Ο Διονύσιος Σολωμός στην Ιταλία (1808 – 1818, σπουδές, ζωή, Τέχνη)

24grammata.com/ ιστορία της Λογοτεχνίας

Κρεμόνα
Ο πρώτος σταθμός του μικρού Διονυσίου και του κηδεμόνα του Σάντο Ρόσι θα είναι η Βενετία. Ο Ρόσι εγκαθιστά τον Διονύσιο στο Λύκειο της Αγίας Αικατερίνης αλλά η προσαρμογή του αποδεικνύεται αδύνατη: «[…] μετ’ ολίγον αναγκάσθηκε να τον ανακαλέσει κοντά του, βλέποντας πραγματικώς από τα παράπονα των διδασκάλων, ότι ήταν αδύνατο να υποταχθεί εις την αυστηρότητα του σχολείου ο νέος ήδη μαθημένος να μην αισθάνεται άλλον χαλινόν ειμή της αγάπης.» (Πολυλάς 1859: δ´-ε´). Έτσι ο Διονύσιος πηγαίνει στην Κρεμόνα, για να βρίσκεται κοντά στον Ρόσι, και παρακολουθεί το Λύκειο της πόλης, από το οποίο θα αποφοιτήσει στις 30 Σεπτεμβρίου του 1815, μετά από αυστηρές εξετάσεις στα μαθήματα της Φυσικής, των Μαθηματικών, της Ρητορικής, της Πολιτικής Αγωγής και της Λογικής. Ανάμεσα στους καθηγητές του αυτών των χρόνων φαίνεται να ξεχωρίζουν τουλάχιστον τρία ονόματα, ο Τζιοβάνι Πίνι (Giovanni Pini), o Κόζιμο Γκαλεάτσο Σκότι (Cosimo Galeazzo Scotti) και o Μπερνάρντο Μπελίνι (Bernardo Bellini). Ο πρώτος και ο δεύτερος ήταν καθηγητές της Ρητορικής, ο τρίτος της Λατινικής και της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας. Με τον Πίνι, που ήταν γνωστός για τις φιλελεύθερες ιδέες του αλλά και για την ποιητική του ικανότητα, φαίνεται ότι ο Διονύσιος θα κρατήσει κάποια επαφή, αφού πολλά χρόνια αργότερα θα του στείλει το επίγραμμα «Εις Φραγκίσκα Φραίζερ» (1850). Ο Σκότι πάλι υπήρξε καθηγητής του το 1814 και το 1815 και τις χρονιές αυτές ο Διονύσιος πήρε το πρώτο βραβείο στη ρητορική, όπως φαίνεται από το πρώτο γράμμα προς τη μητέρα του, γραμμένο στις 4 Νοεμβρίου 1815: «Anche quest’anno ebbi il primo premio in Eloquenza; ne avrei avuto qualche altro se l’insensata parzialità del professore non me l’avesse rapito: forse avrà avuta parte anche la mia imprudenza.» [=Πήρα και τούτη τη χρονιά το πρώτο βραβείο στη ρητορική. θα ’παιρνα ακόμα και κάποιο άλλο, αν δεν μου το άρπαζε απ’ τα χέρια η παράλογη μεροληψία του καθηγητή. ίσως όμως να ’φταιξε σε τούτο και η δική μου η αστοχασιά.] (Πολίτης 1991: 50). Ο τρίτος καθηγητής, ο Μπερνάρντο Μπελίνι, λέγεται ότι έμεινε ενθουσιασμένος από τις επιδόσεις του Διονυσίου όχι μόνον στο μάθημα των Λατινικών και των Αρχαίων Ελληνικών αλλά και στην ποίηση, με την οποία ο Διονύσιος είχε ήδη αρχίσει να ασχολείται. Δίπλα στους τρεις αυτούς καθηγητές, θα πρέπει να προστεθεί και ο Διευθυντής του Λυκείου, ο αββάς Λουίτζι Μπελό (Luigi Bellò), που ήταν αγαπημένος δάσκαλος του Δον Σάντο Ρόσι, φίλος του Μόντι (Vincenzo Monti) και μεταφραστής (στα λατινικά) τόσο του Μόντι όσο και του Μαντσόνι (Alessandro Manzoni).

