Ο ποιητής Μπογδάνος, η καθεστωτική ποίηση και η κριτική

24grammata.com/ εάν

Η καθεστωτική ποίηση δεν είναι ποίηση, είναι η θλιβερή βιτρίνα του καπιταλισμού και των οίκων έκδοσης – επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών emballage.

επιμέλεια: Γιώργος Πρίμπας

 

Διαβάστε όλη την εργογραφία (άρθρα, επιφυλλίδες, επιμέλεια ebook) του Γιώργου Πρίμπα στο 24 grammata.comκλικ εδώ

 

Καταδικάζουμε την κακή ποίηση από όπου και αν προέρχεται

Του Θωμά Τσαλαπάτη (πηγή: http://www.epohi.gr/portal/politismos/book/13610-2013-02-17-12-36-11 )

 

-διαθήκη

Σιγανό της αγάπης μας γλύκισμα,

Τρυφερό ποιητών το απάνθισμα,

Μιας πατρίδας βελούδινης χώρα,

Των θεμάτων των λέξεων κύματα,

Ορεινές κορυφές νοήματος γράφουν

 

Νέο θάρρος στ’ ωραίο κοσμοσύντριμμα,

Οιμωγές πιο σωστές κι από γέννα,

Πιο ορθές κι από δόξα – από πίστη

Στερεότεροι φθόγγοι, του τέλους

Στολισμοί ενός κόσμου απροσμάχητου

 

Το τραγούδι μιας πάταξης τύραννου

Πονηρού, νοσουργού κι αεικίνητου,

Λαβωμένου εξ αρχής φόβου φύλακα

Του αδύναμου φαύλου απεκρίζωμα

Ως υπόσχεση, όρκο θεάρεστο άδουν.

Κωνσταντίνος Μπογδάνος, από την ποιητική συλλογή ‘’ΟΝ’’ εκδόσεις Γαβριηλίδης

 

‘’Ω μαιανδρωδικήγρυλλιστοσάλπιγγα, οι  συχνουρίες σου είναι για μένα

σαν πλιατσικολογημένεςαμφικλινερυθροκυλίδες σ’ αλλεργικά πετούμενα’’

Ποίηση της εξωγήινης φυλής των Βόγκονς, τρίτη χειρότερη ποίηση στο σύμπαν σύμφωνα με το βιβλίο ‘’Γυρίστε τον γαλαξία με οτοστόπ’’ 

 

‘’Ακόμα αναπνέει, καυτός συνεαυτός αργόμισθος,

Ξενοφερμένος ενδοβαλτός, ώσπου να σβήσει στο φλογώδες άηχο’’

Κωνσταντίνος Μπογδάνος, ‘’Ξένο σώμα’’

 

Δεν συνηθίζω να γράφω αρνητικές κριτικές, πόσο μάλλον για νέους δημιουργούς. Μπορώ να αντιληφθώ τον κριτικό ως κάποιον που μέσα στην υπερβολή της εκδοτικής δραστηριότητας επιλέγει και προτείνει το θετικό πρόσημο, προωθεί και παρουσιάζει αυτό που κρίνει πως έχει νόημα να μοιραστεί. Η συγκεκριμένη περίπτωση είναι κάπως διαφορετική και αυτό γιατί ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος δεν είναι πρωτίστως ποιητής, δεν είναι πρωτίστως δημοσιογράφος. Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος είναι σημείο, πρόσωπο που συμπυκνώνει νοήματα, τάσεις και διαθέσεις πέρα από το προσωπικό, σε ένα ρευστό καιρό.

