Ποιητικός λόγος και εθνική αλήθεια

24grammata.com- Βρεττάκος

Ποιητικός λόγος και εθνική αλήθεια

(ομιλία του Νικηφόρου Βρεττάκου στην εκδήλωση επίσημης εισδοχής του στην Ακαδημία Αθηνών – 9 Φεβρουαρίου 1987)

Υποχρεωμένος σύμφωνα με το εθιμοτυπικό της Ακαδημίας, να εκφωνήσω αυτή την ομιλία, πρέπει να σας βεβαιώσω από την αρχή ότι δεν θα μακρηγορήσω. Άλλωστε η αλήθεια δεν μακρηγορεί και προπαντός η εθνική μας αλήθεια, που βρίσκεται ευδιάκριτα σημειωμένη στην πλέον αδιάψευστη δέλτο της ιστορίας, που είναι η ελληνική ποίηση, από τον Όμηρο ως τις μέρες μας.

Δεν ξέρω πως μπορεί να ακούγεται αυτός ο λόγος σε μια εποχή που την χαρακτηρίζει η απομάκρυνση από τον κόσμο των ηθικών και των πνευματικών αξιών, πράγμα που σημαίνει απομάκρυνση από τον άνθρωπο εαυτό μας και από τον άνθρωπο πλησίον μας. Με δύο λόγια, παραίτηση από τον άνθρωπο μέσα στο υπόλοιπο ζωικό μας βασίλειο.

Ο ποιητικός μας λόγος κατοπτρίζει αυτό που είμαστε. Εννοώ το πρόσωπό μας ως λαού που υπήρξαμε και ως λαού που είμαστε, αν βέβαια οι χαρισματικές δυνατότητες του λαού αυτού που υπήρξαμε, εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα μέσα σε μας. Η ποίηση στον τόπο αυτό, δεν υπήρξε παιχνίδι της φαντασίας, υπήρξε ζωή και σε τελευταία ανάλυση υπήρξε Παιδεία. Τα πιο υψηλά διδαχτήρια και οι πιο υποδειγματικές εκκλησίες που λειτούργησαν ποτέ στον κόσμο αυτό, υπήρξαν τα αρχαία ελληνικά θέατρα, όπου ο ποιητικός λόγος, διαμοιραζόταν ως ένα είδος άρτου της ψυχής, με δικαιοσύνη.

Ο ποιητικός μας λόγος υπήρξε ο εκφραστής της ελληνικής μοναδικότητας, γιατί μέσα στους ποιητές λειτουργεί ο ίδιος ο κόσμος και η φωνή τους είναι φωνή του κόσμου αυτού. Εικόνα του φυσικού περιβάλλοντος και φωνή του ανθρώπου του οποίου η παρουσία αποτέλεσε το κέντρο της ελληνικής καρδιάς και του ελληνικού σκεπτικού.

Θα αναφερθώ στην παράσταση που τεχνούργησε ο Ήφαιστος πάνω στην ασπίδα του Αχιλλέα: στο κέντρο του κόσμου βρίσκεται η γης με τα όρη και τις πεδιάδες της κι απάνω της ο ουρανός με τον ήλιο, με το φεγγάρι και με τον έναστρο κόσμο του. Και στο κέντρο του κέντρου όλων αυτών, βρίσκεται τοποθετημένος ο άνθρωπος. Και θα ήταν ιδιαίτερα γοητευτική μια υπερβατική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος είναι το κέντρο του σύμπαντος. Εκείνο το «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος» των σοφιστών, θα μπορούσε να γίνει το μοναδικό σύνθημα των ειλικρινών ειρηνοποιών μας σήμερα. Άλλωστε, το γνωρίζουμε πως και ο λόγος του Θεού όλων των θρησκειών, επενδύεται με λέξεις και αναδύεται μέσα από τον άνθρωπο μέσω των ποιητών του. Πράγμα που σημαίνει πως ο άνθρωπος είναι το ιερό του Θεού. Πρόκειται για μια ιδέα ή για μιαν αλήθεια και καλό θα ήταν να μπορούσε να φτάσει, και μάλιστα δια της ελληνικής οδού και προπαντός στους επιμελητές των ατομικών εξοπλισμών. Έτσι η διεθνής Παιδεία θα μπορούσε να διδάσκει πως το πρώτο πράγμα που πρέπει να μαθαίνει κανείς όταν έρχεται σ’ αυτό τον κόσμο, είναι η μέσα του αλήθεια, η οποία συνιστάται στο ότι κάθε μικρόσωμο πλάσμα από μας κλείνει μέσα του μια δυσανάλογη προς το σωματικό του περίγραμμα, υπαρξιακή διάσταση.

