24grammata.com/ μουσική
Του Γιώργου Μ. Βραζιτούλη
[Αναδημοσίευση από το ελληνογερμανικό περιοδικό Εξάντας του Βερολίνου (τεύχος 7, Ιούνιος 2008)]Alone, cold, despised and mocked,
for thee there is no tolerance;
oh precious soul! In thy coffin locked;
thou fadest in their ignorance…
William Draven
Οι πρόβες είχαν εδώ και ώρα τελειώσει. Οι διάδρομοι του κτηρίου είχαν πλέον σιγήσει από τον αντίλαλο των συνομιλιών των μουσικών που εγκατέλειπαν βιαστικά τον χώρο εργασίας τους μετά από μια κουραστική μέρα. Ώσπου, μετά από λίγη ώρα, ένας λεπτοκαμωμένος καλοντυμένος κύριος, κρατώντας στα χέρια του ένα βιολί, εμφανίστηκε να βγαίνει από την κεντρική είσοδο. Άρχισε να διασχίζει τη μεγάλη, περίπου τετράγωνη αυλή, με κατεύθυνση την εξωτερική καγκελόπορτα που έβγαζε στην Ακαδημίας. Εντελώς συμπτωματικά, εκείνη τη στιγμή, ένας άλλος άνδρας βημάτιζε στην ακριβώς αντίθετη φορά, κατευθυνόμενος δηλαδή προς την είσοδο του κτηρίου. Αναγκαστικά, οι πορείες των δύο ανδρών συναντήθηκαν κάπου στη μέση της αυλής. – Καλημέρα Μαέστρο! χαιρέτισε ο βιολιστής, κάνοντας ταυτόχρονα μια βαθιά, ευγενική υπόκλιση. Ο άλλος, με ένα υπεροπτικό ύφος περιφρόνησης, έστρεψε το κεφάλι προς την άλλη μεριά, θέλοντας να αποφύγει την ανταπόδοση του χαιρετισμού και προσπέρασε αμίλητος.
Ο Νίκος Σκαλκώτας
Η μικρή αυτή σκηνή, που διαδραματίστηκε στο προαύλιο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’30, αποδίδει παραστατικά την περιφρόνηση που βίωνε καθημερινά από τον καλλιτεχνικό περίγυρό του, ένας από τους μεγαλύτερους μουσικούς συνθέτες που ανέδειξε η χώρα. Ο Νίκος Σκαλκώτας, μετά την επιστροφή στη πατρίδα, κουβαλώντας μαζί του λαμπρά εφόδια σπουδών και δημιουργίας με επιφανείς δασκάλους στην Ακαδημία των Τεχνών του Βερολίνου, έμελλε να περάσει τα τελευταία χρόνια του σύντομου βίου του, ξεχασμένος, παρεξηγημένος και απομονωμένος, ως απλός βιολιστής των πίσω σειρών σε διάφορες συμφωνικές ορχήστρες της Αθήνας. Το άστρο της δημιουργίας του όμως θα λάμψει στο παγκόσμιο στερέωμα αργότερα, πολλά χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατό του.
Ο Νίκος Σκαλκώτας γεννήθηκε στη Χαλκίδα στις 8 Μαρτίου 1904. Ο πατέρας του Αλέκος, μουσικός στο επάγγελμα, καταγόταν από την Τήνο και η μητέρα του Ιωάννα από τα Χώστια, το σημερινό Πρόδρομο Ελικώνος Βοιωτίας. Σε ηλικία πέντε χρόνων πήρε τα πρώτα μαθήματα βιολιού από τον αδελφό του πατέρα του. Τον ίδιο χρόνο, δηλαδή το 1909, η οικογένειά του μετακομίζει στην Αθήνα, με σκοπό ο μικρός Νίκος να αποκτήσει μια καλύτερη σχολική και μουσική εκπαίδευση. Το 1914 γράφεται στο Ωδείο Αθηνών, στη τάξη του Tony Schulze, ενός φημισμένου εκείνη την εποχή δασκάλου βιολιού και μετά από έξι χρόνια, το 1920, αποκτά το δίπλωμά του με Πρώτο Βραβείο και Χρυσό Μετάλλιο, την ανώτερη δυνατή διάκριση. Η επιτυχία αυτή του εξασφάλισε σύντομα την Αβερώφειο Υποτροφία για μεταπτυχιακές σπουδές στο Βερολίνο. ΄Ετσι, τον Σεπτέμβριο του 1921, ο Νίκος Σκαλκώτας, σε ηλικία 17 χρόνων, έρχεται στη γερμανική μητρόπολη, σε μια άγνωστη γι αυτόν μεγαλούπολη μιας ξένης μεγάλης χώρας. Εδώ θα διαμείνει για 12 περίπου χρόνια, μια χρονική περίοδος που θα τον διαμορφώσει καθοριστικά σαν μουσικό και σαν προσωπικότητα.
Αλλά ποιο είναι το ιστορικό, κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει και εξελίσσεται ο Νίκος Σκαλκώτας την εποχή αυτή;
Η εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης
Τα χρόνια στα οποία ο Νίκος Σκαλκώτας ζει και σπουδάζει στο Βερολίνο συμπίπτουν με ένα ξεχωριστό κομμάτι της γερμανικής ιστορίας. Η χρονική περίοδος μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, από τον οποίο, ως γνωστόν, η Γερμανία βγήκε ηττημένη και ταπεινωμένη, μέχρι τη κατάληψη της εξουσίας από τους Εθνικοσοσιαλιστές, η εποχή δηλαδή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (Weimarer Republik, 1919-1933), χαρακτηρίζεται, από τη μια πλευρά, από διαρκή πολιτική αστάθεια και αναταραχές και έντονες κοινωνικές ανακατατάξεις, και από την άλλη, από μια ραγδαία άνθιση στον χώρο της Τέχνης και των επιστημών.
