Γεώργιος Βιζυηνός (1849 – 1896) α. όλα β. έργα γ. μελέτες / άρθρα δ. ξενόγλωσσα |
γράφει ο Γιώργος Δαμιανός
Μετά το Ρώμο Φιλύρα το ειδικό αφιέρωμα στους ” σοφούς του Δρομοκαΐτειου” συνεχίζεται με το Γεώργιο Βιζυηνό. Για πολλούς είναι, ίσως, από τα σημαντικότερα κεφάλαια της Νεότερης Ελληνικής Λογοτεχνίας. Κάνεις άλλος δεν κατάφερε να ενώσει τόσο αρμονικά, με λέξεις και με όνειρα, την Ανατολή (Φαναριωτική παράδοση) με τη Δύση. Μισότρελος μέσα από τους διαδρόμους του φρενοκομείου θα τον ακούσουν, όσοι έχουν την “ψυχή” να τον ακούσουν, να “μιλάει” για ποίηση, πεζογραφία, ψυχολογία, φιλοσοφία. Αυτός ο τρελός από το Δρομοκαΐτειο χαϊδεύει, ακόμα, την ψυχή της μαθητιώσας νεολαίας και μας καλεί να πλησιάσουμε τον κόσμο με τα μάτια της Ψυχής. Τα 24grammata.com φιλοδοξούν, απλώς, να δώσουν το ερέθισμα για περαιτέρω μελέτη ενός Μεγάλου Έλληνα, που πέθανε ξεχασμένος στο Δρομοκαΐτειο.
Διαβάστε, επίσης, Α.Γ. Βιζυηνός, ένας μοντερνιστής ηθογράφος και Β. η φιλοσοφική μελαγχολία του Βιζυηνού
Ακολουθούν επιλεκτικά ποιήματα, βιογραφία, εργογραφία, βιβλιογραφία. Εγραψαν γι αυτόν (Στεργιόπουλος, Σαχίνης, Αθανασοπούλου)
Στίχοι τοῦ φρενοκομείου
Μέσ᾿ στὰ στήθια ἡ συμφορὰ
σὰν τὸ κῦμα πλημμυρᾷ,
σέρνω τὸ βαρύ μου βῆμα
σ᾿ ἕνα μνῆμα!
Σὰν μ᾿ ἁρπάχθηκε ἡ χαρὰ
ποὺ ἐχαιρόμουν μιὰ φορὰ
ἔτσι σὲ μίαν ὥρα…
μέσ᾿ σ᾿ αὐτὴν τὴν χώρα
ὅλα ἄλλαξαν τώρα!
Κι᾿ ἀπὸ τότε ποὺ θρηνῶ
τὸ ξανθὸ καὶ γαλανὸ
καὶ οὐράνιο φῶς μου,
μετεβλήθη ἐντός μου
καὶ ὁ ρυθμὸς τοῦ κόσμου.
Μέσ᾿ στὰ στήθια ἡ συμφορὰ
σὰν τὸ κῦμα πλημμυρᾷ,
σέρνω τὸ βαρύ μου βήμα
σ᾿ ἕνα μνῆμα …
Τὸν σταυρὸ τὸν ἀψηλὸ
ἀγκαλιά, γλυκοφιλῶ
τὸ μυριάκριβο ὄνομά της,
κι᾿ ἀπ᾿ τὰ χώματά της
ἡ φωνή της ἡ χρυσὴ
μὲ καλεῖ «ἔλα καὶ σὺ
δίπλα στὸ ξανθὸ παιδί σου
καὶ κοιμήσου!»