Το Λύκειο της Κρεμόνας πρόσφερε βέβαια στον Διονύσιο πολύ περισσότερα από τα μαθήματα που προέβλεπε o κύκλος σπουδών (Γραμματική, Λογοτεχνία, Αριθμητική, Ιστορία, Γεωγραφία, Ρητορική, Αρχαία Ελληνικά κ.ά.). Στα έξι χρόνια της διαμονής του ο Διονύσιος θα έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει τις γιορτές που οργανώνονται από το Λύκειο και φέρνουν σε επαφή τον σχολικό χώρο με τη ζωή της πόλης. Κεντρική δραστηριότητα στις γιορτές αυτές ήταν η ανάγνωση ποιημάτων. Οι ίδιοι οι καθηγητές, άλλωστε, είναι συχνά και ποιητές, όπως ο Πίνι, ο οποίος, για παράδειγμα συμμετείχε με ένα ποίημά του για τον Ναπολέοντα στη γιορτή που οργανώθηκε στο Λύκειο με αφορμή τη στέψη του Βασιλιά της Ρώμης και την οποία θα πρέπει να παρακολούθησε και ο Διονύσιος. Ποιήματα γράφουν όμως και οι μαθητές του Γυμνασίου και του Λυκείου και συχνά, στο πλαίσιο μαθητικών ποιητικών διαγωνισμών, τα παρουσιάζουν στο απαιτητικό ακροατήριο των καθηγητών και των φιλόμουσων της πόλης. Τα θέματα των ποιημάτων είναι λίγο-πολύ συμβατικά και μάλλον προκαθορισμένα, όπως φαίνεται από ένα πρόγραμμα μιας τέτοιας γιορτής, μιας «ακαδημίας» (accademia) όπως την αποκαλούσαν: «Ode sopra l’amicizia» (Ωδή για τη φιλία), «Ode sopra la guerra» (Ωδή πάνω τον πόλεμο), «Ode sopra la Verità» (Ωδή πάνω στην Αλήθεια), «Ode sopra la poesia» (Ωδή για την ποίηση), κ.ο.κ. Πρόκειται προφανώς για ποιητικές ασκήσεις, γραμμένες από “δημιουργούς” δεκαπέντε και δεκαέξι χρονών.

Πολυλάς Ι. (1859), Διονυσίου Σολωμού τα Ευρισκόμενα, Εν Κερκύρα: δαπάνη Αντωνίου Τερζάκη.
Πολίτης Λ. (1991), Διονυσίου Σολωμού Άπαντα, τόμ. Γ: Αλληλογραφία, Επιμέλεια-Μετάφραση-Σημειώσεις Λίνος Πολίτης, Αθήνα: Ίκαρος.

Οι φίλοι της Κρεμόνας
Ζώντας επτά χρόνια στην Κρεμόνα, ο Διονύσιος σχετίστηκε και με τους λογοτεχνικούς κύκλους της πόλης. Ανάμεσα στους ποιητές που γνώρισε ήταν και ο Τζιοβάνι Κιόζι (Giovanni Ghiosi), ο οποίος μάλιστα θα συνεχίσει τις σπουδές του στην Παβία, όπως και ο Διονύσιος, και, αρκετά χρόνια αργότερα, θα γράψει ένα σονέτο για τον Δημήτριο Σολωμό όπου θα μνημονεύσει και τον Διονύσιο, ως ποιητή η φήμη του οποίου έχει φθάσει στην Ιταλία: «Ε forse ad una di quelle urne assidesi / il tuo germano, e canta un amoroso / carme a que’ padri, e d’Attica in Italia vola il carme famoso.» [=Και ίσως σε κάποιον από αυτούς τους τάφους κάθεται ο αδερφός σου και τραγουδά ένα ερωτευμένο τραγούδι σε εκείνους τους πατέρες, και από την Αττική στην Ιταλία πετά το τραγούδι διάσημο.]

Φίλος του Διονυσίου από τις λογοτεχνικές συντροφιές της Κρεμόνας είναι και ο Τζιάν Λουίτζι Ρενταέλι (Redaelli), περίφημος αυτοσχεδιαστής, για τον οποίο ο Διονύσιος θα συνθέσει αργότερα, πιθανότατα χωρίς να το ολοκληρώσει ποτέ, ένα επικήδειο ποίημα («Squarci di un Poemetto in morte di un giovane poeta»). Επίσης, στην ίδια συντροφιά ο Διονύσιος δεν αποκλείεται να γνώρισε τον μετέπειτα φίλο του, ποιητή και κριτικό της λογοτεχνίας Τζιουζέπε Μοντάνι(Giuseppe Montani).
Νομικά στην Παβία
Αποφοιτώντας από το Λύκειο της Κρεμόνας, ο Διονύσιος θα δώσει εισιτήριες εξετάσεις και θα γραφτεί στις αρχές Νοεμβρίου του 1815 στη Νομική Σχολή της Παβίας. Το πανεπιστήμιο είναι φημισμένο και διαθέτει επιφανείς καθηγητές. Εδώ διδάσκουν ο φυσικός Αλεσάντρο Βόλτα (Allesandro Volta), ο μαθηματικός και ποιητής Λορέντσο Μασκερόνι (Lorenzo Mascheroni), ο μαθηματικός Γκρεγκόριο Φοντάνα (Gregorio Fontana) και ο διάσημος ποιητής Βιντσέντσο Μόντι, τον οποίο θα διαδεχθούν στην έδρα της ρητορικής οι ποιητές Λουίτζι Τσερέτι (Luigi Cerretti) και Ούγκο Φόσκολο (Ugo Foscolo). Ένας από τους καθηγητές της Νομικής τον οποίο ο Διονύσιος φαίνεται ότι παρακολούθησε και θαύμασε είναι ο Ινιάτσιο Μπερέτα (Ignazio Beretta), που δίδασκε Ποινικό Δίκαιο: θα τον μνημονεύσει στον Επικήδειο που θα σχεδιάσει για τον συμμαθητή του Σπυρίδωνα Γρυπάρη, θυμίζοντας ότι τον Μπερέτα τον εκτιμούσε και ο Φόσκολο, ο οποίος τον αποκαλούσε «Σωκράτη» για την πολυγνωσία του, για την αγάπη προς τους νέους και για την τάση αναχωρητισμού που τον διέκρινε. Σύμφωνα με τα πιστοποιητικά παρακολούθησης που υπάρχουν στο Κρατικά Αρχεία της Παβίας, ο Σολωμός παρακολούθησε επίσης τις παραδόσεις του Τζιουζέπε Μορέτι (Giuseppe Moretti), που δίδασκε το μάθημα της Αγροτικής Οικονομίας, και του Τζιουζέπε Πρίνα (Giuseppe Prina), που δίδασκε Εκκλησιαστικό Δίκαιο. Ίσως και του Τζούλιο Μπελάρντι-Γκρανέλι (Giulio Bellardi-Granelli), ο οποίος δίδασκε Δικονομία και Ποινικό Δίκαιο. Με δεδομένη πάντως την ελευθερία ως προς τις παρακολουθήσεις αλλά και την κινητικότητα που χαρακτήριζε το πανεπιστήμιο, φαίνεται πιθανό ότι ο Διονύσιος άκουσε επίσης τα μαθήματα του ελληνιστή Ματία Μπουτουρίνι (Mattia Butturini), ο οποίος, επιπλέον, έγραφε λατινικά και ιταλικά ποιήματα και λιμπρέτα όπερας και έκανε μεταφράσεις, καθώς και του Ελία Τζιαρντίνι (Elia Giardini), καθηγητή Ρητορικής, βιβλιοθηκάριου και κατ’ανάθεση καθηγητή της Ανάλυσης των Ιδεών, της Φιλολογίας ή και της Φιλοσοφίας. Στη βιβλιοθήκη του Τζιαρντίνι θα βρεθεί αργότερα ένα αντίτυπο της γνωστής ιταλόγλωσσης συλλογής σονέτων του Διονυσίου, των Rime Improvvisate (Αυτοσχέδιες Ρίμες).