Στην καθημερινότητα των πρώτων χρόνων ήταν εμφανή τα τραύματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Συνηθισμένη εικόνα στους δρόμους των μεγαλουπόλεων ήταν οι ανάπηροι πολέμου καθώς και τα πολυάριθμα υποσιτισμένα παιδιά και ρακένδυτοι ενήλικες. Ανεργία και οικονομική εξαθλίωση μεγάλων στρωμάτων του πληθυσμού είχαν οδηγήσει σε αύξηση της εγκληματικότητας και σε άνθηση της μαύρης αγοράς. Με τη κατακόρυφη άνοδο του πληθωρισμού το 1923 η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο, ρίχνοντας στην εξαθλίωση ολοένα και περισσότερα κοινωνικά στρώματα. Από την άλλη μεριά, οι διάφοροι κερδισμένοι της κρίσης, κερδοσκόποι και νεόπλουτοι, επιδείκνυαν με κάθε ευκαιρία ασύστολα τα πλούτη τους στα διάφορα κέντρα διασκέδασης. Οι αντιθέσεις αυτές, ως επόμενο, οδήγησαν σε μια έντονη πολιτικοποίηση της κοινωνίας, γεγονός που διαπιστώνονταν καθημερινά στους δρόμους και στις πλατείες του Βερολίνου, από τις διάφορες διαδηλώσεις και πολιτικές εκδηλώσεις των πολιτικών κομμάτων και φορέων.
Για ένα ευρύτερο τμήμα των ευπορότερων κοινωνικών στρωμάτων η καθημερινότητα διαμορφώνεται από μια μαζική κουλτούρα καταναλωτισμού και ψυχαγωγίας. Νέα μέσα, όπως ο κινηματογράφος και το ραδιόφωνο, έρχονται να ικανοποιήσουν τις αυξημένες ανάγκες για διασκέδαση. Έτσι, στα μέσα της δεκαετίας του ’20, οι κινηματογράφοι της χώρας κατακλύζονται καθημερινά από περίπου δύο εκατομμύρια θεατές. Από το 1923 εξαπλώνεται με ταχείς ρυθμούς το ραδιόφωνο, προσφέροντας νέες δυνατότητες μετάδοσης μεγάλων καλλιτεχνικών παραστάσεων και αθλητικών γεγονότων. Μέσω του ραδιοφώνου διαδίδονται νέες μουσικές και ρυθμοί, όπως η Jazz, ενώ οι χοροί Charleston και Shimmy από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, κατακτούν τη χώρα. Πηγές πληροφόρησης του πληθυσμού αποτελούν οι περίπου 3.400 εφημερίδες που εκδίδονται στη επικράτεια του γερμανικού Ράιχ, ενώ την κορυφαία θέση κυκλοφορίας κατέχει η Berliner Morgenpost με 400.000 περίπου φύλλα. Νέα περιοδικά κάνουν την εμφάνισή τους, με ειδικό βάρος στην εικόνα και τη φωτογραφία, ενώ η διαφήμιση, με φωτεινές επιγραφές, μικρές ταινίες και αφίσες, προσδίδει νέα διάσταση στην εμπορευματοποίηση.
Μπορεί η νεοεμφανιζόμενη μαζική κουλτούρα να διαπερνά στον ίδιο βαθμό όλα τα στρώματα, οι κοινωνικές και ιδεολογικές αντιθέσεις όμως παραμένουν ευδιάκριτες και εκφράζονται ανάλογα και στα διάφορα πολιτικά κόμματα της εποχής, όπως το συντηρητικό φιλομοναρχικό κόμμα (Deutschnationale Volkspartei DNVP), το εθνικοφιλελεύθερο κόμμα (Deutsche Volkspartei DVP) ή το σοσιαλδημοκρατικό (SPD) και το κομμουνιστικό (KPD) κόμμα.
Η δεκαετία του ’20 χαρακτηρίζεται ως η εποχή της ρήξης και των πειραματισμών με πρωτοποριακές τάσεις στη τέχνη. Η Avantgarde γνωρίζει στις αρχές της δεκαετίας δημόσια αναγνώριση και έργα μοντέρνων καλλιτεχνών του Σουρεαλισμού και Ντανταϊσμού, όπως των Max Ernst, Paul Klee και Hans Arp, εκτίθενται σε ένα πλατύτερο κοινό. Στα μέσα της δεκαετίας, εποχή που χαρακτηρίζεται από σχετική σταθερότητα, συνεχίζεται η άνθηση στις τέχνες, όπου η Neue Sachlichkeit υποκαθιστά πλέον το πάθος των περασμένων ετών. Στην αρχιτεκτονική και το ντιζάιν ξεχωρίζει μια «ψυχρή νηφαλιότητα», ενώ το νεοϊδρυθέν Bauhaus του Walter Gropius ανακηρύσσεται σε σύμβολο της μοντέρνας αισθητικής. Το πολιτικοποιημένο θέατρο κάνει έντονη την παρουσία του. Στο Βερολίνο ξεκινάει την θριαμβευτική του πορεία το έργο του Bertolt Brecht Η όπερα της πεντάρας. Στη λογοτεχνία εμφανίζονται την εποχή αυτή μερικά από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα, όπως „Το μαγικό βουνό“ του Thomas Mann (1924), „Ο λύκος της στέπας“ του Hermann Hesse (1927) και το „Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο“ του Erich Maria Remarque (1929). Το Βερολίνο εκείνη την εποχή, με έναν πληθυσμό 4,3 εκατομμυρίων κατοίκων, με τους πολυάριθμους εκδοτικούς οίκους, τις εφημερίδες και τα διάφορα έντυπα, τα θέατρα και τα Café αποτελεί παγκόσμιο πόλο έλξης για τους ανθρώπους της Τέχνης και της διανόησης.
Η κατάσταση θα αλλάξει όμως απότομα με το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης (1929/30). Η απόσυρση αμερικανικών κεφαλαίων, στα οποία βασίζονταν η οικονομική ανάπτυξη της χώρας από το 1924, οδήγησε σε μαζική κατάρρευση επιχειρήσεων σε ολόκληρο το Ράιχ. Η μείωση της βιομηχανικής παραγωγής και η ταυτόχρονη τραπεζική κρίση οδήγησαν σε γενικότερη οικονομική ύφεση με μαζική ανεργία και κατακόρυφη άνοδο της φτώχειας στα πλατύτερα λαϊκά στρώματα. Οι συνθήκες αυτές αποτέλεσαν εύφορο έδαφος για την εθνικοσοσιαλιστική προπαγάνδα και το ναζιστικό κόμμα (NSDAP) άρχισε να καθιερώνεται ως μαζικό πλέον κόμμα στην πολιτική σκηνή. Η εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων αντικατοπτρίζεται και στη τέχνη. Στα έργα των Alfred Döblin „Berlin Alexanderplatz“ (1929) και Erich Kästner „Fabian – Die Geschichte eines Moralisten“ (1931) θεματοποιείται ο καθημερινός αγώνας επιβίωσης των λαϊκών στρωμάτων. Η πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ αριστεράς και φασισμού/εθνικοσοσιαλισμού λαμβάνει χώρα και στο πεδίο της τέχνης. Ο Kurt Tucholsky εκφράζεται το 1929 με το γνωστό „Deutschland, Deutschland über alles“ ενάντια στον εθνικισμό και το μιλιταρισμό. Με την κατάληψη της εξουσίας από τους εθνικοσοσιαλιστές το 1933 επήλθε σύντομα και το τέλος αυτής της πλούσιας πολιτισμικής περιόδου και η χώρα εισέρχεται στο πιο σκοτεινό κεφάλαιο της ιστορίας της.
