«Ο ΦΡΑΓΚΟΣ»

24grammata/ γνώμη

στις 8 Φεβρουαρίου ήταν η μνήμη του θανάτου του Μάρκου Βαμβακάρη

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Το συναξάρι του «Αγίου Μάρκου»
Ξεκίναγε από το σταθμό και ακολούθαγε το δρόμο μέσα από τα λιμάνια. Βαριά πλοία με ονόματα ελληνικά, θηλυκά, τα τεντωμένα σχοινιά, τα δάχτυλά του τα κόβει ο καιρός που έχει υγρασία και άγριους ανέμους. Στα περαστικά καφενεία οι πρώτοι άνθρωποι των πρωινών, στοιβαγμένοι στο βάθος, μες στα καπνισμένα μαγαζιά και από πάνω οι λαϊκοί πίνακες της ναυτοσύνης, θέατρα μικρά που έχουν πια απολέσει την κινητικότητά τους. Τραβάει κατά τα σφαγεία. Περισσότερο από όλα τον κουράζει εκείνο το φωσφορικό φως. Οι εκδορές, τα τομάρια που βρωμούν δεν τον στενοχωρούν, γιατί έτσι είναι ο θάνατος, είπε ο Μάρκος και έπαιξε στη διαπασών εκείνο το σκοπό, τον ερωτικό. Έπειτα, αργά τα απογεύματα επιστρέφει κατάκοπος, τα ίδια πλοία, τα απαράλλαχτα λιμάνια, οι περαστικοί που χάνονται μες στις μικρές οδούς, οι άνθρωποι των αγορών, τα καταστήματα του καπνού, τα κλειστά γανωτήρια, τσίγκοι και λαμαρίνες, άκαμπτες, σκληρές εποχές Μάρκο. Μια μέρα θα επιστρέψεις με τιμές στην Ερμούπολη, οι άντρες των ναυπηγείων θα σε φωνάξουν με το μικρό σου όνομα και εκείνο το κορίτσι με τα κατάμαυρα μάτια θα σταθεί μες στο μαγαζί να σε αρρωστήσει πάλι, να την αγαπήσεις ολοένα και περισσότερο Μάρκο. Στις γερανογέφυρες αγναντεύουν το πέλαγο νεαρά αγόρια που δεν φοβούνται τις ψηλές πτήσεις Μάρκο, όπως εσύ. Έπειτα σε φαντάζομαι ψηλότερα από τις στέγες των σπιτιών, σε φαντάζομαι με δυο μάτια ήμερα σαν ελαιώνες το σούρουπο που τραγουδάς και τραβάς με όλη σου την ένταση και τον καημό τις χορδές, σύρμα οι χορδές μα τα δικά σου τα χέρια Μάρκο δεν χαράζονται, τα δικά σου τα χέρια είναι σκληρά και σοφά, είναι γεννημένα μέσα από τα ερείπια της Ιωνίας Μάρκο. Ύστερα ακούγονται πετάγματα πουλιών, έπεσε μια πιστολιά και εκείνα τα έρμα σκορπούν από τα δέντρα, μες στη σκιά τους πατάς, καθώς αναδιπλώνονται, μες στη σκιά τους πατάς και ένας άντρας πεθαίνει απόψε, ο Θεός μες στους δρόμους και τις ταβέρνες πεθαίνει Μάρκο.
Τώρα το φως δηλητηριασμένο, κομμένες ανάσες, σαν στόματα πηγαδιών όταν ακούγεται η φοβερή δοξασία. Λένε πως είδαν τον Μάρκο, μαζί με κάποιους άλλους, λίγους ομολογουμένως, ντυμένο τη βυζαντινή, στρατιωτική στολή, δωρικό να βαστεί μες στην αντρειοσύνη του το ασήκωτο επιστύλιο μιας αρχαίας στοάς. Πλάι του, πίσω του, μέσα του, τα χρόνια και οι πάλλουσες κόρες , οι χρησμοί και η ιστορία. Σε μια κοντινή απόσταση κάποιος που αισθάνεται την ανάγκη να εμπλουτίσει το όραμα, σημειώνει την παρουσία των δραγουμάνων που παζαρεύουν μετάλλια, εδώλια, δακτυλιόλιθους και κεντήματα. Σε σοφάδες και ανάκλιντρα, με ύφος θαυμασμού στη μεγαλοπρέπεια του Μάρκου και των άλλων, Ελληνίδες με χέρια και κεφάλια σε αδιάκοπη κίνηση, με ψεύτικα ή βαμμένα μαλλιά που φλυαρούν σε γλώσσα ρωμαίικη.  Η τιμή που αποδίδεται στον Μάρκο αφορά τη σπασμένη, σοφή καρδιά του.