γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Διαβάστε όλη την εργογραφία του Μανώλη Δημελλά στο 24grammata.com κλικ εδώ
Ο Λέγκολας είναι παραμύθι
“Αλλάτζουν οι καιροί, αλλάτζουσι ετούτοι οι αθρώποι”, μονολογούσε ένας πραγματικά κακομούσουνος τύπος, ενώ ξάνοιε από το παραθύρο το Θησείο, που έτρεχε προς τα πίσω.
Δεν μπορεί, μάλλον κάποιο λάθος πρέπει να κάνω. Δεν τρέχουν οι αποβάθρες, τα τραίνα κινούνται και πάνε στον επόμενο σταθμό, ας είναι, αυτό θα το λύσουμε σε μια άλλη διαδρομή.
Ο γέρος με προβλημάτισε, έμοιαζε με ταξιδιώτη από άλλο κόσμο. Παρατζούλαος και κοντοστούπης, άσε πια μια μυτάκλα, Παναγιά βοήθα, ίσα με το πάτωμα και ζαωμένη, διάολε τόσο στραή, σα να κόντευε να κλείσει το πελώριο στόμα του. Ντυμένος από τη κορφή μέχρι τα νύχια, με μια μαύρη πατατούκα, ίσα που φαινόταν ένα πορτοκαλί παπιόν, μια προπέλα, να ξεπετά σα σκωλοπεντρία από μέσα του. Και ο ριγωτός γιακάς, πρόδιδε το αμερικάνικο πουκάμισο αντίκα, από κείνα που ήρθαν με τη βοήθεια του Τρούμαν. Φαίνεται θα φορούσε τα σχολιανά του ρούχα.
Κανένας δεν έδινε σημασία στον νευρικό παράξενο συνταξιδιώτη, πέρασαν ακόμα και δύο ευτραφείς ελεγκτές, που τσαλάκωσαν το εισιτήριο του και δεν έδωσαν σημασία στα μούτρα και το μπόϊ του. Θα πεις πως είμαι ρατσιστής, ξενοφοβικός, ένας άθλιος κουτσομπόλης. Πως κάθε αρνάκι από το ποδαράκι του θα πιαστεί, για αυτό ασε λοιπόν τα σχόλια, κοίτα τη δουλειά σου και προχώρα στον προορισμό σου.
Μα αυτό είχα σκοπό να κάνω αγαπητέ κύριε, ώσπου πρόσεξα τα σουβλερά αυτιά του, καθόμουν απέναντι του σε όλη τη διαδρομή, όταν ανασηκώθηκε ο σκούφος του και βγήκαν οι κοφτές άκρες από τις τριχωτές αυτάρες του. Και πάλι θα πεις, τι σε μέλλει εσένα και θα μιλήσεις για τη μακρωζωία, που δείχνει το μεγάλο μέγεθος αυτιών. Ε, λοιπόν όχι, ο τύπος ήταν στα σίγουρα καλικάντζαρος, που βγήκε τσάρκα στη Χριστουγεννιάτικη Αθήνα, όμως απορούσε, είχε μείνει με το στόμα να χάσκει, από τις φετινές γιορτές μας.
Με έτρωγε η περιέργεια, ήθελα να ρωτήσω χίλια δυό τον άγνωστο επισκέπτη, όμως με πρόλαβε το κινητό του τηλέφωνο. Από το εσωτερικό της παλτουδιάς του ερχόταν μουσική, “ρούντολφ το ελαφάκι”, εκείνος παράχωσε το bluetooth στο αυτί του, ξεκίνησε να μιλάει σιγανά. Ήθελα τόσο να έχω τις αυτάρες του, μα και με τα δικά μου έπιανα τη συνομιλία του, που θα σας την μεταφέρω όπως την άκουσα δίχως να παραλείψω ούτε ένα κόμμα.
-Κανένας δεν με αναγνωρίζει αφεντικό, δεν υπάρχει άνθρωπος που να βλέπει πια μπροστά του.