Η πρώτη περίοδος (1921 – 1927)
Ο Νίκος Σκαλκώτας έρχεται το Σεπτέμβριο του 1921 στο Βερολίνο σε ηλικία 17 χρόνων. Εγγράφεται στην Ανώτατη Σχολή Μουσικής της Ακαδημίας των Τεχνών (Akademie der Künste) του Βερολίνου, στην τάξη του περίφημου Γερμανού βιολονίστα Willy Hess. Τον πρώτο χρόνο συγκατοικεί με τον Δημήτρη Μητρόπουλο, που βρίσκεται επίσης για σπουδές εκείνο το διάστημα στο Βερολίνο, σε ένα διαμέρισμα στην περιοχή Lankwitz. Η σχέση των δύο ανδρών θα περάσει ήδη από τότε μέσα από διάφορες φάσεις. Στα πρώτα χρόνια ο Σκαλκώτας δημιουργεί πολλές έντονες και επιστήθιες φιλίες. Γνωρίζει τον συνθέτη Γιάννη Κωνσταντινίδη, που θα γίνει με τον καιρό αδελφικός του φίλος και την Ουκρανίδα βιολονίστα Mathilde (Matla)Temko, από τη Ρίγα της Λετονίας, η οποία πέντε χρόνια αργότερα, το 1926, θα γίνει η πρώτη σύντροφος της ζωής του. Χωρίς να έχουν παντρευτεί επίσημα, θα αποκτήσουν μαζί δύο κόρες, εκ των οποίων η πρώτη θα χαθεί νωρίς και θα επιζήσει μόνο η Άρτεμις. Το 1931 η σχέση τους θα λήξει και η Temko θα εγκατασταθεί με την κόρη της μόνιμα στη Στοκχόλμη. Στον στενότερο κύκλο των φίλων του ανήκουν ακόμη, η βιολονίστα Νέλλη Ασκητοπούλου, από την οποία διασώθηκε μια πλούσια και αποκαλυπτική αλληλογραφία μαζί του και το ζεύγος Σκόκου (Αντώνης Σκόκος, Κατίνα Παρασκευά, και οι δυο τους πιανίστες).
Η αβερώφειος υποτροφία κάλυψε τις οικονομικές του ανάγκες τα δύο πρώτα χρόνια. Στα μέσα του 1923 ο Νίκος Σκαλκώτας διαπιστώνει ότι η καριέρα του βιρτουόζου βιολονίστα δεν του ταίριαζε και αποφασίζει να αλλάξει κατεύθυνση στις σπουδές του και να ασχοληθεί με τη σύνθεση. Παρά τις διάφορες υποσχέσεις και δεσμεύσεις – μέσω της υποτροφίας – για επαγγελματική σταδιοδρομία στην Ελλάδα ο Σκαλκώτας βλέπει τις προοπτικές του στο εξωτερικό, στον διεθνή χώρο και μάλιστα στους κύκλους της μοντέρνας μουσικής. Έτσι, ξεκινάει τον πρώτο χρόνο με δάσκαλο τον Robert Kahn και συνεχίζει με τον Kurt Weil (1924-1925) και τον Philipp Jarnach (1926-1927), ώσπου τον Σεπτέμβρη του 1927 πηγαίνει στον Arnold Schönberg στον οποίο, μετά από τέσσερα χρόνια θα ολοκληρώσει τις σπουδές του.
Στην περίοδο αυτή ο Σκαλκώτας, για να εξοικονομήσει τα προς το ζην, γράφει ελαφρά μουσική της εποχής, εργάζεται ως πιανίστας σε αίθουσες βωβού κινηματογράφου και σε διάφορα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης ή κάνει ενορχηστρώσεις για τη μουσική εταιρεία Odeon. Επίσης, περιστασιακά, τον υποστηρίζει οικονομικά και η ευκατάστατη βερολινέζικη εβραϊκή οικογένεια Salomon. Κάτω από γενικά δύσκολες συνθήκες, ο Σκαλκώτας αγωνίζεται να επιβιώσει, να σπουδάσει και να γίνει γνωστός στους κύκλους της σοβαρής μουσικής.
Σε μια επιστολή του προς τη Νέλλη Ασκητοπούλου στις Βρυξέλλες, το καλοκαίρι του 1925, γράφει
“Μου μιλάς για τα νέα μου και μ’ευχαριστείς για τα νέα μου και λυπάσαι ταυτόχρονα για τα νέα μου. Να πάλι που αρχίζει να ροδίζει ο ουρανός μου και μάλιστα κάτω από καλύτερες περιστάσεις. Είπαμε: ο Σκαλκώτας δεν πάει χαμένος! Δεν ξέρω τι μέσα διάλεξα αυτή τη φορά, μα πάντως μέσα στο νόμο, της αξιοπρέπειας κ’ εγωϊσμού. Με καταλαβαίνεις. Σου μιλάω για το καινούργιο μου Engagement, είναι θαυμάσιο σε πληρωμή, φρίκη όμως σε δουλειά. Το κεφάλι στα πόδια και σιωπή! Και αν κάθε βράδυ μου φαίνεται ένας χρόνος, κι’ ο χρόνος αυτός ατέλειωτος και ο Σκαλκώτας στη μέση γελοίος ή να διευθύνει ή να παίζει δεν έχω παρά να στέλνω τον εφιάλτη αυτό μακρυά, να στέλνω την σκέψη μου γιομάτος ελπίδα στο μέλλον και να υπομένω”.