Βιογραφικό Σημείωμα
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ (1849-1896)
Ο Γεώργιος Βιζυηνός γεννήθηκε στη Βιζύη της Θράκης . Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Μιχαηλίδης. Έχασε τον πατέρα του από τα πέντε του χρόνια και στα δέκα του στάλθηκε στην Πόλη, κοντά σε κάποιον συγγενή του για να μάθει τη ραπτική τέχνη. Δύο χρόνια αργότερα, μετά το θάνατο του τελευταίου, ο οποίος στάθηκε τυραννικός απέναντι στο μικρό Γεώργιο, στάλθηκε στη Λευκωσία της Κύπρου ως υποτακτικός του αρχιεπισκόπου Σοφρωνίου Β΄ με φροντίδα του ευεργέτη του εμπόρου Γιάγκου Γεωργιάδη Τσελεμπή. Στην περίοδο της παραμονής του στην Κύπρο (περίπου 1868 ως 1872) τοποθετούνται οι πρώτες σπουδές του, τις οποίες ακολούθησαν το 1872 μαθήματα στο Ελληνικό Λύκειο του Πέραν, υπό τη διεύθυνση του Γεωργίου Χασιώτη και στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης με δάσκαλο και συμπαραστάτη του τον θεολόγο και ποιητή Ηλία Τανταλίδη. Ο επόμενος χρόνος της ζωής του Βιζυηνού σημαδεύτηκε από τη γνωριμία του με τον τραπεζίτη και εθνικό ευεργέτη Γεώργιο Ζαρίφη, ο οποίος τον έθεσε για πολλά χρόνια υπό την προστασία του. Με τη βοήθεια του Ζαρίφη τύπωσε στην Κωνσταντινούπολη την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ποιητικά Πρωτόλεια και έφυγε για την Αθήνα, όπου αποφοίτησε από το γυμνάσιο της Πλάκας. Το 1874 υπέβαλε στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό το επικό ποίημα Ο Κόδρος και βραβεύτηκε με εισήγηση του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, βράβευση η οποία προκάλεσε αρνητικά σχόλια και αντιδράσεις στους λογοτεχνικούς κύκλους. Την ίδια χρονιά αποφοίτησε από το Γυμνάσιο και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας για ένα χρόνο, ενώ το 1875 έφυγε για σπουδές στη Γερμανία. Είχε προηγηθεί μια δεύτερη αποτυχημένη αυτή τη φορά συμμετοχή του στο Βουτσιναίο διαγωνισμό με το ποίημα Διαμάντω. Στη Γερμανία σπούδασε (1875-1880) στο Γκαίτιγκεν, τη Λειψία (με δάσκαλο το Βίλχελμ Βουντ) και το Βερολίνο (με δάσκαλο τον Έντουαρντ Τσέλλερ) και το ενδιαφέρον του στράφηκε κυρίως σε φιλοσοφικές και ψυχολογικές μελέτες. Η διδακτορική διατριβή του είχε θέμα την παιδαγωγική αξία του παιδικού παιχνιδιού. Στο μεταξύ το 1876 βραβεύτηκε ξανά στο Βουτσιναίο διαγωνισμό με εισήγηση του Θεόδωρου Ορφανίδη για τη λυρική ποιητική συλλογή Βοσπορίδες αύραι, ενώ τον επόμενο χρόνο τιμήθηκε με έπαινο για τις Εσπερίδες. Το 1881 επισκέφτηκε το Σαμακόβι (ή Σαμάκοβο) της Ανατολικής Θράκης για να ασχοληθεί με μια επιχείρηση μεταλλείων, υπόθεση η οποία σχετίστηκε στενά με τη μελλοντική ψυχική του ασθένεια. Το 1882 επέστρεψε στην Αθήνα και ακολούθησε ταξίδι του στο Παρίσι και εγκατάσταση στο Λονδίνο, όπου ετοίμασε νέα διατριβή με τίτλο Η φιλοσοφία του Καλού παρά Πλωτίνω. Το 1884 πέθανε ο Γεώργιος Ζαρίφης και ο Βιζυηνός μπήκε στην τελευταία περίοδο της ζωής του, η οποία συνοδεύτηκε από οικονομική ανέχεια. Συνέχισε να ασχολείται με την αποτυχημένη μεταλλευτική επιχείρηση στο Σαμοκόβι ενώ εργάστηκε παράλληλα ως δάσκαλος της μέσης εκπαίδευσης και από το 1890 ως καθηγητής ρυθμικής και δραματολογίας στο Ωδείο Αθηνών. Εκεί γνώρισε τη μόλις δεκαεξάχρονη μαθήτριά του Μπετίνα Φραβασίλη, την οποία ερωτεύτηκε. Ο άτυχος έρωτάς του στάθηκε μοιραίος, καθώς προστέθηκε στα προηγούμενα χτυπήματα της ζωής του με μεγαλύτερο εκείνο του θανάτου του προστάτη του και τον οδήγησε στη ψυχασθένεια και τον εγκλεισμό του στο Δρομοκαΐτειο, όπου έζησε σε κατάσταση προϊούσας παραλυσίας και πέθανε