Στην εποχή της εικόνας, η αναγνωρισιμότητα μπορεί εύκολα να αντικαταστήσει την ταυτότητα. Τόσο συχνά σε δελτία και παράθυρα, είδαμε δημοσιογράφους να μιλούν ως σεισμολόγοι, ως εγκληματολόγοι, ως κοινωνιολόγοι. Ο τηλεοπτικός δημοσιογράφος μπορεί να αλλάζει προσωπεία με άνεση σε έναν κόσμο που δεν επικρατεί ο ειδικός, αλλά ο οικείος. Έτσι μπορεί να γίνει πολιτικός, ηθοποιός, συγγραφέας, ταχυδακτυλουργός κτλ. Μπορεί να συμβεί όμως κάτι τέτοιο με την ποίηση;

Τσιρότο χωρίς τραύμα

Διαβάζοντας κάποιος το «ΟΝ» του Κωνσταντίνου Μπογδάνου νοιώθει αμηχανία ήδη από τον τρόπο που έχει συνταχθεί το βιογραφικό στο αυτί του βιβλίου: «Τριτοδεσμίτης Σχολή Μωραΐτη, Επικοινωνία και ΜΜΕ Πάντειο, φιλοσοφία King’s College London, επιμόρφωση μακροοικονομικά LBS. Έτη σε Διεθνές χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα Λονδίνο, επιστροφή Ελλάδα, στράτευση, αποστράτευση, εργασία ως δημοσιογράφος». Συνεχίζοντας το διάβασμα ο αναγνώστης θα συναντήσει ποιήματα με τίτλους όπως: «Όταν έκλασε ο Νερούντα» και «Χαρτοκοπτικίνκυ» και στίχους όπως: «Δεν είναι τίποτα η κληρονομιά. Γιο, τίποτα. Κόρες μόνες πολλές γκάνγκστα», «Δε με μέλει το e-mail σου bitch» και «Αισχύλος στο χείλος». Οι στίχοι «πατάω γκάζι κι ανεβάζω στροφές/σφυρίζω σαν εξάτμιση, αχα,/διαβάζω τις ταμπέλες μία-μία και αφομοιώνω» μας θύμισαν έντονα τραγούδι γνωστής τηλεταινίας των 80’s με πρωταγωνιστή τον Σταμάτη Γαρδέλη (εγώ δεν θέλω μεροκάματο/ θέλω χιλιάρα μηχανή και θάνατο).

Το βιβλίο έρχεται να συνδυάσει την τηλεοπτική πόζα με την ψευδορομαντική ποιητικότητα. Ανάμεσα στο άγχος της πρωτοτυπίας και την επανάληψη της κοινοτοπίας, η συγκεκριμένη ποίηση συνδυάζει τα All Star με το κουστούμι, τη νεανικότητα με τον πιο ρυτιδιασμένο συντηρητισμό, το ξεχασμένο μέταλλο της ποίησης με τον πιο σκουριασμένο λόγο, σε μια συνισταμένη μη συμφιλιωμένων συνιστωσών. Η συγκεκριμένη ποίηση, δεν είναι ούτε «δύσκολη ποίηση» όπως την χαρακτήρισε ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στην παρουσίαση του βιβλίου στις εκδόσεις Γαβριηλίδη, ούτε «επιθετική ποίηση με τσογλανιά» όπως την χαρακτήρισε ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης στην ίδια παρουσίαση. Είναι μια ποίηση προσεχτικά αξύριστη, γυμνή από αγκάθια, συμπλήρωμα σε ένα δεδομένο τηλεοπτικό ίματζ, σε ένα προσεχτικά επιλεγμένο σνομπ ύφος. Δεν είμαι σίγουρος πως η ποίηση «έχει γίνει πολύ μαυρίλα. Καθόλου κουλ», όπως τόνισε στην παρουσίαση του βιβλίου του ο ποιητής, αλλά σίγουρα η συγκεκριμένη ποίηση μοιάζει πιο πολύ με τσιρότο χωρίς τραύμα, με άλλη μια κονκάρδα σε ένα hipster σακάκι.

