Πολιτικός Λόγος (πολιτικό ένθετο του 24grammata.com)
Δημήτριος Κοτρόγιαννος, Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας, Διευθυντής Κέντρου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΚΕ.Α.ΔΙΚ.), Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Κρήτης
“Χωρίς προηγούμενο”, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η ολική μετάλλαξη και προσαρμογή του κ. Τσίπρα στις απαιτήσεις της ελληνικής πραγματικότητας. Ο ριζοσπαστικός, αντισυμβατικός και ακραίος λόγος ενάντια στις πολιτικές της σκληρής λιτότητας, σύντομα μεταφράστηκε σε τακτική υποχώρηση για να υπηρετεί δήθεν περισσότερο αποτελεσματικά τα συμφέροντα του λαού. Το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ετερόκλητο κράμα αριστερών τάσεων, μεταχειρίστηκε την λαϊκή οργή και αγανάκτηση απέναντι στα οδυνηρά μέτρα της μνημονιακής λιτότητας για να επιτύχει την εκλογική απογείωση του και μετασχηματίστηκε πολύ γρήγορα από μικρό κόμμα διαμαρτυρίας, σε κόμμα εξουσίας. Εν προκειμένω, μετέφερε χωρίς καμία ηθική περιστολή, την απελπισία των πολιτών σε έναν ακραίο ρητορικό λόγο υπεράσπισης των «δικαιωμάτων» τους με σκοπό την εκλογική του επικράτηση και την ανάληψη της εξουσίας. Δηλαδή, μεταχειρίστηκε εργαλειακά τις προσδοκίες των απελπισμένων για την ανάληψη της εξουσίας για το δικό του όφελος αλλά όχι για την άσκηση της από τον λαό. Κατά μία έννοια, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι πρόκειται περί κακοχωνεμένης κατανόησης των μαρξιστικών όρων ανάλυσης: ο ΣΥΡΙΖΑ προέβη σε μια ανορθόδοξη πολιτική αναστροφή των εννοιών της αποξένωσης (Entfremdung) και της «πραγμοποίησης» (Verdinglichung) του Μαρξ1.
Η λογική της πραγμοποίησης στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ έγκειται στην εκμετάλλευση των πολιτικών συνειδήσεων και της εμπιστοσύνης των πολιτών. Οι πολίτες πραγμοποιήθηκαν, εργαλειοποιήθηκαν μέσω της διασποράς υποσχέσεων, οι οποίες παρήγαγαν ανεδαφικές ελπίδες. Όσο περισσότερο οι πολίτες πίστεψαν στις υποσχέσεις, τόσο περισσότερο διαψεύστηκαν οι πραγματικές προσδοκίες. Ο πολίτης κατάντησε πράγμα, ψηφοφόρος ποδηγετούμενος. Ο πολίτης στην προκειμένη περίπτωση που επένδυσε στην ελπίδα που του υποσχέθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και έγινε χειραγωγούμενο αντικείμενο της πολιτικής διαδικασίας και χρησιμοποιήθηκε ως αχθοφόρος πολιτικών σκοπιμοτήτων μία νέας νομενκλατούρας. Οι οργανικοί διανοούμενοι του ΣΥΡΙΖΑ μετέτρεψαν στα μέτρα τους μια διαπίστωση του Lucacs που αφορά στην υποβάθμιση της υποκειμενικής υπόστασης του ατόμου μέσα στις παραγωγικές σχέσεις του καπιταλισμού, σε εργαλείο πολιτικής σκοπιμότητας. Με άλλα λόγια, θυσίασαν τον άνθρωπο-πολίτη στο όνομα της εκλογικής αναρρίχησης του κόμματος, ως γενική πρόοδο της Αριστεράς (3). Έτσι, στην λογική του ΣΥΡΙΖΑ η παραγωγική διάσταση υποκαθίσταται από μια πολιτική διάσταση η οποία αφορά την αναπαραγωγή των σχέσεων εξουσίας, με το κόμμα του κ. Τσίπρα στο πηδάλιο. Στην προκειμένη περίπτωση, το υποκείμενο της πολιτικής, ο άνθρωπος, θυσιάζεται στο όνομα της κομματικής επιβολής, κάτι που υποδηλώνει ταυτόχρονα ότι αντιλαμβάνονται την πολιτική ως ταύτιση του κόμματος με την πολιτική εξουσία και όχι την πολιτική εξουσία ως μέσον για την αλλαγή της κοινωνίας και την χειραφέτηση του ανθρώπου από τις καπιταλιστικές δομές της εξουσίας.
