24grammata.com/ Λογοτέχνες
Υπεύθυνος στήλης: Γιώργος Πρίμπας
O Felice Mastroianni (1914-1982) γεννήθηκε στην Πλατανία (Καταντζάρο) της Ιταλίας. Σε ηλικία 14 χρονών έμεινε ορφανός από μητέρα. Λίγο αργότερα έχασε και τον πατέρα του. Τελείωσε το γυμνάσιο ως υπότροφος του ιδρύματος «Π. Γκαλούπι» του Καταντζάρο και συμπλήρωσε το λύκειο στο Νεόκαστρο (Nicastro) του Καταντζάρο. Σ’ αυτά τα χρόνια έχει και τις πρώτες του ποιητικές εμπειρίες, που είναι αξιόλογες και δείχνουν έφεση και σοβαρότητα. Πήρε το διδακτορικό του στα κλασικά γράμματα και δίδαξε σε διάφορα σχολεία στην Καλαβρία και τη Νεάπολη. Το 1935 δημοσίευσε τη μελέτη «το Λεοπαρντιανό Άπειρο», που σημαδεύει την παρουσία του στο χώρο της μονογραφίας, την οποία και θα υπηρετήσει αδιάκοπα και ποικιλότροπα. Κοντά στις οικογενειακές ατυχίες σε λίγο προστέθηκαν και οι αναστατώσεις του Β παγκόσμιου πολέμου.
Στην περίοδο 1963-1968, κατά τη διανομή του στη Νεάπολη συγκέντρωσε μερικά από τα ποιητικά του βιβλία σε τόμο, που τιμήθηκε με κρατικό βραβείο. Από το 1975 και μετά, δημοσιεύει στη νεοελληνική γλώσσα, στην Αθήνα, τις συλλογές ποιημάτων «Τετράδιο ενός καλοκαιριού», «Άνοιξη» και «Το παραμύθι του Ευτύχιου». Είναι πλατιά γνωστό και σε μεγάλη εκτίμηση το μεταφραστικό του έργο. Μετέφρασε πολλούς ξένους ποιητές, ιδιαίτερα Έλληνες, αρχαίους και σύγχρονους. Πέθανε στη Λαμέτζια Τερμ (παλιά λεγόταν Νεόκαστρο). Άφησε ανέκδοτα πολλά πεζά και ποιητικά έργα. [από το οπισθόφυλλο του βιβλίου «Ποιήματα Poesie Ελληνική Τριλογία Trilogia Neoellinica» (το οποίο εκδόθηκε από τον Εκδοτικό Οίκο «Δελφικά Τετράδια» και περιέχει τις προηγούμενα αναφερθείσες συλλογές: «Τετράδιο ενός καλοκαιριού», «Άνοιξη» και «Το παραμύθι του Ευτύχιου») αποσπάσματα του οποίου παρουσιάζονται στην παρούσα] Γιώργος Πρίμπας
Διαβάστε τα ebοοk του Φ. Μαστρογιάννι: “Το τετράδιο ενός καλοκαιριού”, ” Άνοιξη” και “το παραμύθι του Ευτυχίου”.
Σχετικά άρθρα, του 24γραμματα.com, για τον Φελίτσε Μαστρογιάννι από τον Α. Θηβαίο, βιογραφία και κριτική του Μαστραγιάννι (ιταλική γλώσσα)και Γ. Δαμιανό
Πρόλογος του Φοίβου Δέλφη (μεσάνυχτα 28 Σεπτεμβρίου 1974, Ψυχικό)
Θα ‘θελα ν’ αρχίσω έτσι: τούτες οι αγνές φωνές της Ποίησης έρχονται από ένα χωριό της ωραίας Καλαβρίας, με το ελληνικό όνομα: Πλατανία. Είναι οι αρχαίες μας φωνές, που συνεχίζονται με ανανεωμένες φόρμες, αλλά πάντα σαν καθάρια ποίηση.
Με μεγάλη συγκίνηση καταπιάνομαι σήμερα με το έργο του Φελίσε (Ευτύχιου) Μαστρογιάννι, που είναι όλος μια καρδιά που πάλλει για την Ελλάδα, άξιος γιος της Καλαβρίας ή της Μεγάλης Ελλάδας, που αισθάνθηκε την ανάγκη να μας μιλήσει στη γλώσσα του τη νεοελληνική και φυσικά να μας μαγέψει και καταπλήξει.