 

Έχει και η ποίηση προϋποθέσεις

Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος είναι ένας φορέας του κυρίαρχου λόγου σε νεανική συσκευασία. Καταδικάζει τη βία από όπου και αν προέρχεται, ταυτίζει τον ΣΥΡΙΖΑ με την Χρυσή Αυγή, καταγγέλλει το παρακράτος των συνδικάτων, το χάλι του ελληνικού δημοσίου, το αίσχος του κλειστού αθηναϊκού κέντρου από τις πορείες. Ταυτόχρονα, στη σκυταλοδρομία του χρόνου έρχεται να εκπροσωπήσει μια νέα γενιά δημοσιογράφων: εξοικειωμένος με τα νέα μέσα επιδεικνύει τον κοσμοπολιτισμό της ηλεκτρονικής οθόνης, την εξειδίκευσή του στην αγγλική προφορά και στους τίτλους των ξένων εφημερίδων. Πετυχημένος για την ηλικία του αποτελεί έναν από τους νεαρότερους παρουσιαστές με δική του μάλιστα εκπομπή. Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος είναι πληθυντικός. Μέσα στον κυρίαρχο λόγο μπορεί να αντικατασταθεί από κάποιον όμοιο φορέα των συγκεκριμένων απόψεων. Και η ποίηση; Τι δουλειά έχει με όλα αυτά η ποίηση;

Η ποίηση προϋποθέτει πόνο, ευαισθησία, τσαλάκωμα, ειλικρίνεια κάτι τέλος πάντων από όλα αυτά που ο λόγος των κυρίαρχων ΜΜΕ αποκρύπτει και εξορίζει συνειδητά από την πραγματικότητα καθημερινά και συστηματικά. Φυσικά οποιοσδήποτε μπορεί και είναι ελεύθερος να γράφει ποίηση (καλή ποίηση, κακή ποίηση λίγη σημασία έχει) άσχετα από τις πολιτικές του απόψεις, τη θέση του στη κοινωνία, τη στάση του απέναντι στα πράγματα. Όμοια, οποιοσδήποτε είναι ελεύθερος να βήχει ξαφνιασμένος όταν διαβάζει κάτι το οποίο θεωρεί κακό. Γιατί ανεξάρτητα από την αναγνωρισιμότητα κάποιου ή τη θέση του σε ένα σύστημα που μπορεί να επιβάλει ταυτότητες και ιδιότητες (και τόσο συχνά κόντρα σε όλα αυτά) η ποίηση έχει και αυτή προϋποθέσεις και είναι συχνά από μόνη της μια ηθική απέναντι στο κόσμο. Ή όπως θα έλεγε και ένας ποιητής -στην ίδια ηλικία με τον Μπογδάνο- ο Γιάννης Στίγκας:

Γιατί η ποίηση

-ψιτ, μεγάλε-

δεν είναι αιώρα ρεμβασμών

δεν ειν’ το φτερωτό σου κατοικίδιο

-ψιτ, μεγάλε-

Όταν υποδύεσαι το φεγγάρι

να το υποδύεσαι και στη χάση του

-δεν θα στο κάνω πιο λιανά-

Αν το νοείς αυτό

έχει καλώς

αλλιώς,

Ε ρε, Μαγιακόφσκι που σου χρειάζεται.

(από την ποιητική συλλογή «Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο»)

———————————————————————————-

Επειδή προσωπικά θεωρώ

– την κριτική λογοτεχνίας ως ένα παράσιτο που ποτέ δεν προσέφερε τίποτα (αρκεί να σκεφτούμε το πόσους που σήμερα αναγνωρίζουμε ως τεράστιους ποιητές, στην εποχή τους, τους απαξίωνε και λοιδορούσε και πόσα ψώνια που είχαν παραδάκι ή εξουσία να σπρώξουν ύμνησε και οι οποίοι σήμερα βρίσκονται στο βασίλειο της λήθης) αλλά ανέκαθεν αποσκοπούσε στη δημιουργία κύκλων εξουσίας που θα ελέγχουν τα λογοτεχνικά πράγματα και περιοχών οικονομικού ενδιαφέροντος,

