Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης: “Ο Κνουτ Χάμσουν στη Χώρα των Θαυμάτων” κλικ εδώ
διαβάστε και άλλα έργα του Χάμσουν (24grammata.com, αγγλική γλώσσα)
LOOK BACK ON HAPPINESS, KNUT HAMSUN εδώ /here
WANDERERS by Knut Hamsun εδώ /here
Η εκπαιδευτική συμβολή του Γιώργου Σχορετσανίτη
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος.
Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΟΒΕ
Στα νορβηγικά ψαροχώρια οι χειμώνες είναι αργοί, δύσκολοι. Ίσως κάπως ν΄ανακουφίζονται οι κάτοικοι αυτής της γης όταν έρχονται οι θερμές εποχές ή ξεσπούν επιτέλους οι ευλογημένες, μακρύτερες μέρες. Τον καιρό της ρέγγας τα γύρω χωριά αποκτούν ξανά μια πρόσκαιρη ζωή. Οι μεγάλες ποσότητες ψαριού που μαστίζονται στ΄ανοιχτά πληρώνονται καλά και αυτό αρκεί για τις εκατοντάδες μηχανότρατες που χτενίζουν την περιοχή των φιορδ και ακόμη πιο ανοιχτά.
Ο Κνουτ Χάμσουν γράφει για τον ίδιο τον τόπο του και έτσι δεν μπορεί παρά να μας παραθέσει όλες τις φάσεις του μυστηρίου ετούτου που γερνά τον άνθρωπο και τη γη και αφήνει αναλλοίωτα σημάδια στις προσόψεις χιονισμένων σπιτιών. Ο διηγηματογράφος Χάμσουν μοιάζει ν΄αγαπά ετούτο τον κόσμο, τις συνήθειες που σχετίζονται με τον έρωτα και τις άλλες συναναστροφές, τις αδιάφορα κοινωνικές. Μ΄άλλα λόγια ο Κνουτ Χάμσουν στα διηγήματά του θυσιάζει την τέχνη του για να περιγράψει έναν ολόκληρο κόσμο. Οι ιδέες του Χάμσουν είναι περισσότερο διατυπωμένα διλήμματα, προικισμένα με τη λεπτή υφή του υπονοούμενου. Μόνο έτσι μπορεί κανείς ν΄αντικρίσει την επιστήμη, το Θεό και τους ανθρώπους στην παγωμένη ήπειρο του Κνουτ Χάμσουν.
Λοιπόν, αυτή η ελευθερία και ακόμη ο έρωτας για τα παιδικά, δυσεύρετα παιχνίδια, μαρτυρούν τον οικείο κόσμο του Ρολάνδσεν, καθώς βαδίζει στα περιθώρια των δρόμων. Ο δικός μας Νίκος Γκάτσος θα΄λεγε πως αν νικήσει η ζωή, οι θεοί λυγίζουν. Τόσους αιώνες έπειτα αυτός ο μυστήριος Ρολάνδσεν, με τη μεγάλη του καρδιά, υποκλίνεται μ΄έναν τρόμο αδιάκριτο και στην ουσία του ψευδή, εμπρός στην εκκλησία. Τα σύμβολα κρατούν καλά μες στο νορβηγικό τοπίο, έτσι που η θάλασσα και τα υπαίθρια κορίτσια να μην σώζονται. Μήτε ο αναιδής σχεδόν τρόπος του Ρολάνδσεν που τα εγκαταλείπει αναμιγνύοντας χημικά στοιχεία και χρώματα. Αυτός ο Νορβηγός νεαρός, απόγονος παλιών φυλών των φιορδ δύσκολα αγαπά και πάντα διαλέγει το περιθώριό του, όπως οι μοντέρνοι αντιήρωες που θα΄ρθούν έπειτα από χρόνια, μ΄όλα τα μίλια του κόσμου φορτωμένα στις πλάτες τους.