Στο διάστημα αυτό τον απασχολεί και η σκέψη να μετοικήσει στην Αμερική. Σε μιαν άλλη επιστολή του από το Βερολίνο προς τη φίλη του Νέλλη, το Νοέμβριο του1925, διαβάζουμε:
“Είμουνα πραγματικά όλο τον καιρό νευρικός / μπορείς άλλωστε και συ να συλλογισθείς την ανευχάριστο θέση μου / [μόνο] εδώ να μην έχω άλλην έννοια και να μην μπορώ άλλο τίποτα να σκεφθώ παρά τη Ζωή! Φρίκη! Ας είναι! Τον τελευταίο καιρό στριφογυρίζει πάλι στο μυαλό μου η ιδέα της Αμερικής και σήμερα δεν ξέρω πώς βρέθηκα έτσι απογοητευμένος και έγραψα σ’ έναν φίλο μου γιατρό αν υπήρχε τρόπος να με πάρη κοντά του. Αυτός που μου είχε προ 2 ετών [τότε] εκείνο το engagement προσφέρει.”
Το 1925 ταξιδεύει σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, όπως τις Βρυξέλλες, τη Βιέννη, το Σάλτσμπουργκ καθώς και σε άλλες περιοχές στη νότια Γερμανία. Η παράπλευρη βιοποριστική μουσική ενασχόλησή του θα αφήσει αισθητά σημάδια σε αρκετά από τα μετέπειτα έργα του. Σε τέσσερα έργα του, για παράδειγμα, που σώζονται από την περίοδο μαθητείας του στον Kurt Weil είναι χαρακτηριστικές οι αναφορές στη Τζαζ. Η προσωπική εντύπωση που αφήνει στον δάσκαλό του Jarnach, είναι αυτή ενός ″μάλλον αποτραβηγμένου, συνεσταλμένου, λιγομίλητου″ νέου. Οι δημιουργικές ικανότητες του μαθητή του, όμως, θα τον εντυπωσιάσουν σύντομα και θα αναγνωρίσει το μουσικό χάρισμά του. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που αφηγήθηκε ο Jarnach στον μετέπειτα βιογράφο του Σκαλκώτα, Γιάννη Παπαϊωάνου:
″Κάποτε του ζήτησα να μου φέρει ένα κομμάτι για ορχήστρα. Μου τόφερε στο επόμενο μάθημα. Κοίταξα την παρτιτούρα. Η πρώτη άμεση αντίδρασή μου: «Είναι υπερβολικά πυκνό, αραίωσε κάπως την ενορχήστρωση» του υπέδειξα. Δεν είπε τίποτα. Το επόμενο μάθημα μου φέρνει τη διορθωμένη, αραιωμένη παρτιτούρα. Την κοιτάζω. Κάτι δεν μου πήγαινε. « Έχεις την παλιά παρτιτούρα;» τον ρώτησα. «Και βέβαια» μ’ απάντησε και μου την έδωσε. Η παλιά όμως παρτιτούρα δεν ήταν υπερβολικά πυκνή όπως την είχα χαρακτηρίσει. Διαπίστωνα δηλαδή, πως ο Νίκος Σκαλκώτας είχε δίκιο κι εγώ άδικο. Ήταν γραμμένη σε πολλαπλά, επάλληλα ηχητικά επίπεδα και μ’ αυτή την αντίληψη, λειτουργούσε αξιοθαύμαστα.″
H δεύτερη περίοδος (1927 – 1933)
Με την ολοκλήρωση των σπουδών στον Philipp Jarnach, (Μάιος/Ιούνιος 1927) ο Σκαλκώτας αποφασίζει, μετά από παρότρυνση των επιστήθιων φίλων του, των αδελφών Rudi και Walter Goehr, να εγγραφεί στην τάξη του Arnold Schönberg, ο οποίος είχε έρθει πριν δύο χρόνια από την πατρίδα του τη Βιέννη στο Βερολίνο, ως καθηγητής σύνθεσης στην Ακαδημία των Τεχνών.
Ο Schönberg είχε από τις αρχές της δεκαετίας του ’20 συνδέσει το όνομά του με την ανάπτυξη της πρωτοποριακής τεχνικής του δωδεκαφθογγισμού, (Methode mit zwölf nur aufeinander bezogenen Tönen). Πρόκειται για μια μέθόδο μουσικής σύνθεσης που βασίζεται στη χρήση μιας επιλεγόμενης διαδοχής των 12 φθόγγων του δυτικού μουσικού συστήματος. Η εκάστοτε διαδοχή των φθόγγων που επιλέγεται από το συνθέτη ονομάζεται «δωδεκάφθογγη σειρά» ή απλώς «σειρά». Η επιλογή, επεξεργασία και χρήση της σειράς έχει ως στόχο την κατάργηση των ιεραρχικών φθογγικών σχέσεων της τονικής μουσικής.
Στην τάξη του Schönberg φοιτούν μεταξύ άλλων οι Walter και Rudi Goehr, Norbert von Hannenheim, Erich Schmid, Winfried Zillig και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα ένας άλλος Έλληνας, γεννημένος στη Λειψία, ο Χαρίλαος Περπέσας. Με πολλούς από τους συμφοιτητές του ο Σκαλκώτας αναπτύσσει θερμές φιλίες, παίζει συχνά μουσική μαζί τους ή διοργανώνουν διάφορα Happenings, όπου εκδηλώνει ολοένα και εντονότερα το μεσογειακό ταμπεραμέντο του. Ένας από τους συμμαθητές του στην τάξη του Schönberg, o Erich Schmid αναφέρει:
″Θυμάμαι έναν ιδιαίτερα αξιαγάπητο και πολύ προικισμένο άνθρωπο, όχι μόνο συνθέτη αλλά και εξαιρετικό βιολιστή. Από μέσα του έβγαινε κάτι από νοτιοευρωπαϊκή ζεστασιά και η μουσική του, που αντικατόπτριζε αυτό το πράγμα, με άγγιζε περισσότερο από αυτή του Hannenheim. […] Την ημέρα της Πεντηκοστής του 1931, ο Νίκος με προσκάλεσε στο όμορφο διαμέρισμά του. Ήταν, όπως θυμάμαι, μια ηλιόλουστη μέρα. Για μένα, που εκείνη την εποχή δεν ήμουν και καλομαθημένος, υπήρξε μια αξέχαστη απόλαυση το γεύμα, με ένα θαυμάσιο ψητό κοτόπουλο, με ειδικά μαγειρευμένο ρύζι και άλλα καρυκεύματα! Δεν έλειψε βέβαια και η μουσική. Ο Σκαλκώτας μου έδειξε το 1ο Κονσέρτο για πιάνο, το οποίο επεξεργαζόταν. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και θυμάμαι ότι ήδη από τότε θαύμαζα την ζεστασιά και τον συγκινησιακό χαρακτήρα αυτής της μουσικής. ″
