γράφει ο Απόστολος Θηβαίος.
Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ
Η αντίθετη ροπή που υπονοεί ο Νικάνορ Πάρρα, τα ποιήματα και τ΄αντιποιήματα συγκροτούν μια τεράστια σχέση μ’ εκείνο που σήμαιναν τα λόγια του Μιχάλη Κατσαρού, όταν έβαλε Κατά Σαδδουκαίων. Η αιτία για τις δηλώσεις του Πάρρα ήταν πως δεν υπήρξε ποτέ άλλος τρόπος για να αποκρυσταλλωθεί ο ιδιαίτερος χαρακτήρας, η ατμόσφαιρα ενός ολόκληρου κόσμου, όπως συνέβη με τον ιθαγενή ρεαλισμό του ίδιου και όσων ακολούθησαν αυτή τη διάθεση στην ιδιαίτερη του πατρίδα. Ο Κατσαρός απ΄αντίθετους δρόμους φθάνει στα ίδια εδάφη αναγνωρίζοντας στην ποίηση κάτι πέρα απ΄την αναπαραστατική της λειτουργία. Μιλούμε για το γεγονός της ποίησης, ένα συμβάν πέρα ακόμη απ΄το ίδιο το ποίημα και την υποκειμενικότητά του. Μ΄άλλα λόγια οι δύο αυτοί σπουδαίοι ποιητές στάθηκαν μια αφορμή γι΄αυτό το κείμενο επειδή πρότειναν μια ποίηση στραμμένη δίχως αμφιβολία στη σπουδή της ίδιας της ζωής. Είτε γιατί έτσι ερμηνεύονται οι καιροί, είτε γιατί οι λέξεις μπορούσαν πάντα ν΄αποδώσουν μ΄επάρκεια μια στιγμή ή μια ουσία ο Πάρρα και ο Κατσαρός συναντιούνται αναπάντεχα. Στο τέλος του καλοκαιριού, πριν ξεκινήσει μια ακόμη επίπονη περίοδος παρουσιάσεων και εκδοτικών γεγονότων, συλλογίζεται κανείς ποιο είναι εκείνο το στοιχείο που θα΄θελε να λάμψει, καινούριο, σύγχρονο μες στο σοφό πια βλέμμα της ελληνικής ποίησης.
Η γενιά του 1970 δεν έχει πάψει. Εξακολουθεί με την ίδια εσωτερικότητα όπως και πριν, πραγματοποιεί τολμηρές αφαιρέσεις. Τρέφεται απ΄το ιστορικό, νεοελληνικό υλικό, αντλεί τη θεματολογία της και εξαντλεί τα πεδία της κριτικής για το συντελεσμένο έργο. Η μεταφραστική δραστηριότητα στην ακμή της προσφέρει στην ελληνική ποίηση όλα εκείνα τα σύγχρονα στοιχεία που καλλιεργούνται. Το κοινό και οι συγγραφείς μπορούν ελεύθεροι να πειραματίζονται, εξελίσσοντας τις γρήγορες τάσεις του καινούριου αιώνα. Στα πλαίσια της γρήγορης όρασης και της θορυβώδους εποχής η ελληνική στιχουργική προσαρμόζεται εξαίρετα, κατευθυνόμενη διαρκώς προς την αφαίρεση. Ο όρος μοιάζει ανεξάντλητος, αν αναλογιστεί κανείς τα ποικίλα πορτραίτα που εννόησε ο Βαλερύ. Η αγωνία για το ριζοσπαστισμό στο νόημα και τη μορφή παραμένει φιλοδοξία αιχμής. Η νέα, ποιητική γενιά, αποστρέφεται εν μέρει τον ακαδημαϊσμό αλλά δύσκολα μοιάζει να ξεπερνά τη φόρμα. Είναι φυσική η δάνειστική πρακτική των νέων δημιουργών, όμως εδώ μιλούμε για μια ελληνική ποίηση δίχως καθορισμένα ρεύματα ή εκφραστικές συλλογικότητες η οποία αδυνατεί να αρθρώσει κάτι το διαφορετικό. Και αυτό γιατί όντας καταρραμένη από μια άποψη καλείται να βιώσει διαρκείς εποχές ήττας και