Η ευτυχία της ελευθερίας, καθώς κερδίζεται ανάμεσα σ΄όρισμένα σχήματα και φόρμες αυστηρά καθορισμένες από τους τοπικούς παραλλήλους είναι το βασικό στοιχείο στη συμπεριφορά αυτού του Ρόλανδσεν όταν χάνεται, αψηφώντας τον εφημέριο, τις γυναικείες εμμονές, τ΄όμορφο όνειρο της πρωτοπορίας. Δεν ανήκει στους κλειστούς, νορβηγικούς τύπους. Περισσότερο μεσογειακός, δεμένος με τη φύση, φορώντας στο γιλέκο του δάφνες και τα παράγωγα του χώματος όταν ο ήλιος στέκει για μήνες στην ίδια, γνώριμη θέση. Ο τρόπος του Ρολάνδσεν, οι ρηχοί του έρωτες, η μέθοδός του που είναι αξεπέραστη για τα δεδομένα της επαρχιακής, συστηματικής ζωής, η τρυφερή χημεία των πρώτων ημερών παραδομένη στις διαθέσεις του, αυτός ο εκχυδαϊσμός της λαϊκής ζωής που θα θρέψει όλη την τέχνη του μέλλοντος, όλα αυτά τα συνθετικά έξοχα ισορροπούν. Έτσι που ο Κνουτ Χάμσουν να περιβάλεται απ΄όλόκληρο το φάσμα της ανθρώπινης κοινωνιολογίας που καθιστά εμπύρεττο τον παίκτη και αναζωπυρώνει τα ηθικά πρότυπα μονάχα για να τα γκρεμίσει δικαιώνοντας πως τ΄άλλο πρόσωπο του θεού, το αφελέστερο δεν είναι παρά εκείνο ενός άνδρα στις προπολεμικές σεζλόνγκ του έντουαρτ Χόπερ όταν κατορθώνει σιωπηλός ολόκληρη την αμερικανική ιστορία.
Οι καθιερωμένες σήμερα ψυχογραφίες, πάνω στις οποίες χτίζονται τα δράματα, στηρίζονται σ΄αναρίθμητες περιπτώσεις χαρισματικών παιδιών και ομοιώματα άρρωστων ήλιων.
Ο Ρολάνδσεν του Κνουτ Χάμσουν διεκδικεί διαρκώς το βίο του. Μοιάζει ανθρώπινος μα είναι σαν την Αμοργό του ποιητή που χάνεται μες στα νερά για να πεισθεί ο καθένας πως δεν ήταν γεωγραφία, ήταν φαινόμενο ψυχικό. Στις βόρειες θάλασσες φτιάχνονται οι ψυχές των αθυρμάτων, έτσι που αυτός ο Ρολάνδσεν να συνιστά τ΄αποτέλεσμα μιας ιδοφυίας, την πραγματική πράξη της ίδιας της σύγκρουσης. Εδώ η ζωή είναι όπως την περιέγραψε ο δικός μας Καραγάτσης. Πικρή, σαν ρίζα μανδραγόρα.
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΝΟΧΗΣ
Κάποτε υπήρξε στ΄αλήθεια ερωτευμένος. Φρόντιζε μ΄επιμέλεια τις ευθύνες ενός ανθρώπου που βρίσκεται σε μια παρόμοια, ψυχολογική κατάσταση. Αργά και μεθοδικά επωμίστηκε το βάρος του πάθους του. Αυτός που δεν είχε ποτέ διδαχθεί την ανοχή τώρα επεδείκνυε μια λαμπρή δεκτικότητα στις διαστροφές της. Η εργασία του, οι κοινωνικές συναναστροφές ακόμη, στις οποίες στήριζε τόση από την επίκαιρη δόξα του είχαν μεταβληθεί σε ζητήματα δευτερεύουσας σημασίας. Τα γραπτά του παρέμεναν για καιρό ανολοκλήρωτα, δίχως καμιά ευαισθησία να τον απασχολεί γι΄αυτήν ακριβώς την τόσο τρομακτική αμέλεια. Ο νους του ήταν επικεντρωμένος σ΄εκείνη. Οι παρεξηγήσεις ανάμεσά τους στοίχιζαν πολύ στην επιβεβλημένη γαλήνη, την οποία απαιτούσε η επαγγελματική του ενασχόληση. Συχνά εκείνη χανόταν για μέρες δίχως κανένα σημείο ζωής. Εκείνος τότε άνοιγε όλα τα παράθυρα, η ανοχή του στέρευε και αποφασισμένος καθώς ήταν φώναζε μες στους κήπους το τέλος της ιστορίας. Τότε εκείνη φαινόταν μέσα απ΄τα φυλλώματα μετανιωμένη. Γύριζε κοντά του και ήταν εκείνες οι μέρες εξαίσιες, ερωτικές.