– ότι ο ποιητής ως ποιητής στη σχέση του με την όποια εξουσία νοείται μόνον ως αντίθετος και ποτέ ως ο λακές της ή ως το αντικείμενο της ελεημοσύνης της μετά από χιλιόμετρα δρομολογίων στα γραφεία υπουργείων και διαφόρων φορέων πολιτισμού (τι τίτλος και αυτός! λες και πολιτισμός δεν είναι τα πάντα που μας συμβαίνουν, που δημιουργήσαμε και προφανώς μας αξίζουν) ή χορηγών,

– ο αναγνώστης εραστής της ποίησης οφείλει να εμπιστεύεται μόνο και αποκλειστικά για την αξιολόγηση που θα κάνει, η οποία βεβαίως και μόνον αυτόν δεσμεύει, τα συναισθήματα ή τις ιδέες που του γέννησε και τις παραστάσεις που του ανακάλεσε η ανάγνωση του ποιήματος

– ο αναγνώστης εραστής της ποίησης το μόνο που χρειάζεται είναι να διαβάζει, να διαβάζει, να διαβάζει, να διαβάζει ποίηση και εμπιστεύεται εαυτόν.

– ότι οι περισσότεροι σήμερα περί των λογοτεχνικών που φωνάζουν (ή φώναζαν) «έξω από τις πύλες», φωνάζουν να τους ανοίξουν να στρογγυλοκάτσουν και όχι να τις γκρεμίσουν και η γελοιότητά τους αναδεικνύεται μετά. Εκεί που «τώρα» γλύφουν ενώ πριν έφτυναν. Και μη φανταστείτε ότι ιδρώνει το αυτί τους. Ως αυτό που σπούδασαν, τις δημόσιες σχέσεις και την αυλοκολακία έχουν φροντίσει για τα παλαμάκια των μελλοντικών κινήσεών τους,

συμμερίζομαι απόλυτα μεν τη θέση του Θωμά Τσαλαπάτη, και ιδίως στην παράγραφο «Έχει και η ποίηση προϋποθέσεις», αλλά δεν συμφωνώ με το πλαίσιο κριτικής που επεχείρησε να την εντάξει.

 

Ας κλείσω με

– τα λόγια μιας μεγάλης ποιήτριας και τραγουδοποιού, της Joni Mitchel: «Στη δεκαετία του 60 θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Στη δεκαετία του 70 καταλάβαμε ότι αυτό δεν μπορούσαμε να το κάνουμε και προσπαθήσαμε να αλλάξουμε τους εαυτούς μας. Στη δεκαετία του 80 διαπιστώσαμε ότι ούτε αυτό ήταν εφικτό και αποφασίσαμε να γίνουμε πλούσιοι» και με

– τον/την τελευταίο/α Μεγάλο/η Ποιητή/ήτρια, πριν την εποχή της κυριαρχίας των καθεστωτικών «ποιητών», την Κατερίνα Γώγου:

Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ

είναι μη γίνω “ποιητής”.

Μην κλειστώ στο δωμάτιο

ν’ αγναντεύω τη θάλασσα

κι απολησμονήσω.

Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου 

κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ 

μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.

Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε

για να με χρησιμοποιήσει.

Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα

για να κοιμίζω τους δικούς μου.

Μη μάθω μέτρο και τεχνική

και κλειστώ μέσα σε αυτά

για να με τραγουδήσουν.

Μην πάρω κιάλια για να φέρω πιο κοντά

τις δολιοφθορές που δεν θα παίρνω μέρος.

Μη με πιάσουν στην κούραση

παπάδες και ακαδημαϊκοί

και πουστέψω.

Έχουν όλους τους τρόπους αυτοί

και την καθημερινότητα που συνηθίζεις.

Σκυλιά μας έχουν κάνει

να ντρεπόμαστε για την αργία

περήφανοι για την ανεργία.

Έτσι είναι.

Μας περιμένουν στη γωνία

καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι.

Ο Μάρξ…

Τον φοβάμαι,

το μυαλό μου τον δρασκελάει και αυτόν.

Αυτοί οι αλήτες φταίνε,

δεν μπορώ γαμώτο να τελειώσω αυτό το γραφτό

μπορεί… ε;… μίαν άλλη μέρα…