το 1896 σε ηλικία πενήντα εφτά ετών. Στο λογοτεχνικό έργο του Βιζυηνού συναντώνται στοιχεία της Φαναριώτικης παράδοσης με στοιχεία ηθογραφίας και ψυχογραφικής διείσδυσης, καθώς επίσης επιδράσεις από τα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύμάτα της εποχής. Οι καρποί της συνύπαρξης αυτής ωριμάζουν στο πέρασμα του χρόνου, τόσο στην ποίηση, όσο και στην πεζογραφία του. Ως το ωριμότερο από τα ποιητικά έργα του θεωρείται η συλλογή Ατθίδες αύραι, που τυπώθηκε στο Λονδίνο (α΄ εκδ. 1883), σήμανε οριακά την είσοδο του Βιζυηνού στην ποιητική δημιουργία της γενιάς του 1880 και έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τον Κωστή Παλαμά. Έγραψε επίσης λαογραφικές, φιλοσοφικές και άλλες μελέτες. Το είδος στο οποίο διέπρεψε ωστόσο στάθηκε το διήγημα. Ο Βιζυηνός ηγήθηκε της στροφής του νεοελληνικού διηγήματος προς τις λαϊκές παραδόσεις και τον ψυχογραφικό ρεαλισμό, ευθυγραμμιζόμενος με τα αιτήματα της γενιάς του 1880. Την πεζογραφική του παραγωγή αποτελούν πέντε διηγήματα (δυο από τα οποία παιδικά), τρεις νουβέλες και τέσσερα αφηγήματα δημοσιευμένα στα περιοδικά Εστία, Διάπλασις των παίδων, Εβδομάς και στην εφημερίδα Ακρόπολις. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γεώργιου Βιζυηνού βλ. Αθανασόπουλος Βαγγέλης, «Χρονολόγιο Γ.Βιζυηνού (1849-1896)», Διαβάζω278, σ.12-17, Βαλέτας Γ., «Βιζυηνός Γεώργιος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας3. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Μουλλάς Παναγιώτης, «Βιζυηνός Γεώργιος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984, Σπεράντσας Σ.Γ., «Βιζυηνός Γεώργιος», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια7. Αθήνα, Πυρσός, 1929 και Στεργιόπουλος Κώστας, «Γεώργιος Βιζυηνός», Η παλαιότερη πεζογραφια μαςΣτ΄ · Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, σ.34-58. Αθήνα, Σοκόλης, 1997.
2. Για τη χρονολογία γέννησης του Βιζυηνού υπάρχουν ακόμη αμφιβολίες. Για νεώτερα στοιχεία σχετικά μ’ αυτό το θέμα, βλ. Σιδεράς Αλέξανδρος, «Νέες μαρτυρίες για το έτος γεννήσεως του Γεώργιου Βιζυηνού», Νέα Εστία142, ετ.ΟΑ΄, 1η/9/1997, αρ.1684, σ.1252-1259.
Θρῆνος
Εἰς τὸ ῥεῦμα τῆς ζωῆς μου
διατὶ νὰ σ᾿ ἀπαντήσω;
Δι᾿ ἐμὲ ἀφοῦ δὲν ἦσο,
διατὶ νὰ σὲ ἰδῶ;
Καὶ μὲ ἔκανες ἀπαύστως
στεναγμοὺς νὰ ἀναπνέω,
καὶ γελᾷς, διότι κλαίω
δι᾿ ἐσὲ καὶ θρηνωδῶ.
Πάσχω νὰ σὲ ἀποφύγω,
προσπαθῶ νὰ σὲ μισήσω,
καὶ μακρὰν μακρὰν νὰ ζήσω
ἀπὸ σέ, σκληρὰ ψυχή.
Νὰ σωθῶ προτοῦ μὲ θάψει
ἡ ἀνεύσπλαχνός σου γνώμη,
πλήν, ἀχάριστη, ἀκόμη
ἡ ψυχή μου σὲ ποθεῖ.
Ἀπ᾿ ἐμὲ τὸ βλέμμα στρέφεις,
φεύγεις, κρύπτεσαι, μ᾿ ἀρνεῖσαι,
ἀλλ᾿ ἐδῶ ἐντός μου εἶσαι,
αἰθερόπλαστος μορφή.
Σὺ καὶ μόνη κυριεύεις
τὴν ὀδύνην, τὴν χαρά μου,
σὺ τὴν τύχην μου, τὸ πᾶν μου
καὶ αὐτήν μου τὴν ζωήν.
Εἰς τὸν κῆπον σου ὁπόταν
μοναχὴ τὰ ἄνθη λούεις,
καὶ τοῦ ῥύακος ἀκούεις
τὸν γλυκὺν μουρμουρισμόν,
φέρε φέρε κἂν εἰς μνήμην
ἕνα φίλον τῆς ψυχῆς σου
καί, σκληρά, ἀναλογίσου
μιὰ στιγμὴ τὸ παρελθόν.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
• Αθανασόπουλος Βαγγέλης, Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Βιζυηνού. Αθήνα, Καρδαμίτσα, 1992.
• Ακρίτας Τάκης, Γεώργιος Βιζυηνός. Αθήνα, 1952.
• Βαλέτας Γ, Φιλολογικά στο Βιζυηνό· Βιβλιογραφικά – Βιογραφικά – Κριτικά – Γραμματολογικά – Αισθητικά – Ανέκδοτα Βιζυηνού. Αθήνα, 1937.
• Βαλέτας Γ., «Βιζυηνός Γεώργιος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας3. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.
• Βαλέτας Γ., «Ο Βιζυηνός και η Κύπρος», Πνευματική Κύπρος103, ετ.Θ΄, 4/1969, σ.202.
