Ο Μανώλης Δημελλάς μας χαρίζει το πιο όμορφο παραμύθι για μεγάλα παιδιά. Πέντε πέτρες μονολογούν, δεν έχουν παρελθόν και μέλλον, δεν έχουν τόπο, δεν έχουν φίλους, έχουν μόνο ψυχή, που μιλάει σε όσους θέλουν να την ακούσουν…
κάντε ησυχία και το παραμύθι ξεκινά…
Πέτρινες αποσπερίες στην σκιά της σκουριάς.
Στα φωναχτά, κουβέντα στο σκάσιμο του κύματος, πάνω στην παραλία.
Πέντε πέτρες έσμιξαν τον χρόνο τους, αντικριστά, μιλούν για το χαμένο παρελθόν, το κίτρινο του χρόνου, την εμπειρία που έκανε ρωγμές ανάσας στο μυαλό.
Βρέθηκα κοντά τους κρυφάκουσα, καρδιοχτύπησα, δεν ήθελα να χάσω λέξη από τα λόγια της ψυχής τους.
Απόδειξη περίτρανη οι φωτογραφίες που στέλνω, δεν είναι άλλες από την παραλία που στέκονται ξεδιάντροπες, σκληρά μοιραίες με μια συνοχή που κάνει τα μόρια τους νάναι το ένα μες το άλλο μοιράζοντας, μοιραία, ατέλειωτες αγκαλιές.
Μα πως αλλιώς θα ήταν οι πέτρες;
Η μια λευκή ξεκίνησε το παραμύθι πρώτη.
Ήτανε λέει, πολύχρωμη, φανταχτερή, σε σχήμα μιας καρδούλας.
Απροσδιόριστα, τραβούσε προς το βουνό, το θορυβώδες φορτηγό αγκομαχούσε στην ανηφοριά, θα γέμιζαν και με αυτήν ένα περήφανο ψηφιδωτό σε κάποιου παραλή το σπίτι.
Στην πόλη δεν τις άρεσε, ήταν η σκόνη που έκρυβε τα θέλω τα δικά της, τα σκέπαζε με μια λινάτσα βρώμικη, τόσο που ένιωθε βαθειά μέσα της, στο πιο στενό, στενό της, την λίγδα των ανθρώπων.
Μα έλα που θα έντυνε το σαλόνι, η φορεσιά, το μάρμαρο αγγίζει μεγαλεία τάφου, φέρνει στο παγωμένο του νεκρού. Μια τρέλα.
Ο ενθουσιασμός δεν κράτησε πολύ, μόλις οι σκόρπιες ψηφίδες έσμιξαν, έγιναν του καλλιτέχνη το όνειρο, σταμάτησε να γίνεται τροφή για ξένα μάτια και για τους οικείους του σπιτιού ήταν σαν να μην υπήρχε.
Με τον καιρό έφευγαν μια-μια οι ψηφίδες, στο τέλος έμεινε η κόλλα να θυμίζει πως κάτι έπαιζε εδώ και έσβηνε το κίτρινο του καπνιστή, το άπληστο το χρώμα. Στο τέλος, ψέλλισε η ολόλευκη πέτρα, πως τον έρωτα είχε πρωτοσχεδιάσει ο φευγάτος καλλιτέχνης.
Συνέχισε η διπλανή, μικρή και κακοφορμισμένη μα με φωνή αισθαντική, τόσο που έλιωνε την θάλασσα πάνω της, κάνοντας την αλάτι.
Εγώ άφησα το χρόνο μου σε τέτοιες παραλίες, κυλίστηκα στην άβυσσο μικρών στιγμών του χρόνου.
Δεν έμαθα πολλά, ούτε και τα ανθρώπινα μάτια στάθηκαν πάνω μου, είμαι αδιάφορη, ξερή, σκληρή, σαν άχρηστο απολίθωμα.
Όμως θυμάμαι, θυμάμαι τον ήλιο και τις εποχές, το νεύρο του χειμώνα και πέλματα καλοκαιριού να σφίγγουν, να ζώνουν την καρδιά μου.
Μα αν δεν ήσασταν εσείς, κάθε στιγμή θα κύλαγε στον ίδιο χρόνο πάνω, και το σκοινί θα με έπαιρνε πιο βαθειά στην σιωπή μου, αφού μυρίζουν το φόβο μα δεν το μαρτυρούν στο κύμα ούτε οι φλύαροι γλάροι.
Η τρίτη πέτρα έκοψε με βία, φωνακλού, ταξιδεμένη κι όμορφη, άγνωστη με καμπύλες και μιαν ατέλεια μικρή ανάμεσα στα φρύδια.
Παντού τα ίδια συναντώ, ο πόνος γράφει πρώτος, αν μπορούσα θα έδειχναν σαν προβολείς τα μάτια μου τις χώρες που έχω κάτσει.