Εν κατακλείδι, το κόμμα του κ. Τσίπρα εκφράζει έναν νέο πολιτικό φετιχισμό ο οποίος αναγάγει την εξουσία σε μια κατηγορία για τον εαυτό της (für sich), δηλαδή σε έναν αυτοσκοπό. Εξ’ ου ο ΣΥΡΙΖΑ εκμεταλλεύτηκε χωρίς προηγούμενο πολιτικά την δεινή πραγματικότητα που ζούσαν οι Έλληνες. Αυτό το δεδομένο και μόνο αντικατοπτρίζει την στρεβλή σημασία που αποδίδει στον πολίτη, ως αγελαίο πλήθος που αναζητεί εκπρόσωπο και αρωγό. Σε αυτή την στρεβλή εικόνα του πολίτη εντάσσεται εξ αρχής η υπερβολική προβολή της πεποίθησης ότι ο Αλέξης Τσίπρας και το κόμμα του διαθέτουν κατ’ αποκλειστικότητα το προνόμιο να εκφράζουν αυθεντικά τον λαό, παρότι στην πραγματικότητα εκφράζουν μόνο μια μειοψηφία και αυτό μόνο περιστασιακά. Πράγματι, ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε μόλις το 19 % των ψήφων του πραγματικού εκλογικού σώματος, διότι το 35,5 % που πήρε στις εκλογές με βάση μια εκλογική συμμετοχή της τάξεως του 53,5% ισοδυναμεί με 19% των συνολικών ψηφοφόρων. Ο κ. Τσίπρας δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία στις ομιλίες του να προβάλει με στόμφο την εγγύτητα του κόμματος του με τον λαό με ρητορικές άριες του τύπου «εμείς ήρθαμε για να καταργήσουμε προνόμια και να περάσουμε την εξουσία εκεί από όπου πηγάζει, δηλαδή στον ελληνικό λαό» (4). Ο λαϊκισμός αυτού του τύπου προσδιορίζεται με βάση ένα ασαφές σχήμα εχθρού – φίλου. Τόσο ο φίλος όσο και ο εχθρός παραμένουν ρητορικά και ορθολογικά απροσδιόριστες οντότητες πίσω από γενικόλογες αναφορές στον λαό (φίλος) και στα «παράκεντρα εξουσίας» (εχθρός). Πολύ σπάνια δίδεται συγκεκριμένο περιεχόμενο στο ερώτημα ποιοι ακριβώς συγκροτούν τελικά τον λαό και ποιοί είναι οι εχθροί του. Από τον κ. Τσίπρα προβάλλεται μια εικόνα συνομωσιών με βάση την οποία «τις κυβερνήσεις σε αυτό το τόπο τις ανεβάζει και τις κατεβάζει ο λαός, όχι τα παράκεντρα εξουσίας». Ερμηνεύοντας την πολιτική του ως έκφραση της βούλησης του λαού κατά κάποιων απροσδιόριστων σκοτεινών δυνάμεων, ο κ. Τσίπρας θεωρεί ότι η κυβέρνηση του έθεσε τέλος σε εκείνη την παράδοση με βάση την οποία «κάποτε …. κατέβαζε (τις κυβερνήσεις) το παλάτι» σημειώνοντας με στόμφο ότι «τώρα το παλάτι μας τελείωσε» και ότι «εμείς όχι μόνο θα αντέξουμε αλλά και θα πετύχουμε στους στόχους μας» (5). Μέσα στην αγωνία του να αποτελέσει το μονοπωλιακό εκφραστή του λαού ο κ. Τσίπρας φαίνεται να αγνοεί ότι η πολιτική εξουσία του παλατιού στην Ελλάδα τερματίστηκε από το 1974 με την έναρξη της μεταπολίτευσης και δεν αποτελεί πρόσφατο συμβάν.
Οφθαλμοφανώς, ο κ. Τσίπρας εμφορείται από μία λενινιστική αντίληψη περί λαού με βάσει την οποία «η Αριστερά, …. σε όλη την ιστορία της αλλά κυρίως στις πιο κρίσιμες στιγμές, …. διεκδικούσε έμπνευση, και διεκδικούσε τη φυσική καθοδήγηση του λαού» και το «το κόμμα, το συλλογικό υποκείμενο ή οποιαδήποτε μορφή του, έπαιζε καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις, οι επιθυμίες του ήταν πάντα στην υπηρεσία του λαού και της πατρίδας» (6). Με άλλα λόγια ο πολίτης συλλαμβάνεται ως κάτι καθοδηγούμενο που συλλογικά προσδιορίζεται ως λαός και έχει ανάγκη, εξ’ αιτίας της άγνοιας, έναν πηδαλιούχο για να πορευτεί ασφαλής στα ταραχώδη νερά της γενικευμένης οικονομικής κρίσης. Για αυτό, ο πρωθυπουργός επικαλείται συστηματικά την συλλογικότητα, ζωγραφίζοντας με ζωντανά χρώματα το αδιαπραγμάτευτο της ιστορίας, της υπερηφάνειας και της αξιοπρέπειας του λαού ως «ιερές και αδιαπραγμάτευτες αξίες» και τον ΣΥΡΙΖΑ ως «σάρκα από τη σάρκα αυτού του λαού», που θα τον υπηρετεί μέχρι τέλους» (7).