Αν δεν έκανα αυτή την αποκάλυψη ποιος θα μπορούσε να καταλάβει την προέλευσή του;
Έγραψε λοιπόν στη γλώσσα μας τα ποιήματά του για να μας δείξει το πάθος του για την ελληνική του καταγωγή. Κι είναι τούτο κάτι το εκπληκτικό, γιατί είναι τόσο ωραία γραμμένα και σε μια γλώσσα αψεγάδιαστη νεοελληνική, που διατηρεί όλη τη φρεσκάδα της, τη ζωντάνια, τη λυγεράδα και που κλείνει μέσα της το μυστικό της λυρικής μαγείας. Ποίηση ανάλαφρη και αιθέρια μέλισσας ή πεταλούδας πάνω από τον ελληνικό ανθό.
Σα στάλες γλυκασμού τη γευόμαστε και κατεβαίνει ως μέσα μας με τις μελωδικές νότες και με το σφρίγος της αιώνιας ποίησης.
Ποίηση καλλικέλαδη, πηγαία και διαυγής σαν το «γυμνό κορμί της πηγής», με τις μελωδικές διακυμάνσεις του πόνου, της νοσταλγίας και της μελαγχολίας, που μας προσφέρεται σ’ αυγινούς κάλυκες ρόδων σαν πεμπτουσία και νέκταρ.
Κι όπως εύστοχα παρατήρησε ο Ανδρέας Τσούρας όταν του πρωτοδιάβασα τούτα τα θεσπέσια λυρικά: «ανάμεσ’ απ’ αυτά τα ποιήματα προβάλλει έντονα η ποιητική φυσιογνωμία».
Αλλ’ ας ακούσουμε την ίδια του φωνή: «Ιδού τα ποιήματα μες στη γλώσσα σου. Ξέρω πως είμαι ένας αλαζόνας να δοκιμάσω να τα γράψω. Όμως έχω διδάξει πολλά χρόνια τα αρχαία ελληνικά και δε βρήκα δύσκολη την εξομοίωση με τα νέα ελληνικά, διαβάζοντας τα θαυμάσια ποιήματα σου κι εκείνα του Καβάφη, Σεφέρη, Ρίτσου κτλ. Αισθάνθηκα την ακαταμάχητη ανάγκη της ψυχής, να γράψω στη γλώσσα εκείνης της ελληνικής γης με την οποία νιώθω δεμένος με το αίμα και με το πνεύμα».
Μες στον αιώνα μας αισθάνεται αποκομμένος από τις ελληνικές ρίζες του και νιώθει εξόριστος και χαμένος, όπως μελαγχολικά τραγουδάει στους στίχους του που μου αφιερώνει.
«Έχω μεγάλη δίψα για τις παρθενικές πηγές της Λήθης, για να μη νιώθω πια ο αρχαίος εξόριστος και χαμένος από μια απόμακρη πατρίδα, εγώ που ήρθα στις αφιλόξενες όχθες αυτής της εποχής, σαν ξένο πουλί αρπαγμένο απ’ τον πάγο».
Ποίηση αγέρινη, με μελωδικό τέμπο και παλμικές δονήσεις, που έρχεται από την πανάρχαια καταβολή (όλο με νέα μηνύματα κι ανανεωμένη) σα ρόδου μοσχοβόλημα και μετάληψη. Είναι οι μελικές φωνές των προγόνων μας σε νέες μορφές αγνότητας και χάρης, που κλείνουν το αιώνιο πνεύμα της Ελλάδας.
Είναι πράγματι να θαυμάζει κανείς αυτό τον Έλληνα Ιταλό ποιητή που κατόρθωσε να μας μιλήσει στη γλώσσα των θεών και να μας συγκινήσει. Μια αύρα μύθου πνέει μες στο τραγούδι του.
Με τη συλλογή αυτή – ο Ευτύχιος Μαστρογιάννης – κατατάσσεται και ανάμεσα στην εκλεκτή χορεία των Νεοελλήνων ποιητών και είναι ένας δικός μας απ’ το αίμα και από το πνεύμα. Πολιτογραφείται Έλληνας ποιητής.
Ας τον καλοδεχθούμε και ας τον καλωσορίσουμε σαν ένα αληθινό αδελφό.
[ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΕΝΟΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ] Διαβάστε ολόκληρη την ποιητική συλλογή σε μορφή Free e-book (από το 24grammata.com) κλικ εδώ
Στους Έλληνες ποιητές που διαβάζω πάντα μ’ αγάπη.
Αν θέλετε φίλοι να γνωρίσετε
το χωριό μου
που τραγουδώ σ’ αυτούς τους στίχους
πιήτε ένα γερό ποτήρι
από τους λόφους μου.
Κι αν δεν υπάρχω
ένα χαίρε μονάχα
θ’ ανθίζει απ’ τα λουλούδια
της φιλία
και της αγάπης στο μνήμα μου.
Ελληνικό προανάκρουσμα.