Πρόκειται για τις εσωτερικές εκείνες δυνάμεις που έχτισαν τα ομηρικά έπη, έκαμαν τον άνθρωπο να μείνει ολόκληρους μήνες στο διάστημα και να περπατήσει στο φεγγάρι. Είχε δίκιο λοιπόν ο Ήφαιστος τεχνουργώντας την ασπίδα του Αχιλλέα. Ακόμα και μες απ’ το μύθο προβάλλει η διαίσθηση και ο νους των Ελλήνων, οι οποίοι, όπως είπε ο Μπέρτραντ Ράσσελ, κατόρθωσαν, εδώ και χιλιάδες χρόνια, μιλώντας για ορισμένα θέματα, να ειπούν την τελευταία λέξη.

Αυτή η διαίσθηση και αυτός ο νους οδήγησαν ως την αποκάλυψη. θα αναφερθώ μόνο στην περίπτωση του Αρίσταρχου, που συνέλαβε και διακήρυξη το ηλιοκεντρικό σύστημα, την διπλή δηλαδή περιστροφή της γης γύρω από τον ήλιο και γύρω από τον άξονά της πράγμα που επιβεβαίωσαν πολλούς αιώνες αργότερα ο γαλιλαίος και ο Κοπέρνικος. Αυτό λοιπόν που ονομάζουμε ελληνικό, έρχεται από πολύ μακρυά και δεν αποκλείεται να πηγαίνει και πολύ μακρυά. Και αν το δεύτερο αυτό είναι τόσο αληθινό όσο και το πρώτο, τότε η πορεία αυτή προς το μέλλον, βρίσκεται μέσα μας και μέσα στις ψυχές των παιδιών των νηπιαγωγείων μας.

Στην ποιητική μου σύνθεση «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη», που την έγραψα όχι «εξ αιτίας πολιτικής» για να χρησιμοποιήσω το στίχο του Σολωμού ή για κάποιον άλλο από τους ιδιοτελείς λόγους που διέπουν τη ζωή μας σήμερα, αλλά απλώς για να μην οφείλω εκεί που χρωστάμε όλοι μας, μιλώντας για την ελληνική γλώσσα, λέω πως είναι το μακρύτερο ζων ύδωρ του κόσμου, που φτάνει ως εμάς «κατηφορίζοντας απάνω από τα λευκά μαλλιά του Ομήρου». Πραγματικά, πρόκειται για μια γλωσσική κοίτη, που κατέβασε πολλή ψυχή και πολύ φως, και που δεν σταμάτησε με την ολοκλήρωση του αρχαιοελληνικού θαύματος, το οποίο αποτελούν ο τέλειος λόγος, η αρμονική γραμμή, οι αρχές κάθε μορφής φιλοσοφίας, οι βάσεις των μεταγενεστέρων επιστημών. Έδωσε θεία έκφραση στο λόγο των Ευαγγελίων και συνεχίζοντας έφτασε και παρέλαβε την έξαρση των δημοτικών μας τραγουδιών, που κατά τη γνώμη μου εκφράζουν τον χρυσόν αιώνα του ελληνικού ψυχισμού.