Ο πολιτικός φετιχισμός της εξουσίας που εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ, εκδηλώθηκε σε όλες του τις διαστάσεις μετά την υποχώρηση της «αριστερής» κυβέρνησης στις αιτιάσεις των δανειστών και την υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Κυριολεκτικά μέσα σε μία νύχτα ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθέτησε την γραμμή της λιτότητας ωσάν να πρόκειται για μία αυτονόητη πολιτική, ενώ ο κ. Τσίπρας, ο οποίος στην αντιπολίτευση εξέφραζε την πεμπτουσία του αριστερού ριζοσπαστισμού, μεταμορφώθηκε σε έναν κοινό θιασώτη της οικονομίας της αγοράς (8). Οι περισσότεροι βουλευτές και υπουργοί του κυβερνώντος κόμματος μάλιστα ήταν περιχαρείς μετά την ψήφιση του νέου μνημονίου που κράτησαν τις θέσεις τους παρά το γεγονός ότι προέβησαν ατιμώρητοι στην μεγαλύτερη πολιτική σχιζοφρένεια που δεν ήταν άλλη από το γεγονός ότι ενώ υπερψήφισαν ένα πολύ σκληρό πακέτο μέτρων και δήλωναν ότι στηρίζουν τις κυβερνητικές επιλογές, δημόσια εκδήλωναν παραστατικά την διαφωνία τους (9). Ενίοτε, η αντίφαση αυτή θυμίζει σχοινοβασία πάνω σε βαθύ γκρεμό που μόνο με τον πολιτικό φετιχισμό της εξουσίας μπορεί να ερμηνευτεί.
Σε κάθε περίπτωση, από εκείνο το σημείο και μετά η εικόνα άλλαξε και στην θέση του τυχοδιωκτικού βερμπαλισμού και υπερφίαλου αλυτρωτισμού της υπερήφανης αυτοθυσίας, η ρητορική του πρωθυπουργού υιοθέτησε την σχετικοποίηση της «υπερηφάνειας» του λαού, δείχνοντας επίγνωση ότι η πραγματικότητα συνήθως επιτάσσει «οριζόντια μέτρα για τη βιωσιμότητα του συστήματος». Παρά ταύτα όμως, υποσχέθηκε να βρει «τον τρόπο ώστε να ξεχωρίσει αυτούς που πραγματικά έχουν ανάγκη κι αυτούς που έχουν τη δυνατότητα να βάλουν πλάτη, γιατί αν δεν βάλει κανείς πλάτη δεν θα γίνει βιώσιμο το σύστημα» (10). Ποιοι είναι όμως αυτοί που θα σηκώσουν τα βάρη για να στηριχτούν οι κοινωνικά αδύναμοι και με ποιόν τρόπο;
O ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε από την αρχή το πεδίο της φορολογικής πολιτικής για να υλοποιήσει μια αναδιανομή των βαρών εις βάρος των προνομιούχων. Για τον σκοπό αυτό οι Έλληνες πολίτες μεταβάλλονται από τον ΣΥΡΙΖΑ σε μόνιμο υποχείριο και κυρίως σε φορολογικό εργαλείο στα πλαίσια ενός δημοσιονομικού εγχειρήματος που κατ’ ουσία υπερασπίζεται την λιτότητα περισσότερο από κάθε άλλο πρόγραμμα που προηγήθηκε. Στην κυβερνητική ρητορική του κ. Τσίπρα αλλά και στην προτεινόμενη πολιτική του, οι Έλληνες εκλαμβάνονται περισσότερο ως υπήκοοι φορολογούμενοι, παρά ως πολίτες.
Η αύξηση της φορολογίας κυρίως στα μεσαία στρώματα ανάγεται από τον κ. Τσίπρα όχι μόνο σε έμμονη ιδέα αλλά και σε κεντρικό εργαλείο πολιτικής για την διασφάλιση της δημοσιονομικής προσαρμογής, όπως προβλέπεται στο τρίτο μνημόνιο που υπέγραψε η αριστερή κυβέρνηση. Η λογική της μονοδιάστατης φορολογίας κατά των πολλών διανθίζεται από τον κ. Τσίπρα με μια δήθεν πρόθεση αναδιανομής των βαρών από πάνω προς τα κάτω. Η πρόθεση αυτή όμως πρόδηλα είναι υποκριτική από την στιγμή που τα μεσαία στρώματα κυρίως του ιδιωτικού τομέα από την αρχή της δημοσιονομικής προσαρμογής έχουν σηκώσει το κύριο βάρος ενώ η σπατάλη στον δημόσιο τομέα έχει περιοριστεί μόνο ελάχιστα χωρίς να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα. Η φορολογική εμμονή της αριστερής κυβέρνησης φάνηκε ήδη από τις προγραμματικές δηλώσεις, δηλαδή μία περίοδο που δεν είχε συμφωνηθεί ακόμα το νέο μνημόνιο. Όπως σημείωσε ο κ. Τσίπρας στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης «ο πραγματικά μεγάλος αγώνας μας, η πραγματικά αδυσώπητη μάχη που αυτή η κυβέρνηση είναι έτοιμη να δώσει με κάθε κόστος, είναι η μάχη ενάντια στην υψηλή διαφθορά, ενάντια στο σύστημα της διαπλοκής. Αλλά και ενάντια στην φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή που αποτέλεσε την πραγματική αιτία που η χώρα έφτασε στο χείλος του γκρεμού». Από την αρχή της θητείας του ο Πρωθυπουργός εστίασε στην οικονομική ελίτ και στα ανώτερα στρώματα των ελευθέρων επαγγελματιών για την αύξηση των εσόδων του κράτους διότι κατά την άποψη του «δεν σήκωσαν τα βάρη που τους αναλογούσαν». Κατά την άποψη του πρωθυπουργού «η περίοδος της κρίσης και του Μνημονίου βάθυνε την φοροδοτική ανισότητα με πρωτοφανή τρόπο και εξάντλησε τους συνήθεις υπόπτους με την αύξηση τόσο της άμεσης όσο και της έμμεσης φορολογίας. Η φορολογική δικαιοσύνη είναι άγνωστη λέξη για την Ελλάδα και η συνταγματική επιταγή για αναλογική φορολογική επιβάρυνση παραμένει γράμμα κενό…κάθε πολίτης και κάθε επιχείρηση θα συνεισφέρει στα κοινά ανάλογα με τη φοροδοτική του ικανότητα» (11). Εξ’ ου πρωθυπουργός εξήγγειλε αλλαγές στην φορολογία, όπως την καθιέρωση ενιαίας και προοδευτικής φορολογικής κλίμακας, την θέσπιση αφορολογήτου ορίου στα 12.000 ευρώ και την καταγραφή των περιουσιών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, μέσω του περιουσιολογίου (12). Μετά την υπογραφή του μνημονίου θεσπίζεται η φορολόγηση των αγροτών, η υπερφορολόγηση των επιχειρήσεων από το 26% στο 29% και η προκαταβολή φόρου 80% για τον πρώτο χρόνο και 100% για τον δεύτερο χρόνο, κάτι που θεωρείται ως χαριστική βολή απέναντι στους μικρομεσαίους επαγγελματίες (13).
Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με στοιχεία της ΕΣΣΕ, 60000 ελληνικές επιχειρήσεις έχουν αιτηθεί να μετακομίσουν προς την Βουλγαρία το τελευταίο διάστημα, ενώ όπως αναφέρει το Βουλγαρικό Ινστιτούτο για την οικονομία της αγοράς, σήμερα βρίσκονται στην Βουλγαρία ήδη 14000 επιχειρήσεις που απασχολούν 70000 άτομα ενώ πριν την κρίση οι ελληνικές επιχειρήσεις ήταν 1500 (14). Είναι σαφές ότι η προοδευτική φορολόγηση αποτελεί δόκιμο, σύγχρονο και δίκαιο εργαλείο φορολογικής πολιτικής που συμβάλλει στην εξομάλυνση της ανισότητας και στην προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η προοδευτική φορολόγηση ως εργαλείο αναδιανομής προτάθηκε ήδη από τους Marx και Engels στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο (1848) (15). Για τους δύο στοχαστές, η προοδευτική φορολόγηση ήταν το κατάλληλο εργαλείο στην πρώτη φάση της επαναστατικής διαδικασίας για να μπορέσει το προλεταριάτο, εν μέρει με δεσποτικές παρεμβάσεις στο δίκαιο περί ιδιοκτησίας, να αποσπάσει όλο το κεφάλαιο της μισητής μπουρζουαζίας. Σε συνδυασμό με το αναδυόμενο κοινωνικό ζήτημα από το 1870 και μετά, η ιδέα του Marx να αναδιανέμονται τα αγαθά με βάση τις ανάγκες και όχι με βάση την απόδοση κέρδισε πολιτικό έδαφος. Ειδικότερα, οι σοσιαλιστές και σοσιαλδημοκράτες υιοθέτησαν σταδιακά την προοδευτική φορολογία ως εργαλείο αναδιανεμητικής δικαιοσύνης (16). Εντούτοις, πολλά ερωτήματα παρέμειναν άλυτα μέχρι τις ημέρες μας. Συγκεκριμένα, τίθεται το ερώτημα εάν μια επιθετική ή αβάστακτη φορολογία παραβιάζει τους κανόνες του κράτους δικαίου και ειδικότερα τις αρχές περί ατομικής ιδιοκτησίας, περί ατομικής ελευθερίας, περί ίσης μεταχείρισης και περί περιορισμού της κρατικής αυθαιρεσίας. Πέραν τούτου, εάν η προοδευτική φορολόγηση, όπως στην περίπτωση της Ελλάδος, δεν στηρίζεται σε ακριβή φορολογικά στοιχεία και σε ευκρινείς εισοδηματικές πηγές, μετατρέπεται σε μια άδικη αναδιανομή. Επομένως, η σκληρή προοδευτική φορολόγηση δεν είναι πάντοτε μέσον απόδοσης κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά μπορεί να αποδειχθεί ακριβώς το αντίθετο, όπως αποδεικνύεται για παράδειγμα από την απότομη κλίμακα προοδευτικής φορολόγησης που χρησιμοποίησε η πλούσια οικογένεια των Μεδίκων (Medici) της Φλωρεντίας για να κρατηθούν στην εξουσία (17). Σε κάθε περίπτωση, εάν δεν ανταποκρίνεται στις αρχές της ίσης μεταχείρισης στην βάση πραγματολογικών εισοδηματικών στοιχείων και κριτηρίων, η φορολογία μετατρέπεται σε αυθαίρετη και άδικη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Θωμάς ο Ακινάτης αποκαλούσε την φορολογία ως νόμιμη κλοπή, εάν δεν στηριζόταν σε βάσιμους λόγους και δίκαιες απαιτήσεις και δεν επιβαλλόταν από έναν δίκαιο ηγεμόνα (18).
Είναι προφανές ότι και στην σύγχρονη βιβλιογραφία συναντάει κανείς το ισχυρό επιχείρημα ότι η προοδευτική φορολογία κατ’ αρχήν αποτελεί ένα μέσο αναδιανομής και κάλυψης βασικών αναγκών του κράτους σε οικονομικούς πόρους για να βοηθήσει τα θύματα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού και να διευκολύνει την αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών ως ίσων στην κοινωνία, όπως σημειώνει ο Piketty αλλά και ο Rosanvallon (19-20).