• Βασιλειάδης Νικόλαος, Εικόνες Κωνσταντινουπόλεως και Αθηνών, σ.12-13 και 301-339. Αθήνα, τυπ.Εστίας, 1910.
• Βελουδής Γεώργιος, «Βιζυηνός και Άουερμπαχ», Το Βήμα, 22/8/1980 (τώρα και στον τόμο Μονά ζυγά, σ.37. Αθήνα, Γνώση, 1992).
• Γιαλούρη Αντώνη, Στερνοί Φαναριώτες λόγιοι· Γεώργιος Βιζυηνός· Ο άνθρωπος και το έργο του. Πειραιάς, 1934.
• Θρύλος Άλκης, «Γεώργιος Βιζυηνός», Νέα ΕστίαΙ΄, 15/9/1931, 1η/10/1931, 15/10/1931, αρ. 114-115-116 , σ. 958, 1031, 1079 (τώρα και στον τόμο Μορφές της ελληνικής πεζογραφίας·Και μερικές άλλες μορφές, σ.9-44. Αθήνα, Δίφρος, 1963).
• Καμαριανάκης Ευάγγελος, Ο Γεώργιος Βιζυηνός. Αθήνα, Εταιρεία Θρακικών Μελετών, 1961.
• Κοκκινόφτας Κωστής, «Ο Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896) και η σχέση του με την Κύπρο», Ακτή12, Φθινόπωρο 1992, σ.513-526.
• Μαμώνη Κυριακή, Βιβλιογραφία Γ.Βιζυηνού (1873-1962). Αθήνα, 1963. (ανάτυπο του τόμου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού)
• Μερακλής Μ.Γ., «Γεώργιος Βιζυηνός», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί – Εποχή του Παλαμά – Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία – Γραμματολογία, σ.184-188. Αθήνα, Σοκόλης, 1977.
• Μηλιώνης Χριστόφορος, «Γεώργιος Βιζυηνός», Γράμματα και Τέχνες75, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1995, σ.29.
• Μουλλάς Παναγιώτης. «Το νεοελληνικό διήγημα και ο Γ.Μ.Βιζυηνός», Νεοελληνικά διηγήματα. Αθήνα, Ερμής, 1980.
• Μουλλάς Παναγιώτης, «Βιζυηνός Γεώργιος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984.
• Μ(ποέμ) [=Δημήτρης Χατζόπουλος], «Ο Γ.Βιζυηνός ως διηγηματογράφος», Σκριπ, 16/4/1896.
• Ξηρέας Μαρίνος, Αγνωστα βιογραφικά στοιχεία και κατάλοιπα του Βιζυηνού. Λευκωσία, 1949.
• Παλαμάς Κωστής, «Λόγος στην κηδεία του Γ.Βιζυηνού», Το Άστυ, 17/4/1896 (τώρα και στον τόμο ΆπανταΙΕ΄, σ.342. Αθήνα, Γκοβόστης-Μπίρης, χ.χ.)
• Παναγιωτόπουλος Ι.Μ. (επιμ.), Γεώργιος Βιζυηνός. Αθήνα, Αετός, 1954 (στη σειρά Βασική Βιβλιοθήκη, αρ.18).
• Παπαχριστοδούλου Πολύδωρος, Ο Γεώργιος Βιζυηνός ως ποιητής και διηγηματογράφος. Αθήνα, 1947.
• Σιδεράς Αλέξανδρος, «Νέες μαρτυρίες για το έτος γεννήσεως του Γεώργιου Βιζυηνού», Νέα Εστία142, 1/9/1997, ετ.ΟΑ΄, αρ.1684, σ.1252-1259.
• Σικελιανός Άγγελος, «Γεώργιος Βιζυηνός», Ελεύθερα Γράμματα7-8, Χριστούγεννα 1949, σ.252. Το ίδιο στο Άγγελου Σικελιανού, Πεζός ΛόγοςΕ’ ·1945-1951, σ.240.. Αθήνα, Ίκαρος, 1985.
• Σπεράντσας Σ.Γ., «Βιζυηνός Γεώργιος», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια7. Αθήνα, Πυρσός, 1929.
• Στεργιόπουλος Κώστας, «Γεώργιος Βιζυηνός», Η παλαιότερη πεζογραφία μαςΣτ΄ · Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, σ.34-58. Αθήνα, Σοκόλης, 1997.
• Χάρης Πέτρος, Έλληνες ΠεζογράφοιΓ’, σ.25. Αθήνα, Εστία, 1968.
• Χρυσανθόπουλος Μιχάλης, Γεώργιος Βιζυηνός· Μεταξύ φαντασίας και μνήμης. Αθήνα, Εστία, 1994.
Αφιερώματα περιοδικών
• Ελληνική ΔημιουργίαΔ΄, 1η/10/1949, αρ.40, σ.545-628.