Η κοίτη αυτή στην πορεία της δεν χάνει τον προσανατολισμό της. Όσο κι αν ο δρόμος της Αρετής είναι δυσανάβατος, όπως λέει ο Ησίοδος, το ελληνικό πνεύμα δεν αλλάζει κατεύθυνση. Η πορεία της, όπως το είπαμε άλλωστε, αρχίζει από ένα μοναδικό σε ύψος ορόσημο: από τα ομηρικά έπη που, όσο κι αν είναι παράξενο, όσο κι αν φαίνεται ανεξήγητο, αποτελούν το κορυφαίο μνημείο που χτίστηκε με λέξεις α’ αυτό τον κόσμο.

Η στερέωση των κτισμάτων αυτών μέσα στο χρόνο, όπως, για παράδειγμα, η Ιλιάδα, δεν οφείλεται μόνο στη λεκτική, τη μορφική και στη γενικά αρμονική εκφραστική της τελείωση, αλλά κατά κύριο λόγο στο πολύ ανθρώπινο στοιχείο που άμεσα ή έμμεσα διαρρέει τη μεγαλοπρέπειά της. Η Σιμόν Βέιλ σε μια σχετική μελέτη της, εκφράζει την έκπληξή της για την «εξαίσια αμεροληψία» του Ομήρου απέναντι στους δύο αντιπάλους. Και πραγματικά, νομίζει κανείς πως κι απ’ τις δύο πλευρές βρίσκεται ο ίδιος ο άνθρωπος που είναι μοιρασμένος στα δύο και κατασπαράζει τον εαυτό του.

Είναι σημαντικός ο στίχος του Αρχίλοχου: «Μια παλίρροια κυβερνά τους ανθρώπους». Πρόκειται γι’ αυτό το πλέγμα που ονομάστηκε Μοίρα και που το συναποτελούν από τη μια η θνητή μας φύση, που είναι υποκείμενη στις θλίψεις, τις οποίες συνεπάγεται η φθορά, κι από την άλλη οι δυνάμεις της βίας, στις οποίες χρωστάει αναρίθμητα μαρτυρολόγια το ανθρώπινο γένος. Αυτή τη μοίρα καταπολεμάει το ελληνικό πνεύμα. Βαθιά πίκρα αποπνέει στο σύνολό της η Ιλιάδα. Ο ποιητής στέκεται μπροστά στη συμφορά του ανθρώπου σαν ανθρώπου κι όχι σαν Έλληνα ή σαν Τρώα.

Το έπος αυτό των αρμάτων, είναι γιομάτο ανοίγματα που μέσα από τις μικρότητες και τον αλληλοσκοτωμό, βλέπουν στο φως και στην ομορφιά της ζωής, βλέπουν στην ειρήνη, η οποία όπως λέει ο Ευριπίδης, ασεβώντας προς το Δία, είναι η κορυφαία των Θεών. Η Ιλιάδα διακόπτεται συχνά από οριακές σκηνές ανθρώπινης τρυφερότητας. Θα περιοριστούμε μόνο σε μια. Ο Αχιλλέας κλαίει σπαραχτικά μαζί με τον εχθρό του το γέρο-Πρίαμο, του οποίου έχει σκοτώσει το γιο, τον Έκτορα, κι αυτός πέφτει στα πόδια του παρακαλώντας τον να του δώσει το νεκρό να τον ενταφιάσει. Ο Πρίαμος του θυμίζει και το δικό του γέρο-πατέρα και ο τόπος γύρω τους αντηχεί από τα γογγυτά του θρήνου τους. Καθένας κλαίει για το μερίδιο της δικής του μοίρας. Μοίρα του ενός, μοίρα και των δύο, μοίρα της ανθρωπότητας. Παράπονα, θρήνοι γυναικών, βαρυγκόμιες αγωνιστών συγκλίνουν μέσα στην Ιλιάδα και συναρθρώνονται σε μια κοινή διαμαρτυρία, που μοιάζει ως να είναι του ενός ανθρώπου, του ανθρώπου επί της γης. Είναι η άλλη εκείνη δύναμη, που θα τη λέγαμε, απλά, δύναμη του καλού και που αντιμετωπίζει τη μοίρα με πολλά, σπαραχτικά, γιατί. πρόκειται για το πνεύμα, που στο σύνολό του μπορούμε να το ονομάσουμε ελληνικό, χωρίς τον κίνδυνο να παρεξηγηθούμε από κανέναν, αφού το ελληνικό σημαίνει και παγκόσμιο, όπως έχει αποδειχτεί.

