24grammata.com/ Ιστορία της Αθήνας
…Η Εθνική Βιβλιοθήκη, σταγασμένη σήμερα στο αρχαιοπρεπές μέγαρο της οδού Πανεπιστημίου, συνιστά ένα παρωχημένο οργανισμό, δύσκαμπτο, απρόσιτο και ξεπερασμένο…
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Είναι γεγονός πως τα τελευταία χρόνια, σε κάθε τομέα της βιβλιοπαραγωγής, σημειώνονται σημαντικές μεταβολές. Ψηφιακές εκδόσεις, νέοι τρόποι προσέλκυσης του αναγνωστικού κοινού, μια άνευ προηγουμένου πραγμάτωση της δημοκρατίας με την παροχή της εκδοτικής δυνατότητας σε πλήθος άξιων και λιγότερο ικανών λογοτεχνών. Το περιεχόμενο των βιβλίων κοινωνείται με μια απαράμιλλη ευρύτητα, ενώ η πρόσληψή του διευκολύνεται από το υψηλό, μορφωτικό επίπεδο του κοινού, κυρίως νεανικού. Η νεολαία άλλωστε είναι εκείνη που χρησιμοποιεί και ενσωματώνει στην καθημερινότητά της με περίσσια ευκολία τις νέες τεχνολογίες. Παρακαμπτήριες οδοί επιτρέπουν πια τη διευκόλυνση της έκδοσης, δίχως να προκαλούνται τα οικονομικά αναχώματα με τα τόσο υψηλά κόστη, τα οποία περιέβαλαν την τέχνη, καθιερώνοντας μια ταπεινή εμπορία, ασύμβατη με το περιεχόμενο και τη στόχευση. Φυσικά, θα προτείνουν πολλοί ως αντίλογο το ζήτημα της ποιότητας, μα τούτη η νοοτροπία, ελιτίστικη πολλές φορές, δεν χωρεί, δεν συναντά την ποιοτική παράμετρο. Σε κάθε περίπτωση ο αναγνώστης, θα διακρίνει το υψηλό, το σημαντικό και θα το προκρίνει προικίζοντας τα «άλλα», τα δευτερεύοντα με την αχλύ της λήθης.
Μες σε ένα τέτοιο κλίμα καλείται καθένας να αναθεωρήσει τη σχέση του με το βιβλίο, καλείται να επαναπροσδιορίσει εκ νέου την επαφή του με το βιβλίο, ως αντικείμενο και περιεχόμενο πρωτίστως. Μια μεταιχμιακή λοιπόν, κατάσταση βιώνουμε και μες σε αυτήν όλα αλλάζουν, συμπεριλαμβανομένων και των εμπορικών πρακτικών με τις οποίες καθίσταται διαχειρίσιμο το έντυπο υλικό. Η βιβλιοθήκη, ως θεσμός και χώρος άμεσα συνδεόμενος με το βιβλίο, δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει το ρεύμα της εποχής. Μια νέου τύπου χωροταξική προοπτική επιβάλλει σε «εμάς».- όπου «εμάς» βλέπε εκείνους που αγαπούν το βιβλίο, ως φορέα γνώσης και διεύρυνσης του πνεύματος-, να αναζητήσουμε μια δικαίωση για το έντυπο υλικό και τον ευλαβικό τρόπο διαχείρισής του, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Αφορμή το άρθρο της εφημερίδας «Βήμα» στις 24 Μαρτίου του τρέχοντος έτους, σχετικά με την ανάγκη επαναπροσδιορισμού της κατεύθυνσης και της στοχοθέτησης των βλέψεων της Εθνικής Βιβλιοθήκης στην αυγή ετούτου του καινούριου καιρού. Η χρησιμότητά της, η πολιτιστική της συμβολή, η αναγκαιότητά της στην κοινωνία της γνώσης, όλα τούτα συνδέονται τόσο άρρηκτα με το χώρο αυτόν. Ο όρος εθνικός, πέρα από την ευρύτητα του γνωστικού πεδίου το οποίο περιλαμβάνει μια τόσο καθολική ορολογία, καθιστά την αναγκαιότητα ενός χώρου, όπως η βιβλιοθήκη επιβεβλημένη. Δεν τίθεται ζήτημα αμφισβήτησης. Η Εθνική Βιβλιοθήκη, σταγασμένη σήμερα στο αρχαιοπρεπές μέγαρο της οδού Πανεπιστημίου, συνιστά ένα παρωχημένο οργανισμό, δύσκαμπτο, απρόσιτο και ξεπερασμένο. Παρά τον ανυπέρβλητο, γνωστικό πλούτο, τον οποίο και περιλαμβάνει, γίνεται καταννοητό πως δίχως τη δυνατότητα να καταστήσει το εν λόγω υλικό ελκυστικό για τον νέο άνθρωπο, για τον ειδικευμένο μελετητή δεν μπορεί παρά να παραμείνει ένα οικοδομικά, καλαίσθητο κτίσμα, ανασύροντας πάντα τις νοσταλγικές μνήμες μιας πόλης, η οποία είχε το συμμετρικό πλάτος μιας πολιτείας και τη ζεστή αίσθηση ενός επαρχιακού οικισμού. Ποτέ όμως δεν θα μπορέσει να κατέχει ένα εκπαιδευτικό σχήμα σημαντικό για το πολιτιστικό υπόβαθρο του τόπου και των ανθρώπων της. Η ελληνική εργογραφία, πεζολογική και ποιητική, κριτική, δοκιμιακή, ερευνητική, πλούσια, διαχρονική, ποιοτικά υψηλή δεν επιδέχεται μιας διαχείρισης αντίστοιχης με την τωρινή, όπου όλα παλιώνουν αργά. Γεμάτες σελίδες που δεν φθείρονται στα χέρια των παιδιών, στους φορείς του μέλλοντος συνιστούν αντικείμενα σε ένα σπίτι που πρόκεται να γκρεμιστεί.