Έκανε μια παύση και δάγκωσε τα βυσσινί φουσκωτά, σαν τσουρέκια, χείλια του, κοίταξε συνωμοτικά όλους εμάς, τους κακόκεφους διπλανούς του, αναστέναξε και απάντησε τζαναπέτικα και λίγο πιο φωναχτά:
– Αφού δεν με αναγνωρίζουν γιατί πρέπει να γυρίσω πάλι πίσω. Εδώ δεν το πολυκαταλαβαίνουν αλλά ο τόπος εξακολουθεί να μοιάζει με τον παράδεισο.
Στην παρακάτω στάση μπήκε μια παρέα από πιτσιρικάδες, δεν σταμάτησαν να κουβεντιάζουν για τα Χόμπιτ, το βιβλίο του Τόλκιν που έγινε τριλογία στον κινηματογράφο. Ο συνταξιδίωτης μου δεν άντεξε να ακούει για τέρατα και ψεύτικους κόσμους, έβγαλε τα γάντια του ξεπετάχτηκαν τα μακριά αλλόκοσμα δαχτυλιά του. Μάλιστα σαν να μου φάνηκε πως μπλέδιζαν λιγάκι, όμως κανένας δεν έδωσε σημασία στο αληθινό ξωτικό, που ανέπνεε δίπλα μας. Αντίθετα η παρέα είχε ξεσηκώσει όλο το βαγόνι, με τους ήρωες της ταινίας. Τεράστιες αράχνες και σιχαμένα κακά τέρατα, τα Όρκ, που ήθελαν να κυριεύσουν τη φανταστική μέση Γη, κάπου εκεί ξεπετάχτηκαν μάγοι και ένας τεράστιος δράκος έκαψε όλο το μυαλό μας. Οι φίλοι ετοιμάστηκαν για να κατέβουν στην επόμενη στάση και το κοντό ξωτικό ξεπετάχτηκε σαν ηλεκτρισμένο. Ίσα που πρόλαβα το κλείσιμο της πόρτας, όταν οι οδηγοί είναι άντρες βιάζονται να ασφαλίσουν τις πόρτες λες και έχουν καθυστερήσει σε ραντεβού. Αντίθετα οι γυναίκες μηχανοδηγοί διπλοτσεκάρουν και αφήνουν περιθώρια σε εμάς τους αναποφάσιστους ταξιδιώτες.
Η παρέα τραβούσε για το μεγάλο πολυκατάστημα, ξοπίσω το ξωτικό και εγώ ακολουθούσα δήθεν αμέριμνος, σαν τον Κλουζώ.
Μέσα στο κτήριο δεν υπήρχε νύχτα, ούτε είχε χνάρι ο χειμώνας. Ζεστασιά και φώτα, πολλά λαμπάκια αναμμένα, προετοίμαζαν για το μυθιστόρημα του Τόλκιν και τη Μέση Γη. Ο ένας έχασε τον άλλον, απολολλαθήκαμε και μπαινοβγαίναμε στα μαγαζιά, χαζεύαμε και αδειάζαμε το τρύπιο πορτοφόλι.
Μοιάζαμε με σμάρι από μέλισσες, από το μέλι μας γεμίζαμε τις αχόρταγες κυρήθρες του πολυκαταστήματος, ενώ παίρναμε χοντρές τζούρες ζωής. Η παρέα μπήκε στον κινηματογράφο και κάπου μου ξέφυγε ο Καλικάντζαρος. Πήρε δρόμο το κακόμοιρο, σκέφτηκα. Όταν με την άκρη του ματιού μου τον είδα, είχε βγάλει το πανωφόρι, το σκουφί και τα γάντια. Το αληθινό ξωτικό έκοβε βόλτες μέσα στα μαγαζιά!
Κανένας όμως δεν έδινε σημασία στον επισκέπτη των Χριστουγέννων, προσπερνούσαν τον διπλανό τους, έτρεχαν να αγκαλιάσουν τους ψεύτικους, παγκόσμιους μύθους.
Η μαγεία κολυμπά δίπλα μας, λύστε τα μάτια της καρδιάς και χαμογελάστε της.
Αυτά τα Χριστούγεννα αν τύχει και τον συναντήσετε, κεράστε τον ένα μελομακάρονο και πείτε του μια γλυκειά, τρυφερή κουβέντα, ίσως να μην ξαναγυρίσει ποτέ, αφού ψεύτικα ολογράμματα τεράτων τον γυροφέρνουν, αν τους αφήσουμε θα τον κατασπαράξουν.