Ο ρόλος της σύφιλης στην αυτοκτονία του Κώστα Καρυωτάκη

24grammata.com/ ιστορία της Λογοτεχνίας

Διαβάστε το αφιέρωμα του 24grammata.com στον Κ. Καρυωτάκη κλικ εδώ

γράφει ο Αντώνης Κουσούλης

Ερωτηματικά και ασάφειες περιέβαλαν πάντα το γεγονός της αυτοκτονίας του Κώστα Καρυωτάκη. Θεωρίες και απόψεις έχουν διατυπωθεί πολλές για το αν έπασχε από κατάθλιψη ή για το ποιοι προσωπικοί λόγοι τον οδήγησαν σε αυτήν την πράξη. Τα σύγχρονα δεδομένα, όμως, και η ενδελεχής μελέτη των μαρτυριών φανερώνουν ότι σημαντικό ρόλο στο τέλος της ζωής του ποιητή φαίνεται να έπαιξε η σύφιλη.

Λίγα λόγια για τη ζωή και το έργο του

Ο Κώστας Καρυωτάκης, γεννηθείς στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου του 1896, κέρδισε την εκτίμηση και τον σεβασμό για το έργο του. Οι λογοτέχνες Γιάννης Γρυπάρης και Κλέων Παράσχος τον χαρακτήρισαν ως τον πιο αντιπροσωπευτικό ποιητή της γενιάς του, ενώ ο κριτικός τέχνης Κωνσταντίνος Δημαράς είχε πει: «Ο Καρυωτάκης κατάκτησε την αθανασία, δημιουργώντας δική του Σχολή (τον Καρυωτακισμό), επηρεάζοντας γενιές Ελλήνων, μαζί και μεγάλους μας ποιητές, όπως τον Γιάννη Ρίτσο, τον Γιώργο Σεφέρη και τον Νικηφόρο Βρεττάκο». Για «Καρυωτακισμό» μίλησαν επίσης και ο λογοτέχνης Μιχαήλ Περάνθης και ο Καθηγητής Φιλολογίας Γιώργος Σαββίδης.

Το 1917 αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή και το 1919 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων». Οι κριτικές που έλαβε δεν ήταν ενθαρρυντικές, ενώ η κυκλοφορία του σατιρικού περιοδικού (με τίτλο «Η Γάμπα»), που ξεκίνησε να εκδίδει την ίδια χρονιά, απαγορεύτηκε μετά από τη δημοσίευση των πρώτων έξι τευχών. Το έργο του απλώνεται σε 8 χρόνια, αφού η τελευταία του συλλογή («Ελεγεία και Σάτιρες») εκδόθηκε το 1927, ενώ η αυτοκτονία του σημειώνεται στις 21 Ιουλίου του 1928 στην Πρέβεζα, σε ηλικία 32 ετών.

Η ΣΥΦΙΛΗ

Η ποίηση του Καρυωτάκη διέπεται από μελαγχολία και απαισιοδοξία και αυτό έπεισε τους περισσότερους μελετητές του ότι έπασχε από κατάθλιψη, η οποία πιθανώς να προκλήθηκε από την απογοήτευση και τη διάψευση των προσδοκιών του, λόγω της, αρχικά, μη θετικής υποδοχής που έτυχαν τα έργα του. Ωστόσο, σήμερα έχει καταστεί σαφές ότι ο Έλληνας ποιητής έπασχε από σύφιλη και ο ρόλος της ασθένειας στη ζωή και τις αποφάσεις του ήταν μάλλον καθοριστικός. Οι ενδείξεις υπέρ της θεωρίας ότι ο Καρυωτάκης έπασχε από σύφιλη έχουν πλέον ισχυροποιηθεί και μετατραπεί σε σαφή επιχειρήματα.

Kατ’ αρχήν, είναι αναμφίβολο ότι ο Καρυωτάκης έπασχε από κάποια οργανική πάθηση. Αυτό το φανερώνουν, υπεράνω όλων, τα δικά του λόγια σε μια επιστολή του προς τον φίλο του Χαρίλαο Σακελλαριάδη, στις 14 Ιανουαρίου 1926, όπου ανέφερε (μεταξύ άλλων): «Τώρα πιστεύω πως είμαι καλά στην υγεία μου. Ένα μήνα μετά την αναχώρησή σου είχα πυρετό και οι γιατροί δεν μπόρεσαν να μου πουν ακριβώς τι έχω. Φαίνεται ότι ήταν παράφυτος. Έπαυσα να βάζω θερμόμετρο κ’ εξέφυγα από τα μιαρά τους χέρια». Επιπλέον, οι κριτικοί τέχνης, Κλέων Παράσχος, Τέλος Άγρας, Γιώργος Πικρός και Έλλη Αλεξίου, αν και προσεγγίζουν αρκετά επιφυλακτικά το θέμα της ενδεχόμενης σύφιλης, εντούτοις, αναφέρονται σε μια «αθεράπευτη ασθένεια».

Ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Σαββίδης (1929-1999), ο οποίος αναγνωρίζεται ότι διέθετε το μεγαλύτερο αρχείο για τους Νεοέλληνες λογοτέχνες, ερχόμενος σε επαφή με τους φίλους και συγγενείς του ποιητή, είχε αποκαλύψει ότι ο Καρυωτάκης ήταν συφιλιδικός, επισημαίνοντας, μάλιστα, ότι ο αδερφός του, Θανάσης Καρυωτάκης, θεωρούσε ότι η ασθένεια συνιστούσε προσβολή για την οικογένεια. Επιπλέον, χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Γιώργου Σκούρα, ιατρού σύγχρονου του ποιητή, που ανέφερε: «ήταν άρρωστος, ήταν συφιλιδικός», ενώ και τα λόγια του ίδιου του ποιητή στην ανωτέρω επιστολή προς τον Χαρίλαο Σακελλαριάδη πιθανώς να φανερώνουν μια εκδήλωση υποτροπιάζουσας σύφιλης ή σύφιλης δευτέρου σταδίου.

Η ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

 

Σημαντικά στοιχεία για την ασθένεια του Καρυωτάκη αλλά και για την εξέλιξη των συναισθημάτων του μέσα στη δεκαετία του 1920 δίνει η σχέση του με τη Μαρία Πολυδούρη, λυρική ποιήτρια (1902-1930). Γνωρίστηκαν το 1922, όταν και οι δύο εργάζονταν στη Νομαρχία Αττικής. Η ένταση του έρωτά της για εκείνον φανερώνεται από τα λόγια που γράφει στο ημερολόγιό της στις 27 Απριλίου 1922: «Δύο ώρες μετά το μεσονύχτι. Το αίμα μου όλο ανεβασμένο στο κεφάλι μου κάνει να χτυπούν φριχτά οι φλέβες και να νιώθω μια βουή στ’ αυτιά μου σα να πήρα 30 κόκκους κινίνο. Τι λοιπόν; Είναι αυτό ίσως το πάθος που δεν εγνώρισα; Γιατί έτσι πάλι ανηλεής ποιητή μου…».