• ΘρακικάΓ΄, Παράρτημα 1931, σ.196-217.
• Θρακικά χρονικά17-18, ετ.Ε΄, Χειμώνας- Άνοιξη 1965.
• Τετράδια Ευθύνης29. Αθήνα,1988 (με τίτλο Ποιος ήταν ο Γεώργιος Βιζυηνός).
• Διαβάζω278, 8/1/1992.
• Η λέξη135, 9-10/1996, σ.588-613.
• Νέα Εστία140, 1/11/1996, ετ.Ο΄, αρ.1664.
• Ακτή29, Χειμώνας 1996.
• Ίβυκος16-17, Άνοιξη – Καλοκαίρι 1997. 1. Για αναλυτικότερα βιβλιογραφικά και εργογραφικά στοιχεία του Γεωργίου Βιζυηνού, βλ. Μαμώνη Κυριακή, Βιβλιογραφία Γ.Βιζυηνού (1873-1962). Αθήνα, 1963. (ανάτυπο του τόμου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού)
Ἐπικούρειον
Σ᾿ αὐτὴ τὴ πρόσκαιρη ζωή μας διατί
νὰ μὴ χαρεῖ τὸ ζωντανὸ τὸ σῶμα;
Ὡς κι οἱ μωροὶ τὸ λέν᾿ πὼς εἴμαστε θνητοί,
πὼς θὰ μᾶς βάλουν μία φορὰ στὸ χῶμα.
Μὰ οὔτ᾿ οἱ δεσποτάδες μας οἱ κορδωτοί,
οὔτε οἱ πλέον διαβασμέν᾿ ἀνθρῶποι
γνωρίζουν τί θὰ γίνουμε κατόπι,
αὐτοῦ ποὺ θὲ νὰ πᾶμε…
– Βάλτε νὰ φᾶμε!
– Βάλτε νὰ πιοῦμε!
Γιατὶ αὐτὸ κανεὶς δὲ τὸ ἀμφισβητεῖ:
Φαγεί᾿ καὶ πιεί᾿ ἀλλοῦ δὲ θὰ τὰ βροῦμε!
Ἀνέλπιστα γυρνᾷ τῆς Τύχης ὁ τροχὸς
κι ὁ Χρόνος ποὺ περνᾷ δὲ στρέφει πίσω.
Τῆς χθὲς ὁ Κροῖσος εἶναι σήμερα φτωχὸς
κι ἐγὼ ὁ νέος αὔριο θ᾿ ἀσπρίσω.
Αὐτὰ τὰ ξέρουν ὅλοι πλέον εὐτυχῶς
κι ὅμως πολλοὶ στεροῦνται καὶ νηστεύουν!
Θὰ ἐλαφρύνουν τάχα γιὰ ν᾿ ἀνέβουν
αὐτοῦ ποῦ θὲ νὰ πᾶμε;…
-Βάλτε νὰ φᾶμε!
-Βάλτε νὰ πιοῦμε!
Γιατὶ ὡς κι οἱ τρελλοὶ τὸ ξέρουν, δυστυχῶς,
Φαγεί᾿ καὶ πιεί᾿ ἀλλοῦ δὲ θὰ τὰ βροῦμε!
Κι ὅποιος μιὰ κόρη, μίαν ὡραίαν ἀγαπᾷ,
ἂς τῆς χαρεῖ τὰ πρῶτα-πρῶτα κάλλη.
Λῦπες κι ἀρρώστιες θὰ τῆς πάρουν τὰ λοιπά,
καὶ θὰ τοῦ μείνει μόν᾿ ἡ παραζάλη.
Αὐτὸ στ᾿ ἀφτὶ καλὰ βεβαίως δὲ χτυπᾷ.
Μά, πλὴν αὐτοῦ, ξάφνου προβάλλ᾿ ὁ Χάρος
κι εἰδοποιεῖ: -«Ἀφέντη, μὴ πρὸς βάρος,
κοπιάστενε νὰ πᾶμε!…»
– Βάλτε νὰ φᾶμε!
– Βάλτε νὰ πιοῦμε!
Γιατὶ φαγεί᾿ καὶ πιεί᾿ καὶ κάλλη χαρωπὰ
στοῦ Χάρου τὸ κελλὶ δὲ θὰ τὰ βροῦμε!
Εργογραφία
(πρώτες δημοσιεύσεις και εκδόσεις)
Ι.Ποίηση
• Ποιητικά πρωτόλεια. Αθήνα, 1873.
• Ο Κόδρος. Αθήνα, 1874.
• Ατθίδες αύραι. Λονδίνο, Trubner & Co. , 1833. (Ανέκδοτη έμεινε η ποιητική συλλογή του Αραις, Μάραις, Κουκουνάραις, την οποία μετονόμασε σε Βοσπορίδες αύραι).