Αν άγγιζα, Ελλάδα, τις ακτές σου
δε θα ‘ταν πια μ’ εκείνο το παλιό όνειρο
να φέρω σε σένα ένα σημάδι
της καταγωγής μου,
ένα κομματάκι από αμφορέα,
ένα νόμισμα με το πρόσωπο της Λακίνιας Ήρας,
τούτης της γης μου
όπου οι πρόγονοί μου άραξαν
στις φωτεινές χαραυγές
κι εδώ κάρφωσαν το κουπί.
Ανθίζανε τότε τη νιότη μου,
με τα λαμπρά ρόδα της Πιερίας,
οι στίχοι του Ομήρου
μυρωμένοι απ’ τους ανέμους της θάλασσας
και τα παρθένια της Σαπφώς και του Αλκμάνα.
Τώρα θα ‘ρχόμουν σαν ένας προσκυνητής
για να συλλέξω τις φωνές
των συνομιλητών βουνίσιων της γης μου
ανάμεσα σε τόσα χιονισμένα φαράγγια
των βουνών σου, όπου τ’ αγέρι
είναι ακόμα κραυγή
των πεθαμένων αδελφών.
Θλιμμένο το γλυκό χαμόγελο
των Χαρίτων στο φως
εκείνων των μακρινών ημερών.
Κι όμως φύλαξα με τα χρόνια
μέσα σ’ ένα μυστικό μέρος της ψυχής μου
την αθωότητα των παραμυθιών σου
και το μάγεμα απ’ το σπήλαιο της Καλυψώς,
το πράσινο σπήλαιο που το αγέριζε η αρμύρα
μες στο γλυκό ήχο της φωτεινής σαΐτας.
Αλλά τι θα πούμε πια, τι θα πούμε
στις μελλούμενες μέρες
για τα θαύματα και τη χαρά
των γαλήνιων μύθων;
Είμαι μια καρδιά κουρασμένη,
μ’ έναν πόνο ξενιτεμένου
από την πατρίδα που έχω τις ρίζες μου,
όπου οι αυγές είχανε χείλη
άχραντων ρόδων.
Τετράδιο ενός καλοκαιριού
Πίσω απ’ τα ειδύλλια
ο πόνος του Κόσμου.
Λείψανα
Έντεκα λείψανα ξαναβρήκα
αγριολούλουδων που είχα μαζέψει
δεν ξέρω ποιο καλοκαίρι
μόλις βγαλμένα απ’ τη νύχτα,
ακόμα κρύα και υγρά
από τη διάφανη δροσιά.
Τα ‘κλεισα μες στον μπούστο
από ανοιχτό γαλάζιο
εκείνων που έστειλαν σε σένα τη θειότητα
απ’ τις αγάπες
που δε βρίσκουνε την έξοδο των χειλιών.
Πρέπει να κρατήσω τα ανάλαφρα
τούτα μνημεία
για να μη διαλυθούν.
Ας φροντίσει κάποιο χέρι
και τούτους τους στίχους μου
αν θα ξαναβρεί κάποτε
ένα καλοκαιρινό τετράδιο
όπου βρήκαν καταφύγιο τα φτερά
των στοχασμών μου,
όπως μέσα σε μια φωλιά:
κουρασμένες φτερούγες
που δεν ξέρουνε
το πέρασμα των βουνών.
Που περάσανε οι μέλισσες;
Αν γυρεύετε φίλοι τον καταρράχτη
που βούιζε μέσα στην χαράδρα,
αλλάξτε δρόμο.
το νερό ξεράθηκε κι η φωνή του
χάθηκε μέσα στα βάθη της γης.
Αν γυρεύετε την ανηφόρα
μέσα στις καστανιές
που ανεβαίναμε μια φορά
να κλέψουμε τις φωλιές,
αλλάξτε δρόμο.
χόρτο και χόρτο έκρυψε το μονοπάτι,
μέσα στην άγρωστη είναι βυθισμένη
η καρδιά μας.
Δεν ξέρω που περάσανε οι μέλισσες.
Μη ζητήσετε φίλοι την κυψέλη
κατ’ απ’ το λόφο
που τ’ ανοιγμένο αγέρι
ήταν μια θεία αγγελία
από χίλιες μυρωδιές.
Που περάσανε οι μέλισσες;
Τ’ απόβραδα τα ρίγη τρέχουνε
πάνω στα λουλούδια.
Τώρα ένα βούισμα πνιχτό απόμεινε
μέσα στην ψυχή μας.
Για μια άλλη πλάνη
Φτωχικά κι αβέβαια ρόδα
λησμονημένα ξανανθίζουν ακόμα.
Δεν θα ξέρουνε παρά λίγα ηλιογέρματα
και σύντομα πρωινά.
Κι εγώ γυρίζω στον πράσινο κήπο
του πατρικού σπιτιού,
στο περιβόλι όπου άνοιξε η ζωή μου
σαν μι’ αγνότατη αυγή.
