γράφει ο Απόστολος Θηβαίος.
Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ
Μες στην τρομερή εποχή του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, ανάμεσα στο θάνατο και την αγωνία, κάτω από ερείπια και ανθρώπινα σώματα επωάζεται το τρυφερό σώμα των ποιημάτων. Στους κόλπους της οδύνης, πόσο αργά γυρνούν τα ρολόγια ώσπου να γραφτούν οι στίχοι και να περάσεις σε μια άλλη εποχή. Πόσο αναπάντεχα ο μυστικός μηχανισμός της ψυχής εφευρίσκει τα αντανακλαστικά του, με πόση φροντίδα εκείνο το αμετάφραστο αίσθημα που μας κατοικεί αναδύεται από τις μέσα θάλασσες, με κοχύλια και χρωματικές κλίμακες, θέτοντας ένα όριο στη λύπη. Είναι πράγματα που σώζονται, είναι οι σημαίες των ιδανικών που ανεμίζουν έξω απ΄το νερό, όσο η ανθρωπότητα ονειρεύεται τις καλύτερες σελίδες της, μισοπνιγμένη. Μια γυναίκα σαν τις σολωμικές μορφές που μες στην καταστροφή και τις εκρήξεις ονειρεύονται τη ζωή, ολότελα αποσπασμένες απ΄την εποχή τους. Κρυμμένη η ελπίδα ζει στις τσέπες των παλτών μας, στους φωταγωγούς απ΄όπου φθάνει βροντερή η θαυματουργή φωνή μας, στους κλεισμένους κόσμους. Μ΄άλλα λόγια όταν μες στην καρδιά του θανάτου γεννιέται ένα ποίημα μπορεί κανείς να λησμονήσει τα πικρά, γυάλινα θέατρα που κείτονται στους δρόμους της αιώνιας πολιτείας μας. Μπορεί να γυρέψει τ΄άνθος που έτοιμο ν΄αναβλύσσει γυρεύει μια ιδέα απ΄το φως. Μπορεί να ελπίζει.
Ο Οδυσσέας Ελύτης γράφει τα Κορίτσια του το 1944. Μ΄ολοζώντανη την πίκρα της ζωής, μ΄ακέραιο τον θάνατο στους δρόμους της πόλης, αναγνωρίζει την άνοιξη που φθάνει νωρίτερα. Αναγνωρίζει τα σώματα των κοριτσιών όταν περνούν στις ηλικίες της φθοράς και όταν παθιάζονται πριν τον έρωτα, αποκτώντας σχήματα πρωτόγνωρα, πολύ πριν τις συγχορδίες του έρωτα. Συντρίβει τα θέατρα της εποχής του και έτσι όπως απλώνεται η φλέβα της ταπεινής πολιτείας, ανάβει ένα ένα όλα τα κεριά, μισός θεός, μισός αίσθημα, τρεμάμενος απ΄το πάθος της ζωής.
Η μοίρα τους δεν είναι εκείνη των νεκρών. Το πεπρωμένο εφευρίσκει το αίσθημά του, φτάνει κοντύτερα στον εαυτό του. Τα κορίτσια που ως γνωστόν, κατοικούν τους κυμματοθραύστες του κόσμου, γέρνουν προς τη ζεστασιά του. Το απαιτεί η ομορφιά που πλαισιώνει αυτόν τον κόσμο, το ζητούν οι φωνές που ουρλιάζουν την στερνή του απογεύματος την ώρα. Αυτά τα κορίτσια δεν προσμένουν έξω απ΄τους θαλάμους για έναν χτύπο, για το βλέμμα του στρατιώτη όταν επιστρέφει με το σενάριο του τρόμου δεν νοιάζονται. Επειδή η νιότη και τα ποιήματα και τα τιμαλφή που διατρέχουν αυτήν την πολιτεία, τώρα και πάντα, δεν είναι αγάλματα με προτεταμένα τα χέρια τους στο διηνεκές. Επειδή είναι οι τρυφερότερες αιτιάσεις της ομορφιάς αυτού του κόσμου, του αισθήματος που κερδίζει με θόρυβο τη λογική, ιδρύοντας το κράτος της φαντασίας. Και άλλο δεν σημαίνουν απ΄εκείνο το αδιάκοπο που ζει έξω απ΄τα σύνορα της ανάγκης. Αυτός ο κόσμος, βλέπεις είναι χτισμένος στην κόχη της αγάπης και είναι ύψιστο δείγμα θάρρους και αυταπάρνησης τ΄αυτούσιο φως των ματιών σου.
Είναι ν΄απορρεί κανείς πως το κείμενο του Ελύτη γεννιέται μες στις στάχτες και την καταστροφή. Παραμένει ανεξήγητη μια τέτοια χειρονομία υπέρ της ομορφιάς, την ώρα που κορυφώνεται ο θάνατος, λίγα χρόνια απ΄την ντροπή του εμφυλίου που θα στιγματίσει κάθε πτυχή αυτού του τόπου. Συλλογίζομαι πως το αυθεντικό ταλέντο του νομπελίστα ποιητή φαντάζει αρκετό για να γεννηθεί απ΄το τίποτε ένα κείμενο σαν αυτό των κοριτσιών, στο παρά τέταρο του αιώνα. Ωστόσο, πρόκειται για κάτι πρόσθετο, για ένα διαφορετικό χαρακτηριστικό, αντίστοιχο του θαύματος. Μιλώ για το βλέμμα που φθάνει ως το πεπρωμένο και ακόμη μακρύτερα, το βλέμμα που μες στην καταστροφή αντικρίζει τις λεπτές, χρωματικές κλίμακες του έρωτα. Το κοίταγμα που ακουμπά στη νιότη και τον έρωτα όλη την ελπίδα του, αντλώντας την κατάφασή του απ΄τους κόλπους της ζωής. Η καινούρια ουσία που ανατροφοδοτείται στο ξύπνημα της μέρας είναι όλη και όλη η ιστορία αυτής της ανυπέρβλητης πρόζας. Μια χειρονομία ανθρώπινη, μια ύστατη προσφορά μέσω της γλώσσας που νιώθει, που έχει τη δική της προσωπική ιστορία.
Είναι σαν να συναντάς όλους τους αιώνες σ΄ένα σπίτι αδειανό, όταν μετά από χρόνια ανοίγεις ξανά πόρτες και παράθυρα. Και αφού όλα εξηγήθηκαν, απομένειν να νιώσεις πια τα κείμενα σαν την παιδική σου, ακατόρθωτη ηλικία.