Η περίοδος με τον Schönberg είναι η πιο καθοριστική και η πλέον ευτυχισμένη της ζωής του. Κατ’ αρχήν, μια πλουσιοπάροχη υποτροφία από τον Μανώλη Μπενάκη τον απαλλάσσει για τέσσερα χρόνια από το άγχος του βιοπορισμού. Επίσης, την εποχή αυτή είναι ιδιαίτερα παραγωγικός, δημιουργεί σημαντικά έργα, τα οποία παίζονται, στα πλαίσια της Μουσικής Ακαδημίας, στο βερολινέζικο κοινό. Η υποδοχή των έργων του είναι θετική. Η εφημερίδα Deutsche Allgemeine Zeitung – η οποία μαζί με τη Vössische Zeitung, τη Berliner Tageblatt και τη Frankfurter Zeitung συγκαταλέγονταν στις σοβαρότερες εφημερίδες του Ράιχ – σε μια κριτική για ένα κονσέρτο που έδωσε στις 29 Ιουνίου 1929, αναφέρει:
″Ο 25χρονος Έλληνας έγραψε ένα πολύ καλό κομμάτι, ένα κομμάτι με φρεσκάδα και αποφασιστικότητα, στιλιστικά ως μουσική δωματίου εντελώς ενιαίο. Και τα τρία του θέματα μαρτυρούν την εσωτερική λογική ενός ατόμου που έχει διαπαιδαγωγηθεί να σκέφτεται μουσικά, η ροή της επινόησης δε διακόπτεται πουθενά και η φόρμα είναι πολύ καθαρή.″
Το σπουδαιότερο όμως για τον Σκαλκώτα είναι, ότι έχει κερδίσει αυτή την εποχή, την εκτίμηση και την αναγνώριση του ιδιαίτερα απαιτητικού δασκάλου του. Ο Schönberg, όπως αναφέρει και ο μελετητής του σκαλκωτικού έργου Κωστής Δεμερτζής, θα εκφραστεί πολλές φορές με θαυμασμό για τον μαθητή του. Θα τον αποκαλέσει ″γεννημένο συνθέτη″, και θθα τον αναφέρει σε ένα άρθρο του, ανάμεσα στους λίγους μαθητές του, που έγιναν πραγματικοί συνθέτες. Επίσης, το 1932, ως μέλος μιας επιτροπής απονομής της υποτροφίας Μέντελσον, ο Schönberg/span> θθα προτείνει να δοθεί η υποτροφία στον Σκαλκώτα, με την αιτιολόγηση: ″Από το έργο του μπορεί κανείς να αντιληφθεί τι επιτρέπω και τι δεν επιτρέπω στους μαθητές μου. Αυτός ξεχωρίζει.”
Στο διάστημα αυτό η καλλιτεχνική περιέργεια του Σκαλκώτα είναι ανεξάντλητη. Θεωρώντας ότι ένας μοντέρνος μουσικός θα πρέπει να επιδιώκει ασταμάτητα μια σφαιρική μόρφωση, δηλαδή και από τους υπόλοιπους κλάδους της Τέχνης και των ανθρωπιστικών επιστημών, παρακολουθεί στο Πανεπιστήμιο Φιλοσοφία και Λογοτεχνία, ακόμη και Ιαπωνικά.
Η πρώτη αντιμετώπιση
Το πρώτο μουσικό παρόν στην Ελλάδα, μετά την έναρξη των σπουδών του στο Βερολίνο, έδωσε ο Σκαλκώτας μπροστά στο αθηναϊκό κοινό, το 1928, με μια ενορχήστρωση της Κρητικής Γιορτής του Μητρόπουλου. Το μουσικό κοινό εκδήλωσε θαυμασμό για το ενορχηστρωτικό ταλέντο του νεαρού και τις σπουδές του στο Βερολίνο. Τα δεδομένα αλλάζουν όμως, όταν το 1930, κατά τη σύντομη διαμονή του εκείνη τη χρονιά στην Αθήνα, παρουσίασε δείγματα της έως τότε συνθετικής του παραγωγής με δύο συναυλίες στις 23 και 27 Νοεμβρίου.
Όπως αναφέρει σχετικά ο Γιάννης Μπελώνης, λόγω της άγνοιας των ανθρώπων της μουσικής εκείνης της εποχής στην Ελλάδα για τον δωδεκαφθογγισμό, ύφος γραφής που επικρατούσε εκείνη την εποχή στην Ευρώπη, οι πρώτες αντιδράσεις, χαρακτηρίστηκαν από αμηχανία, για να εξελιχτούν μέσα από μια ανάλογη σύγχυση, σε σκληρή κριτική, αποδοκιμασία και χλευασμό. Η νεωτεριστική τεχνοτροπία που παρουσίαζε για πρώτη φορά ο Σκαλκώτας αντιμετωπίστηκε από τον Τύπο της εποχής με δυσμένεια, χρησιμοποιώντας πολύ βαρείς χαρακτηρισμούς και θέτοντας υπό αμφισβήτηση όχι μόνο το ταλέντο του Σκαλκώτα αλλά ακόμα και την ποιότητα των σπουδών του στο εξωτερικό. Ενώ ο Σκαλκώτας ως μαέστρος, κρίνεται από τον Tύπο της εποχής με συμπάθεια, προσδοκώντας για αυτόν λαμπρό μέλλον σ’ αυτόν τον τομέα, οι κριτικές για τη συνθετική ικανότητά του (στη παρουσίαση των δικών του έργων) ήταν εντελώς προσβλητικές. Ο Ιωάννης Ψαρούδας έγραφε στο Ελεύθερον Βήμα:
″Η αμηχανία μου είνε μεγάλη προκειμένου να γράψω για ό,τι ακούσαμε και πως το ακούσαμε στη χθεσινή πρώτη λαϊκή συναυλία της […] ορχήστρας του ωδείου Αθηνών. Περιμέναμε με μεγάλη περιέργεια και με διάθεσι να χειροκρωτήσωμεν τον νεαρό κ. Σκαλκώταν, αριστούχον του ωδείου Αθηνών […]. Ως συνθέτη θα ήταν τολμηρόν να κρίνωμε τον συμπαθή μουσικόν από ό,τι δικό του ακούσαμε χθες. Το Κοντσέρτο, για ορχήστρα πνευστών οργάνων αποτελεί κατόπιν μιας πρώτης ακροάσεως ένα γρίφον, μίαν πρόκλησιν προς την αντίληψιν του κοινού και προς πάσαν καλαισθησίαν και πάντα ορθολογισμόν. Μου φαίνεται ότι είναι δύσκολο να ακούση κανείς ασχημότερο πράγμα.″
Το ίδιο σκληρά αναφέρεται στην κριτική της στις 29.11.1930 η Σοφία Σπανούδη για τον νέο συνθέτη, γράφοντας ότι ″η υπομονετική αδιαφορία και η απογοήτευση του κοινού είναι ο ασφαλέστερος γνώμων της «μη αξίας» […] των έργων αυτών. […] [Ο Σκαλκώτας] είνε απλώς μια περίπτωσις, πολύ συνηθισμένη μάλιστα περίπτωσις στους καιρούς μας του πλήρους μουσικού εκτροχιασμού και της αρνητικής ισοπεδώσεως της τέχνης. Είνε ένας αιρετικός διά την αγάπην της αιρέσεως, και προ παντός διά την άρνησιν της μουσικής ορθοδοξίας. Αν προσθέσωμεν σ’ αυτό και την απόλαυσιν της εκζητήσεως του καινοφανούς και του καινοτρόπου για να ξαφνίσει τους αγαθούς αστούς και τους ανίδεους μουσόφιλους, έχομεν πλήρη τον χαρακτηρισμόν του Σκαλκώτα… ″
Στη Καθημερινή της 30ής Νοεμβρίου σε ανυπόγραφο κείμενο για τη συναυλία της 23ης Νοεμβρίου, το έργο του Σκαλκώτα χαρακτηρίζεται ως ″εισβολή των βαρβάρων″ την ″οποία αρνούμεθα να παρακολουθήσωμεν μετά τινός σοβαρότητος και παραιτούμεθα παντός άλλου σχολίου επί του τερατουργήματός του″.
