24grammata.com/ Ιστορίες της Αθήνας
Κάποτε ήταν ο ιερός λόφος των Μουσών, απέναντι από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Σήμερα είναι, απλά, ο τόπος των Αστέγων. Αυτός και αν είναι Ιερός…
Πάντως, μια κοινωνία μικροαστών, σαν τη δική μας, από υποκρισία ξέρει, αλλά από σεβασμό ποτέ δεν έμαθε. Βλέπετε δεν έτυχε να ακούσει για τα τσαντίρια των αστέγων στου Φιλοπάππου. Δεν είναι σικ, δεν τιμά τους “αρχαίους ημών προγόνους” και οι τουρίστες; τόσο πολύ πια δε σεβόμαστε τους τουρίστες, που ήρθαν από την άκρη του κόσμου…(ΓΔ)
για το λόφο του Φιλοπάππου διαβάστε και εδώ
Ψάχνοντας στο Βουνό τον Άρη…
γράφει και φωτογραφίζει ο Μανώλης Δημελλάς
Διαβάστε όλη την εργογραφία του Μανώλη Δημελλά στο24grammata.com κλικ εδώ
Στο βουνό, είναι που συναντάς μύθους και ψέμματα, όλη την αλήθεια, μιας πόλης που καίγεται και τώρα ξεκινά να μυρίζει την καμμένη σάρκα της.
Μέσα στην καρδιά της Αθήνας, επάνω από το χοροθέατρο Δώρα Στράτου, εκεί που έκανε το σκηνοθετικό ντεμπούτο του, ο Αλέκος Αλεξανδράκης με την νεορεαλιστική ταινία «Συνοικία το όνειρο», μαζεύεται η θαρραλέα, μα και πιο άτυχη πλευρά, της κοινωνίας μας.
Άνοιξη του 2013, και η Ακρόπολη, στην πίσω πλευρά της γέμισε τσαντίρια αστέγων. Όχι δεν είναι παλαβοί, ούτε επαναστάτες που καιροφυλακτούν μέσα στο δάσος, άνθρωποι σαν εμένα, σαν εσένα, που έτυχε στη στροφή της ζωής να μην τους κρατήσει η κεντρομόλος, τους πέταξε, κυριολεκτικά στα βράχια.
Όμως δεν τους τσάκισε, ο Ματθαίος, η Γεωργία, ο Γιάννης, ο Κώστας, μπορώ να γράφω ένα κατεβατό από ονόματα, και έτσι δίχως φωτογραφίες, να μοιάζουν για τους γνωστούς μας, όλους εκείνους που βούλιαξαν δίχως να καταλάβουν πως βυθίστηκε η ζωή τους.
Ο πιο παλιός, “γράφει” έξι χρόνια πάνω στο βουνό, ενώ ο νεώτερος δυο μήνες, και τώρα που ξανοίγει ο καιρός, περιμένει τους περαστικούς, καλοκαιρινούς συγκάτοικους, και όλοι μαζί θα ξεπεράσουν τις εκατό ψυχές.
Ο Γιώργης είναι 63, από τις οικοδομές, στα πλακάκια και τα μάρμαρα, τώρα κανακεύει άλλες πέτρες. Έχει διαλέξει μια ήσυχη, μοναχική γωνιά και έστησε το τσαντίρι του.
Μετακόμισε ολάκερη την περιουσία του και με τους πίνακες ζωγραφικής, που τους έντυσε με νάιλον, τους κρέμασε πάνω στα βράχια. Μια απλήρωτη δουλειά, μια έξωση, μαζί με τη μοναξιά και την κοινωνία, που δεν βλέπει ούτε τη μύτη της, τον ξέβρασαν στο βουνό.
Μια φορά είχε ανέβει στην Ακρόπολη και ούτε που φανταζόταν πως θα γινόταν γείτονας με τις Καρυάτιδες.
Αρουραίοι, σαν μικρά κουλούκια,σχεδόν κάθε νυχτιά, τριγυρνούν στα πόδια τους και είναι τα καιρικά φαινόμενα, ειδικά οι καταιγίδες, που δείχνει να τους θυμάται όλο το δωδεκάθεο και να στέλνουν νευρικούς αντιπροσώπους.
Ιστορίες που κρατούν τα βλέφαρα τσιτωμένα, φυλακές και τραγικές παρανομίες ή λανθασμένοι προσωπικοί χειρισμοί, γιατί ούτε που πίστευαν πως υπάρχει και τέτοια κατάληξη.
Στο κατέβασμα ένα σωρό παπαρούνες (οι γνωστές, πρόστυχες παπαρούνες), θυμίζουν την άνοιξη και την ελπίδα, μα υπάρχει στα ‘ληθεια τέτοια λέξη ή πρόκειται για ένα κατασκευασμένο, φάλσο σενάριο;) με φωνάζουν να βγω στα γρήγορα, από τα φαγωμένα κάγκελα, να βρεθώ απέξω, δεν είμαι από τους περαστικούς (;), του βουνού.
Εκεί πάνω οι κανόνες είναι άγραφοι, όμως σκληροί και αυστηροί, ο καθένας για πάρτη του, και μακριά από επικοινωνιακά χαιδέματα.
Δεν ξέρω πως γίνεται μα όσο φτωχαίνουμε γινόμαστε και πιο άγριοι, λιγότερο ανεκτικοί, ακόμα και στην προσωπική ανοησία.
Βγαίνω από τα κάγκελα, μα νιώθω πια πως είμαι σε βαπόρι, τον Τιτανικό που εκπέμπει ένα ατελείωτο ΣΟΣ, οι ξύπνοι με τα σωσίβια περασμένα στο λαιμό, πιστεύουν πως θα γλυτώσουν τον πνιγμό, έστω και στα τελευταία θα περάσει ένα σωστικό ή το Καρπάθια, να τους μαζέψει, ενώ οι υπόλοιποι δείχνουν να λύνουν κοτσίδες και να ετοιμάζουν μαλλιά για το μοιραίο τράβηγμα.
Το βουνό δεν έχει πια ήρωες, αντίθετα η πόλη, στα πόδια του, ψάχνει, μπερδεύεται, μαζεύει από γιαλαντζί, χρυσούς κομπογιανίτες, μέχρι καθημερινά θεριά, συνανθρώπους, που δίνουν ακόμα τη ψυχή τους.
Δικό μας το βουνό, όμως όλο-δικιά μας, είναι και η πόλη, η χώρα…