24grammata.com/ Ιστορία της Λογοτεχνίας
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
«Ωραιοτάτην και καταστόλιστην πόλιν», αναφωνεί ο Κικέρωνας μαρτυρώντας την πόλη των Συρακουσών. Με τα τείχη, το περίφημο θέατρο, το σπουδαίο, ελληνιστικό ναό της Αρτέμιδος. Πιο πέρα η Μεσσήνη, χτισμένη στο δρεπανοειδή κόλπο, με το όνομά της να μαρτυρά τους άρρηκτους δεσμούς εκείνης της Ελλάδας με το στοιχείο που ονομάστηκε «ελληνικό» και αναδείχτηκε στους αιώνες. Και οι νήσοι, με την ονομασία «Αιολίδες» που περιέγραψε ο Όμηρος στις ραψωδίες του να στέκουν εκεί, στην Τυρρηνική θάλασσα, βράχοι ηφαιστειακοί με ασθμαίνουσες θέρμες, θειώνες. Το νησί Στρόμπολι, κατοικία του θεού Αιόλου, τραγουδισμένο στη στιχουργική του ποιητή Καββαδία πλέει στα ανοιχτά του Αρχιπελάγους των Αιολιδών. Τούτος ο τόπος στο φτωχό νότο της Ιταλίας μιλά και νιώθει την «ελληνικά» εδώ και αιώνες, τραγουδώντας την παράδοση, σμίγοντας και αναδεικνύοντας ένα σπάνιο κράμα πολιτισμών. Ο ιστορικός δεν έχει άλλη επιλογή παρά να αποδεχτεί την αυτόφωτη πορεία της «Μάγκνα Γκρέτσια» μες στο χρόνο, ως μνημείο δημιουργικότητας, ως ένα χώρο ικανό που ενσωμάτωσε μέσα του ένα μείγμα φωνών, ετερόκλητων. Καρχηδόνιοι, Ρωμαίοι, Έλληνες, τα πολεμοχαρή, ιταλικά φύλλα. Όλοι χωνεύτηκαν σε τούτον τον πετρώδη τόπο και πάλεψαν, ενώθηκαν, πορεύτηκαν μες στις εποχές για να δώσουν τη σπάνια αυτή στιγμή του μεσογειακού κόσμου, όπως καταγράφηκε στην ιστορική συνείδηση.
«Γαλλικιανό, Αμυγδαλιά, Χωριό,
Ρωγάδι, Βούα, Βουνί:
τα ονόματα των ελληνόφωνων χωριών
της Καλαβρίας.
Πανάρχαια χωριά αρπαγμένα απ’ τους βράχους,
χωριά που τώρα ζουν μόνον οι γέροι,
οι γυναίκες και τα παιδιά…
Οι γέροι έχουν την βουβή θλίψη
της εγκατάλειψης
σαν τα παλιά και φτωχά σπίτια.
Οι γυναίκες μαζεύουν τις ελιές
και γιασεμιά μες στις κοιλάδες.
Ταπεινή γη των προσχώσεων,
σεισμών, φτώχειας, φυγής.»