ΙΙ.Πεζογραφία
• Ο άραψ και η κάμηλος αυτού. Διάπλασις των ΠαίδωνΑ’, 9/1879, αρ.8, σ.123.
• Το αμάρτημα της μητρός μου. ΕστίαΕ΄, 10 και 17/4/1883, αρ.380 και 381 σ. 225 και 241.
• Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως. ΕστίαΙΣΤ΄, 21 και 28/8/1883 αρ.399 και 400, σ.528 και 541.
• Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου. ΕστίαΙΣΤ΄, 23 και 30/10/1883, 6/11/1883, αρ.408, 409 και 410, σ. 669, 685 και 701.
• Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας. ΕστίαΙΖ΄, 1η, 8, 15, 22 και 29/1/1884, αρ.418, 419, 420, και 422, σ. 1, 17, 33, και 65.
• Το σκιάχτρο του χωραφιού. Η Διάπλασις των ΠαίδωνΣΤ΄, 2/1884, αρ.2, σ.17.
• Πρωτομαγιά. Ακρόπολις, 1η και 2/5/1884.
• Το μόνον της ζωής του ταξείδιον. Εστία442, 443 και 444, 17/6/1884, 24/6/1884 και 1η/7/1884, σ.385, 403 και 417.
• Ο κλέπτης. Η Διάπλασις των παίδωνΣΤ΄, 9/1884, αρ.9, σ.135.
• Ο Τρομάρας. Η Διάπλασις των Παίδων ΣΤ΄, 11/1884 και 12/1884, αρ.11 και 12, σ.171 και 182.
• Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα. ΕβδομάςΒ΄, 27/1/1885, αρ.48, σ.37.
• Μοσκώβ Σελήμ. Εστία, 28/4/1895 και 1-16/5/1895.
ΙΙΙ.Μελέτες
• Das Kinderspiel in Bezug auf Psychologie und Paedagogik (Το παιχνίδι από ψυχολογική και παιδαγωγική άποψη). Λειψία, 1881.
• Η φιλοσοφία του Καλού παρά Πλωτίνω. Αθήνα, 1884.
• Στοιχεία λογικής προς χρήσιν της ελληνικής νεολαίας. Αθήνα, 1885.
• Ψυχολογικαί μελέται επί του ΚαλούΑ΄· Πνευματικαί ιδιοφυϊαι. Αθήνα, 1885.
• Ψυχολογικαί μελέται επί του ΚαλούΒ΄· Αι αρχαί των τεχνών. Αθήνα, 1885.
• Στοιχεία Ψυχολογίας. Αθήνα, 1888.
• Ανά τον Ελικώνα. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1930.
ΙV.Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Το αμάρτημα της μητρός μου. Αθήνα, Φέξης, 1912. (μαζί τα Ο Μοσκώβ Σελήμ, Το μόνον της ζωής του ταξείδιον και Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας ).
• Τα ποιήματα. Αθήνα, Φέξης, 1916.
• Το αμάρτημα της μητρός μου – Μοσκώβ Σελήμ. Αθήνα, Ι.Ν.Σιδέρης, χ.χ.
• Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου. Αθήνα, Ι.Ν.Σιδέρης, 1922. (μαζί το Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως και πρόλογος από τον Κωστή Παλαμά).
• Το μόνον της ζωής του ταξείδιον – Αι συνέπαι της παλαιάς ιστορίας. Αθήνα, Ι.Ν.Σιδέρης, χ.χ.
• Τα παιδικά τραγούδια του Γεωργίου Βιζυηνού. Αθήνα, Εταιρεία Θρακικών Μελετών, 1953.
• Ο Τρομάρας. Αθήνα, Πηγή, 1948.
• Τα Άπαντα του Γεωργίου Βιζυηνού. Αθήνα, Βίβλος, 1955.
• Γ.Μ.Βιζυηνός · Τα διηγήματα · Φιλολογική επιμέλεια Βαγγέλης Αθανασόπουλος. Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 1991.
• Τα ποιήματα• Επιμέλεια Μιχάλης Χρυσανθόπουλος. Αθήνα, Εστία,
• Παιδικαί ποιήσεις. Θεσσαλονίκη, Ζήτρος, 1997. 1. Για αναλυτικότερα βιβλιογραφικά και εργογραφικά στοιχεία του Γεωργίου Βιζυηνού, βλ. Μαμώνη Κυριακή, Βιβλιογραφία Γ.Βιζυηνού (1873-1962). Αθήνα, 1963 (ανάτυπο του τόμου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού). πηγή: www.ekebi.gr
Δίστιχα
Τὸν ἔρωτ᾿ ἀπεφάσισα νὰ μὴν ἀναγνωρίσω
νὰ κλείσω τὴν καρδίαν μου καὶ νὰ τὴν θωρακίσω.