ξαναγνωρίζω τις φωνές και τις ευωδιές,
τους ίσκιους απ’ τα βράδια
και τις πρωινές αχτίνες.
Όλα, όπως πάντα,
για μι’ άλλη πλάνη πως είμαι κι εγώ
σαν εν’ ανθισμένο κλαδί,
κι αν κλαίει
ή χαμογελάει η καρδιά μου
ζαλισμένη απ’ το χορό
των σπουργιτιών.
Πλατανία
Τούτο το χωριό μου όπου γεννήθηκα
που πήρε τ’ όνομά του απ’ τα πλατάνια,
το χωριό της καρδιάς μου,
των πεθαμένων μου,
της ελπίδας μου,
κι όπου θα μπορώ κάποτε
τελευταίος να κοιμηθώ εδώ για πάντα
πάνω στο λόφο
που αγναντεύει τη θάλασσα.
Τούτο το χωριό μου των πλατάνων
είναι σαν ένα δέντρο
ξεφυλλισμένο απ’ τους άντρες
που έφυγαν μακριά
με τον πόνο τους.
Αλλά στα παράθυρα ακόμα
έχουνε τα γεράνια και τα γαρύφαλλα
το γλυκό θλιμμένο χαμόγελο
εκείνων που περιμένουνε
φίλους ίσκιους,
που θα γυρίσουν
ένα πρωί του γήλιου και των χελιδονιών.
Χάραζε
Χάραζε. Μια φρεσκάδα απ’ τις ελιές
κατέβαινε στα κατώφλια των καλυβιών
όπου τα νυσταγμένα σκυλιά
σκιρτούσαν το πρώτο πρωινό
με το θόρυβο των ξυπνημένων βοσκών.
Στο τραγούδι των πετεινών
ξεθώριαζε το φεγγάρι.
Ήτανε ο καιρός των αναχωρήσεων
με τις πικροδάφνες
και το κλάμα απ’ τις πηγές.
Ήταν ο καιρός με τα σκυλιά
με τα γλυκά μάτια
σαν τ’ άνθος του τριφυλλιού.
Στα πέρατα
(μνήμη του φίλου
ΦΡΑΝΚΟ ΣΑΚΚΑ)
Έχουνε μιαν ίση γλύκα
χαράς και δακρύων
οι ήχοι και τα λόγια
την ώρα που τα πράγματα
αλλάζει το πρωινό φως.
Το κελάρυσμα της πηγής
ακολουθεί τη συρμή
για το βαθύ δρόμο
σκάβοντας μες στ’ αυλάκι
των ημερών μου.
Θα σταματήσει η φλέβα
στα πέρατα της σιωπής μου
ή θα τρέξει μ’ άλλον ήχο
πιο βαθιά;
Πρωινές συνηχήσεις
1.
Έσκυψα πάνω στις πηγές
και στις χλόες για ν’ αφουγκραστώ.
Πάνω στη σιωπή
των ρυακιών
στάθηκε η καρδιά μου.
Σταμάτησα μια μουσική απ’ τα νερά
πάνω στα βήματά μου,
ανάμεσα στους μενεξεδένιους σκολύμους.
Τούτο το βράδι των γαλάζιων τζακιών
στάθηκε μες στα μάτια
ενός σκύλου.
Η υγρή γλώσσα σβήνει
πάνω στο χέρι μου
ένα πράσινο παραλήρημα
απ’ τα ρυάκια και τις σαύρες,
2.
Κι απ’ τα λεπτά χόρτα
εν’ ανάσασμα νυχτερινό
είναι μια αδελφική συνήχηση
αίματος και δροσιάς.
Τότε,
εσύ κ’ η νύχτα,
ανατρίχιασμα μιας χαράς
δικής σου
και του απείρου.
Και σε τρομάζει
που θα γίνει αυτή η χαρά σου,
τελευταία,
και θα σβήσει με τ’ άστρα.
3.
Η λύμφη των δέντρων
στεφανωμένων από νιότη
βρέχει μες στο αίμα μου.
Τ’ αυγινό αγέρι
στάθηκε πάνω στο δρόμο μου
για να καθαρίσει τα μάτια μου,
σαν να ‘ταν τούτο
το πρώτο μου ξύπνημα.
Οι λόφοι άνοιξαν σε μένα τις αγκάλες,
κι απ’ τη νύχτα
επήγα στο φως.
Θ’ ανθίσουν άλλοι ουρανοί
Τι νόημα θα είχε να αισθανόμαστε τις φωλιές
ξάφνου έρημες κι ακόμα ζεστές απ’ τα φτερά,
παρά μόνο για να συλλογιζόμαστε πως κάτι έγινε
και για μας πια από μι’ άμπωτη
φτερών πέρα απ’ τους ορίζοντες,
στο μυστικό μιας αυγής;
Θ’ ανθίσουν απ’ τα χελιδόνια άλλοι ουρανοί
στην αιώνια τύχη του Κόσμου.