Δεν υπάρχει στην παγκόσμια ιστορία άλλη μορφή που να έχει τη μοναδικότητα της μορφής του Οδυσσέα. Αυτό και μόνο μπορεί να μας κάνει να ισχυριστούμε πως η μοναδικότητά του εκφράζει την ελληνική μοναδικότητα, μια μοναδικότητα που είναι δύσκολο να εξηγηθεί. Ίσως είναι πολλά τα μυστικά που βρίσκονται κρυμμένα ακόμη μέσα στη φύση. Πρόκειται για ένα αμετάβλητο αρχέγονο φως; Πρόκειται για ένα αμετάβλητο αρχέγονο κύτταρο; Κάποτε ο άνθρωπος ξέρει χωρίς να έχει διδαχθεί. Κάποτε ένα περίεργο ένστικτο ξεπερνάει τη γνώση. Πως αλλιώς να εξηγηθούν εκείνα τα τέλεια ειδώλια που κατασκευάστηκαν από τους πρωτόγονους εδώ και εικοσιπέντε χιλιάδες χρόνια, όπως υπολογίζεται, ή εκείνες οι θαυμάσιες παραστάσεις του σπηλαίου της Αλταμίρα, που σ’ ένα διαχρονικό διαγωνισμό θα έφερναν δεύτερο τον Πάμπλο Πικάσο με τις ανάλογες παραστάσεις του;

Το άλλο που μπορεί να υποθέσει κανείς είναι η μήτρα του ανθρώπινου πνεύματος, βρήκε εδώ πολύ φως, το φως που βλέπουμε και το φως που δεν βλέπουμε κι έκαμε την πλουσιότερη γέννα της σε πράγματα παγκόσμιου στολισμού, που τα εναπομείναντα βρίσκονται σήμερα παντού. Έτυχε να τα ιδώ ο ίδιος στο μουσείο του Λούβρου, στο Βρετανικό μουσείο, στο Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, στο Ερμιτάζ του Λένιγκραντ. Και έκλαψε η ψυχή μου. Κι όχι μόνο για το γεγονός αυτής της διασποράς. Αναλογίστηκα πως και εμείς ζούμε κάτω από το ίδιο λειτουργικό φως, το ψωμί που τρώμε βγαίνει από το ίδιο χώμα, μιλάμε την ίδια γλώσσα στην τελευταία από τις διαδοχικές εξελίξεις της, αλλά… Ας μην προσθέσω τίποτε άλλο εδώ. Ας ξαναγυρίσουμε στον Οδυσσέα.

Ο Τζέϋμς Τζόϋς στο ομώνυμο έργο του, βρίσκει πως το θέμα της Οδύσσειας είναι το πιο ανθρώπινο της παγκόσμιας και αναφέρεται στο περιστατικό της βίαιης στράτευσης του Οδυσσέα, που δεν ήθελε να πάει στον πόλεμο. Όταν πήγαν στην Ιθάκη να τον πάρουν ο Μενέλαος, ο Νέστορας και ο Πυλάλης, εκείνος όργωνε το χωράφι του κάνοντας τον τρελλό. και τότε για να τον εξαναγκάσουν άρπαξαν από τα χέρια της Πηνελόπης τον Τηλέμαχο που ήταν ακόμη βρέφος και απείλησαν πως θα τον πετάξουν στην αυλακιά που άνοιγε το υνί του αλετριού του. Ήταν οι δυνάμεις της βίας που τον ανάγκασαν έτσι να τις ακολουθήσει στην Τροία. Επιστρέφοντας μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια στην Ιθάκη, εξομολογείται στην Πηνελόπη τη λαχτάρα του να γυρίσει, να ζήσει εκεί βαθειά, θαλερά γεράματα, ανάμεσα στους λαούς του που θα τους ένοιωθε να ζουν ευτυχισμένοι γύρω του. Το τέρμα του ταξιδιού του οριοθετείται από την ανθρώπινη παρουσία, την οποία οραματίζεται να ζει χωρίς έγνοιες και πολέμους σ’ ένα κλίμα ειρήνης. Το μικρό του σώμα δεν μετράει μπροστά στα στοιχεία της φύσεως και τις άλλες σκοτεινές, εγκόσμιες εναντιώσεις. Αυτό που κοντραρίζεται με τον πουνέντε και με το σιρόκο και που εξουδετερώνει τον Κύκλωπα, βρίσκεται μέσα του. Αυτοεπιστρατεύει το άμετρο των εσωτερικών του δυνάμεων. Το πολυμήχανο μυαλό του βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση. Χρησιμοποιεί το δόλο που δεν έχει καμιά σχέση με την ανέντιμη δολιότητα, αλλά αποτελεί ένα είδος άμυνας με σκοπό τη διάσωση της αγίας ζωής και των ειρηνικών οραματισμών της.