Παρόλα αυτά εκτός από τα αρνητικά δημοσιεύματα, υπήρξαν και κριτικές στις οποίες οι γράφοντες αναγνώρισαν το μεγάλο ταλέντο του Σκαλκώτα, άσχετα αν διαφωνούσαν με τη συνθετική του τεχνοτροπία ή δεν μπορούσαν να κατανοήσουν το συγκεκριμένο τρόπο γραφής. Για παράδειγμα, ο Μανώλης Καλομοίρης έγραφε στο Έθνος:
″Δυστυχώς, από το έργο του κ. Σκαλκώτα ομολογώ πως δεν κατάλαβα τίποτε. Iσως να μην φταίη ο κ. Σκαλκώτας, αλλά να φταίη η δική μου μουσική αντίληψη. Tα ζητήματα της μουσικής είνε τόσο περίεργα, ώστε δεν θα μου φαινότανε περίεργο αν μετά είκοσι χρόνια είχαμε τόσο συνηθίση στην τεχνοτροπία του κ. Σκαλκώτα, ώστε η μουσική του να φαίνεται ανώδυνη μπρος στη μελλοντική μουσική των διαδόχων του. […] Γι’ αυτό κι εγώ δεν μπορώ να είμαι κατηγορηματικός και δεν νομίζω ότι θα έπρεπε να καταδικάσω απόλυτα μια μουσική για μόνο το λόγο πως δεν την κατάλαβα. […] Αυτά τα γράφω γιατί ο κ. Σκαλκώτας ασφαλώς δεν είνε τυχαίος μουσικός..″
Στο ίδιο πνεύμα η Βραδυνή (24.11.1930) έγραφε: ″[…] το «έργον διά πνευστά όργανα» του κ. Σκαλκώτα φυσικά ήταν δύσκολο «να σταθή». Ας μην απογοητευθή ως εκ τούτου ο κ. Σκαλκώτας αν το κοινό υπεδέχθη με ψυχρότητα την εκτέλεσι της συνθέσεώς του. Δεν έχει συνειθίση το αθηναϊκό κοινόν και εις την υπερμοντέρνα μουσική″ .
Η αντίδραση του Σκαλκώτα στα ειρωνικά σχόλια του ελληνικού Tύπου διατυπώθηκε μέσω του περιοδικού Μουσική Ζωή λίγους μήνες αργότερα (31.3.1931), αφού είχε επιστρέψει στο Βερολίνο. Ο κατά γενική ομολογία πράος και φιλήσυχος Νίκος Σκαλκώτας επιτέθηκε για πρώτη φορά με σκληρή γλώσσα στις σφοδρές κατηγορίες που δέχτηκε από τον αθηναϊκό Tύπο, αντιδρώντας μ’ έναν τρόπο εντελώς ασυνήθιστο για το χαρακτήρα του.