Ἂν ἠμπορεῖς φρονίμευσε καὶ ὅταν φρονιμεύσεις,
δὲν θὰ σοὶ εἶν᾿ ἀδύνατον φιλίαν νὰ μ᾿ ἐμπνεύσεις.
Τῆς χάριτος ἀνώτερος βαθμὸς δὲν εἶναι ἄλλος,
παρ᾿ ὅταν ἡ ἀφέλεια ἐπικοσμεῖ τὸ κάλλος.
Μικρὸν πὼς εἶχα ἤλπιζα εἰς τὴν ψυχήν σου τόπον,
σὺ δ᾿ ἀγνοεῖς κι᾿ εἰς τὴν σειρὰν ἂν εἶμαι τῶν ἀνθρώπων.
Ἐγνώρισες τὸ σφάλμα σου ἂν δὲν τὸ ἀποπλύνεις,
εἰδὲ τοῦ κόσμου ὄνειδος καὶ παίγνιον μὴ γίνεις.
Ἂν ἐμισήσω σφάλμα σου καὶ ὄχι ἄλλου ἦτον,
ὁποῖαι εἶν᾿ αἱ πράξεις μας τοιοῦτοι κι᾿ οἱ καρποί των.
Ὢ ἅφες τὴν εἰρήνην μου καὶ μὴ τὴν συνταράττεις,
δὲν εἶναι ἡ καρδία μου διὰ νὰ τὴν σπαράττεις.
Έγραψαν γι’ αυτόν
www.e-alexandria.gr
«Ο Βιζυηνός είναι ο πρώτος που έγραψε νεοελληνικό διήγημα με αξιώσεις. Χωρίς κανένα ανάλογο προηγούμενο, χωρίς παράδοση διηγηματογραφική πίσω του, έβαλε τις βάσεις κι έδειξε το σωστό δρόμο για τη δημιουργία νεοελληνικής διηγηματογραφίας, εισάγοντας, εκτός απ’ τ’ άλλα, την αλήθεια και τη γνησιότητα του βιωματικού στοιχείου, αν σκεφτούμε, ότι πρώτη ύλη για τα διηγήματα και τις νουβέλες του στάθηκε η γεμάτη απρόοπτες εξελίξεις και μεταστροφές της τύχης ατομική του ζωή και η οικογενειακή του τραγωδία, με ήρωες τον εαυτό του και τα πρόσωπα του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος και με κεντρική ηρωίδα σε δύο απ’ τα καλύτερά του κομμάτια την μητέρα του.»
Στεργιόπουλος Κώστας, «Ο Βιζυηνός και το διήγημα», Περιδιαβάζοντας. Στο χώρο της παλιάς πεζογραφίας μας. Τόμος Β΄, Εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα, 1986, σ. 39 – 40.
«Όμως ο Βιζυηνός δεν περιορίζεται στο αυτοβιογραφικό στοιχείο. Χρησιμοποιεί συνήθως το πρώτο πρόσωπο, επειδή, όπως πιστεύει και ο Απόστολος Σαχίνης του χρειάζεται «ένας τρόπος εκφραστικής αμεσότητας, ένας τρόπος προσωπικής συναισθηματικής συμμετοχής». Μα σκοπός του δεν είναι ν’ αυτοβιογραφηθεί και ν’ αφηγηθεί τα ατομικά του παθήματα και τα παθήματα της οικογένειάς του, αλλά να συνθέσει έργα ικανά να δώσουν μια εικόνα του ανθρώπινου δράματος, όπου ο μύθος, η πλοκή και τα πρόσωπα να κινούνται και να συμπλέκονται με τη δύναμη του μοιραίου. Ιδιαίτερα πρέπει να εξαρθεί η δραματική πυκνότητα και οι επεμβάσεις της μοίρας, που φέρνουν τους χαρακτήρες αντιμέτωπους, καθώς από το ένα, το αρχικό μοιραίο γεγονός προκύπτουν στη συνέχεια άλλες δραματικές συνέπειες, με αντίχτυπο πάνω σε όλους.»
Στεργιόπουλος Κώστας, «Ο Βιζυηνός και το διήγημα», Περιδιαβάζοντας. Στο χώρο της παλιάς πεζογραφίας μας. Τόμος Β΄, Εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα, 1986, σ. 47.