Αναμφίβολα, στην Παβία ο Διονύσιος ενδιαφέρεται περισσότερο για την ποίηση και λιγότερο για την επιστήμη της Νομικής. Ο ίδιος μάλιστα φαίνεται να ομολογεί ότι «από μόνην αγαθοσύνη τους οι καθηγητάδες του έδωσαν τον στέφανον της νομικής σχολής, τον οποίον αυτός ούτε είχε ζητήσει, ούτε ποτέ μετά ταύτα εθεώρησε ως εδικόν του» (Πολυλάς 1859: ε´). Πάντως, μετά από δύο χρόνια σπουδών, στις 15 Μαΐου 1817, ο Διονύσιος θα δώσει εξετάσεις ενώπιον επταμελούς επιτροπής (που την αποτελούσαν οι Τζιαρντίνι, Ταμπουρίνι, Πρίνα, Μπερέτα, Μπελάρντι-Γκρανέλι και Μπουτουρίνι), θα τις περάσει με άριστα (a pieni voti) και θα αποκτήσει το προ-δίπλωμα διετούς φοίτησης (baccellierato). Οι παρακολουθήσεις των μαθημάτων, ωστόσο, φαίνεται ότι θα συνεχιστούν τουλάχιστον ως το τέλος του 1817.

Στα τρία χρόνια που έμεινε στην Παβία για τις νομικές σπουδές του ο Διονύσιος είχε την ευκαιρία να ταξιδεύει στην κοντινή Κρεμόνα, όπου βρισκόταν ο κηδεμόνας του Σάντο Ρόσι και οι φίλοι του, αλλά και στο Μιλάνο, πρωτεύουσα της Λομβαρδίας και πνευματικό κέντρο της βόρειας Ιταλίας. Εκεί θα γνωρίσει πολλούς ανθρώπους των ιταλικών γραμμάτων και θα βρεθεί μέσα στην ατμόσφαιρα αυτής της ιδιαίτερης εποχής που ξεκινά από το 1815 και φέρνει σε αντιπαράθεση τον νεοκλασικισμό με τον ρομαντισμό. Πολλά από τα πρόσωπα που θα συναντήσει εδώ ή θα γνωρίσει από τη φήμη και το έργο τους θα συμβάλλουν σημαντικά στη διαμόρφωση της ποιητικής προσωπικότητάς του και θα τον συντροφεύουν για πολλά χρόνια, όπως φαίνεται από την αλληλογραφία του, με την οποία συχνά ζητά να προμηθευτεί συγγραφείς και συγγράμματα που τώρα, στην Ιταλία, θα τα προσεγγίσει για πρώτη φορά.

