Ο Ξένος στη Λογοτεχνία

24grammata.com/ Λόγος

Ζακ Γκωσρόν / Jacques Gaucheron (Γαλλία)

Είπατε «ξένος» . Τι είναι ξένο; Κατ’ αρχάς υπάρχει το αλλού, γεωγραφικά, ο απέραντος κόσμος έξω από τους ορίζοντες μας, ένας τόπος ξένος που βρίσκεται πέρα από το «σπίτι μας», που γνωρίζομε ότι υπάρχει μέσα απ’ τα βιβλία και τους χάρτες κι αντιστρόφως εμείς αποτελούμε ξένο τόπο για τον υπόλοιπο πλανήτη.
Ο ξένος τόπος αρχίζει στα φυσικά ή πολιτικά σύνορα εφ’ όσον η ανθρωπότητα συγκροτήθηκε αργά σε έθνη, για το χείρον ή το βέλτιον. Αυτή η ανθρωπότητα είναι αποτέλεσμα παλιών και φοβερών μεταναστεύσεων που συνοδεύονταν από έριδες, ανήκουστες βιαιότητες, πολέμους, ειρηνεύσεις κι αφομοιώσεις. Ένα ανακάτωμα πληθυσμών σπρωγμένων από την επιθυμία για επιβίωση, κατακτήσεις και δύναμη. Ήταν, ήδη από την αρχαιότητα, σύνηθες να θεωρούνται αυτοί που προέρχονταν από αλλού βάρβαροι ή άγριοι, που πρέπει να τους λεηλατήσουμε, να τους σκλαβώσουμε, να τους υποτάξουμε.
Παράλληλα υπήρχε, ακόμα υπάρχει, μια περιέργεια για τους ανθρώπους των άλλων τόπων που, στη λογοτεχνία, της χρωστάμε αναρίθμητες ταξιδιωτικές διηγήσεις, όπως για παράδειγμα την Οδύσσεια, τα γραφτά του Ηροδότου ή του Πλίνιου. Πιο πρόσφατα μας διηγήθηκαν τις ανακαλύψεις τους αυτοί οι ταξιδιώτες που εξερεύνησαν τ’ ανθρώπινα όπως ο Μονταίνιος (Montaigne), ο Λαμαρτίνος (Lamartine) ή ο Σατωβριάνδος (Chateaubriand).
Δεν ξεχνώ τα υπέροχα φανταστικά ταξίδια που ανακαλύπτουν, όπως του Σουίφτ (Swift), ανθρώπινα όντα πολύ παράξενα. Άλλοι συγγραφείς δημιουργούν με τη φαντασία τους κοινωνίες πιο ανθρώπινες από τις δικές μας.  Στις μέρες μας, άλλες μυθοπλασίες μας παρουσιάζουν όντα που ίσως κατοικούν το διαστρικό σύστημα. Σε κάθε περίπτωση η περιγραφή του παράδοξου μας ωθεί να αποστασιοποιηθούμε από τον εαυτό μας και από τον τρόπο ύπαρξης μας.