Όμως ο Κνουτ Χάμσουν γρήγορα επέστρεφε στην ηλεκτρισμένη του αγωνία. Επέστρεφε ξανά στην πραγματικότητα, τη στυγνή και αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, αυτόν το φριχτό ρεαλισμό που μας κατατρέχει. Θυμόταν πως αυτή που αγαπούσε δεν ήταν παρά ένα έντομο, μία από τις πιο ταπεινές μορφές του αχανούς, ζωικού βασιλείου.Συλλογιζόταν πως το μελάνι του θα μπορούσε να την σκοτώσει, πως αν κάποια φορά εκείνη βυθιζόταν στα γραπτά του τα φτερά της πνιγμένα στο δηλητηριώδες υγρό δεν θα μπορούσαν να την σώσουν. Συλλογιζόταν τη δύναμη της γραφής και τότε επιδιδόταν σ΄ένα παραλήρημα ιδεών και αυτοματικών γραφών. Έφθασε μάλιστα στο σημείο να καταθέσει ένα ενδιαφέρον άρθρο στην τοπική εφημερίδα με το οποίο καταδίκαζε τον έρωτα και την καταστροφική του ανοχή. Μνημόνευε τα λόγια του Τζων Μπουθ και αυτό αρκούσε για να προκαλέσει μια διφορούμενη εντύπωση γύρω απ΄τ΄όνομά του. Όμως για εκείνον ο έρωτας δεν ήταν παρά ένας τύρρανος, μια φριχτή διάλεκτος της ψυχής, μια στιγμή μοναδικής αδυναμίας, ικανής να μας συγκλονίσει για πάντα. Μες στις γραπτές διατυπώσεις θα μπορούσε να καταδικάσει για πάντα τον έρωτα, κατορθώνοντας για πάντα τον ευεργετικό θάνατό του. Έτσι τ΄όνειρο της μύγας που αργά σκοτώνεται μες στο μελανοδοχείο θα μπορούσε επιτέλους ν΄αναλάβει τη θέση ενός κορυφαίου συμβόλου με πολλές προοπτικές.
Προς στιγμήν στάθηκε. Έκανε μια νευρική βόλτα μες στο δωμάτιο, φρόντισε τα δείγματα της πανίδας που είχε με κόπο συλλέξει απ΄τις δασικές του βόλτες. Στους αμπελώνες χόρευαν τα κορίτσια και ήταν εφηβικά τα σώματά τους, με τ΄ωραίο, θερινό χρώμα του μετάλλου. Είχαν τα μαλλιά τους λυτά και έτσι μεθυσμένα βράδιαζαν πάνω απ΄τις μεγάλες δεξαμενές μ΄ελεύθερα τα στήθη τους, με γεμάτα χείλη. Τότε ο Κνουτ Χάμσουν που είχε ζήσει με τόσο κόπο πάντα στο περιθώριο, προφυλάσσοντας την τέχνη και τ΄όραμά του θυμήθηκε τα ερημικά μεσημέρια της Λισσαβώνας. Η δύναμή του φαινόταν πια ταπεινωμένη, γιατί απ΄αυτήν χάθηκε το μυστήριο και η ανοχή. Και έμενε πια μόνον ο τρόμος και η ανάμνηση μιας απάνθρωπης φαντασίας. Άνοιξε το συναξάρι του αγίου. Αγαπούσε να μελετά τούτο το έργο τις πιο κρίσιμες και αδύναμες στιγμές του. Ήταν γεμάτο παραβολές και φθαρμένο μελάνι και εραστές νεκρούς, πάντα με τη χάρη του θεού ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους.