Η μορφή του Οδυσσέα δεν θα μπορούσε να συμβολίζει παρά μόνο την πορεία του ελληνικού πνεύματος, την πορεία της ελληνικής ψυχής. Λωτοφάγοι, Λαιστρυγόνες, Κύκλωπες, Κίρκη, Σκύλα και Χάρυβδη, κάθοδος ως τον Άδη, φυγή από το νησί των Φαιάκων, δίχως ένα καράβι από τα καράβια του, δίχως ένα σύντροφο από τους συντρόφους του, πάνω σ’ ένα ξύλο, που όπως λέει ο Όμηρος, ο ένας άνεμος το πετούσε στον άλλο. Δεν βούλιαξε και, μακάρι να μη βουλιάξει ποτέ.

Αυτή η απτή γης κι αυτό το έρμα ζωής που υπάρχει μέσα στη μυθοπλασία της Οδύσσειας, της αφαιρεί το μύθο και μας κάνει να την δεχόμαστε σαν ιδεατή αναπαράσταση μιας πραγματικότητας που δεν μπορούμε να την αμφισβητήσουμε. Στον Οδυσσέα βρίσκουμε τα εθνικά μας χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Την ευφυΐα και την περιπέτεια.

Θα τολμούσα να κάνω έναν περίεργο χαρακτηρισμό. Θα έλεγα πως ο Οδυσσέας αντιπροσωπεύει το ελληνικό σύμπαν. Ότι μέσα του υπάρχει και ο Προμηθέας, όπως και μέσα στον Προμηθέα υπάρχει και ο Οδυσσέας. Κι ο τελευταίος εκπροσωπώντας όλο το ελληνικό φάσμα σε μοίρα και ιδιοσυστασία, δεν θα μπορούσε να είναι άγιος όπως ο Προμηθέας. Ο Προμηθέας είναι δεμένος στον Καύκασο, ο Οδυσσέας είναι παρών παντού και πάντοτε. Τον άνεμο των εσωτερικών του δυνάμεων, σε ένταση και σε διάσταση μαρτυρούν  τα ακριτικά και τα δημοτικά μας τραγούδια, απ’ όπου μιλάει η λαϊκή ελληνική γνησιότητα.

Νάχεν η γης πατήματα
κι ο ουρανός κερκέλια
να πάθιουν τα πατήματα,
να ‘πιανα τα κρεκέλια
ν’ ανέβαινα στον ουρανό
να διπλωθώ να κάτσω,
να δώσω σείσμα τ’ ουρανού
να βγάλει μαύρα νέφη.

Πρόκειται για μια τρικυμία ψυχισμού, τέτοια, που δεν θα μπορούσε να την διαβεί κανένα εχθρικό καράβι. Αυτή την εσωτερική ελληνική διάσταση, αυτό το μάκρος φαίνεται πως μετράει κι ο Σολωμός στον μεγαλειώδη στίχο του,
μακρύς ο λάκκος που άνοιξε και κλεί τον γίγαντά μου.