εκτίμησης ακυρωμένων οραμάτων. Σ΄επίπεδο κοινωνικό ή πολιτικό, στο βαθμό τον οποίο αυτά τα δύο διαφοροποιούνται η αίσθηση παραμένει ίδια. Οι τρόποι για να τραγουδήσουμε αυτές τις εποχές είναι αναρίθμητοι. Όμως η ελληνική ποίηση βρίσκει καταφύγιο στο παρελθόν της, καθιερώνοντας διαρκώς πρότυπα. Ας πούμε πως πρόκειται για ένα είδος επιφανειακής αρχαιολατρίας, ένα αποτέλεσμα της επικαιροποίησης διαφορετικών κάθε εποχή μέτρων και σταθμών, για τα οποία τ΄αντίστοιχα ανάλογα υφίστανται μόνο ως ιστορικό υλικό. Τ΄ομολογουμένως λαμπερό παρελθόν της ελληνικής ποίησης συνιστά ένα ευρύ πεδίο μάθησης. Μέτρα, ελευθερίες, εναλλακτικές μορφές του φαινομένου, σύμπραξη τεχνών, επιρροές σ΄όλες τις αισθήσεις συνιστούν τα μέσα για τη διατύπωση διαφορετικών, ποιητικών φωνών μες στην ελληνική πραγματικότητα.
Το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για την ελληνική ποίηση παραμένει προσηλωμένο στα μεγάλα μεγέθη της. Οι νέες τάξεις των ποιητών οφείλουν να προσμένουν το δικό τους καιρό σε μερικές δεκαετίες από τώρα. Κάπως έτσι χτίζεται η απόσταση από το σύγχρονο, ποιητικό αποτέλεσμα, αυτό δηλαδή που συγκρατεί την ατμόσφαιρα μιας εποχής. Το ελληνικό δράμα γνωρίζει από ψυχές, όμως αδυνατεί ακόμη να καταννοήσει πως η απτή πραγματικότητα θα μπορούσε να το καταστήσει υψηλότερο. Και έτσι αρνείται τον καιρό της ή τον περιγράφει αφαιρετικά, γεμάτο σύμβολα που δεν ονομάζουν τους αληθινούς ήρωες και τις φοβερές πληγές αυτής της εποχής. Τίποτε το γοητευτικό ή το συναρπαστικό δεν υφίσταται ως στοιχείο της εποχής μας. Όμως αυτή ακριβώς η απουσία της ιστορικής κρισιμότητας είναι που παραχωρεί το δικαίωμα και την σπάνια ευκαιρία ν΄ανατρέξουμε στα σύγχρονα δράματα και τις σκηνογραφίες. Η τελική έκβαση του φουτουρισμού, οι αυξημένες νευρώσεις που συνοδεύουν τις διαστροφές μας δεν θα μπορούσαν να μας αφήσουν ασυγκίνητους. Και όμως ο δικός μας λόγος δεν επαρκεί ακόμη για να περιγράψει με την πιο απλή έννοια του όρου τη μεταβλητή εποχή μας. Η συνάρτησή της διαθέτει πια σπάνιους αγνώστους, όμως τα διαγράμματά της παραμένουν δυσανάγνωστα. Ο λόγος δήλωνε ο Πάουντ θα πεθάνει πριν τη δεύτερη χιλιετία. Φυσικά δεν εννοούσε το θάνατο των λέξεων, αλλά το τέλος της λογικής, τα ελαστικά όρια των προκλήσεων μες στα οποία αυτή καλείται να υπάρξει. Σημαίνει το ζητούμενο για να ειπωθούν ξανά τα πράγματα αλλά με μια άλλη γλώσσα, τροφοδοτημένη απ΄την εποχή και τα καινούρια οράματα. Η γενιά του ’70 θα συνεχίζει να καταλογογραφεί διαρκώς νέους ποιητές. Η απαράμιλλη εξωστρέφεια της εποχής, εκφρασμένη μ΄έναν ευρύτατο πεδίο μέσων δεν πρόκειται να επηρεάσει την κατάταξη των μελών της γενιάς.