Κι εμείς εδώ σαν τους ανόητους
θα πίνουμε τις βροχές του φθινόπωρου
με τούτα τα φτωχά βράδια με τις κραυγές.
Μες στη φλούδα του χειμώνα
θα ξεχάσουμε το ψέμα του ήλιου.
Κοντά στις πηγές
Το βράδι χαμογελάει
στα λόγια του νερού
που γεμίζουνε τις καρδιές των αμφορέων,
στα μάτια του έρωτα
που στέκουν κοντά στις πηγές.
Το βράδι στάθηκε
πάνω στ’ άλογα
που κατεβαίνουν προς τις πηγές
με τις όπλες των βοτάνων
απ’ τα μακρινά και ψηλά μονοπάτια.
Στο Φοίβο Δέλφη
(Φθέγγεται ώτ’ επί Ξάνθω
Ροαίσι κύκνος) Αλκμάνας
Εδώ όπου νοιώθω μες στην ψυχή τις ξερές σιωπές
των δωρικών μαρμάρων της γης μου σκεπασμένων με τσουκνίδα,
ήρθε με απροσδόκητα φτερά των χελιδονιών το τραγούδι
δικό σου νέο του Ηνίοχου, γλυκέ ποιητή του Ψυχικού.
Φέρε με, Ηνίοχε, εκεί όπου τραγουδάει απ’ το χαμένο καιρό
τρυφερή φοινικιά αδελφή των Ναϊάδων η Ναυσικά.
Έχω μεγάλη δίψα για τις αγνές πηγές της Λήθης,
για να μη νιώθω πια ο αρχαίος εξόριστος και χαμένος
από μια απόμακρη πατρίδα, εγώ που ήρθα στις αφιλόξενες όχθες
αυτής της εποχής σαν ξένο πουλί αρπαγμένο απ’ τον πάγο.
Σιρόκος
Φυσάει ο σιρόκος
σαν ένα χνώτο απ’ το έρεβος.
Παλιά κατάρα της γης μου
σαν η μοίρα της φυγής
σαν η μοίρα του θανάτου.
Μια απόσταση ερεθίζει
μύγες και μυρμήγκια,
συστρέφονται τα βότανα και τα φύλλα.
Ένας θνητός μόχθος
λυγίζει άντρες και ζώα,
απαυδισμένα,
βαραίνει πάνω στην καρδιά μας,
στεγνώνει το αίμα των πηγαδιών.
Έτσι μάθαμε από αιώνες
να περιμένουμε εν’ αγέρι καινούργιο
κι ολόδροσο
για να ζωντανέψει
τη ζωή μας.
Μάταια.
[ΑΝΟΙΞΗ] Διαβάστε ολόκληρη την ποιητική συλλογή σε μορφή Free e-book (από το 24grammata.com) κλικ εδώ
Το παραμύθι
Ξυπνώ.
Είναι το παραμύθι της ζωής μας
όταν μπορούμε να προλάβουμε
να χαιρετίσουμε
ένα νέο πρωί.
Το τελευταίο σμάρι
Έχουμε χάσει το αίσθημα των θαυμάτων:
το τελευταίο σμάρι των αποδημητικών πουλιών
πέρασε ένα φθινοπωρινό βράδυ
και μετανάστευσε
περ’ απ’ τη θάλασσα …
Ελένη
Μας είπαν πάντα
πως η Ελένη είναι
σαν τη θάλασσα και τον ουρανό:
Χαμόγελο από χαραυγές
κι απειλή από θάνατο.
Εγώ δεν ανέκραξα ποτέ
στο θαύμα της ωραιότητας της.
Μ’ άφηνε πάντα αδιάφορο
ο μύθος της ομορφιάς
που η Ελένη έφερνε απρόθυμη
σαν μια δυσοίωνη μοίρα θανάτου.
Περιφρόνησα πάντα
το ψέμα των μύθων
που βάζουνε χρυσές μάσκες
πάνω στην ιστορία
των ανθρώπινων πενθών
σαν πάνω στο πρόσωπο
του Αγαμέμνονα
μέσα στον τάφο των Μυκηνών.
Ευτυχία
Όλοι συναντήσαμε την ευτυχία.
Δεν ξέρουμε ούτε θυμόμαστε πότε και που.
Κάποτε κοιτούσαμε στο μέλλον
ανυπόμονοι να προλάβουμε την ευτυχία.
Τώρα κοιτάζουμε πάντα πιο πίσω στα χρόνια
Για να θυμόμαστε κάποια στιγμή
αληθινής ευτυχίας.