Πολλά παλιά και σύγχρονα μυθιστορήματα τοποθετούν τη δράση τους σ’ άλλες χώρες από τη δική μας και διεγείρουν την περιέργεια μας, να πάμε να δούμε αυτούς τους ξένους που ζουν διαφορετικά από μας. Αυτό αναμφίβολα συνετέλεσε στο να αναπτυχθεί ο τουρισμός, να δημιουργηθεί ο άνθρωπος περιηγητής, ο ξένος, περήφανος που είναι και παραμένει ξένος, λαίμαργος για τα πράγματα του παρελθόντος, μεθυσμένος απ’ τον εξωτισμό των ηθών και των τοπίων. Αποξενώνεται απ’ τη χώρα του, λένε. Όμως αυτή η απομάκρυνση απ’ τη χώρα συνδέεται με την υπέροχη κατάσταση των διακοπών …

Σιγά – σιγά η συμπεριφορά απέναντι στους ξένους, βάρβαρους ή άγριους, έχανε την υποτιμητική βιαιότητα της.  Αναμφίβολα η λέξη ξένος τρέφει πάντοτε μια αίσθηση διαφορετικού κι ίσως κατωτερότητας. Αλλά μου φαίνεται ότι τα ανέτρεψε όλα, τουλάχιστον στη λογοτεχνία, ο Ζαν – Ζακ Ρουσώ (Jean – Jacques Rousseau), με το «Λόγος για την ανισότητα» (Discours sur l’inégalité) το 1754, που στηρίζει την κριτική του για τις σύγχρονες κοινωνίες, στην απολογία του άγριου ανθρώπου, του καλού άγριου, πιο ανθρώπινου, πιο ηθικού, πιο ειρηνικού από τους συγχρόνους του. Χρησιμοποιεί τις διηγήσεις των ταξιδιωτών, δημιουργεί ένα όνειρο, ένα μύθο με τέτοια πεποίθηση ώστε να πει ο Βολταίρος ότι: «δημιουργεί την επιθυμία να περπατήσουμε στα τέσσερα».
Έτσι σφυρηλατείται η μεγάλη μάχη πάνω στην έννοια του πολιτισμού και στις αξίες που θεμελιώνουν το ανθρώπινο μέσα στην ανθρωπότητα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το κίνημα της ελευθερίας της σκέψης και της γνώμης θα οδηγήσει, στη διάρκεια της γαλλικής επανάστασης, στην κατάργηση της δουλείας, της εκμετάλλευσης ενός υπανθρώπινου προϊόντος. Αλλά η πρακτική είναι τόσο ισχυρή ώστε ο Ναπολέων αποκαθιστά αυτό που καταδίκασε και ίσως ακόμη και σήμερα να βρίσκεται σε χρήση. Η ιδέα ότι υπάρχουν πολιτισμένοι και βάρβαροι, άγριοι και πρωτόγονοι, παράξενοι ξένοι, στους οποίους οι πολιτισμένοι λαοί οφείλουν να προσφέρουν βοήθεια κι εκπαίδευση θα δώσει τροφή στην ιστορία όλων των  αποικιοκρατικών συστημάτων, που θεωρητικά δεν θα πάρουν τέλος παρά μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο με τα κινήματα της ανεξαρτησίας.

Χρειάστηκε ένας πόλεμος, που δεν τολμούσαν να αναφέρουν, ώστε η Αλγερία, θεσμοθετημένη γαλλική περιφέρεια, να αναγνωρισθεί οριστικά ως έθνος. Σκέφτομαι αυτό το παράδειγμα γιατί η γαλλοποίηση και ο συγκαλυμμένος αποικισμός ήταν το κλίμα της νεότητος του Αλμπέρ Καμύ (Albert Camus). Ήταν Γάλλος γεννημένος στην Αλγερία, ήλθε στη Γαλλία το 1939, αλλά έμεινε πολύ προσηλωμένος στο πεπρωμένο της χώρας καταγωγής του. (Ήταν περίπου 30 ετών). Έγινε διάσημος μ’ ένα μυθιστόρημα που στην πραγματικότητα είναι μια μεγάλη νουβέλα: Τον Ξένο (L’ étranger), που εκδόθηκε από έναν μεγάλο εκδοτικό οίκο ενώ συγχρόνως δημοσίευσε το δοκίμιο: Ο Μύθος του Σισύφου (Le mythe de Sisyphe). Με τα δυο αυτά βιβλία ο Καμύαναγνωρίστηκε ως ένας μεγάλος συγγραφέας κυρίως εξαιτίας του γλαφυρού στυλ της γραφής του. Από άλλη άποψη ήταν τοποθετημένος σ’αυτό που αποκαλείται υπαρξισμός και ακριβέστερα στο φιλοσοφικό ρεύμα του παράλογου.