Η έννοια της βιβλιοθήκης αγγίζει και το προσωπικό επίπεδο. Η ένταση των σκέψεων, οι οποίες προκύπτουν από το άρθρο της εφημερίδας μοιράζεται εξίσου και σε ένα πιο προσωπικό επίπεδο. Η οικεία μας βιβλιοθήκη, εκείνη που φέρει τα σημάδια της πνευματικής μας διέγερσης, εκείνη που μας εμπνέει με τον προσωπικό της χαρακτήρα είναι πια υποχρεωμένη να ανταγωνιστεί τον ψηφιοποιημένο μικρόκοσμό μας. Τα σπουδαία εκείνα ερωτήματα, τα οποία μας απασχόλησαν τόσες φορές σχετικά με τα βιβλία των προθηκών μας, οι απορίες για το αν τούτος ο λόγος μας επέλεξε, αν εμείς είμαστε οι διαλεκτοί για τούτα τα βιβλία με τις δεμένες ράχες, τις κίτρινες σελίδες. Όλα τούτα αποκαλύπτουν πως η βιβλιοθήκη συνιστά ένα σημείο αισθητικής, όλα αυτά προσδίδουν στην έννοια της βιβλιοθήκης μια ξεχωριστή σημειολογία, έναν συμβολισμό, ο οποίος αγγίζει τα όρια της προσωπικής αισθητικής και ίσως εκτείνεται σε πιο προσωπικές εκβολές. Μια ειδική, προσωπική σημασία δεν μπορεί παρά να μεταφράζεται σε κάτι ακόμα σπουδαιότερο, εφόσον λογιστεί σε ένα επίπεδο πιο καθολικό.
Ο πολιτισμός, υφίστανται εποχές, κατά τις οποίες απαιτεί μια επικαιροποίηση των μέσων του, ώστε να καταστεί λαϊκός, κοινός και προσβάσιμος, να δικεδικήσει και να κερδίσει το χαρακτηρισμό της ανεκτικότητας, τρέφοντας μες στους κόλπους του διαρκώς νέα φυτώρια ιδεών και αισθητικών αντιλήψεων. Η Εθνική Βιβλιοθήκη αποτελεί μια εκ των αφετηριών της πολιτιστικής αυτής αναβάθμισης, στο μέτρο κατά το οποίο η παροχή της ταυτίζεται με την κοινωνία της γνώσης. Και το μέτρο αυτό ισχύει σε έναν βαθμό απόλυτο, αναντίρρητο. Σίγουρα η πορεία ενός θεσμού προς μια νέα εποχή απαιτεί χρόνο και καθορισμένες κινήσεις, ώστε η ένταξη να τον αναδεικνύει λειτουργικό. Η ελληνική, Εθνική Βιβλιοθήκη είναι μία εκ των πιο σημαντικών βιβλιοθηκών, δεδομένου του υλικού, καταλογοποιημένου και μή, το οποίο αναπνέει στα ράφια και τους χώρους της. Τέτοιες βιβλιοθήκες παιδεύουν πάντα τους κατόχους τους. Ας μην λησμονούμε το συγκριτικό πλεονέκτημα της ελληνικής βιβλιοθήκης. Πρόκειται για μία από τις λεγόμενες «μεγάλες» βιβλιοθήκες, τις σπουδαίες και αληθινές κιβωτούς, όχι μόνο του ελληνισμού, μα του πνεύματος συλλογικότερα, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς το «ελληνικό» ως αίσθηση και κλίμα. Ως οικουμενικότητα κυρίως.
(*)Η Εθνική Βιβλιοθήκη στεγάζεται σήμερα στο Βαλλιάνειο κτίριο, της οδού Πανεπιστημίου, σχεδιασμένο από τον Θεόφιλο Χάνσεν και κατασκευασμένο υπό την εποπτεία του Ερνέστου Τσίλερ.