Ο Σατάνας κατσίκα ή ο φόβος, που γεννά εγκλήματα
γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Διαβάστε όλη την εργογραφία του Μανώλη Δημελλά στο 24grammata.com κλικ εδώ
Σχεδόν μια ώρα είχε περάσει, από τη στιγμή που η Ζόκλα είχε βγει στο δώμα και φώναζε, έψαχνε σα ντελάλης το στερνοπούλι της.
Μα που να φανεί το καμάρι της, ο πιτσιρίκος γυρνούσε τις στράτες με τη παρεϊτσα του, και φαίνεται πάλι θα ξεχάστηκαν, πάνω στο φανταστικό παιγνίδι τους.
Ήταν από τους γλυκούς καιρούς του Μαγιού, εκείνους που όταν είσαι ακόμη παιδί, η ξεγνοιασιά σε αγκαλιάζει και σε παραχώνει μέσα στο παραμύθι της. Με τα νυχτολούλουδα να ανοίγουν και να μεθούν τους περαστικούς, όλα τριγύρω γίνονταν παιγνίδια, και μόνο η κοιλιά και η έρημη μάνα, θυμίζαν πως σε περιμένει σπιτικό και πρέπει κάποτε να γυρίσεις τα μπρος πίσω.
Ο μικρός γιός του Ζοκλιού, ίσα που έπιανε τα δέκα, ήταν τζώρας, νευρικός και τζαναπέτης, έμοιαζε στον πατέρα του, άσε που κοκκίνιζε σα σκάρος από τη τσατίλα του, όταν δεν περνούσε το δικό του.
Είχε νυχτώσει για τα καλά, όταν οι φίλοι αποφάσισαν να σχολάσουν από τη βραδυνή τους βόλτα, τα πιο μικρά παιδιά είχαν πια κουραστεί, ήταν κι νύχτα, που σήκωνε περίεργες σκιές, τις ακανόνιστες μαύρες κουνιστές χορεύτριες του αέρα, που ξεσκονούσε, στρούφιζε στα τρίστρατα.
Γύριζε προς το σπίτι μονάχος, μέχρι που αντάμωσε το πατέρα του, που κι εκείνος είχε παρατήσει το καφενείο και τη μπιλότα και επέστρεφε σα καλός νοικοκύρης στο γιατάκι του.
Ο μικρός αγκάλιασε τον πατέρα, ενώ εκείνος που δεν ήταν μαθημένος σε χάδια και φανερές αγάπες, έπιασε άτσαλα το παιδί από το σβέρκο, ωστόσο μέσα του καμάρωνε που έκαμε τέτοιο γιό, ένα μικρό θερίο ανήμερο.
Όσο ανέβαιναν τι σκάλες για το σπίτι, ο μικρός είχε τη γνωστή πολυλογία, ήθελε να μάθει τα πάντα για την Αμερική, την άγνωστη χώρα που ετοιμαζόταν να ξαναφύγει μετανάστης ο πατέρας του.
Δεν σταματούσε να ρωτά για τα θεόρατα κτήρια, μα είχε ακούσει πως ξύναν τη πλάτη του Θεού και έκανε συγκρίσεις με τα πέτρινα καλυβάκια, που περνούσαν από τη γειτονιά.
Με τούτα και με κείνα, δεν άργησαν να στρίψουν και να βγούν στη πάνω γειτονιά, μέσα στο μισοσκόταδο, μπήκαν στη στράτα, που οδηγούσε ίσια πάνω στο μονόσπιτο τους, τη προίκα της γυναίκας, αφού στάθηκε άτυχη, και γεννήθηκε δεύτερη κόρη, οι γονείς της την πετάξαν σα τρίχα από ζυμάρι, όμως ευτυχώς μια άκληρη θεία της έδωσε ετούτο το σπιτάκι, έτσι το ζευγάρι δεν χρειάστηκε να ψάχνει για σταύλους στα ξομέτοχα.
Στη διπλανή αυλή η γειτόνισσα είχε δέσει μια μαυρόασπρη κατσίκα, ο πατέρας δεν έδωσε σημασία στο ζώο, όμως τα μάτια του γιού έπεσαν πάνω σε εκείνα του ζώου, που αμέσως πετάχτηκε σα να το χτύπησε ρεύμα, και άρχισε να βελάζει.
Ο μικρός κοντοστάθηκε τρομαγμένος και κάτι ψέλλισε στον πατέρα, όμως εκείνος ούτε που τον άκουσε, τον τράβηξε βιαστικά και τον έμπασε στο σπίτι.
Όσο η μάνα έβαζε βραδυνό φαγητό στα πιάτα, ο πιτσιρίκος στεκόταν πίσω από τη κλειστή πόρτα και άκουγε τις φωνές της κατσίκας. Η μάνα έβγαλε το κουρέλι και άνοιξε τη στάμνα, την έγειρε και έβαλε δροσερό νερό σε μια ραγισμένη πήλινη κανάτα.