Το καλοκαίρι του ίδιου έτους ο Καρυωτάκης έμαθε ότι έχει προσβληθεί από σύφιλη. Τον Σεπτέμβριο, αφού αφιέρωσε στην Πολυδούρη το ποίημα «Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα», της εξομολογείται την αλήθεια για την ασθένειά του και της αποκαλύπτει ότι την κρύβει από τους φίλους του και την οικογένειά του. Η ποιήτρια αμφέβαλλε για την ειλικρίνειά του και θεωρώντας ότι επινόησε την ασθένεια για να την απομακρύνει από κοντά του, του ζητά με επιστολή της στις 12 Οκτωβρίου του 1922 να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, αλλά ο Καρυωτάκης αρνείται. Μέσα στη συγκεκριμένη επιστολή τα λόγια της Πολυδούρη αποκαλύπτουν πολλά για την ασθένεια του ποιητή, που από το συνδυασμό των στοιχειών είναι φανερό ότι είναι η σύφιλη. Εκτός από το να μην κάνουν παιδιά, η ποιήτρια εκφράζει την ανησυχία μήπως η ασθένεια επηρεάσει την πνευματική διαύγεια του αγαπημένου της, αναφέρεται στις ιερόδουλες που του μετέδωσαν το μικρόβιο, τον προτρέπει να αποκαλύψει την αλήθεια στην οικογένειά του και του ζητά να μοιραστεί τον πόνο του μαζί της: «Έλα, Τάκη, να ζήσουμε μαζί… να ιδείς πόσο γλυκιά, πόσο ανακουφιστική θα ‘μαι σε σένα. […] Παιδιά δε θα κάνομε, βέβαια – γελάς; Ω! είναι τόσο εύκολο και τόσο συνηθισμένο πράγμα αυτό σήμερα. Άλλωστε, έχω δικούς μου γιατρούς που θα κάνουν το παν για μένα. Ό,τι με κάνει να σκέπτομαι πολύ, είναι ότι μπορεί να χάσεις το ταλέντο σου∙ αλλά γιατί να γίνει αυτό; Εμείς δε θα έχομε ούτε την οικογένεια ούτε τις παλιοασχολίες της. Δε θα ‘μαι η γυναίκα εκείνη που θα σου φέρει γύρω σου τις ενοχλητικές σκέψεις του οικοκυριού∙ όχι, θα ‘μαι η αιώνια ερωμένη σου. Δεν έχεις τίποτα από τη ζωή σου να αλλάξεις κοντά μου. Έλα, Τάκη μου. Μπορώ κάτι ακόμα να προσφέρω στη ζωή σου. Ω! αν ήξερες πόσο κακό μού κάνει να σκέπτομαι πως συ, το ευγενικό εξιδανικευμένο πλάσμα με τη θεϊκή ψυχή, φέρεσαι έτσι από ανάγκη στις ελεεινές αυτές ακάθαρτες γυναίκες που σου χάλασαν την υγεία σου… πόσο κακό μου κάνει… πόσο κακό!… Δεν είσαι πια παιδάκι που θα ντρεπόταν∙ πες το στον πατέρα σου, δεν μπορεί, θα σε ακούσει. Τάκη, κάνε το, μη σκεφθείς τίποτα ανυπόστατα εμπόδια, δεν υπάρχει τίποτε. Προ παντός μη – σ’ εξορκίζω – σκεφθείς πως είσαι άρρωστος και θα μου έκανες κακό. Ξέρεις πως το μεγαλύτερο μαρτύριο που μπορεί να νιώσω είναι η κάθε στιγμή που περνάω μακριά σου… Α! είναι ένα φοβερό, ατέλειωτο μαρτύριο… Σιμά σου όλα θα ‘ναι όμορφα… όλα καλά… Να υποφέρω κατιτί… να μου επιτρέπεις να πονώ τον πόνο σου, είναι η ευτυχία, η μόνη ευτυχία που μπορεί να νιώσω… […]»

«Ωχρά Σπειροχαίτη»

Ο χωρισμός του ποιητή με την Πολυδούρη αποτέλεσε και για τους δύο μια αιτία για να μείνουν μακριά από τη συγγραφή ποιημάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Καρυωτάκης από τον Φεβρουάριο του 1924 έως και το 1926 πέρασε μια περίοδο σιωπής. Τον προηγούμενο χρόνο, όμως, στο περιοδικό «Έσπερος», στο τεύχος Ιουνίου – Ιουλίου, ο ποιητής μιλά ουσιαστικά για τη σύφιλη μέσα από το ποίημα του «Τραγούδι παραφροσύνης» που αργότερα μετονομάστηκε σε «Ωχρά Σπειροχαίτη», το όνομα του βακτηρίου που προκαλεί τη σύφιλη δηλαδή. Στην τελευταία στροφή του ποιήματος γράφει:

«…Kι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,

στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος, όταν,

γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη

κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν.»

Με τη φράση «αγορασμένη φίλη» αναφέρεται στις ιερόδουλες, που κατεξοχήν θεωρούνταν οι κυριότερες πηγές μετάδοσης της σύφιλης (σχετική αναφορά, άλλωστε, βρίσκουμε και στην επιστολή της Πολυδούρη που αναφέρθηκε ανωτέρω). Λέγοντας «γελώντας αινιγματικά», υπονοεί τη νοσηρότητα που κρύβεται πίσω από την πράξη του έρωτα με τη συγκεκριμένη γυναίκα, ενώ στην τελευταία στροφή, η «άβυσσος» αποτελεί την ασθένεια που θα αναγκαστεί να βιώσει, αφού ενέδωσε, προοιωνίζοντας και το δικό του τέλος.

Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ

Τον Φεβρουάριο του 1928 ο Καρυωτάκης αποσπάστηκε στην Πάτρα, γεγονός που φαίνεται ότι του προκάλεσε απελπισία, αφού τόσο ως παιδί (λόγω της εργασίας του πατέρα του), όσο και ως δημόσιος υπάλληλος, αφού πήρε το πτυχίο του, πολλές φορές στη ζωή του αναγκάστηκε να μετακομίσει σε πόλεις όπου δεν επιθυμούσε να μείνει, ενώ η εργασία του στο δημόσιο του φαινόταν αδιέξοδη και μη εποικοδομητική. Αισθανόταν απέχθεια για την κρατική γραφειοκρατία και την καυτηρίαζε συχνά, κάτι που προκαλούσε αντιπάθεια προς το πρόσωπό του από τους ανωτέρους του και φαίνεται να είναι η αιτία για τις πολλές μεταθέσεις του στην επαρχία. Αυτό που τον απογοήτευε ήταν η συμβατική ζωή που τον έκανε να νιώθει ψυχικά αποστεωμένος, αφού στο νου του είχαν απομυθοποιηθεί τα ιδανικά της ζωής και κυριαρχούσε ο εφήμερος χαρακτήρας της.

Λίγο αργότερα μετατέθηκε από την Πάτρα στην Πρέβεζα. Η νέα απόσπαση έμοιαζε να είναι νέο χτύπημα για τον ποιητή. Όντας μελαγχολικός και απογοητευμένος, έζησε τις τελευταίες του μέρες στην πόλη της Πρέβεζας. Η άσχημη κατάσταση της ψυχολογίας του πείθει ορισμένους μελετητές ότι έπασχε από κατάθλιψη και ότι τα συναισθήματα απελπισίας που τον κατέκλυσαν τον οδήγησαν στην αυτοκτονία. Ο φίλος του, Χαρίλαος Σακελλαριάδης, μοιάζει να ενστερνίζεται αυτήν την άποψη, λέγοντας: «Πάντα όμως θα περνούσε με τη χίμαιρα μιας ονειρευτικής ζωής, που ποτέ του δεν του ήταν γραφτό να ζήση. Κι ύστερα, ενώ μ’ όλη την ψυχική του κόπωση ήταν υπόδειγμα εργατικότητας και ευσυνειδησίας, στάθηκε ο στόχος μιας σκληρής και συστηματικής καταδρομής, από την οποία μόνο με την τραγική του χειρονομία απαλλάχτηκε οριστικά. Πρόστιμα, αδικαιολόγητη μετάθεση από την Αθήνα στην Πάτρα, ώσπου του ‘ρθε τέλος κι η χαριστική βολή: αποσπάστηκε από την Πάτρα στην Πρέβεζα». Και ο ίδιος, άλλωστε, ο Καρυωτάκης στην τελευταία σωζόμενη επιστολή του προς την Πολυδούρη, τον Ιούνιο του 1928, αναφέρει, μεταξύ άλλων: «Η Πρέβεζα είναι ένα άσχημο χωριό. Χτισμένη σ’ ένα επίπεδο χαμηλότερο σχεδόν από τη θάλασσα, δε φαίνεται, θαρρείς πως κρύβεται από ντροπή για τα χάλια της. Τα σπίτια, τουρκόσπιτα του χειρίστου είδους, άρχισαν να έχουν αρχαιολογική αξία», ενώ σημαντική κρίνεται και η φράση του: «Έτσι θα περάσει κατά τον ενδοξότερο τρόπο και η σημερινή ημέρα, ακριβώς όπως επέρασαν και οι προηγούμενες, όπως θα περάσουν κι εγώ δεν ξέρω πόσες ακόμη ημέρες».

ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Στις 20 Ιουλίου αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, προσπαθώντας να πνιγεί, χωρίς, ωστόσο, να το καταφέρει. Στις 21 Ιουλίου αυτοκτόνησε με ένα περίστροφο, αφήνοντας ένα επιθανάτιο γράμμα, το οποίο μάλλον ενισχύει τις απόψεις περί του ρόλου της σύφιλης. Το γράμμα ήταν το εξής:

«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.

 

[Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου».

 

Στην μελέτη του για τον Καρυωτάκη και μετά από εμπεριστατωμένη ανάλυση του ανωτέρου γράμματος, ο Γιώργος Μακρίδης διατύπωσε την άποψη ότι ο ποιητής αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα, όχι επειδή πιεζόταν ψυχολογικά από τη μετάθεσή του εκεί, αλλά επειδή φοβόταν να νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική, όπως συνέβαινε με όλους τους συφιλιδικούς στο τελικό στάδιο της νόσου την περίοδο εκείνη. Θέλοντας, μάλιστα, ο Γιώργος Μακρίδης να ισχυροποιήσει το επιχείρημά του τόνισε ότι θα ήταν εξαιρετικά απίθανο ένας βαριά καταθλιπτικός ασθενής να αστειεύεται στο επιθανάτιο γράμμα του, κάτι που βλέπουμε στο υστερόγραφο της επιστολής του Καρυωτάκη, όπου κάνει σαρκαστικό χιούμορ για την αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας του της προηγούμενης ημέρας, ενώ θεωρεί και ότι η φράση «ήμουν άρρωστος» έχει διττή σημασία, αναφερόμενη τόσο σε ψυχική όσο και σε σωματική διαταραχή.

