηκε η στρατιωτική αριστοκρατία και οι μεγαλογαιοκτήμονες, ενώ ταυτόχρονα μεγαλύτερη υπήρξε η εξαθλίωση και η χρεωκοπία των κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων.
Όσον αφορά στη στάση του Μανουήλ απέναντι στα μοναστήρια, οφείλουμε να πούμε ότι, αν και με χρυσόβουλο του 1158 απαγόρευσε την αύξηση της μοναστηριακής περιουσίας, εντούτοις δεν έτρεφε ιδιαίτερη εχθρότητα γι’ αυτά, αφού εγγυάται επίσημα την μοναστηριακή περιουσία και ταυτόχρονα παραχωρεί σε αυτά προνόμια και φορολογικές ελαφρύνσεις.
Ο Μανουήλ πεθαίνει το Σεπτέμβριο του 1180 ύστερα από ολιγόμηνη ασθένεια, και παρ’ όλες τις προβλέψεις των αστρολόγων της αυλής του, που τον καθησύχαζαν ότι θα ζούσε πολλά χρόνια. Στο τέλος της ζωής του δείχνει, τουλάχιστον, εξωτερική μεταμέλεια για το βίο που έζησε φορώντας το μοναχικό μανδύα. Με αυτόν τον τρόπο δείχνει να αποποιείται καθετί αμαρτωλό, που ταυτιζόταν με την μέχρι τώρα ζωή του.
Με όλα τα παραπάνω προσπαθείται να δοθεί μία εικόνα της προσωπικότητας του αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνού. Η εντύπωση που θα σχηματιστεί για το πρόσωπο του αυτοκράτορα θα βοηθήσει στην εμβαθύνση της μελέτης του αποσπάσματος της Ιστορίας του Νικήτα του Χωνιάτου και του ποιήματος του Κωνσταντίνου Καβάφη, τα οποία διαπραγματεύονται την ασθένεια και το θάνατο του Μανουήλ.