Για τους μουσικοκριτικούς υποστηρίζει ότι μόνο στην Ελλάδα κατέρχονται ″εις την χαμηλήν κλίμακα των ιδιωτικών προσωπικών ζητημάτων″, ενώ ″η πλειοψηφία της ελληνικής μουσικοκριτικής δηλ. Αθηναϊκής, αντιπροσωπεύεται από ερασιτέχνας ή μη μουσικούς. […] Αυτά που συμβαίνουν στην πρωτεύουσά μας δεν συμβαίνουν ούτε εις μίαν φυλήν μαύρων…″
Στη συνέχεια, για τις αρνητικές κριτικές που δέχτηκε ο ίδιος, γράφει: ″Δεν κρίνεται δηλαδή, το έργον τέχνης αυτό καθ’ εαυτό, κρίνεται ο συνθέτης μόνον, και βέβαια ανάλογα με την προσωπική του ιδιοσυγκρασία! […] Κανείς απ’ τους μουσικοκριτικούς μας δεν εμελέτησε, ούτε καν αντίκρυσε εκ του πλησίον έργον δικό μου. Και γεννάται το ερώτημα: πως είναι δυνατόν σε πρώτην ακρόασιν πολυπλόκου συγχρόνου έργου, να παρακολουθή ή τάδε κυρία ή ο κ. τάδε ανίδεος κριτικός αλανθάστως και να σχηματίση αποφασιστικήν επ’ αυτού γνώμη;. […] Δεν μπορούν, λοιπόν, τοιούτου είδους φιλολογικαί εξάρσεις να ονομασθούν και κριτικαί. Θα μπορούσαν ίσως να φέρουν το όνομα των επιπολαίων και επιφανειακών εντυπώσεων. Αλλά, εντύπωσις δεν είναι κριτική. Σκοπός και αποστολή της κριτικής, είναι να κρίνη το έργον τέχνης αυτό καθ’ εαυτό και όχι να διατυπώση την πνευματικήν τάσιν αυτού. Οι περισσότεροι των κριτικών ενδιαφέρονται και ασχολούνται μόνον με το τελευταίο. Σκοπός […] και αποστολή της κριτικής δεν είναι να δημιουργή ιστορίαν της μουσικής τριγύρω της, αλλά να ξεχωρίζη, προ παντός, εις τα διάφορα έργα την απομίμησιν (reproduktion) απ’ την πραγματική δημιουργίαν. Ολίγοι των κριτικών μπορούν ν’ ακολουθήσουν αυτό το δρόμο.″
Ο Σκαλκώτας έμεινε σε συνεχή επαφή με τον Schönberg έως το καλοκαίρι του 1931, οπότε και απέκτησε το δίπλωμα σύνθεσης. Λίγο μετά, παρουσιάζεται μια εντελώς απροσδόκητη μεταβολή στον χαρακτήρα του. Αποφασίζει δηλαδή, χωρίς καμιά εξήγηση, να διακόψει τις σχέσεις προς όλα τα πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος και ταυτόχρονα παύει να γράφει μουσική. Οι αιτίες αυτής της αλλαγής έχουν αποδοθεί σε διάφορους παράγοντες, όπως η λήξη της υποτροφίας Μπενάκη, η επαγγελματική αβεβαιότητα μετά το τέλος των σπουδών, πιθανές προστριβές στη σχέση του με την συμβία του ή ακόμη και καθαρά παθολογικοί λόγοι κατάθλιψης. Λόγω αυτής της απομόνωσης είναι πολύ λίγα στοιχεία γνωστά από τη υπόλοιπη ζωή του στο Βερολίνο, μέχρι δηλαδή το 1933. Βέβαιο είναι ότι η συμβία του η Temko αναχωρεί απογοητευμένη με την κόρη τους για τη Στοκχόλμη. Επίσης οι επαφές του με τον Schönberg, είναι το διάστημα αυτό ελάχιστες.
Η επιστροφή
Τον Μάιο του 1933 ο Σκαλκώτας γυρίζει στην Ελλάδα. Εγκαταλείπει το Βερολίνο σχεδόν «σκαστός», αφήνοντας στη σπιτονοικοκυρά του όλα τα μουσικά του χειρόγραφα, την πλούσια βιβλιοθήκη του και τα υπάρχοντα του, ως ενέχυρο για τα χρέη του. Δεν είναι εξακριβωμένο, αν οι λόγοι της απότομης επιστροφής είναι περισσότερο πολιτικοί ή προσωπικοί. Οι Ναζί βρίσκονται πλέον στην εξουσία και έχουν αρχίσει τους διωγμούς των Εβραίων, των αριστερών καθώς και της μοντέρνας τέχνης και μουσικής. Έτσι οι δάσκαλοι του Schönberg (Εβραίος) και Kurt Weil (σοσιαλιστής) όπως και πολλοί πρώην συμφοιτητές του εγκαταλείπουν τη χώρα. Η οικονομική του κατάσταση χειροτερεύει ολοένα και περισσότερο ενώ δεν αποκλείεται να δέχεται πρόσθετη πίεση από την εκκρεμότητα της εκπλήρωσης της στρατιωτικής του θητείας στην Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση, ο Σκαλκώτας δεν θα ξαναδεί ποτέ πλέον το Βερολίνο και τη Γερμανία. Ένα σημαντικό κομμάτι από τα 70 περίπου έργα που έγραψε κατά την περίοδο αυτή, θα χαθεί.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο Σκαλκώτας θα μπορέσει μόνο μετά από δυο χρόνια να απαλλαγεί από την κατάθλιψη που τον βασάνιζε τελευταία και στην Γερμανία. Επίσης, διάφορες ίντριγκες που κυριαρχούσαν την εποχή εκείνη στο μουσικό κατεστημένο της Ελλάδας, τον κρατούν στο περιθώριο. Με τον καιρό θα συμβιβαστεί με την ιδέα, ότι τα προχωρημένα έργα του δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά στο τοπικό μουσικό περιβάλλον, γι αυτό και κρατούσε την δημιουργία τους μυστική. Η επαγγελματική του απασχόληση σαν βιολονίστας στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, στην Εθνική Λυρική Σκηνή και στην Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας του παρέχει τους αναγκαίους πόρους, ώστε να ζήσει αξιοπρεπώς στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου. Συνθέτει στην Αθήνα, έως το τέλος της ζωής του, πυρετωδώς και αποκομμένος από τον γύρω του κόσμο, περίπου 100 έργα, γραμμένα σε διαφορετικές μουσικές γλώσσες (τονικά, ατονικά, δωδεκαφθογγικά), με ποικιλόμορφες επιρροές από την ελληνική λαϊκή παράδοση και χωρίς οποιαδήποτε επαφή με το μουσικό γίγνεσθαι του υπόλοιπου δυτικού κόσμου. Μέσα σ’ αυτά τα έργα του ξεχωριστή θέση κατέχουν οι 36 Ελληνικοί χοροί, το Τρίτο κοντσέρτο για πιάνο, και Η Επιστροφή του Οδυσσέα. Το 1946 παντρεύεται την πιανίστα Μαρία Παγγαλή και η ζωή του δείχνει, μετά από έντονες εσωτερικές τρικυμίες, να μπαίνει σε μια ομαλή τροχειά.