Ο γλυκός τραχανάς άχνιζε στα πιάτα, όλοι είχαν πάρει τη θέση τους στο χαμηλό τραπέζι, όλοι, εκτός από το κανακάρη τους, που δεν ξεκολούσε το αυτί από την πόρτα. Η κατσίκα δεν είχε σταματήσει τις φωνές από τη στιγμή που τους είδε, έτσι πίστευε το παιδί, που σίγουρα θα σήκωνε το μάνταλο, και θα πήγαινε να της αγριέψει, αν δεν ήταν ο πατέρας, που του ξέκοψε κοφτά, την νυχτερινή έξοδο από το σπίτι.
Η λάμπα πετρελαίου έσβησε τελευταία, ένα αδύναμο φεγγάρι τρύπωνε από το παράθυρο, έκοβε τα χρώματα και άφηνε τα μάτια να βλέπουν μόνο τους όγκους από τα αντικείμενα, όλοι έπρεπε να έχουν πάρει θέση κάτω από τα ελαφρά σκεπάσματα που μύριζαν φρέσκια λεβάντα. Μόλις προχθές η Ζόκλα είχε στριμώξει στα μπαούλα όλα τα χειμωνιάτικα ρούχα τους.
Όλοι ήταν ξαπλωμένοι, εκτός από το μικρό που είχε χάσει τα μυαλά του με το ζώο, τη κατσίκα, που τώρα ένιωθε την καυτή ανάσα της να καίει, μέσα στα αυτιά του. Φοβόταν, έτρεμε ετούτο τον άγνωστο επισκέπτη στη γειτονιά τους.
Ένας τέτοιος ξένος δεν μπορεί να έχει θέση γύρω μας, πόσο μάλλον να βγάζει φωνή και να μιλάει.
Ήταν σίγουρος ότι η κατσίκα τον κοροϊδευε, το διάβασε στα γυαλιστά, σα ψεύτικες χάντρες μάτια της.
Αυτό πρέπει να ήταν, τον είδε μικρό και τον πέρασε για ένα ζωάκι του χεριού της, δεν εξηγείτε αλλιώς η σιχαμερή συμπεριφορά της. Όμως το χειρότερο ήταν η απόκοσμη φωνή της, που έμοιαζε τόσο με ανθρώπινη, το έφερνε βόλτα στο μυαλό του, μέχρι που κατάπιε και χώνεψε σχεδόν αμάσητο, ετούτο τον εφιάλτη.
Άγρια νύχτα και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του, πήγε και άρπαξε το μεγάλο μαχαίρι από τη κουζίνα και βγήκε ξυπόλητος στην αυλή. Ο αέρας είχε πάψει να λυσομανά, έριχνε κι αυτός έναν βιαστικό υπνάκο, ενώ το στενό, έτσι έρημο και άδειο, ήταν ακόμη πιο φοβιστικό και έκανε το πιτσιρίκο να σφίγγει τη μαχαίρα, που ήταν πιο μεγάλη από το χέρι του.
Πλησίασε αθόρυβα τη κατσίκα και εκείνη, η εφτακακόμοιρη ξεπετάχτηκε, τραβήχτηκε πίσω τρομαγμένη, δεμένη όμως με κοντό σκοινί δεν είχε μεγάλα περιθώρια.
Ο μικρός δεν άλλαξε γνώμη, ούτε παζάρεψε την απόφαση του, σαν υπνωτισμένος έμπηξε το μαχαίρι πάνω στο κορμί της, βαθιά, λίγο πιο κάτω από το τρυφερό λαιμό της, την
άφησε να ξερνά το αίμα της, να σφαδάζει και να ξεψυχά.
Δεν σταμάτησε να επαναλαμβάνει πως τα κατάφερε με ετούτον τον Σατανά, το στοιχειό, που είχε τρυπώσει στη κατσίκα και δεν είχε σταματήσει να περιπαίζει την ανώτερη ανθρώπινη φύση μας.
Όσο περνούσαν τα χρόνια το παιδί μεγάλωνε και μαζί του θέριευε ένας σιωπηλός φόβος, γινόταν τρόμος, για κάθε τι διαφορετικό που
τολμούσε να σταθεί στο πλάϊ του.
Πολλά χρόνια αργότερα, λίγο πριν τη δύση του, ο γέρος άντρας σα να καταλάβει πως δεν έφταιγαν οι διαφορετικοί διπλανοί του για τη κατάντια του, εκείνος δεν είχε μάθει να εκτιμά, να σέβεται πρώτα το δικό του είδωλο στον καθρέφτη του σπιτιού του, και έπειτα να μετρά στα ίσια κάθε τι
που έχει άλλα μούτρα και αναπνέει.