Το έθνος μας κι όταν είναι κράτος κι όταν υπάρχει χωρίς να είναι κράτος, είναι ένας Οδυσσέας που πορεύεται. Σε ποιό σκόπελο απ’ όσους έχει περάσει να βρίσκεται άραγε πάλι σήμερα ο Οδυσσέας;

Ακολουθώντας την ιερά οδό του ποιητικού μας λόγου, παρατηρούμε πως δεν αλλάζουν ποτέ μέσα του ούτε το φυσικό μας περιβάλλον ούτε το όραμα μιας ανθρώπινης, καθαρμένης ζωής που αποτελεί τη βαθύτατη επιθυμία του δοκιμαζόμενου ανθρώπινου πλάσματος. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε μάλιστα πως η αρχαία τραγωδία δεν θα είχε γεννηθεί αν πρωταγωνιστής της δεν ήταν η ίδια η αρετή. Μέσα στο λόγο της διολισθαίνει ένα φως, ένας νόμος, ο αντίνομος του νόμου, της βίας και της ασέβειας προς τις ηθικές αξίες, του οποίου φορέας γίνεται ο ποιητής, εκφράζοντας τη βαθύτερη θέληση του λαού που υπάρχει συγκεντρωμένος πίσω από τη δική του παρουσία. Γιατί όπως το έχουμε ειπεί ήδη, ο λαός εκβλασταίνει από τα σπλάχνα του τον ποιητή που έχει ανάγκη να τον εκφράσει. Αλλά κι όταν υπάρχει δυστοκία ως προς αυτή τη γένεση, ο ανώνυμος λαός, αναλαμβάνει να εκφραστεί μόνος του, όπως έγινε με τα ακριτικά και αργότερα με τα προεπαναστατικά δημοτικά μας τραγούδια, που κάποτε φτάνουν σε μιαν οριακή τελειότητα.

Η εσωτερική ποιότητα του μεγάλου ποιητικού μας λόγου, ταυτίζεται με την σε βάθος ποιότητα του ελληνικού λαού. Το γενικό του πνεύμα δεν αλλάζει σε όλο το μάκρος της ιστορικής του συνέχειας και εκφράζεται παίρνοντας γην και ύδωρ από τον τόπο, και εσωτερικό πλάτος από την παγκοσμιότητα. Τον διακρίνει η ίδια χρωματική και τον εκφράζουν τα ίδια σύμβολα που γίνονται ιδεογράμματα των ηθικών αξιών ή των βίαιων δυνάμεων στις διάφορές τους μορφές. Ενδεικτικά θα σταθούμε στον ελληνικό αετό. Στη Ραψωδία Μ της Ιλιάδας βρίσκουμε να σπαρταράει κρεμασμένο από τα νύχια ενός αετού, ένα χοντρό κόκκινο φίδι. Στον πρώτο πυθιονίκη του Πινδάρου, ένας αετός έχει κουρνιάσει πάνω στο σκήπτρο του Δία, με τις μακριές γρήγορες φτερούγες του κρεμασμένες τη μία από το ένα και την άλλη από το άλλο μέρος του σκήπτρου. Στους Πέρσες του Αισχύλου, ένας αετός που προξενεί τρόμο, χύνεται πάνω στο βωμό του Φοίβου. Και ο χτεσινός μας Ανδρέας Κάλβος, συμπληρώνοντας την εξωτερική μεγαλοπρέπεια του αετού με τη δική του εσωτερική μεγαλοπρέπεια, υπερβαίνει θα έλεγα κι αυτήν ακόμη τη θαυμάσια εικόνα του Πινδάρου.

Ως απ’ ένα βουνόν
ο αετός εις άλλο
πετάει κι εγώ τα δύσκολα
κρημνά της αρετής
ούτω επιβαίνω.