«Τα διηγήματα του Βιζυηνού συγκεντρώνουν όλες τις προϋποθέσεις της καλή αφηγηματικής πεζογραφίας. Διακρίνονται για την αφηγηματική ικανότητα, για την τεχνική διάρθρωση της πλοκής, για την πλαστική δύναμη στη διαγραφή των χαρακτήρων, αλλά προπαντός για τη διείσδυση στο βάθος της ψυχής και την έντονη δραματικότητα. Ψυχογραφικός και δραματικός πεζογράφος είναι κατά κύριο λόγο ο Βιζυηνός. Μπορεί να μας κάνει να ενδιαφερθούμε ζωηρά για την ιστορία που μας λέει, μπορεί να ζωντανέψει άμεσα και παραστατικά τα πρόσωπά του, αλλά περισσότερο ακόμα – ικανότητα που είναι η δυσκολότερη και η σημαντικότερη για έναν πεζογράφο – μπορεί να εισδύσει στην ανθρώπινη ψυχή και να εικονίσει την εσωτερική τρικυμία και το δράμα της. […] Ο Θρακιώτης συγγραφέας υπήρξε ένας αυτοδίδακτος στην αφηγηματική πεζογραφία, ένας αυτοσχεδιαστής, με την έννοια πως έγραψε τα διηγήματά του, χωρίς να έχει κανένα πρότυπο και χωρίς να δεχτεί καμιά επίδραση, όπως του τα υπαγόρευαν κάθε φορά η εσωτερική του παρόρμηση και οι οικογενειακές αναμνήσεις του. Υπάρχει πλάτος στα διηγήματα του Βιζυηνού, κι ακόμα υπάρχει αργοβάδιστη αφήγηση, που πλάθει την καθημερινή ζωή: μια ζωή με τη διάρκειά της, με τις αλλαγές και τις αναπάντεχες τροπές της. Οι ήρωες των διηγημάτων του συχνά βρίσκονται σε πλάνη αναφορικά με την πραγματικότητα: δεν γνωρίζουν ακριβώς τα γεγονότα, τα πραγματικά περιστατικά. Κι αυτή η άγνοια δημιουργεί μια έντονη δραματικότητα στο διήγημα.»
Σαχίνη Α., «Το διήγημα του Γ. Βιζυηνού», Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Περίοδος Α΄, 1968, Τόμος Ι΄, σ. 336 – 338.
«Ο Βιζυηνός είναι ένας θλιμμένος ή πικραμένος πεζογράφος. Το πάθος για τη ζωή που μέσα από την επιδίωξη της άλλης πραγματικότητας φαίνεται πως ως ένα σημείο φλόγιζε τη ζωή του, δεν εκδηλώνεται μες στα διηγήματά του. Το γεγονός, όμως, αυτό εμφανίζει ως αμφισβητήσιμη και την απόφασή του ν’ αδράξει πραγματικά τη ζωή. Μέσα στο πεζογραφικό έργο του τα ένστικτα του ανθρώπου δεν παρουσιάζονται να λειτουργούν άμεσα και φυσικά, αλλά, όποτε διαφαίνεται κάποια λειτουργία τους, αυτή βρίσκεται χαμένη και δυσδιάκριτη κάτω από το κοινωνικό τυπικό, και η ζωή κι η ύπαρξη των χαρακτήρων είναι περιορισμένη από τις ηθικές συμβάσεις. Υπάρχει ακόμη ένα αίσθημα θανάτου, συγκρατημένης απελπισίας και πικρής διάψευσης που παρόλον τον συχνά ειρωνικό ή και χιουμοριστικό τόνο – που σ’ ορισμένες περιπτώσεις φτάνει στον αυτοσαρκασμό – που αποφορτίζει αυτό το αίσθημα από μια κοινότυπη και εύκολη δραματικότητα, δεν παύει αυτό να δίνει τον κυρίαρχο τόνο στο έργο του, καθώς και να αποκαλύπτει τη σκοτεινή του διάθεση.»
Αθανασόπουλου Β., Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού. Γ΄ έκδοση, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1996, σ. 155 – 156.
«Οι πλοκές του Βιζυηνού αναπτύσσονται πάνω σ’ ένα σχέδιο που θα άρμοζε σε αστυνομικές ιστορίες: στηρίζουν την ανάπτυξή τους πάνω στους νόμους της έκπληξης και της αγωνίας, χωρίς όμως να περιστέλουν καθόλου την αξίωσή τους για πλήρη αληθοφάνεια. […] Καρπός αυτής της αξίωσης ή προϋπόθεσης της διήγησης του Βιζυηνού είναι ένας ιδιότυπος ρεαλισμός. Ένας ρεαλισμός που ενώ από το ένα μέρος σέβεται πλήρως τα αφηγηματικά μέσα και τηρεί τους νόμους του ρεαλισμού – σε βαθμό τέτοιο ώστε να θεωρείται ο Βιζυηνός και ως ένας από τους εκπροσώπους της ελληνικής ηθογραφίας του 19ου αιώνα – , δίνει την εντύπωση από το άλλο μέρος πως προβληματίζεται με τους γενικά αποδεκτούς σκοπούς του ρεαλισμού, ή και πως αμφισβητεί τα νόμιμα όριά του.»
Αθανασόπουλου Β., Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού. Γ΄ έκδοση, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1996, σ. 172 – 173.
Comments are closed.