Η εσωτερικότητα, ο καιρός της λαμπρής ατομικότητας όμως κάποτε θα εξαντληθεί. Η πρόκληση για την καινούρια ποίηση είναι να βρει ένα νέο λεξιλόγιο, μια άλλη ορολογία ικανή να εξειδικεύσει το στίγμα της με τον πιο καθοριστικό τρόπο. Δεν μιλούμε μονάχα για τα σύμβολα. Αυτά άλλωστε θα μας τα υποδείξει ο καιρός. Ο ίδιος που τ΄αποκαθηλώνει οριστικά μια άλλη στιγμή. Αυτό το κείμενο αφιερώνεται σ΄όσους δεν κατόρθωσαν ακόμη ν΄αποκαλύψουν τ΄όραμά τους, ν΄ανακαλύψουν την αληθινή ηλικία αυτού του κόσμου. Η ελληνική ποίηση έχει αποδείξει πως μπορεί να στρέψει τους καθρέφτες εντός, αναγορεύοντας τους χαμηλούς ορίζοντες της πόλης σ΄οράματα. Αν το κοινό δεν την προσέχει, δεν είναι που η ίδια δεν αφήνει κραυγές. Είναι γιατί εδώ και χρόνια παραμένει σε μια άλλη συχνότητα.
Να σημειωθεί πως ο αρθρογράφος ετούτου του πονήματος ποτέ δεν κατόρθωσε ως σήμερα τίποτε απ΄όσα οι δυο ποιητές της εισαγωγής πρότειναν. Ο τόπος ως αφορμή ενός έργου απαιτεί ψυχική σύνδεση, στοιχείο αμβλυμμένο μες στην παγκοσμιοποιημένη λογική της 2ης χιλιετίας. Όσο για τον Μιχάλη Κατσαρό εκείνο που ήθελε να πει είναι πως τα σύμβολα κάποτε οφείλουν ν΄αντλούν από το πιο αντιπροσωπευτικό για να υπάρξουν ως διαχρονικά. Μ΄αυτήν την έννοια μπορεί ν΄ανακαλέσει κανείς δημιουργούς όπως ο Παζολίνι, οι οποίοι παρέμειναν πιστοί, με κάθε κόστος στο πλήθος που αποτελεί τη μεγάλη στάθμη κάθε κοινωνίας και καθορίζει την έννοια του λαϊκού αισθήματος.
Μ΄άλλα λόγια μιλούμε πάντα για τον δικό μας, τον ήμερο και άγριο ρυθμό της ζωής που ακόμη δεν περιγράφεται. Αυτή είναι η ευγενής φιλοδοξία της ελληνικής ποίησης και η μόνη της δυνατότητα να διεκδικήσει μια ευκαιρία στη διαδραστικότητα, τη συνύπαρξη των μέσων που στοχεύουν στην ανάδειξη της αισθητικής του καιρού μας. Να δείξει το παραμύθι του Μπέικον που τόσο ωραία τονίζει ο ίδιος πως παραφρόνησε. Μ΄όρους ελληνικούς και τον επιλεγμένο, κατάλληλο σφυγμό. Την συγκεκριμένη διάθεση που συνεπάγεται η αφετηρία του νέου, ελληνικού αιώνα, προσμετρώντας κάθε διαμορφωτικό παράγοντα του περιβάλλοντος.
ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ
Κυρίες και κύριοι
Αυτή είναι η τελευταία λέξη μας
– Η πρώτη και τελευταία λέξη μας –
Οι ποιητές κατεβήκανε απ’ τον Όλυμπο.
Για τους παλιότερους
Η ποίηση ήταν ένα είδος πολυτέλειας
Για μας ωστόσο
Πρώτης ανάγκης είδος είναι:
Αδύνατο χωρίς αυτή να ζήσουμε.
Σ’ αντίθεση με τους παλιότερους
– Κι αυτό το λέω μ’ όλο το σέβας –
Εμείς υποστηρίζουμε
Ότι ο ποιητής δεν είναι αλχημιστής
Ο ποιητής είναι ένας άνθρωπος κι αυτός
Ένας χτίστης που χτίζει τον τοίχο του:
Ένας κατασκευαστής θυρών και παραθύρων.
Εμείς κουβεντιάζουμε
Σε γλώσσα καθημερινή
Σύμβολα καβαλιστικά δεν θέλουμε.