Πολυλάς Ι. (1859),  Διονυσίου Σολωμού τα Ευρισκόμενα, Εν Κερκύρα: δαπάνη Αντωνίου Τερζάκη.
Ιταλικός ρομαντισμός
Ήδη από το τα τέλη του 18ου αιώνα οι ιταλικές μεταφράσεις γερμανικής λογοτεχνίας προετοιμάζουν στην Ιταλία το έδαφος για τη διαμόρφωση των προρομαντικών τάσεων: μεταφράσεις των Ειδυλλίων (Idyllen) του Γκέσνερ (Salomon Gessner), του Βέρθερου (Werther) του Γκαίτε (J. W. Goethe), των ωδών, των ελεγειών και των ύμνων του Κλόπστοκ (Friedrich Gotllieb Klopstock). Τον χειμώνα του 1815-1816, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της στην Ιταλία, η μαντάμ ντε Στάελ (Anne-Louise-Germaine de Staël) θα σταματήσει στο Μιλάνο. Την προηγούμενη χρονιά έχει μεταφραστεί στα ιταλικά το έργο της De l’Allemagne (Για την Γερμανία), που θα αποτελέσει τη σημαντικότερη προπαγάνδα της γερμανικής λογοτεχνίας και του πρώτου γερμανικού ρομαντισμού. Ένα ακόμα κείμενο της ντε Στάελ, το άρθρο της «Sulla maniera e la utilità delle Traduzioni» («Για τον τρόπο και τη χρησιμότητα των μεταφράσεων») θα κυκλοφορήσει στις αρχές του 1816 στο Μιλάνο, δημοσιευμένο στο περιοδικό Biblioteca Italiana σε μετάφραση του Πιέτρο Τζιορντάνι (Pietro Giordani), και θα αποτελέσει το έναυσμα για τη διαμάχη περί ρομαντισμού και, συγχρόνως, τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του ιταλικού ρομαντισμού. Ένας από τους πρώτους που θα ανταποκριθεί στις ιδέες και τις προτάσεις της ντε Στάελ είναι ο Λουντοβίκο ντι Μπρέμε (Ludovico di Breme), ο οποίος την ίδια χρονιά (1816) θα δημοσιεύσει τη μελέτη «Discorso intorno all’ingiustizia di alcuni giudizi letterari italiani» («Λόγος γύρω από την αδικία μερικών ιταλικών λογοτεχνικών κρίσεων»). Την ίδια χρονιά, το 1816, ο Τζιοβάνι Μπερκέτ (Giovanni Berchet) θα συντάξει το δοκίμιο που θα αποτελέσει το μανιφέστο του ιταλικού ρομαντισμού, το «Lettera semiseria di Grisostomo al suo figliulo» («Μισοσοβαρή επιστολή του Χρυσοστόμου στον γιόκα του»). Στο δοκίμιο αυτό αναγνωρίζονται οι οφειλές του ιταλικού στον γερμανικό ρομαντισμό και, μέσω της ανάλυσης δύο γερμανικών ποιημάτων του Μπίργκερ (G. A. Bürger), «Der wilde Jäger» («Ο άγριος κυνηγός») και της «Lenore» («Ελεονώρα»), καταδικάζεται ο κλασικισμός και αναδεικνύονται οι καλλιτεχνικές και λογοτεχνικές αρχές του ρομαντισμού. Στο ρομαντικό πνεύμα κινείται και ο Ερμές Βισκόντι (Ermes Visconti), που θα εκθέσει τις απόψεις του για το Ωραίο (και τη σχετικότητά του) στη μελέτη του «Idee elementari sulla poesia romantica» («Στοιχειώδεις ιδέες πάνω στη ρομαντική ποίηση»), δημοσιευμένη το 1818 στο περιοδικό-βήμα των ρομαντικών Il Conciliatore. Το βραχύβιο αυτό περιοδικό θα το διαδεχθεί η Antologia του Βισό (Gian Pietro Viesseux), που θα αρχίσει την δεκαετή έκδοσή της στη Φλωρεντία το 1821. Εδώ θα αρθρογραφήσουν σε σταθερή βάση δύο πολύ φίλοι του Διονυσίου, ο Τζιουζέπε Μοντάνι και ο Νικολό Τομαζέο (Niccolò Tommaseo). Τέλος, στο πλαίσιο της έναρξης της διαμάχης κλασικιστών-ρομαντικών, πρέπει να αναφερθεί ο Αλεσάντρο Μαντσόνι, ο οποίος ήδη το 1815 θα εκφραστεί εναντίον της χρήσης της μυθολογίας από την ποίηση και θα δημοσιεύσει τους πρώτους Θρησκευτικούς Ύμνους (Inni Sacri), υποδεικνύοντας έναν νέο τρόπο αναφοράς στη θρησκεία, την ιστορία και την λογοτεχνία. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1819, θα ολοκληρώσει το δράμα Il Conte di Carmagnola.