Επίλογος
Αναζητώντας κάποια ίχνη από τη έντονη ζωή του Νίκου Σκαλκώτα στο Βερολίνο, βρέθηκα στο Αρχείο της Ακαδημίας των Τεχνών στη Robert-Koch-Platz στο κέντρο του Βερολίνου. Μετά από σχετική έρευνα είχα ανακαλύψει, ότι στο μουσικό τμήμα του αρχείου φυλάσσονται δύο επιστολές του Σκαλκώτα προς τον στενό φίλο του, από την εποχή του Βερολίνου, Walter Goehr. Θα βρω άραγε εκεί κάποιο καινούργιο στοιχείο, κάποια άγνωστη, ίσως, μέχρι σήμερα μαρτυρία του συνθέτη; Το γωνιακό και σχετικά πρόσφατα ανακαινισμένο κτήριο του Αρχείου, με τις μονότονες προσόψεις, δεν προϊδεάζει ιδιαίτερα τον επισκέπτη. Μια ευγενέστατη υπάλληλος μου φέρνει στο αναγνωστήριο έναν θαλασσί χαρτοφύλακα με τα δύο γράμματα. Η πρώτη επιστολή φέρει την ημερομηνία: 30 Αυγούστου 1947. Το μελάνι σε πολλά σημεία διαπερνά το συνηθισμένο χαρτί αλληλογραφίας της εποχής, μουτζουρώνοντας, που και που, και την πίσω μεριά της σελίδας. Οι λέξεις γεμίζουν ασφυκτικά τις σειρές από τη μια άκρη ως την άλλη. Μια παράξενη μουσική αναδύεται μέσα από το κιτρινισμένο χαρτί, νότες παραπονιάρικες και δωδεκάφθογγες σειρές αρχίζουν να στροβιλίζονται στον αέρα σαν τρελαμένες νύμφες, γλιστρούν μέσα από τα παράθυρα του αναγνωστηρίου και ξεχύνονται στους δρόμους της γερμανικής μητρόπολης. Χάνονται στα στενά του Lankwitz και στις λεωφόρους του Charlottenburg, χαζεύουν για λίγο στο Romanisches Café, απέναντι από τη Gedächtniskirche, τους διανοούμενους και καλλιτέχνες που συζητούν ζωηρά, λικνίζονται σκερτσόζικα στους ρυθμούς της Jazz και του Charleston στα νυχτερινά καμπαρέ, για να στήσουν στο τέλος ξέφρενο χορό στην Pariser Platz, μπροστά από την Πρωσική Ακαδημία των Τεχνών: με τον Χωστιανό, τον Μακεδονικό, τον Αρκαδικό, τον Μαζωχτό, τον Χιώτικο, τον Ηπειρώτικο και τόσους άλλους ελληνικούς χορούς…
Παρατηρώ την ημερομηνία της δεύτερης επιστολής: 24 Αυγούστου 1949. Σε λίγες μέρες έληγε στην Ελλάδα ο τραγικός εμφύλιος πόλεμος, πάνω στις κορυφές του Γράμμου και του Βίτσι. Ο Νίκος Σκαλκώτας βρίσκονταν εκείνο τον καιρό σε μια δημιουργική και σχετικά αισιόδοξη περίοδο της ζωής του. Είκοσι πέντε μόνον ημέρες αργότερα, τη νύχτα δηλαδή της Κυριακής προς τη Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 1949 και ενώ περίμενε από μέρα σε μέρα τη γέννηση του δεύτερου παιδιού του, άφηνε την τελευταία του πνοή μέσα στο χειρουργείο ενός αθηναϊκού νοσοκομείου από τις συνέπειες της περίσφιξης μιας κήλης, την οποία είχε παραμελήσει για μεγάλο διάστημα. Ο ίδιος έφυγε αγνοημένος και πικραμένος, το έργο του όμως, αργότερα, θα εκτοξεύσει το όνομα του στο Πάνθεον των σπουδαιότερων μοντέρνων δημιουργών της ευρωπαϊκής μουσικής.
* Οι ιστορικές φωτογραφίες του Νίκου Σκαλκώτα προέρχονται από το αντίστοιχο βιβλίο του Γ. Παπαϊωάννου, τα αποσπάσματα των επιστολών του προς τη Νέλλη Ασκητοπούλου από το άρθρο του Κ. Δεμερτζή και των κριτικών του αθηναϊκού Τύπου από το άρθρο του Γ. Μπελώνη.
Πηγές:
Γιάννης Τ. Παπαϊωάννου: Νίκος Σκαλκώτας – Μια προσπάθεια είσδυσης στον μαγικό κόσμο της δημιουργίας του. Εκδόσεις Παπαγρηγορίου-Νάκας, Αθήνα 2004.
Κωστής Δεμερτζής: Αναφορά στη διεθνή διάσταση της Σκαλκωτικής βιογραφίας. Τιμητικός τόμος Αρχιεπισκόπου Δημητρίου. Εκδόσεις Ευνομία, Αθήνα.
Εφημερίδα Καθημερινή 19/9/2004, Αφιέρωμα στον Νίκο Σκαλκώτα (στο ένθετο περιοδικό Επτά Ημέρες), μεταξύ άλλων:
Αλέκα Συμεωνίδου: Ο Σκαλκώτας και η εποχή του
Γιάννης Μπελώνης: Οι πρώτες εντυπώσεις της κριτικής.
Γιώργος Ζερβός: Η μουσική γλώσσα του Νίκου Σκαλκώτα.
Υστερόγραφο
Κατά τη διάρκεια της έρευνας σε διάφορα αρχεία της γερμανικής πρωτεύουσας για τη ζωή του Σκαλκώτα, εντοπίστηκε η τελευταία κατοικία του στο Βερολίνο. Με αφορμή την 60η επέτειο του θανάτου του (Σεπτέμβριος 2009), ο Σύλλογος ΕΞΑΝΤΑΣ του Βερολίνου ανέλαβε την πρωτοβουλία να αναρτηθεί μια αναμνηστική πλάκα στην πρόσοψη της κατοικίας του στην οδό Nürnberger Str. 19 στο δημοτικό διαμέρισμα Wilmersdorf της πόλης. Υποστηρικτή στην προσπάθειά του αυτή βρήκε την Ελληνική Πρεσβεία και την Ιστορική Επιτροπή Βερολίνου (Historische Kommission Berlin). Στις 30 Μαρτίου 2010 σε μια σεμνή τελετή και με την παρουσία του Έλληνα Πρέσβη κ. Αναστασίου Κριεκούκη, τοποθετήθηκε στην είσοδο του κτηρίου ειδική πορσελάνινη πινακίδα, στην οποία αναγράφεται:
Εδώ έζησε και δημιούργησε από το 1929 έως το 1933 ο συνθέτης και βιρτουόζος του βιολιού ΝΙΚΟΣ ΣΚΑΛΚΩΤΑΣ (21.3.1904 – 19.9.1949). Ο μαθητής του Άρνολντ Σένμπεργκ ανέπτυξε μια δική του τεχνική δωδεκαφθογγισμού και ανανέωσε με αυτή την ελληνική σοβαρή μουσική. Στη σύντομη ζωή του δημιούργησε ένα εκτενές έργο με ιδιαίτερο στιλιστικό πλούτο. (έργα:) «Η επιστροφή του Οδυσσέα», «Ελληνικοί χοροί για ορχήστρα».