Με τούτη την περιγραφή τη σύντομη, την τόσο περιεκτική ο ποιητής Felice Mastroianni (Φελίτσε Μαστρογιάννι), θα συνοψίσει τη γεωμορφία του μέρους, τη θλίψη των ανθρώπων και της πέτρας. Στο μέρος αυτό, οι άνθρωποι λυπούνται για την περασμένη δόξα, μα η όψη και η ψυχή τους σκληραίνει και μαθαίνουν να ζουν και να συνεχίζουν, τιμώντας τη γη με τον καρπό και τα θραύσματα των μνημείων. Ο ποιητής αποτίει φόρο τιμής στη γενέτειρά του, καταγράφει με όρους πραγματικούς την ίδια τη φυλή του. Μνημονεύοντας τα μέρη της παιδικότητάς του, κατορθώνει να χωρέσει στη στιχουργική του γνήσιες εικόνες και συναισθήματα. Διανύει τα απροσδιόριστα διανύσματα της ιστορικής γνώσης για να αποδώσει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την ταυτότητα ενός αφιλόξενου μα αγαπημένου τόπου. Στην ποίησή του, είτε απευθυνόμενος σε ένα τρίτο, αόριστο πρόσωπο, το οποίο δεν συνιστά προσωπείο αλλά διάχυτη συναισθηματικότητα, είτε ακόμα επιστρατεύοντας την πρωτοπρόσωπη γραφή, παραμένει «συλλογικός». Με εκείνη την έννοια που δεν αμφισβητείται αλλά γίνεται αποδεκτή μέσω της διαδικασίας της μνήμης, καθώς ανασύρεται και κυριεύει. Τούτο το αποτέλεσμα της ποίησης δεν προκύπτει από την εργαστηριακή προσέγγιση της ποιητικής λειτουργίας, αλλά από την ειλικρινή και διάφανη στάση του ανθρώπου, ο οποίος καταθέτει την αγάπη και τον αναγκαίο πόνο της στο χαρτί. Στην ποίηση του Μαστρογιάννι θα κυριαρχήσει η «ελιά», ο «βράχος», οι «πηγές», πράγματα που χαρακτηρίζουν το τοπίο μιας περιφέρειας που κατόρθωσε να αποκτήσει μια απαράμιλλη ευρύτητα και να σταθεί παράλληλος πόλος και κέντρο του ελληνιστικού κόσμου.
Ο ποιητής συνιστά παιδί της μεταπολεμικής περιόδου. Μιας εποχής επιβεβαίωσης των πιο τραγικών διαψεύσεων εκείνης της γενιάς. «Είμαι μια καρδιά κουρασμένη», θα γράψει στο ποίημα «Ελληνικό Προανάκρουσμα», εκφράζοντας το συγκλονιστικό αίσθημα ενός ανθρώπου, ο οποίος όχι μόνο διαπίστωσε την αποτυχία των επιδιώξεων της εποχής του, μα στάθηκε μάρτυρας της εγκατάλειψης όλων εκείνων των τόπων, όπου άνθισε και διέπρεψε το ελληνικό στοιχείο, σε κάθε τομέα της ανθρώπινης δράσης. Η κοινωνική και πολιτιστική απομόνωση της Κάτω Ιταλίας, ίσως να αποτέλεσε μια ακόμα «τραγωδία του ελληνισμού», όχι λόγω ενός βίαιου ξεριζωμού, μα εξαιτίας εκείνης της αποστροφής με την οποία η «μητέρα» Ελλάδα φροντίζει πάντα να εξαργυρώσει την αγάπη των «παιδιών» της. Μήτε η αγάπη δεν θα κατορθώσει να εξαλείψει τον πεσιμισμό του Μαστρογιάννι. «Πίσω από τα ειδύλια, ο πόνος του Κόσμου.» Ίσως συνέπεια και τούτης της απαισιοδοξίας που διακρίνει τη γραφή του ποιητή να συνιστά και η στατικότητα που διαχέεται ως αίσθηση μέσα από τη στιχουργική του.
Η ποίηση του Μαστρογιάννι είναι φωτογραφική, μνήμη οπτική και έτσι κατορθώνει να πλημμυρίσει ολόκληρο το ύφος των στίχων του. Ολόκληρα τοπία συγκρατούνται μες στους στίχους του και επιβιώνει, εκπληρώνοντας μια υψηλή, μια άπιαστη επιδίωξη της ποίησης. «Το βράδυ στάθηκε πάνω στα άλογα», περιγράφει ο Μαστρογιάννι και μια άφταστη υποβλητικότητα εμποδίζει την επέκταση της σκέψης πέρα από τούτη την εικόνα. Ζωγραφικές μαρτυρίες του φυσικού περιβάλλοντος, σκηνοθετικές επιρροές μπολιασμένες με τούτο το οικείο στοιχείο, διαμορφώνουν την αίσθηση της «ακινησίας.» Και έτσι, ο λυρικός ετούτος ποιητής καταφέρνει να καταστήσει εφιαλτική την ανάγκη της κίνησης, της δράσης που στερήθηκε σε ολόκληρο το βίο του. Δεν πρόκειται φυσικά για πραγματικές μεταβολές μα για υπαινιγμούς που θα δώσουν εκείνα τα «προχωρήματα» που προσμένει ο άνθρωπος για να ομολογήσει κάποτε, την ώρα που φλέγονται όλες οι δύσεις, πως ολοκλήρωσε έναν προσωπικό περίπλου του βίου.