Ξεκίνησα με φορτηγό, σε ένα μάτσο παλιοσίδερα, της θάλασσας γινάτι. Προορισμός οι χώρες στην ανατολή που ακόμη χτίζουν σωρούς από καλύβες, σε σπίτι εργάτη θα ήμουν το θεμέλιο μα παρασύρθηκα από ποταμούς. Βρέθηκα να χαζεύω μέσα σε γλυκά νερά την απιστία των ανθρώπων και από τα χαμηλά, σε στάση άμυνας, περνούσα τον χρόνο-καιρό με φως από την ματαιοδοξία των ανθρώπων.
Μια οικογένεια με μάζεψε κοντά, έγινα παιδικό παιγνίδι, εξάρτημα μιας γυάλας που σαν γυρνούσε άλλαζαν τα σχήματα. Καλειδοσκόπιο.
Δύσκολο το ανθρώπινο που μπλέκεται στον χρόνο, η λογική από τη μια μα με μιαν σκέψη παράγουν συναισθήματα και κάνουν την ψευδαίσθηση αλήθεια.
Δεν πέρασε πολύς καιρός μα για τα πέτρινα τα χρόνια μετρημένος, γιατί στα ανθρώπινα ο χρόνος ξεκινά με το κυνήγι των επιθυμιών αλλιώς μετρούν την ώρα όταν την πνίγουν στην δεδομένη τεμπελιά.
Το σπίτι έκλεισε την πόρτα, αφού τράβηξαν άλλους δρόμους και το καλειδοσκόπιο έσπασε από καημό στα χέρια του νοικοκύρη.
Μετά όλα έγιναν εύκολα, αν και δεν παραδέχεται η ανθρώπινη φυλή τα φυσικά φαινόμενα, βροχή, ποτάμια, θύελλες γράψανε την διαδρομή μου μέχρι εδώ. Τυχαία πορεία που στο τέλος λέμε, ορίζουμε σταθερή γραμμή, επιλογή.
Τελευταία μίλησε μια φιλντισένια πέτρα, είχε νυχτώσει κι έγραφαν τα χείλια στο σκοτάδι, μια ομορφιά ανείπωτη, άγρια, μυθική.
Δεν είμαι από τα μέρη σας, ούτε κι από την περιστρεφόμενη γη σας.
Ήρθα με διαστημόπλοιο πριν πολλά χρόνια ενθύμιο στα κλειδιά του πιλότου, ένα δώρο αγάπης από το ταίρι του, μια τρυφερή ανάμνηση.
Ο δικός μου τόπος είναι η Ανδρομέδα, σας φαίνεται μακριά μα είναι πιο κοντά κι από την ίδια την καρδιά που κουβαλάτε μέσα σας.
Είναι που έχουμε άλλο τρόπο για να μετράμε την απόσταση, τον χώρο και τον χρόνο. Σε μας δεν υπάρχει μέλλον ούτε και παρελθόν, εδώ τα διδαχθήκαμε, όλα είναι παρόν, όλα γίνονται ταυτόχρονα έτσι όλα εξελίσσονται σε ένα κοινό χρόνο και ο χώρος είναι πάντα ένας, πολλοί μαζί μα ένας.
Εκεί καταλαβαίνεις από το χρώμα που έρχεται στο φως, κάθε που παίρνει κόκκινο είναι που τρέχει αγάπη, ενώ στο κίτρινο μιλούν για την όρεξη του ύπνου, στο πράσινο δίνεται η γεύση του θανάτου, που υπάρχει έτσι κι αλλιώς στου μαύρου την σκιά που είναι η γέννηση από το φως του σκότους.
Μιλούσε και ανάβανε οι μεθυσμένες πέτρες, κάναν το λόγο φυλαχτό και βάλσαμο αιώνιας νιότης.
Οι πέτρες έχουν μια θεϊκή ψυχή, όμοια δεν υπάρχει, μα δεν καταλαβαίνουμε εμείς οι ξωμάχοι του ευθύγραμμου χρόνου.
Βλέπουμε με δυο μάτια, ενώ η όραση γράφεται πρώτα στο βέλος της ψυχής και δεν γνωρίζει σώμα.
Οι πέτρες στέκονται εκεί ακόμα συζητάνε, μιλούν και για τα μάτια της που ξέρουν από μέσα, τι κι αν το πλοίο σκούριασε και στέκεται κοντά τους, τι κι αν εμείς τον έρωτα τον κάναμε πάνω στις κορυφές τους.
Έφυγα, μα με κράτησαν, αγάπησα τρελά, άκουσα το τραγούδι τους, πρόλαβαν την στιγμή μου, που έσκασε με άμπωτη πάνω στην κορυφή τους.
Το ζωντανό που πάλεψε, που πίστεψε, εμπιστεύτηκε του άψυχου τον χρόνο, δεν είναι άλλο από το αίμα μιας ζωής που δόθηκε, μοιράστηκε απλόχερα και δείχνει στην αγάπη.
Όλα τριγύρω σκούριασαν, πεθαίνουμε με κρότο, μα οι πέτρες στέκουν ακόμη εκεί μαγεύοντας κάθε περαστικό κλάσμα.