Ο ιταλικός ρομαντισμός, βέβαια, προσδέθηκε εξαρχής στη σύγχρονη πραγματικότητα και στα άμεσα πολιτικά και πατριωτικά αιτήματα των χρόνων αυτών (και έτσι, για παράδειγμα, δεν συνοδεύτηκε από τη στροφή προς τη μεσαιωνική λογοτεχνία, όπως συνέβη με άλλους ευρωπαϊκούς ρομαντισμούς). Τα κηρύγματα και τα ιδεώδη του ρομαντισμού συνδέθηκαν με τα φιλελεύθερα και επαναστατικά κινήματα που στρέφονταν εναντίον του ξένου κατακτητή (της Αυστρίας) και επιδίωκαν την κοινωνική ανανέωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1815, δηλαδή τη χρονιά που η ντε Στάελ αναστατώνει την Ιταλία με την παρουσία και το έργο της, θα ανεβεί με μεγάλη επιτυχία το πατριωτικό θεατρικό έργο Francesca da Rimini του Σίλβιο Πέλικο (Silvio Pellico). Από την άλλη, ο ιταλικός ρομαντισμός ποτέ δεν στράφηκε τόσο κάθετα ενάντια στην αρχαία και λατινική παράδοση. Καλλιέργησε πάντα την πλαστικότητα, χρησιμοποίησε τη φαντασία αλλά χωρίς υπερβολές, επιδίωξε την προσωπική ελευθερία αλλά χωρίς ακρότητες. Επιδίωξε εντέλει τη διαμόρφωση μιας λογοτεχνίας που θα μπορούσε να ενσωματώσει τις εθνικές της ανάγκες και τα θρησκευτικά πιστεύω της υπό διαμόρφωση ιταλικής συνείδησης.
Συνομιλώντας με τον Μόντι
Ο Διονύσιος θα ζήσει το πατριωτικό κλίμα καθώς και τη διαμάχη κλασικιστών-ρομαντικών (των «anciens» και των «moderne») και θα έχει φίλους και από τις δύο «παρατάξεις». Η σχέση του με τον πατριάρχη του κλασικισμού, τον Μόντι πρέπει να θεωρείται δεδομένη, σύμφωνα και με τη μαρτυρία του φίλου και βιογράφου του Τζιουζέπε Ρεγκάλντι(Giuseppe Regaldi): «Ο Vincenzo Monti μιλούσε συχνά με το νεαρό ζακύνθιο για τις εικόνες και τους ποικίλους συνδυασμούς τους. και ο Σολωμός ρωτούσε τον ιταλό για τις πρώτες πηγές, απ’ όπου αναβλύζουν οι εικόνες, και πώς συνδυάζονται νόμιμα κάτω από τις διάφορες μορφές. Γιατί σ’ αυτόν, εκτός από την φαντασία και το αίσθημα, θαυμαστή ήταν η κριτική, που δεν αφήνει να ξεπερνάνε τα όρια οι ορμές της παθιασμένης καρδιάς και τα πετάγματα του θερμού νου. Ο Μonti θύμωνε μ’ αυτή τη θεωρητική του ικανότητα, μ’ αυτή την αδάμαστη θέλησή του να ερευνά μέσ’ στα μυστήρια της τέχνης, γιατί ο ίδιος είχε κερδίσει πάρα πολλούς θαυμαστές όχι τόσο χάρη σε νέα και βαθιά νοήματα όσο χάρη στη ζωντανή μορφή του ύφους και την πλούσια επεξεργασία του εξωτερικού διάκοσμου.

Είχε δημοσιευτεί το λαμπρό βιβλίο του Perticari “Για τους συγγραφείς του 14ου αιώνα”. Ο Μonti το είχε στα χέρια του και, δείχνοντας με το δάχτυλό του τις σελίδες του μέρους 2, κεφ. 7, συνεπαρμένος από θαυμασμό, ρώτησε το ζακύνθιο σχετικά με τον Perticari. Ο Σολωμός, ο ποιητής των 17 ετών, βάλθηκε να διαβάζει την ερμηνεία τους στίχου του Αλιγκιέρι στο πρώτο άσμα της “Θείας Κωμωδίας”: Mi ripingeva là dove il sol tace. Στο μεταξύ ο Μonti πήγε μπροστά σ’ ένα μικρό καθρέφτη, που κρεμόταν από το γάντζο ενός παραθύρου, και άρχισε να ξυρίζεται. Ο Perticari λέει ότι ο Δάντης, ή μάλλον ο αναγνώστης, στο στίχο εκείνο “τρέμει κιόλας εξαιτίας της μεγάλης ερημίας που απλώνεται στη γη και την κόλαση” – ιδέα, που φαινόταν σωστή στον Monti και λαθεμένη στον Σολωμό, ο οποίος είπε ότι δεν έτρεμε από την ερημιά ανάμεσα στη γη και την κόλαση, όπου ο Δάντης δεν ήξερε ακόμα ότι θα πάει, αλλ’ από την αβεβαιότητα μέσα στην οποία η ψυχή βασανιζόταν ανάμεσα στην ερημιά και τον άγνωστο τόπο, όπου θα έβγαινε. Ο Μonti “που συνήθως έχανε την υπομονή του, όταν του έφεραν αντιρρήσεις”, όπως παρατηρεί ο Ν. Τommaseo, υπεροπτικά, άφησε το ξύρισμα και, γυρίζοντας στο νεαρό από τη Ζάκυνθο, ξέσπασε: “Δεν πρέπει τόσο να συλλογίζεσαι. πρέπει να αισθάνεσαι”. Και ο Σολωμός, πληγωμένος από την επίπληξη, φώναξε: “Εκείνος είναι αληθινά άνθρωπος που αισθάνεται εκείνο που έχει εννοήσει.”» (Βελουδής 1989: 236-7).