Όσον αφορά το ύψος της φορολόγησης του εισοδήματος και του πλούτου όμως, αυτό καθορίζεται αφενός από τις υπάρχουσες ανάγκες χρηματοδότησης του κράτους, αφετέρου από τις αρχές κοινωνικής δικαιοσύνης που επιτάσσουν την προστασία της αρχής της ισότητας. Επιπλέον, είναι σημαντικό ο κοινωνικός αποκλεισμός και η φτώχεια να μην αντιμετωπίζονται, όπως στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, αποκλειστικά μέσα από την διανομή φορολογικών πόρων αλλά δυναμικά μέσα από την παροχή εκπαίδευσης και δεξιοτήτων, περίθαλψης και ευκαιριών για την αύξηση της κοινωνικής κινητικότητας, την πολιτιστική ένταξη, την αύξηση της πολιτικής συμμετοχής και της απασχόλησης. Η αναφορά στις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης, συμπεριλαμβάνει την εμπλοκή ποικίλων μορφών κοινωνικής αλληλεπίδρασης που προσφέρουν μια καλή ζωή μεταξύ ίσων πολιτών. Όσο σημαντικό και να είναι το έργο της καταπολέμησης της φτώχειας δεν δικαιολογεί την αυθαίρετη και ιδεολογικά φορτισμένη φορολόγηση του πλούτου και του εισοδήματος, υπό την έννοια ότι οι αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης ισχύουν και για την φορολογητέα ύλη, δηλαδή για το εισόδημα και τον πλούτο.
Εν προκειμένω, είναι ανεπίτρεπτο το εισόδημα και τα περιουσιακά στοιχεία να φορολογούνται τόσο υψηλά ώστε με τον τρόπο αυτό να δημιουργείται και πάλι φτώχεια. Όμως, αυτό ακριβώς ισχύει για την φορολογική πολιτική στην οποία επιδίδεται η κυβέρνηση της «αριστεράς» στην Ελλάδα. Η πολιτική αυτή παράγει εξαθλίωση και νέα φτώχεια. Η συγκεκριμένη φορολογική λογική αγνοεί τον πλούτο εκεί που πραγματικά υπάρχει με αποτέλεσμα πολλά δισεκατομμύρια να διαφεύγουν των φορολογικών ραντάρ διότι, η λογική της αναλογικής φορολόγησης συλλαμβάνει μόνο δηλωθέντα εισοδήματα και αυτά στην Ελλάδα αφορούν κυρίως μισθωτούς, συνταξιούχους και μικρομεσαίους. Μόνο μέσα από την σύλληψη του πραγματικού πλούτου και την αντίστοιχη εισαγωγή ενός φόρου μεγάλων περιουσιακών στοιχείων, ώστε να πληρώσουν αυτό που τους αναλογεί όσοι αντλούν τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα από την κοινωνία (21), θα μπορούσε μια κυβέρνηση να ισχυριστεί ότι ασκεί «αριστερή» φορολογική πολιτική.
Ειδικότερα, στην Ελλάδα η φορολογική επιβάρυνση των αντίστοιχων εισοδηματικών κατηγοριών είναι ασύμμετρη και ανισοβαρής. Όπως ανακύπτει πρόδηλα από τις φορολογικές δηλώσεις που κατατέθηκαν για το 2014, εισοδήματα πάνω από 50.000 ευρώ δήλωσαν μόλις 49.545 φορολογούμενοι, εκ των οποίων 27.710 μισθωτοί και συνταξιούχοι, 15.159 ελεύθεροι επαγγελματίες, 4.723 φορολογούμενοι με εισόδημα από ακίνητα, ενώ βρέθηκαν και 1.953 αγρότες σε όλη τη χώρα (22). Από τα παραπάνω προκύπτει μια σειρά δεδομένων που αναιρούν την φορολογική λογική του ΣΥΡΙΖΑ καθιστώντας την μάλιστα ανάλγητη και άδικη. Κατά πρώτον, μόλις 15159 ελεύθεροι επαγγελματίες και 4.723 εισοδηματίες φαίνεται να πληρούν τα κριτήρια της ανακατανομής των βαρών όπως τα έθεσε ο πρωθυπουργός. Κατά δεύτερον 27.710 μισθωτοί και συνταξιούχοι που ήδη φορολογούνται σκληρά αναμένεται, λόγω της αναδιανομής των βαρών, να σηκώσουν το κύριο βάρος της αναδιανομής υπέρ εκείνων που δηλώνουν κάτω από 12.000 ευρώ εισόδημα και βάση των εξαγγελιών του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα φορολογηθούν. Κατά τρίτον, η μεγαλύτερη μερίδα της φοροδιαφυγής εντοπίζεται στους φορολογούμενους που δηλώνουν κάτω από 12.000 ευρώ εισόδημα, δηλαδή σε αυτούς που χαρακτηρίζονται ως κοινωνικά αδύναμοι.