Ο Καμύ έρχεται στη Γαλλία, η ημερομηνία έχει ενδιαφέρον, τη στιγμή της κήρυξης του πολέμου και της ήττας της Γαλλίας τον Ιούνιο 1940, που άφησε πολύ κόσμο ενεό. Η εξουσία του στρατηγού Πεταίν και η στάση των ναζιστικών αρχών, οι συλλήψεις, οι τυφεκισμοί μετέτρεψαν τους Αντιστασιακούς σε ξένους, τους πατριώτες με ενεργό συμμετοχή, να ζουν στην παρανομία με δανεικά ονόματα και ψεύτικες ταυτότητες.
Ο Αλμπέρ Καμύ συμμετέχει στην Αντίσταση και σ’ αυτά τα χρόνια καταφέρνει να γράψει το μυθιστόρημα και το δοκίμιο του. Ο ήρωας του Ξένου είναι μάλλον ένας αντί – ήρωας. Ο Μερσώ είναι ένας αλγερινός, ένας ασήμαντος άνθρωπος. Είχε αντιμετωπίσει τον θάνατο της μητέρας του,πράγμα ακατανόητο, που δέχεται με ένα είδος σιωπηλής αδιαφορίας. Ο παραλογισμός τον έκανε ένα παράλογο άνθρωπο, αποκομμένο απ’ την πραγματικότητα. Μια μέρα, σε μια παραλία, διαπράττει ένα έγκλημα. Παρίσταται στη δίκη του σαν ένας ξένος, απολύτως ξένος, ως απών. Δεν αντιλαμβάνεται την κατάσταση του κατηγορουμένου. Δεν μπορεί να πει για ποιο λόγο σκότωσε. Απαντά ότι τον είχε τυφλώσει ο ήλιος.Η ανάμνηση του είναι αυτό το τύφλωμα. Στέκεται παθητικά απέναντι στο δικαστήριο που δικάζει, που θέλει να δικάσει, εκεί όπου δεν υπάρχει τίποτα για να κριθεί.
[Ο Μερσώ είναι ένας υπάλληλος που ζει στο Αλγέρι βιώνοντας μια ζωή στα όρια της αλλοτρίωσης. Οι μέρες του μοιάζουν να κυλούν μέσα σε μια μετριότητα και σχεδόν αποξενωμένος από το συναισθηματικό του κόσμο θα δεχτεί ακόμα και το θάνατο της μητέρας του με μια χαρακτηριστική παθητικότητα
Ωστόσο, στη ζωή του παραμονεύει το απροσδόκητο που θα οδηγήσει στην απώλεια κι αυτής ακόμα της ισορροπίας που τον διακρίνει και κινείται στα όρια της στασιμότητας. Πιο συγκεκριμένα, σε μια εκδρομή στη θάλασσα θα εμπλακεί σε καβγά με μια παρέα Αράβων λόγω της προστριβής που είχε κάποιος φίλος του μαζί τους. Χωρίς κάποια συγκεκριμένη λογική ο Μερσώ θα επιστρέψει στον τόπο του καβγά και με τις αισθήσεις σχεδόν σε σύγχυση θα δολοφονήσει τον ένα Άραβα.
Από το σημείο αυτό αρχίζει η ανατροπή αρχικά με τη φυλάκιση του και στη συνέχεια με την καταδίκη του σε θάνατο. Όλο αυτό το διάστημα, ο πρωταγωνιστής θα παλέψει με τις σκέψεις αποδεχόμενος, σε αρκετές περιπτώσεις μοιρολατρικά τα τετελεσμένα. Μονάχα μετά την καταδίκη του αρχίζει να συνειδητοποιεί το παράλογο που ελλοχεύει πολλές φορές στις ανθρώπινες πράξεις και την ίδια την ζωή. Περιμένοντας την εκτέλεση της ποινής του παλεύει να αποφύγει τη φενάκη των φρούδων ελπίδων που του δημιουργεί το ένστικτό της αυτοσυντήρησης. Ιδιαίτερα, μετά τη συνάντησή του με κάποιον ιερέα ακολουθεί το πρώτο του ξέσπασμα, αρνούμενος να συμβιβαστεί με τις μεταφυσικές ιδέες που αρνούνταν σταθερά. Στο τέλος, μέσα σε μια κατάστασης μεταξύ συνειδητοποίησης και απελπισίας, μοιάζει να φτάνει σε μια υπέρβαση δηλώνοντας ακόμα κι ευτυχισμένος χάρη στην αδιαφορία που του δημιουργεί η έλλειψη κάθε ελπίδας. Το μόνο που πλέον τον απασχολεί είναι η καταπολέμηση της μοναξιάς και ίσως η μη λήθη, ακόμα κι αν αυτές προέρχονται από εκδηλώσεις μίσους του κοινού που θα παρακολουθεί την εκτέλεσή του.] Βρισκόμαστε στην κατάσταση του παράλογου, μιας παραμόρφωσης, μπορούμε να πούμε μεταφυσικής.