Η συνομιλία αυτή –που πρέπει μάλλον να γίνεται όταν ο Διονύσιος είναι σχεδόν 20 και όχι 17 χρονών (αφού το βιβλίο του Giulio Perticari κυκλοφόρησε στα τέλη του 1817) και που μαρτυρεί αναμφίβολα μια στενή σχέση του Ζακυνθινού με τον Μόντι– δεν είναι ίσως αρκετή για να διερευνηθούν οι θέσεις του Διονυσίου σχετικά με τη διαμάχη κλασικισμού-ρομαντισμού. Ο Μόντι είναι, βέβαια, κλασικιστής, εδώ όμως, με την επίπληξη που κάνει στον Διονύσιο, θα έλεγε κανείς ότι μοιάζει μάλλον ρομαντικός: «Δεν πρέπει τόσο να συλλογίζεσαι. πρέπει να αισθάνεσαι». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο Σολωμός, διαφωνώντας με τον Μόντι, ταυτίζεται με τις θέσεις του κλασικισμού. Το πιθανότερο είναι ότι ο Μόντι απλώς ελέγχει εκνευρισμένος την επιμονή του Σολωμού να διερευνά και να αναλύει τα θέματα σε βάθος (επιμονή που δεν χαρακτηρίζει τους κλασικιστές περισσότερο από ό,τι τους ρομαντικούς). Και πάντως, η άποψη του Σολωμού για τον κλασικό ποιητή Μόντι έχει εκφραστεί απερίφραστα στον Ρεγκάλντι, μολονότι πολλά χρόνια αργότερα σε σχέση με την παραπάνω συνομιλία: «Για μένα [λέει ο Σολωμός] η ποίηση είναι η λογική που έχει μετατραπεί σε εικόνες και αισθήματα και ο Μόντι έδινε εικόνες που δεν μπορούσαν να μεταφραστούν σε λογική. εικόνες παρμένες όχι από τη φύση αλλά από τα βιβλία.» (Βελουδής 1989: 239).

Βελουδής Γ. (1989), Οι γερμανικές πηγές του Σολωμού, Αθήνα: Στιγμή.
Άλλοι ιταλοί φίλοι
Ανάμεσα στα πρόσωπα που ο Σολωμός συνάντησε στο Μιλάνο δεν αποκλείεται να είναι και ο διάσημος ρομαντικός λογοτέχνης Μαντσόνι, τον οποίο ωστόσο γνώριζε ασφαλώς από τα κείμενά του. Πάντως, στον κύκλο του Μιλάνου σίγουρα συγκαταλέγονται ο ρομαντικός Τζιοβάνι Τόρτι (Giovanni Torti) και ο Φελίτσε Ρομάνι (Felice Romani), που θα γράψει κυρίως δραματική ποίηση και λιμπρέτα για όπερα, συνεργαζόμενος με όλους σχεδόν τους συνθέτες της εποχής (Ντονιζέτι, Μερκαντάντε, Μπελίνι κ.ά.). Αρκετά χρόνια αργότερα, όταν ο Σολωμός θα έχει επιστρέψει και εγκατασταθεί στη Ζάκυνθο, ο Ρομάνι θα συνθέσει ένα ποίημα με τίτλο «Il Desiderio»και ο Σολωμός θα το μεταφράσει σε ελληνικούς στίχους («Ο Πόθος»), οι οποίοι για πολλά χρόνια θα θεωρούνται, εσφαλμένα, δικοί του.

Ανάμεσα στους φίλους της Παβίας αλλά, πιθανότατα, γνώριμος ήδη από τα χρόνια της Κρεμόνας, είναι και ο ποιητής και κριτικός Τζιουζέπε Μοντάνι. Ο Μοντάνι θα αποχαιρετήσει με επιστολή του τον Διονύσιο Σολωμό, καθώς αυτός θα βρίσκεται πια στη Βενετία και θα ετοιμάζεται να επιστρέψει στο γενέθλιο νησί του: «Στο καλό, λοιπόν, αγαπημένε μου Διονύσιε, στο καλό! Το πνεύμα των θαλασσών, το πνεύμα της αγίας φιλίας και το πνεύμα της ελευθερίας ας σε συντροφεύουν! Εσύ τουλάχιστο θα ξαναδείς μια πατρίδα, που μπορεί κανείς να τη λέει πατρίδα αληθινά. όσο κι αν η ξένη προστασία είναι, πες, ένα σκέπασμα μονάχα της σκλαβιάς. Τέλος πάντων όμως οι νόμοι είναι δικοί σας, δικά σας τα όπλα, και δική σας η κυβέρνηση. έχουν αναγνωριστεί τα δικαιώματά σας, έχουν ξυπνήσει και πάλι οι αρετές. Κάθε Εφτανησιώτης μπορεί να είναι περήφανος για το όνομά του, κι έχει στην καρδιά του τη γλυκιά πεποίθηση πως μπορεί να φανεί ωφέλιμος στην πολιτεία. Η δόξα της και η ευημερία της φαίνεται πως είναι εμπιστευμένες στη νέα γενιά, και ο νέος που επιστρέφει εκεί με άδολη την ψυχή και καλλιεργημένο το πνεύμα θα νιώθει να φλογίζεται από τις πιο ευγενικές ελπίδες. Αν αφιερωθείς έστω και αποκλειστικά στην τέχνη των Μουσών, θα έχεις να εκφράσεις αληθινά και γενναία αισθήματα, να διεγείρεις υψηλά πάθη και να εισάγεις μια καθαρή ευγένεια. Ο πατριωτισμός θα σου δίνει υπέροχες εμπνεύσεις, και όσο πιο καλός ποιητής, τόσο και πιο καλός πολίτης θα μπορείς να πιστεύεις πως είσαι. […] Την τελευταία φορά που σου έγραψα, που δεν είχες φύγει ακόμη, και που εγώ ήθελα και επέμενα να βρω τρόπο να μην φύγεις, μεταχειρίστηκα μερικά επιχειρήματα πιο πολύ για να ευχαριστήσω των εαυτό μου παρά για να σου κάμουν εσένα καλό. Τώρα η φιλία με υποχρεώνει να σε δυναμώσω στην απόφασή σου και σχεδόν να σου κρύψω τη λύπη μου. Και κατηγορούσα κιόλας τον εαυτό μου που σου είχα εκφράσει επιθυμίες, που αν τις ακολουθούσες, χώρια που μπορούσαν να σου κλείσουν ένα δοξασμένο στάδιο, θα σε έκαναν διπλά απάνθρωπο, και απέναντι στην πατρίδα σου και απέναντι στη μητέρα σου που τόσο αγαπάς. […] Εσύ όμως δε μας άφησες ούτε ένα στίχο που να μας θυμίζει την ιδιοφυία σου (έξω από το σονέτο που το ξαναβρήκα) ούτε μια εικόνα σου, αν και τόσες φορές μας την είχες υποσχεθεί, που να μας κρατά ζωντανή στα μάτια την αγαπημένη και μοναδική έκφραση του προσώπου σου. […] Χιλιάδες και χιλιάδες ολόθερμες ευχές από τους λίγους φίλους, που τόσο λυπήθηκαν που δεν μπόρεσαν εδώ να σε ξανασφίξουν στην αγκαλιά τους […] Ένα χαιρετισμό από μένα στη γελαστή λιμνοθάλασσα! Θαρρώ πως στέκομαι και σε κοιτάζω από την ακρογιαλιά, παρακολουθώ με τεντωμένα χέρια τα πανιά σου και κλαίω από λογιών αισθήματα. Στο καλό. Δικός σου, πάντα δικός σου, Μοντάνι.» (Πολίτης 1991: 457-8).