Με βάση τα παραπάνω η κυρίαρχη φορολογητέα ύλη εντοπίζεται σε μισθωτούς και συνταξιούχους, τους οποίους θέλει να επιβαρύνει ο ΣΥΡΙΖΑ με πρόσθετη αύξηση των φορολογικών και ασφαλιστικών εισφορών, την στιγμή που η χώρα είναι παγκόσμια πρωταθλήτρια στη φορολογική επιβάρυνση εργαζομένων οικογενειών (Ελλάδα 43,4% , έναντι 26,9% του μ.ο. του ΟΟΣΑ) (23). Την ίδια στιγμή η Ελλάδα, σύμφωνα με παγκόσμια έρευνα της KPMG International, έχει τους υψηλότερους εταιρικούς φορολογικούς συντελεστές στην Ευρώπη που την καθιστούν μη ανταγωνιστική. Τα επίπεδα ασφαλιστικών εισφορών είναι ιδιαίτερα υψηλά ενώ ο συντελεστής φορολογίας νομικών προσώπων αυξήθηκε από το 26% στο 29% (24).
Πέραν της φορολογίας αναμένονται επιβαρύνσεις από την επικείμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση που σχεδιάζει η κυβέρνηση. Όλοι οι επιχειρηματίες-ελεύθεροι επαγγελματίες, με βάση το προσχέδιο νόμου για το ασφαλιστικό που κατέθεσε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, από τις αρχές του 2017 θα αποδίδουν το 26,95% του καθαρού τους εισοδήματος σε ασφαλιστικές εισφορές, με ανώτατο όριο ετησίως το ποσό των 18.954 ευρώ. Σε αυτό το πόσο προστίθεται ο φόρος εισοδήματος από το πρώτο ευρώ 26% και 33%, η προκαταβολή φόρου 100%, η εισφορά αλληλεγγύης από 0,7%-8% και το τέλος επιτηδεύματος 650 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι η συνολική μέση επιβάρυνση στο καθαρό εισόδημα ξεπερνάει το 70%, ένα ποσοστό που με βάση τα διεθνή δεδομένα είναι ασύγκριτα άδικο βάζοντας σε κίνδυνο το όριο εισοδήματος που απαιτείται για την κάλυψη βασικών αναγκών των ελεύθερων επαγγελματιών. Οι ρυθμίσεις αυτές αναμένεται να πλήξουν αυτούς που δηλώνουν εισόδημα το οποία ξεπερνά ετησίως τις 18.000 ευρώ και αυτούς που τα φορολογικά τους εισοδήματα θα προσδιορίζονται με βάση τις αντικειμενικές δαπάνες διαβίωσης. Από την πρόταση της κυβέρνησης για το ασφαλιστικό θίγονται ελεύθεροι επαγγελματίες, αγρότες και αυτοαπασχολούμενοι γιατροί, μηχανικοί και δικηγόροι, οι οποίοι εκτός από την μείωση συντάξεων καλούνται, να πληρώσουν υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές καθώς αυτές συνδέονται με το εισόδημα. Η προωθούμενη μεταρρύθμιση οδηγεί σε μεγάλες αυξήσεις εισφορών για εκατοντάδες χιλιάδες αγρότες και αυτοαπασχολούμενους. Η πολιτική αυτή αποτελεί μια εκδοχή της λιτότητας άνευ προηγούμενου και δεν έχει καμία σχέση με πολιτικές για την ανάπτυξη. Ως εκ τούτου, όσες μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν κλείνουν μετακομίζουν μαζικά σε φορολογικά ευνοϊκότερες γειτονικές χώρες των Βαλκανίων και η ανεργία στην Ελλάδα αυξάνεται.
Είναι προφανές ότι η φορολογική και ασφαλιστική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να το επιτάσσει μάλιστα κανένα μνημόνιο, επιβαρύνει κυρίως τους μισθωτούς που καταφέρνουν να έχουν εισόδημα πάνω από 30.000 ευρώ και απαλλάσσει ένα μεγάλο μέρος εκείνων που φοροδιαφεύγουν. Το πρόβλημα με την πολιτική αυτή της ακατάσχετης επιβολής φόρων και εισφορών, είναι ότι υπερβαίνει την απαιτούμενη ισορροπία κινδυνεύοντας να οδηγήσει ολόκληρο το κοινωνικό σώμα στην μαζική φτωχοποίηση, αυξάνοντας παράλληλα τα κίνητρα φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής. Όπως έχει επισημάνει άλλωστε ο Keynes, το κράτος έχει στη διάθεσή του ποικίλα εργαλεία για να δημιουργήσει συνθήκες ισορροπίας του οικονομικού κύκλου. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνεται και η φορολογική πολιτική. Η υπερβολική αύξηση των φόρων μειώνει την ζήτηση μέσω της μείωσης των εισοδημάτων. Η ιδιωτική αποταμίευση μειώνεται όπως και η κατανάλωση. Η μείωση της ζήτησης των νοικοκυριών οδηγεί τελικά και στην μείωση των επενδύσεων των επιχειρήσεων, με επιδράσεις συμπίεσης (crowding out) και στην αγορά εργασίας (25). Εντούτοις, ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να αποφύγει τους παραπάνω προβληματισμούς αναπτύσσοντας μια θεωρία περί θυμάτων της κρίσης και περί αναλογικής δυνατότητας φορολογικής συνεισφοράς, με αυτή την έννοια η επιθετική προοδευτική φορολόγηση παρουσιάζεται ως η μοναδική δίκαιη και ηθικά δικαιολογημένη μέθοδος αναδιανομής. Στην ουσία όμως πρόκειται περί φορολογικού εξαναγκασμού άνευ προηγουμένου που καθυποτάσσει κυρίως τα μεσαία στρώματα σε μια εισοδηματική αφαίμαξη πέραν των δυνατοτήτων τους. Εμμέσως πλην σαφώς, όσοι πολίτες διαθέτουν, ακόμα εν μέσω κρίσης, την δυνατότητα να ζουν με μια στοιχειώδη ευπρέπεια, υποβάλλονται από το κυβερνών κόμμα στην κατηγορία της φοροκλοπής και της ενοχής απέναντι στο κράτος. Η στοιχειώδης ευημερία συνδέεται έτσι με ένα μεγάλο βαθμό ανηθικότητας. Από την άλλη μεριά κατασκευάζεται μια μεγάλη κρίσιμη μάζα μη εχόντων, πτωχών, μη προνομιούχων, κατώτερων εισοδημάτων, ανέργων με εισοδήματα κατώτερα των 5000-10000 ευρώ, η οποία προβάλλεται ως «ταξικά» εκπροσωπούμενη από τον ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για την περίτεχνη κατασκευή μιας κρίσιμης εκλογικής μάζας του κυβερνώντος κόμματος. Μίας μάζας εξαθλιωμένων πολιτών, η οποία εσκεμμένα αναπαράγεται και διευρύνεται από την πολιτική που ασκεί το κυβερνών κόμμα. Η εκπροσώπηση της κρίσιμης μάζας αυτής γίνεται προσωπικά από τον πρωθυπουργό εν μέσω του ακατάσχετου βερμπαλισμού που στην ουσία πραγμοποιεί την σχέση εκλογικού σώματος και πολιτικής ηγεσίας. Διότι περά από τον ρητορικό βερμπαλισμό της «υπερηφάνειας», οι πραγματικές παροχές προς τα αδύναμα κοινωνικά στρώματα από την παρούσα κυβέρνηση είναι από ανύπαρκτες έως μηδαμινές.
Ο πολιτικός φετιχισμός της παραμονής στην εξουσία επιτάσσει αφενός την ικανοποίηση των δανειστών και επομένως, την δέσμευση πόρων για την συμφωνηθείσα δημοσιονομική προσαρμογή (σκληρή λιτότητα) και αφετέρου την διατήρηση ενός κρίσιμου εκλογικού σώματος, κυρίως μέσα από έναν ακατάσχετο βερμπαλισμό και βολονταρισμό, με επίκεντρο το σχήμα εχθρού –φίλου, της τεχνητής ενότητας του λαού και με μια λαϊκιστική ρητορεία περί ευοίωνου μέλλοντος. Επομένως, το ταξικό μήνυμα υπέρ των αδυνάτων και του λαού που εκπέμπει ο κ Τσίπρας είναι υποκριτικό και αυτό φαίνεται από την φορολογική του πολιτική, η οποία δεν κάνει τίποτα άλλο από το να παράγει κοινωνική αδικία.
Η τραγικότητα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι ο αγώνας για κοινωνική απελευθέρωση των αδύναμων συνδέεται με την κατασκευή μιας νέας δήθεν πρωτοποριακής ολιγαρχίας κατά το λενινιστικό πρότυπο, η οποία στην ουσία συνδέεται με την εξουσία και έχει απολαβές σε προνόμια, θέσεις και εισοδήματα. Για τον σκοπό αυτό, το κόμμα στελεχών διαπνέεται από μια λενινιστική αντίληψη αντιμετώπισης του πολίτη όχι ως υποκείμενο αλλά ως μια ασαφή συλλογικότητα, ενταγμένη στην γενική ανώτερη σκοπιμότητα. Είναι σαφές ότι ο πολιτικός φετιχισμός αυτού του τύπου διαθέτει προφανή αυταρχικά στοιχεία με βάση τα οποία η «ορθή συνείδηση» επιτάσσει την υπακοή σε μια ανώτερη σκοπιμότητα, η οποία δεν είναι άλλη από την παραμονή και την αναπαραγωγή στην εξουσία. Η ορθή συνείδηση μετατρέπεται σε μέσον πίεσης της αναπαραγωγής της κοινωνικής αδικίας και η κριτική αποστασιοποίηση σε ηθική παρεκτροπή. Όλη αυτή η διαδικασία οδηγεί τελικά στην ηθική και πνευματική εξαθλίωση μέσω της φυγής από την πραγματικότητα. Περίεργη φαίνεται αλήθεια η «Αριστερά», η οποία φαντάζεται το μέλλον του κόσμου ως εγκαθίδρυση της γενικευμένης φτώχειας!
Παραπομπές
(1) Marx, K. (1968), “Ökonomisch-philosophische Manuskripte aus dem Jahre 1844”, in: K. Marx u. F. Engels, Werke, Ergänzungsband, 1. Teil, Dietz Verlag, Berlin (DDR) pg. 465-588.
(2) στο ίδιο.
(3) Lukács, G. (1973), Der junge Hegel. Über die Beziehungen von Dialektik und Ökonomie, Band 2. Frankfurt: Suhrkamp, pg. 621- 650.