Ίσως την είδαμε στην παιδική ηλικία μας
να περνάει μακριά
ψηλά με τα ψαρόνια
μες στις χρυσοδύσες.
Ίσως την είδαμε μες στις ίριδες
που λαμπάδιαζαν με φτερά αγγέλων.
Ίσως ανήξεροι την φιλήσαμε
πάνω στα δροσερά χείλη μιας πηγής
που τραγουδούσε την χαρά της ζωής.
Τη νιώσαμε να ‘ρχεται
με τις αναπνοές της άνοιξης
στο ξύπνημά μας,
όταν η καρδιά μας άνοιγε στην αγάπη
σαν βλαστός τ’ Απρίλη.
Την βάλαμε μ’ ένα λούλουδο
ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου
κι εκεί την ξεχάσαμε:
εκεί είναι ακόμα ξεριζωμένη
σαν όλα τα όνειρα της ζωής.
Κόσμος
Ακίνητα τα βουνά
κάτω απ’ την απέραντη, φλογερή δίνη
τ’ ουρανού.
Οι θάλασσες ασθμαίνουν
και τα ποτάμια τρέχουν
σαν απελπισμένες ψυχές.
Μέσα μας, κορφές κι άβυσσοι
κι ανήσυχα ποτάμια …
Απλότητα
Η απλότητα ήταν μια απαλή κοπέλα
με τα μάτια της λαμπρά
σαν ανάβλυσμα απ’ το βράχο.
Ξυπόλητη κι ανάλαφρα οδοιπορούσε
πάνω στη χλόη
και τα λουλούδια αυθόρμητα λύγιζαν
στο βήμα της, και τα πουλιά σιωπούσαν
στο δροσερό τραγούδι της.
Γήινο ή ουράνιο πλάσμα;
Η απλότητα αγαπούσε τους ταπεινούς άντρες
και μιλούσε στις καρδιές τους
με λόγια που είχανε την ευοσμία
του σπιτικού ψωμιού.
Ναι, γιατί η απλότητα
ήταν το σπιτικό ψωμί,
ζεστό σαν την καρδιά της νιότης.
Η απλότητα ήταν ο λύχνος, το τζάκι,
το παραμύθι της γιαγιάς,
η ρόκα και το αδράχτι, το σταμνί …
Ήταν τα βραδινά μάτια των κοριτσιών
στα παράθυρα
με τις γλάστρες των γαρίφαλων.
Ήταν η πρώτη ερωτική αγρύπνια,
το αηδονολάλημα
για την καρδιά των ποιητών.
Ήταν η χελιδονοφωλιά
κάτω απ’ το δοκάρι
τα κλαδιά της ευλογημένης ελιάς,
τα λουλούδια στα εικονίσματα της αγροτικής Παναγίτσας.
Η απλότητα ήταν η προσευχή
των γέρων που σκέφτονταν
το σκληρό μόχθο των χωραφιών
κι ευλογούσαν το Θεό.
Το βράδι, μύριζε τριφύλλι …
Η απλότητα είναι το ενθύμιο
μιας χαμένης κόρης
που ξυπόλητη βημάτιζε
ανάμεσα στη χλόη και στα λουλούδια …
Η Άγνωστη
(πρόκειται για ένα ωραιότατο χάλκινο αγαλματάκι, που ο έξοχος γλύπτης Γιώργος Καλακαλάς μου χάρισε, με συγκινητική κι αξέχαστη ευγένεια)
Είσαι η γυναίκα της βαθιάς χαραυγής.
Δεν βγήκες ακόμα απ’ τη νύχτα ολοκληρωτικά.
Απ’ τη νύχτα που εξαφανίζεται
εσύ έχεις το χρώμα, την σιωπή.
Ανατριχιάσματα από φως.
Που βλέπεις, τι σκέφτεσαι;
Έναν μακρινό έρωτα
ή μια βαθιά θλίψη;
Τ’ αόρατο αηδόνι της ερημιάς
τραγουδάει για σένα.
Ανάμεσ’ απ’ τα χέρια μου
εσύ ζεις,
πάλλεις από μυστικήν αρμονία.
Δεν έχεις όνομα, δεν έχεις πρόσωπο:
είσαι ένα πάναγνο, ανέκφραστο γέννημα.
Εγώ μπορώ να σου δώσω
όλα τα ονόματα, όλες τις φωνές,
όλες τις ατέλειωτες μορφές
της γης, της θάλασσας, του ουρανού…
Εσύ είσαι η Άγνωστη.
Νυχτερινό
(στην Αθηνά Κασσαβέτη)
Το δροσερό δάσος μυρίζει
τις νυχτερινές ευωδιές
κι από μακριά σου γυρνά
το πρόσωπό σου
μες απ’ το ενθύμιο που με θλίβει.