Η αποχαιρετιστήρια επιστολή του Μοντάνι προς τον Διονύσιο Σολωμό, γραμμένη από το Lodi στις 23 Αυγούστου του 1818, αποτυπώνει, εκτός από τη φιλία των δύο νέων και κάποια στοιχεία για την προσωπικότητα του εικοσάχρονου Διονυσίου, τα θέματα που τον απασχολούν καθώς ετοιμάζεται τώρα να γυρίσει στην πατρίδα του και που είναι: η πολιτική κατάσταση των Επτανήσων, η ποίηση και μάλιστα η πατριωτική ποίηση και, βέβαια, η μητέρα του, την οποία αγωνιούσε να ξαναδεί ύστερα από δέκα χρόνια. Επιτρέπει, επίσης, να διαπιστώσουμε την ρομαντική αντίληψη για την ποίηση και την πατρίδα, έτσι όπως την βίωσε ο Διονύσιος στην Ιταλία: η μια τροφοδοτεί την άλλη και εκείνος ο ποιητής που θα εκφράσει «αληθινά και γενναία αισθήματα» και θα διεγείρει «υψηλά πάθη» θα είναι συγχρόνως ένας ολοκληρωμένος πολίτης. Με τον Μοντάνι, όπως πιθανότατα και με τον Ρομάνι, ο Σολωμός θα διατηρήσει μια κάποια επαφή τα επόμενα χρόνια, από τη Ζάκυνθο όπου πια θα βρίσκεται, και, πιθανότατα, θα φροντίσει να φθάσει στα χέρια του η ιταλόγλωσση ποιητική συλλογή του Rime Improvvisate (Αυτοσχέδιες Ρίμες, 1822, β´ έκδ.: 1823).

Πολίτης Λ. (1991),  Διονυσίου Σολωμού Άπαντα, τόμ. Γ: Αλληλογραφία, Επιμέλεια-Μετάφραση-Σημειώσεις Λίνος Πολίτης, Αθήνα: Ίκαρος.