Διαβάζοντας θα μπορούσαμε να φοβηθούμε ότι ο «Ξένος» είναι η απεικόνιση μιας θέσης, αλλά όλα συμβαίνουν σαν ο ίδιος ο συγγραφέας να ζει πραγματικά αυτό που θα αναπτύξει στον «Μύθο του Σισύφου», φιλοσοφικό δοκίμιο αφιερωμένο στον παράλογο άνθρωπο, δηλ. σε μας, που ζούμε σε μια κατάσταση παραλογισμού, με τρόπο τραγικό.
Είναι γνωστό το τέλος αυτού του δοκιμίου. Ο Καμύ παρουσιάζει την άποψη του για τον παράλογο άνθρωπο μέσα από το μυθικό πρόσωπο, τον Σίσυφο, καταδικασμένο από τους Θεούς να σπρώχνει μέχρι την κορυφή του βουνού ένα λιθάρι, που μόλις έφθανε εκεί, ξανακυλούσε κάτω, όπου ο Σίσυφος γύριζε να το βρει. Μάταιο είναι το καθήκον και η προσπάθεια του. Σ’ αυτή την κόλαση τι σκέφτεται ο Σίσυφος; Ίσως τίποτα. Ο Καμύ, αντίθετα απ’ό,τι περιμένει κανείς, συμπεραίνει:«Πρέπει να φανταζόμαστε τον Σίσυφο ευτυχισμένο».
Αργότερα, ο Αλμπέρ Καμύ θα δημοσιεύσει μια συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο:«Η εξορία και το βασίλειο» (L’ exil et le royaume). Το θέμα της εξορίας απασχολεί το ανθρώπινο πνεύμα. Πώς να μη σταθούμε μια στιγμή στην κατάσταση του εξόριστου, του θεωρούμενου ξένου στην ίδια του τη χώρα και καταδικασμένου σε εκτόπιση σε ξένο μέρος για να τελειώσει εκεί τις μέρες του.Ο εκτοπισμός ήταν μια ποινή συνήθης στις αρχαίες πόλεις και στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όταν ο αυτοκράτωρ Αύγουστος απαγορεύει τη Ρώμη στον εκλεκτό ποιητή Οβίδιο, του οποίου ο θρήνος του εξόριστου εκφράστηκε στα «Tristia» (Θλιβερά Άσματα). Και σ’ άλλους αιώνες εφαρμόστηκε το μέτρο της εκτόπισης, προωρισμένο για να στέλνει τον ανεπιθύμητο να πεθάνει αλλού. Η εξορία του Ναπολέοντα έγινε διάσημη από τα Απομνημονεύματα του. Οι εκτοπίσεις του 19ου αιώνα στη Γαλλία είχαν προορισμό το κάτεργο, στη Γουινέα, τόπο μαρτυρίου και θανάτου, αυτών που  αντιστέκονταν στις αρχές της χώρας τους. Θα μπορούσαμε ίσως να θεωρήσουμε σαν ξένους, τους φτωχούς, άγνωστους στους πλούσιους, που ζουν, οι άθλιοι, μια εσωτερική εξορία;

Οικειοθελώς, ο εξόριστος Βίκτωρ Ουγκώ περνάει χρόνια στο νησί Γκερνιζέ και γράφει:
“Η εξορία είναι η σταγόνα που πέφτει ,διατρυπάει αργά και τιμωρεί άνανδρα μια καρδιά που το καθήκον την έκανε γρανίτη. Είναι η ποινή που επιβλήθηκε στον αθώο, στον δίκαιο …… Εξορία είναι ένας τόπος σκιάς και νοσταλγίας. Δεν ξέρουμε ποια καταχνιά διεσταλμένη σιωπηλά. Όλα, ένα περαστικό τραγούδι, ένα δάσος σκοτεινό, μια ξέρα . Μια ανάσα, ένας χτύπος, μεγαλώνει στο σκεφτικό μέτωπο …”
Η εποχή μας, ο 20ός αιώνας και τώρα ο 21ος πολλαπλασίασαν τις εξορίες, τις εκτοπίσεις σε στρατόπεδα εξόντωσης που αποκάλεσαν «αργού θανάτου». Προστέθηκαν οι εκούσιες εξορίες για οικονομικούς ή πολιτικούς λόγους, δεδομένης της αστάθειας των καθεστώτων και της σύγχυσης των κρίσεων.
Έτσι γνώρισα μεγάλους ποιητές, τους μεν να έχουν εγκαταλείψει τη χώρα τους, όπως ο φίλος μου Τριστάν Τζαρά, και να έχουν επιλέξει να ζήσουν στη Γαλλία, άλλους που αφού τόσκασαν από την πατρίδα τους όπως ο  δραματουργός Ρούντολφ Λεονάρ, γερμανός μέχρι τα νύχια, αντιφασίστας αποστρεφόμενος τον φασισμό, κατέφυγε στη Γαλλία, στην παρανομία για να ξεφύγει από την γαλλική και την γερμανική αστυνομία, ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Τούρκος ποιητής, εξόριστος μετά από δεκαοχτώ χρόνια στις τουρκικές φυλακές και ο οποίος έγραψε μια ολόκληρη συλλογή ποίησης με τον τίτλο:«Σκληρό επάγγελμα η εξορία» (C’ est un dur métier que l’exil).  Ο Πάμπλο Νερούδα, μεγάλος διπλωμάτης ταξιδευτής, καταδιωγμένος από την τυραννική εξουσία, απέδρασε απ’ τη γενέτειρα του την Χιλή, κι έγινε στο Παρίσι Πρέσβης του Σαλβαδόρ Αλιέντε, μετά από αλλεπάλληλες αποδημίες (Les vers du Capitaine: Οι στίχοι του Λοχαγού). Ακόμη σκέφτομαι τον Μπέρτολντ Μπρεχτ που είχε φύγει από το Βερολίνο κι αρνιόταν να χαρακτηρισθεί εκούσιος εξόριστος. Προτιμούσε να αποκαλείται φυγάς.Έγραψε το «Διάλογοι των Εξόριστων» κι ένα μέρος του ποιητικού του έργου είναι αφιερωμένο στην εξορία. “Μη μπήγεις καρφί στον τοίχο, Ρίξε το σακάκι σου στην καρέκλα Γιατί να προβλέψεις για τέσσερις μέρες.Αύριο ξανάρχεσαι.Έτσι πήγαινε, έτσι πηγαίνει ο παράδοξος κόσμος μας …”

Σε αντίθεση προς τα μίση, την περιφρόνηση και την απόρριψη, η σκέψη για την εξορία του ξένου υποβάλλει υποδοχή και φιλοξενία όπως το απαιτούν οι άγραφοι νόμοι, μια αρέσκεια προς τη φιλία και το διαφορετικό, μια αργή και δύσκολη κατάκτηση της παγκοσμιότητας.
Από το αφιέρωμα «Ο Ξένος στη Λογοτεχνία»
Αιολικά Γράμματα, Σεπτέμβρης – Οκτώβρης 2006, τεύχος 221