Ήταν θεϊκό το χαμόγελό σου
ω γυναίκα του παρελθόντος.
Τώρα το χαμόγελό σου
είναι ξεθωριασμένο απ’ το χρόνο
και δεν είναι πια δικό μου.
Μες στην ανάμνηση βυθίζεται
το φως σου
και σβήνει σαν ένα κλάμα από μετέωρο
ανάμεσα στα βάραθρα της απεραντοσύνης.
Τώρα που να ‘σαι;
Με πήρε, αηδόνι, το γλυκό κύμα
του τραγουδιού σου.
Ω Νύχτα δώσε μου τις δροσοστάλες σου…
Η ψυχή μου
είναι ένα διψασμένο λουλούδι.
Ας μεθύσω με ξάστερ’ αγέρια
μες στην λήθη του χρόνου και της ζωής.
Είμαι μουσική κι εγώ αστεριών,
είμαι ανατρίχιασμα νερών
που τρέχουν μες στο λευκό φως,
είμαι φτεροκόπημα
μες στην χρυσή ειρήνη.
Ας αποδημήσω ανάλαφρα
στις αιώνιες πηγές της χαράς και του ονείρου.
Είμαι αχτίδα, κύμα, στεναγμός
από σένα, νύχτα,
μες στο μαγικό χορό
των απέραντων ρευμάτων σου.
Ηώς
Δώσε μου φως, θεϊκή.
Άγγιξε το μέτωπό μου
με τα ροδοδάχτυλα.
Κάποτε πρόλαβα τον εύθυμό σου ερχομό
πάνω στα δροσερά οροπέδια
ανάμεσ’ από εαρινά βότανα
και στιλπνά ρυάκια.
Η ζωή μας
είναι μι’ αδιάκοπη αναμονή
να σε ξαναβλέπουμε.
Πεθαίνουμε με τον πόθο
μιας καινούργιας κι ανέσπερης χαραυγής
η με την απελπισία
μιας σκοτεινής κατοικίας.
Ο κορυδαλλός μόνο ανεβαίνει
για ν’ αντλήσει
το αγνό φίλημα της αυγής,
ανήξερος και τάχα ευτυχισμένος
απ’ τ’ αυγινό του τερέτισμα.
Πρώτο ταξίδι
Ψηλό καλοκαιρινό φεγγάρι.
Νυσταλέο άλογο.
Γέρος αμαξηλάτης.
Ας πάμε πατέρα μου, μάνα μου.
Συνηχούνε τα κουδούνια
με τους γρύλους
και με τις πηγές
πάνω στον άσπρο δρόμο.
Τραγούδια πετεινών,
γαυγίσματα
από μακρινές καλύβες.
Και στην χαραυγή ο ερχομός.
Η άμαξα σταμάτησε
στο πράσινο χωριό των πλατάνων,
μπροστά στο πατρικό σπίτι
με τον ανθισμένο κήπο.
Δροσερά κουδούνια της αυγής…
Ιδεολογίες
Κύματα, κύματα, κύματα…
Πόσα; Ατελείωτα.
Ο γέρικος βράχος
μένει ατάραχος.
Στους Ελληνόφωνους μου αδελφούς της Καλαβρίας
Γαλλικιανό, Αμυγδαλιά, Χωριό,
Ρωγάδι, Βούα, Βουνί:
τα ονόματα των ελληνόφωνων χωριών
της Καλαβρίας.
Πανάρχαια χωριά αρπαγμένα απ’ τους βράχους,
χωριά που τώρα ζουν μόνον οι γέροι,
οι γυναίκες και τα παιδιά…
Οι γέροι έχουν την βουβή θλίψη
της εγκατάλειψης
σαν τα παλιά και φτωχά σπίτια.
Οι γυναίκες μαζεύουν τις ελιές
και γιασεμιά μες στις κοιλάδες.
Ταπεινή γη των προσχώσεων,
σεισμών, φτώχειας, φυγής.
Και κοντά στους χείμαρρους ανθίζουνε
οι πικροδάφνες…
Αλλά είναι πάντα ζωηρή μες στις καρδιές
σαν μια μυστική αγάπη
η φωτιά της Ελλάδας,
της πανάρχαιας πατρίδας.
Τα παιδιά θέλουν να μάθουν
την ελληνική γλώσσα
απ’ τη φωνή των πάππων τους.
Κι όταν τα παιδιά μιλάνε στην ελληνική
είναι μια γλυκιά μουσική από πουλάκια.
Αλλά και τα ερωτικά σας τραγούδια,
αδελφοί μου, έχουν την θλίψη
της ερημιάς.
Δεν σας φροντίζει κανένας.
Η αξιόπρεπη σιωπηλή σας υπομονή
θα ‘πρεπε να συγκινήσει
όλους τους Ιταλούς.