ΟΙ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΩΝ
Πάει τώρα κάμποσος καιρός που δεν κατεβαίνει στην αίθουσα των επισκεπτηρίων. Εκείνοι που τον εκτιμούσαν τώρα δεν θέλουν να γνωρίζουν μήτε τ΄όνομά του. Χάθηκαν όλοι, όπως συμβαίνει σ΄εκείνες τις περιπτώσεις που κάποιος αποκαλύπτεται για πράξεις φριχτές, για κλοπές και εγκλήματα κατά της κοινότητας. Απομένει πάντα μόνος μέχρι το κάλεσμα για το μεσημεριανό. Οι συγκρατούμενοί του, όσοι τουλάχιστον διατηρούν μια επαφή μαζί του, αψηφώντας όσα τρομερά ακούστηκαν για ΄κείνον δείχνουν τις φωτογραφίες των παιδιών. Κάτι αναιμικά παιδιά από τα χωριά του νότου, φωτογραφημένα πλάι σε σωρούς από ρέγγες και ξύλινες βάρκες. Σκηνικά παλιών καλοκαιριών. Έπειτα ανταλλάσσουν τα δώρα τους με σακούλες καπνού και χάνονται στις διάφορες υπηρεσίες. Κάθε Κυριακή οι πιστωτές ζητούν επίμονα να τον δουν. Όμως οι φύλακες που δεν μπορούν τίποτε να κάνουν για την άρνησή του εξηγούν πως είναι ανώφελο, ανέχονται τις φωνές τους και αναλαμβάνουν να παραδώσουν στον ίδιο επιστολές και γραμμάτια τραπέζης. Αυτές οι πένθιμες πομπές δεν θα χαθούν παρά μόνο με το τέλος του επισκεπτηρίου. Με τον καιρό πολλοί απ΄αυτούς τους αυστηρούς απογραφείς πεθαίνουν και έτσι εκείνος ησυχάζει διαγράφοντας χρέη και οφειλές. Ευτυχώς κατόρθωσε ν΄αποκρύψει τη βάρκα του σ΄ένα έρημο νησί μες στο σύμπλεγμα των φιορδ. Σ΄αυτήν στηρίζει το μέλλον και την ευτυχία του όταν θα φύγει από τούτη την κόλαση, έχοντας πληρώσει καλά για το φριχτό του πάθος. Εκατό χιλιάδες χρυσές λίρες θυσία στα χρώματα και τους αριθμούς σ΄εκείνο το απαίσιο καταγώγιο του λιμανιού με τους ταξιδιώτες της δύσης που έχαναν ή κέρδιζαν ολόκληρες περιουσίες σε μια στιγμή του παιχνιδιού. Καθώς συλλογιζόταν αυτά το πάθος τον πλημμύριζε, ένιωθε να πνίγεται μες στο στενό κελί με την ανυπόφορη υγρασία και τη μυρωδιά του ινδιάνου τροφίμου που αγαπά τα παστά και φτιάχνει βέλη από ξύλο και φτερά μαξιλαριών. Μ΄αυτό το ωμό συναίσθημα θυμάται τις εποχές των πόλεων, τους ανθρώπους του περιθωρίου που φευγαν μυστικά με παλιά φορτηγά έχοντας χάσει ολόκληρο το βιος τους σε μια μονάχα βραδιά. Εκατό χιλιάδες χρυσές λίρες είναι η αξία της ελευθερίας του. Εκατό χιλιάδες λίρες είναι όσα στοίχισε η λαιμαργία των συνηθειών του. Μονάχα σ΄έναν άνδρα με τ΄όνομα Κνουτ Χάμσουν δέχεται καμιά φορά να μιλήσει. Γιατί εκείνος γνωρίζει τους ανθρώπους των περιθωρίων και μπορεί να δείξει οίκτο και συνενοχή επιτηδευμένη εμπρός στους θλιμμένους. Αυτός ο Κνουτ Χάμσουν συχνά του μιλά με διάθεση παρηγορητική και έτσι ελαφραίνουν οι μέρες που απομένουν ώσπου να πέσει ξανά στα νερά η βάρκα, στ΄ανοιχτά των φιορδ. Είναι μακρινές αυτές οι ωραίες, καλότυχες μέρες που κανείς εννοεί τα βάσανα και τα πάθη. Τότε λοιπόν όταν θα΄ναι ελεύθερος υπακούοντας στην εξουσία της ίδιας του της ψυχής, τότε θα θυμηθεί τον παλιόφιλο Κνουτ Χάμσουν και ίσως δώσει τ΄όνομά του στη βάρκα και σ΄ένα νησί που ανακάλυψε τυχαία, παζαρεύοντας την ίδια του τη ζωή μες σε καταιγίδες και λιμανίσιες σκιές.