Η κατάθλιψη σαφώς μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο που κάποιος αντιδρά και σκέφτεται, με αποτέλεσμα το άτομο να διακατέχεται από εξαιρετικά απαισιόδοξα σενάρια και έλλειψη προσδοκιών για ενδεχόμενη βελτίωση των πραγμάτων, ενώ μέσα σε αυτή την απαισιόδοξη αντίληψη το άτομο υποεκτιμά τις ικανότητες και δεξιότητες του. Ωστόσο, την εποχή του θανάτου του ο Καρυωτάκης έπασχε από τριτογενή σύφιλη, με κυρίαρχη εκδήλωση τη νευροσύφιλη η οποία μπορεί να προκαλέσει νευροψυχιατρικές διαταραχές, βλάβες στο στέλεχος του εγκεφάλου ή στα κρανιακά νεύρα, ενώ στο 33% των ασθενών με τελικού σταδίου νευροσύφιλη παρατηρείται αλλαγή προσωπικότητας (συμπεριλαμβανομένων γνωσιακών ή / και συμπεριφορικών δυσλειτουργιών) και αταξία. Από το 1520 στην Ιταλία έχουν αρχίσει να καταγράφονται περιπτώσεις ασθενών με νευροσύφιλη που κατέληξαν στην αυτοκτονία, είτε λόγω των συμπτωμάτων της πάθησης αυτής καθεαυτής, είτε λόγω του κοινωνικού στίγματος.

Λαμβάνοντας υπόψη την αρνητική αντιμετώπιση από την οικογένειά του, την προϋπάρχουσα απαισιόδοξη ψυχοσύνθεσή του, τα χρόνια που μεσολάβησαν από την αρχική μόλυνσή του με την ασθένεια και με τις μαρτυρίες των συγχρόνων του να πιστοποιούν στο μεγαλύτερο ποσοστό την παρουσία της ασθένειας, φαίνεται πολύ πιθανό η σύφιλη να οδήγησε τον Καρυωτάκη στο να κάνει τη μοιραία κίνηση. Η ασθένειά του αυτή, με τα εκφυλιστικά της συμπτώματα, φαίνεται να είναι, είτε η αιτία που τον έφερε να σκέφτεται τον θάνατό του σε ηλικία 32 ετών, είτε ο τελικός λόγος που εμφανίστηκε στη ζωή του για να του προκαλέσει την πλήρη απογοήτευση.

Ευχαριστώ τον συνάδελφο και φίλο, Κίμωνα Κοντόκωστα, η συνεργασία μου με τον οποίο απέφερε τη μελέτη για το μαγικό ταξίδι στην ιστορία της σύφιλης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Κ.Γ. Καρυωτάκης, «Ποιήματα και πεζά», επιμέλεια Γ.Π.Σαββίδης, εκδόσεις Ερμής, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη.

Knudsen Richard, «Neurosyphilis», eMedicine Clinical Reference, Mar 29, 2007.

Κουσούλης Αντώνης & Κοντόκωστας Κίμων, «Η σύφιλη στην ιστορία και στις τέχνες», Ιατρικές εκδόσεις Γιάννη Β. Παρισιάνου, Αθήνα, 2008. ISBN 978-960-89486-7-9

Ντουνιά Χριστίνα, «Μαρία Πολυδούρη – Μόνο γιατί μ’ αγάπησες: Ημερολόγιο», εκδ. Μεταίχμιο, 2004, ISBN 960-375-779-9

Περάνθης Μιχαήλ, «Ανθολογία νεοελληνικής ποίησης», εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 10η έκδοση.

Σαββίδης Γ.Π. & Χατζηδάκη Ν.Μ. & Μητσού Μαριλίζα , “Χρονογραφία Κ. Γ. Καρυωτάκη”, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας.

www.perceptum.gr