Ας γίνουν τούτοι οι στίχοι μου,
στην γλώσσα των Ελλήνων μας γονιών,
ένα μήνυμα ελπίδας κι αγάπης
μια αδελφική αγκάλη.
Έχει αγκαλιά η Γη
Ας μπορέσουμε να σταματήσουμε το φως μιας στιγμής
από χαρά, μες στη μαγεία ενός στίχου
για να παρηγορήσουμε τη ζωή μας!
Αστράφτει στην καρδιά μου
τούτη η φωτεινή ώρα.
Έχω τόση μουσική μες στην ψυχή μου
αλλά δεν ξέρω να πω απ’ αυτή
ούτε ένα τόνο.
Με ζεσταίνει η γη
με τη βαθιά πνοή της.
Έχει φωνές η γη
για να γεμίσει το άδειο μου.
Έχει αγκαλιά η γη,
θεία αγκαλιά έχει η γη
για να με σκεπάσει με τη λήθη.
Νιώθω μες στην καρδιά μου
το ενθύμιο του τελευταίου νεκρού
που είδαμε να δύει γι’ αυτόν
το αυγινό φεγγάρι.
Νύχτα, αγέρι
Έξω, η νύχτα κι εν’ άγριο αγέρι.
Όλα βυθίζονται.
Δεν υπάρχει παρά η νύχτα.
Όλα είναι εν’ ακράτητο ποτάμι.
Γύρω μου και μέσα μου
αγρύπνια κι ερημιά.
Που θα σας ξαναβρώ, νεκροί μου;
Δεν υπάρχει τίποτα πια.
Που πέσανε
τα πρόσωπά μας;
[ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΕΥΤΥΧΙΟΥ] Διαβάστε ολόκληρη την ποιητική συλλογή σε μορφή Free e-book (από το 24grammata.com) κλικ εδώ
Αραποσυκιές.
Αγκάθια.
Μοναξιά.
Γλυκάδα ενός καρπού
που κεντρίζει
σαν ενθύμιο ενός πεθαμένου.
Τοίχος.
(στον έξοχο ελληνιστή V. Mascaro)
Θα πέσει, θα πέσει τελευταία
με το θάνατο
τούτος ο τοίχος του εγωισμού,
της έπαρσης και του μίσους
που μας χωρίζει
και μας κάνει ξένους στον εαυτό μας.
Δεν υπάρχει πια τοίχος
ανάμεσα στους ζωντανούς και στους νεκρούς.
Είναι η ευσπλαχνία που κάποτε τους νεκρούς οδηγεί
ν’ ακούσουν στα κατώφλια
της καρδιάς μας.
Θα ‘θελαν να πουν λόγια
που έμειναν στα μάτια τους.
Αλλ’ είναι η σιωπή η γλώσσα των πεθαμένων,
είναι η φωνή από την αιωνιότητα…
Ας μάθουμε ν’ ακούμε τη σιωπή
των νεκρών!
Ανάσταση του τραγουδιού.
Δίνε μας Κύριε την ανάσταση του τραγουδιού,
κι ας γίνει σαν η δροσιά
πάνω στις χλόες,
κι ας γίνει ευλογία το τραγούδι της ψυχής
πάνω στον κόσμο του κλάματος και των συμφορών.
Λουλούδι.
Λουλούδι, ταπεινό θαύμα του φράχτη,
άοπλο και εφήμερο χαμόγελο,
ένα ψυχρό αγέρι σ’ απειλεί.
Θα ‘θελα να σε προφυλάξω
μες στους στίχους μου,
για να γυρίζεις πάντα
– έτσι δροσερό – στη μνήμη
και για να ξανανθίσεις πάντα
απ’ την ψυχή μας
σαν ένα τραγούδι της αγάπης.
Θα ‘θελα να γίνουν οι στίχοι μου
σαν ένα τερέτισμα πουλιού
και να τ’ ακούσουν,
σαν ένα μήνυμα ευτυχίας
οι άνθρωποι που δεν ξέρουνε πια
τη χαρά του αυγινού κελαηδισμού
μιας ποταμίδας.
Αλλά που θα ξαναβρούμε πια
τη χαμένη πηγή του τραγουδιού;
Στο Δάντη
Ποιος σε γνωρίζει πια,
μοναχικέ και σκεπτόμενε Ίσκιε;
Σήμερα είναι πλάνη των κιβδηλοποιών η ποίηση,
και τέχνη των ταχυδακτυλουργών.
Ποιος σε γνωρίζει πια,
πρόσωπο σκαμμένο από την αναγουλιά
κι απ’ τις αθλιότητες;
Σήμερα είναι δόλωμα των πολυλογάδων
η ποίηση, είναι καπνός,
ψεύτικο νόμισμα.