(4) Ομιλία Αλ. Τσίπρα για τον ένα χρόνο κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, Κυριακή, 24 Ιανουαρίου 2016, διαθέσιμη στο: http://www.naftemporiki.gr/story/1058346/omilia-al-tsipra-gia-ton-ena-xrono-kubernisis-syriza
(5) Αλ. Τσίπρας: Τις κυβερνήσεις τις ανεβάζει ο λαός και όχι τα παράκεντρα εξουσίας, διαθέσιμο στο: http://www.avgi.gr/article/6074552/al-tsipras-tis-kuberniseis-tis-anebazei-o-laos-kai-oxi-ta-parakentra-exousias-video-
(6) Ομιλία του πρωθυπουργού Α. Τσίπρα στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, διαθέσιμη στο: http://www.primeminister.gov.gr/2015/02/17/13349
(7) Λύγισε ο Αλέξης Τσίπρας – Σχεδόν δάκρυσε στο τέλος της ομιλίας του, διαθέσιμο στο: http://www.iefimerida.gr/news/190672/lygise-o-alexis-tsipras-shedon-dakryse-sto-telos-tis-omilias-toy-eikones-vinteo#ixzz410WBqvWz
(8) Lantier, A. (2015), Pseudolinke decken Syrizas Verrat, διαθέσιμο στο: https://www.wsws.org/de/articles/2015/07/25/pers-j25.html
(9) Stefan, K. (2015), Syrizas politische Schizophrenie, διαθέσιμο στο: http://www.sueddeutsche.de/politik/griechenland-syrizas-politische-schizophrenie-1.2568606
(10) Τσίπρας, Αλ.: Πρέπει να βρούμε λύσεις κυρίως για τους πιο αδύναμους κι αυτή είναι μια βασική φιλοσοφία στην οποία πρέπει να συμφωνήσουμε όλοι, διαθέσιμο στο: http://www.forin.gr/articles/article/16749/tsipras-prepei-na-broume-luseis-kuriws-gia-tous-pio-adunamous-ki-auth-einai-mia-basikh-filosofia-sthn-opoia-prepei-na-sumfwnhsoume-oloi
(11) Τσίπρας, Αλ.: Δεν πρόκειται να συναινέσω σε παράταση του Μνημονίου, διαθέσιμο στο: http://www.protothema.gr/politics/article/449737/deite-live-tin-omilia-tsipra-gia-tis-programmatikes-diloseis-sti-vouli/
(12) Όλα όσα είπε ο Τσίπρας: Τι θα γίνει με φορολογία, ΕΝΦΙΑ, δάνεια, ασφαλιστικό και τράπεζες, διαθέσιμο στο: http://www.koolnews.gr/politiki/566297-ola-osa-eipe-o-tsipras-ti-tha-ginei-me-enfia-daneia-asfalistiko-kai-trapezes/
(13) Λαδά Ι. (2015), Χιλιάδες οι επιχειρήσεις που εγκαταλείπουν την Ελλάδα, διαθέσιμο στο: http://www.thinkover.gr/2015/11/05/xiliades-oi-epixeiriseis/
(14) Οι αλλαγές που φέρνει στη φορολογία το τρίτο μνημόνιο, διαθέσιμο στο: http://www.fortunegreece.com/article/i-allages-pou-ferni-sti-forologia-to-trito-mnimonio/
(15) Engels, F. & Marx, K. H. (2008), Manifest der Kommunistischen Partei, Amsterdam, Lausanne, Melbourne, Milan, New York, São Paulo: Meta Libri, pg. 59.
(16) Corneo, G. (2010), Welche Steuerpolitik gehört zum „sozialdemokratischen Modell“?, Friedrich Ebert Stiftung, διαθέσιμο στο: http://library.fes.de/pdf-files/wiso/07134.pdf
(17) Lachmann, R. (2002), Capitalists in spite of themselves. Elite Conflict and Economic Transitions in Early Modern Europe, Oxford: Oxford University Press, pg.75
(18) Wemsman, R. (2005), Verhaltenslenkung in einem rationalen Steuersystem, Mohr-Siebeck, pg. 436.
(19) Piketty, T. (2013), Le Capital au XXIe Siècle, Paris: Edition du Seuil.
(20) Rosanvallon, P. (2011), La Société des Egaux, Paris: Edition du Seuil.
(21) Plecnik, J. (2013), “The New Flat Tax: A Modest Proposal For a Constitutionally Apportioned Wealth Tax”, Hastings Constitutional Law Quarterly 31 (3): 483-510.
(22) Λάσκαρη, Έ. (2016), Ποιους «καίει» η νέα φορολογική κλίμακα, διαθέσιμο στο: http://www.euro2day.gr/news/economy/article/1395935/poioys-kaiei-h-nea-forologikh-klimaka.html
(23) Μαρκάζος, Κ. (2016), Η φορολόγηση της εκδίκησης, διαθέσιμο στο: http://www.euro2day.gr/specials/opinions/article/1400029/markazos-h-forologhsh-ths-ekdikhshs.html
(24) Λαδά Ι. (2015), Χιλιάδες οι επιχειρήσεις που εγκαταλείπουν την Ελλάδα, διαθέσιμο στο: http://www.thinkover.gr/2015/11/05/xiliades-oi-epixeiriseis/
(25) Keynes, M. (1964), The General Theory of Employment, Interest, and Money, New York: Harcourt, Brace & World.