Ο ίδιος αετός και στο δημοτικό της Κρήτης:

πάνω σε βουνό σε ριζιμιό χαράκι
καθόταν ο αετός…

Ο βασιλιάς των πετεινών του ουρανού, συμβολίζει τον υπερήφανο στη σκλαβιά του ελληνικό λαό και απευθύνει παράκληση στον ήλιο της ελευθερίας. Κι ένας ακόμη χτεσινός αετός σ’ ένα κατοχικό δημοτικό της Λακωνίας: κατεβαίνει με ανοιγμένες τις ολόχρυσες φτερούγες του πάνω από τον τύμβο των 118 «κεκοιμημένων» της Σπάρτης.

Απ’ όποια πλευρά κι αν εξετάσει κανείς τον ελληνικό ποιητικό λόγο, παρατηρεί μια σταθερά όχι μόνο στη χρησιμοποίηση των εκφραστικών του συμβόλων, αλλά και του πνεύματός του βέβαια, που μοιάζει ως ένα είδος ευθύγραμμου φωτός. πράγμα που σημαίνει ότι αυτό που ονομάζουμε ελληνικό, παραμένει το ίδιο πάντοτε και από την άποψη της εξωτερικής και από την άποψη της εσωτερικής του γραφής. Το ίδιο σ’ ότι αφορά τον έρωτα, τον αέναα ανανεωμένο θρίαμβο της ζωής, τη φθορά και το θάνατο. Αντηχήσεις π.χ. από τους θρήνους των Τρωάδων συλλαβαίνει κανείς και σήμερα μέσα στο μοιρολόϊ της Μανιάτισσας. Ακόμη και η Παναγία στους θρήνους της, μολονότι έχει τεθεί επικεφαλής όλων των μοιρολογιστρών του κόσμου μας, δείχνει, χάρη στον εκφραστή των θρήνων αυτών, το Ρωμανό το Μελωδό, ως να συμπορεύεται στην οδό της Οδύνης μαζί με τις Ελληνίδες μητέρες. Το πανάρχαιο πνεύμα της αποστροφής προς το σκότος του Άδη, που και σήμερα ακόμη, παρά τη χριστιανική παρέμβαση, εξακολουθεί να εκφράζει ο θρηνητικός λαϊκός μας λόγος, δείχνει πως ένα από τα στοιχεία που βοήθησαν το ελληνικό πνεύμα στη μεγάλη του άνθιση, ήταν η με πάθος αγάπη προς τη ζωή, που είχε ως αποτέλεσμα την τάση της σκέψης προς τα πάνω, μέσα στο αντίστοιχο προς το σκότος του Άδη, ελληνικό φως.

Κι ακόμη, ίδιες είναι και οι εκκλήσεις και οι παραινέσεις και οι εξορκισμοί, που εκφράζουν τον ενδόμυχο ανθρώπινο πόθο, σε περιπτώσεις εθνικών παραστρατημάτων, όπως είναι η «μισητή διχόνοια» όπως λέει ο Ευριπίδης, «η απαίσια διχόνοια που μουλιάζει το χώμα με το αίμα των πολιτών» όπως λέει ο Σοφοκλής, «η δολερή διχόνοια» όπως λέει ο Διονύσιος Σολωμός. Αρχίζοντας από τον Όμηρο και περνώντας από το Βακχυλίδη, συναντάμε τις ίδιες διαδοχικές αρές να συνεχίζονται, άτονα και σποραδικά έστω, ακόμη κι ως ολιγωρία των μισαλλόδοξων δικών μας ημερών. Η φωνή είναι ίδια από την άποψη του τόνου και της εσωτερικής ταραχής, ως να μην ήταν πολλοί οι εθνικοί κήρυκες, αλλά ένας που μετασταθμεύει από τη μια στην άλλη εποχή.