Νομικά στην Παβία
Αποφοιτώντας από το Λύκειο της Κρεμόνας, ο Διονύσιος θα δώσει εισιτήριες εξετάσεις και θα γραφτεί στις αρχές Νοεμβρίου του 1815 στη Νομική Σχολή της Παβίας. Το πανεπιστήμιο είναι φημισμένο και διαθέτει επιφανείς καθηγητές. Εδώ διδάσκουν ο φυσικός Αλεσάντρο Βόλτα (Allesandro Volta), ο μαθηματικός και ποιητής Λορέντσο Μασκερόνι (Lorenzo Mascheroni), ο μαθηματικός Γκρεγκόριο Φοντάνα (Gregorio Fontana) και ο διάσημος ποιητής Βιντσέντσο Μόντι, τον οποίο θα διαδεχθούν στην έδρα της ρητορικής οι ποιητές Λουίτζι Τσερέτι (Luigi Cerretti) και Ούγκο Φόσκολο (Ugo Foscolo). Ένας από τους καθηγητές της Νομικής τον οποίο ο Διονύσιος φαίνεται ότι παρακολούθησε και θαύμασε είναι ο Ινιάτσιο Μπερέτα (Ignazio Beretta), που δίδασκε Ποινικό Δίκαιο: θα τον μνημονεύσει στον Επικήδειο που θα σχεδιάσει για τον συμμαθητή του Σπυρίδωνα Γρυπάρη, θυμίζοντας ότι τον Μπερέτα τον εκτιμούσε και ο Φόσκολο, ο οποίος τον αποκαλούσε «Σωκράτη» για την πολυγνωσία του, για την αγάπη προς τους νέους και για την τάση αναχωρητισμού που τον διέκρινε. Σύμφωνα με τα πιστοποιητικά παρακολούθησης που υπάρχουν στο Κρατικά Αρχεία της Παβίας, ο Σολωμός παρακολούθησε επίσης τις παραδόσεις του Τζιουζέπε Μορέτι (Giuseppe Moretti), που δίδασκε το μάθημα της Αγροτικής Οικονομίας, και του Τζιουζέπε Πρίνα (Giuseppe Prina), που δίδασκε Εκκλησιαστικό Δίκαιο. Ίσως και του Τζούλιο Μπελάρντι-Γκρανέλι (Giulio Bellardi-Granelli), ο οποίος δίδασκε Δικονομία και Ποινικό Δίκαιο. Με δεδομένη πάντως την ελευθερία ως προς τις παρακολουθήσεις αλλά και την κινητικότητα που χαρακτήριζε το πανεπιστήμιο, φαίνεται πιθανό ότι ο Διονύσιος άκουσε επίσης τα μαθήματα του ελληνιστή Ματία Μπουτουρίνι (Mattia Butturini), ο οποίος, επιπλέον, έγραφε λατινικά και ιταλικά ποιήματα και λιμπρέτα όπερας και έκανε μεταφράσεις, καθώς και του Ελία Τζιαρντίνι (Elia Giardini), καθηγητή Ρητορικής, βιβλιοθηκάριου και κατ’ανάθεση καθηγητή της Ανάλυσης των Ιδεών, της Φιλολογίας ή και της Φιλοσοφίας. Στη βιβλιοθήκη του Τζιαρντίνι θα βρεθεί αργότερα ένα αντίτυπο της γνωστής ιταλόγλωσσης συλλογής σονέτων του Διονυσίου, των Rime Improvvisate (Αυτοσχέδιες Ρίμες).

Αναμφίβολα, στην Παβία ο Διονύσιος ενδιαφέρεται περισσότερο για την ποίηση και λιγότερο για την επιστήμη της Νομικής. Ο ίδιος μάλιστα φαίνεται να ομολογεί ότι «από μόνην αγαθοσύνη τους οι καθηγητάδες του έδωσαν τον στέφανον της νομικής σχολής, τον οποίον αυτός ούτε είχε ζητήσει, ούτε ποτέ μετά ταύτα εθεώρησε ως εδικόν του» (Πολυλάς 1859: ε´). Πάντως, μετά από δύο χρόνια σπουδών, στις 15 Μαΐου 1817, ο Διονύσιος θα δώσει εξετάσεις ενώπιον επταμελούς επιτροπής (που την αποτελούσαν οι Τζιαρντίνι, Ταμπουρίνι, Πρίνα, Μπερέτα, Μπελάρντι-Γκρανέλι και Μπουτουρίνι), θα τις περάσει με άριστα (a pieni voti) και θα αποκτήσει το προ-δίπλωμα διετούς φοίτησης (baccellierato). Οι παρακολουθήσεις των μαθημάτων, ωστόσο, φαίνεται ότι θα συνεχιστούν τουλάχιστον ως το τέλος του 1817.

Στα τρία χρόνια που έμεινε στην Παβία για τις νομικές σπουδές του ο Διονύσιος είχε την ευκαιρία να ταξιδεύει στην κοντινή Κρεμόνα, όπου βρισκόταν ο κηδεμόνας του Σάντο Ρόσι και οι φίλοι του, αλλά και στο Μιλάνο, πρωτεύουσα της Λομβαρδίας και πνευματικό κέντρο της βόρειας Ιταλίας. Εκεί θα γνωρίσει πολλούς ανθρώπους των ιταλικών γραμμάτων και θα βρεθεί μέσα στην ατμόσφαιρα αυτής της ιδιαίτερης εποχής που ξεκινά από το 1815 και φέρνει σε αντιπαράθεση τον νεοκλασικισμό με τον ρομαντισμό. Πολλά από τα πρόσωπα που θα συναντήσει εδώ ή θα γνωρίσει από τη φήμη και το έργο τους θα συμβάλλουν σημαντικά στη διαμόρφωση της ποιητικής προσωπικότητάς του και θα τον συντροφεύουν για πολλά χρόνια, όπως φαίνεται από την αλληλογραφία του, με την οποία συχνά ζητά να προμηθευτεί συγγραφείς και συγγράμματα που τώρα, στην Ιταλία, θα τα προσεγγίσει για πρώτη φορά.

Πολυλάς Ι. (1859),  Διονυσίου Σολωμού τα Ευρισκόμενα, Εν Κερκύρα: δαπάνη Αντωνίου Τερζάκη.

 

Τα παραπάνω απόσπασπασματα προέρχονται από το http://www.museumsolomos.gr/