Κι ακόμη κάτι:
Ο ποιητής είναι εδώ
Για να μη γενεί στραβό το δέντρο.
Μια κοπέλα ανάμεσα στα στάχυα
Ή να μην είναι απολύτως τίποτε.
Τώρα λοιπόν, σ’ επίπεδο πολιτικό
Αυτοί, οι άμεσοι πρόγονοί μας,
Οι καλοί άμεσοι προγονοί μας
Διαθλάστηκαν και διασκορπίστηκαν
Περνώντας μεσ’ από πρίσμα κρυστάλλινο.
Κάποιοι απ’ αυτούς γίναν κομμουνιστές.
Εγώ δεν ξέρω αν πράγματι ήσαν.
Ας υποθέσουμε όμως ότι ήσαν.
Αυτό που ξέρω εγώ είναι το εξής:
Δεν υπήρξαν λαϊκοί ποιητές.
Υπήρξαν σεβάσμιοι μπουρζουάδες ποιητές.
Τα πράγματα πρέπει να λέγονται με τ’ όνομά τους:
Μονάχα ένας – δυο
Τη λαϊκή αγγίξανε καρδιά.
Όποτε βρίσκαν ευκαιρία
Εκφράζονταν με λόγο και με πράξη
Κατά της στρατευμένης ποίησης
Κατά της ποίησης του σήμερα
Κατά της προλετάριας ποίησης.
Ακόμη κι αν δεχτούμε κομμουνιστές πως ήσαν
Η ποίησή τους ήταν συμφορά
Σουρεαλισμός δεύτερο χέρι
Τρίτο χέρι παρακμή,
Σάπιες σανίδες ξεβρασμένες απ’ τη θάλασσα.
Ποίηση των επιθέτων
Ποίηση ρινική, λαρυγγική
Ποίηση αυθαίρετη
Ποίηση αντιγραμμένη από βιβλία
Ποίηση βασισμένη
Στην επανάσταση των λέξεων
Ενώ θα έπρεπε να βασίζεται
Στην επανάσταση των ιδεών.
Ποίηση φαύλου κύκλου
Για μισή ντουζίνα εκλεκτών:
“Απόλυτη ελευθερία έκφρασης”.
Σήμερα σταυροκοπιόμαστε απορώντας
Γιατί γράφανε αυτά τα πράγματα,
Για να τρομάξουν τον μικροαστό;
Άδικα χαμένος χρόνος!
Ο μικροαστός δεν αντιδρά
Παρά μονάχα όταν θίγεται η κοιλιά του.
Σιγά μη τον τρομάξουν με ποιήματα!
Τα πράγματα έχουν ως εξής:
Ενώ εκείνοι ήσαν
Υπέρ μιας ποίησης του δειλινού
Υπέρ μιας ποίησης της νύχτας
Εμείς προτείνουμε
Την ποίηση της αυγής.
Το μήνυμά μας είν’ αυτό:
Οι λάμψεις της ποίησης
Πρέπει να φτάνουν όμοια σ’ όλους
Η ποίηση επαρκεί για όλους.
Τίποτ’ άλλο σύντροφοι
εμείς καταδικάζουμε
– Κι αυτό το λέω σίγουρα με σέβας –
Την ποίηση του μικρού θεού
Την ποίηση της ιερής αγελάδας
Την ποίηση του μαινόμενου ταύρου.
Απέναντι στην ποίηση των νεφών
Εμείς στήνουμε
Την ποίηση της στέρεης γης
– Κρύα κεφαλή, ζεστή καρδιά
Είμαστε αποφασισμένοι στερεογηίτες –
Απέναντι στην ποίηση του καφενείου
Στήνουμε την ποίηση της φύσης
Απέναντι στην ποίηση του σαλονιού
Την ποίηση της δημόσιας πλατείας
Την ποίηση της κοινωνικής διαμαρτυρίας,
Οι ποιητές κατέβηκαν απ’ τον Όλυμπο.
μετάφραση: Αργύρης Χιόνης
από το βιβλίο “Nicanor Parra – Ποιήματα Επείγουσας Ανάγκης” εκδόσεις Γαβριηλίδης