Διαβάζοντας κανείς για πρώτη φορά τους στίχους του Μαστρογιάννι κατανοεί τον βαθιά ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα τους. Ο ποιητής αυτός είναι αδιαμφισβήτητα ανθρώπινος και για τούτο το λόγο η ποίησή του φαντάζει αθεράπευτα λυρική. Και ίσως εξαιτίας αυτής της συναισθηματικής έξαρσης δεν μπορεί να αποφύγει μια διακριτική αισιοδοξία, μια διάψευση της απεγνωσμένης λύπης. «Θα ανθίσουν από τα χελιδόνια άλλοι ουρανοί», ελπίζει στην εισαγωγική φράση της δεύτερης στροφής του ποιήματος «Θα ανθίσουν άλλοι ουρανοί.» Αν υπήρχαν δείκτες της ποιητικής ικανότητας, τότε εκείνος της κατάφασης θα συνιστούσε σπουδαίο μέτρο για την εκτίμηση ενός στίχου ή ενός συλλογισμού. Βαθιά ταπεινός, σχεδόν θρησκευτικός και κατανυκτικός, ο Μαστρογιάννι γράφει πως «είναι το παραμύθι της ζωής μας όταν μπορούμε να προλάβουμε να χαιρετίσουμε ένα νέο πρωί.» Ο Φελίτσιο Μαστρογιάννι αποτελεί έναν γνήσιο, λυρικό ποιητή, όχι γιατί τούτη είναι η μόδα του καιρού του. Ίσως ζώντας την εποχή της παρακμής του, ο Μαστρογιάννι θα αδιαφορήσει για τα καλέσματα των καινούριων καιρών και σαν άνθρωπος «πρωτινός», θα αφήσει τη νοσταλγία να κυριεύει ολόκληρο τον ψυχισμό του.
Ο Φελίτσιο Μαστρογιάννι κατέγραψε ένα πλούσιο έργο, παραμένοντας πιστός στις εμμονές του τσακισμένου εαυτού του. Μα τούτες οι εμμονές, η θλίψη του, βουβή, ασίγαστη, η αισιοδοξία του, νερό που «κατεβαίνει» από τις πιο μυστικές πηγές του, διαμορφώνουν την ποίησή του ελεύθερα. Και έτσι, κανείς μπορεί να πει, πως ένας τέτοιος δημιουργός, ανίκανος να εμποδίσει την πληγωμένη φύση του, δεν μπορεί παρά να σταθεί μες στο καταφύγιο της ποίησης, δεν μπορεί παρά να ΄Είναι ποιητής, ταπεινός πλάι στους άλλους τους αγαπημένους. Τον Θεόφιλο, τον Φώτη Κόντογλου, τον ηλικιωμένο άνδρα στην ψάθινη καρέκλα της αυλής που σιγοτραγουδά τη σωσμένη παράδοση, διατηρώντας πάντα τη φρυγική έκφραση. Στα χέρια του ένα σπασμένο ειδώλιο από τη γη της Ιωνίας.
Διαβάστε τα ebook του Φελίτσε Μαστρογιάννι
“Το τετράδιο ενός καλοκαιριού”, ” Άνοιξη” και “το παραμύθι του Ευτυχίου”.
Σχετικά άρθρα για τον Φελίτσε Μαστρογιάννι από τον Γ. Πρίμπα, βιογραφία και κριτική του Μαστραγιάννι (ιταλική γλώσσα)και Γ. Δαμιανό