Μέσα από τον ποιητικό μας λόγο ανακαλύπτουμε την ιδιαίτερα χαρισματική, την καλή πλευρά του εαυτού μας, καθώς και την πλευρά των αδυναμιών μας. Απότομες κορυφώσεις σε δύσκολες εθνικές ώρες και αμέσως, ή λίγο μετά, απότομες πτώσεις. Ωστόσο ο καλός σπινθήρας, βρίσκει κρύπτη και ενδημεί αφανής μέσα στο αίμα μας. Ο Οδυσσέας κοιμάται στην κουπαστή του. Δεν είναι τυχαίο το ότι ο λαό ς μας κάτω από τον βυζαντινό σχολαστικό λογιοτατισμό, διαμόρφωσε τη ζωντανή μας γλώσσα και σε μια κορυφαία του έξαρση με μέσο τον εντεταλμένο του ελληνικού πνεύματος Διγενή, αρνήθηκε το δικαίωμα του χάρου πάνω στην ελληνική λεβεντιά. Και δεν είναι τυχαία η έκρηξη του 1821 που εκσφενδόνησε στο ίδιο παράλληλο ύψος, από τη μια τον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη κι από την άλλη το Σολωμό και τον Κάλβο. Ούτε το ότι αγράμματοι άνθρωποι συντάξανε, σε ύφος κλασσικό στην ιδιομορφία του, τις εθνικές τους διαθήκες, όπως ο Μακρυγιάννης.

Και νομίζω πως δεν θα ήταν υπερβολή, αν έλεγα π.χ. πως ο λόγος του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα, έχει το ήθος, τη λιτότητα και την περιεκτικότητα που βρίσκουμε και στον Επιτάφιο του Περικλή:

«Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγε εις τον πόλεμον, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εξύμωνε, το παιδί του εκουβαλόυσε ψωμί και μπαρουτόβολα (…). Εις εσάς μένει να ισάσεται και να στολίσετε τον τόπο όπου εμείς ελευθερώσαμε. Και δια να γίνει τούτο πρέπει να έχετε ως θεμέλια της Πολιτείας την ομόνοια (…) και την φρόνιμον ελευθερία…».

Όλα αυτά τα παράδοξα της ιστορίας μας, αλλά ακόμα και οι πιο πρόσφατες εκλάμψεις του λαού μας, που όλοι τις ζήσαμε ή τις έχουμε πληροφορηθεί, δείχνουν πως δεν είμαστε ένας λαός που ήρθε από αλλού, σ’ αυτόν εδώ τον τόπο και δεν έχει καμιά ευθύνη απέναντι σ’ αυτόν και απέναντι στην ιστορία του. Και παρά τα φαινόμενα, η παρακμή είναι δυστυχώς φανερή, κάτι που δεν συμβαίνει άλλωστε πρώτη φορά, δεν πρέπει να παραδεχτούμε ότι η ροή του ζώντος ύδατος έχει διακοπεί. Απλώς το νερό έχει βυθιστεί. Γίναμε υπήκοοι των αδυναμιών του καιρού μας και χάνουμε τη δική μας υπηκοότητα. Πάψαμε να ακούμε την εσωτερική μας φωνή, την ομιλία του δικού μας αίματος.

Δεν νομίζω πως είπα καμιά υπερβολή πάνω στην ιστορική εθνική μας αλήθεια, ούτε πως αυτή τη στιγμή λέω καμιά υπερβολή πάνω στην τωρινή μας αλήθεια. Άλλωστε ό,τι βλέπω εγώ, βλέπετε και σεις. Διάσπαση της εθνικής μας ενότητας, διάσπαση του «Εμείς» σε πολλά «Εγώ» που δεν τα ενώνει ούτε η ιστορία, ούτε το όνειρο για ένα καλύτερο αύριο. Διάσπαση ακόμη και στο πεδίο των πνευματικών ανθρώπων, όπου έπρεπε να επικρατεί η διαλογική τάξη. Μιλώ για την συντριπτική πλειοψηφία του λαού μας που κατακαλύπτει και εξαφανίζει τις εδώ κι εκεί εξαιρέσεις. Θεωρούμε απαραίτητο για τη ζωή μας το να μην μείνουμε χωρίς να έχουμε κανέναν εχθρό. Δημιουργήσαμε έναν τέτοιο κανόνα ζωής, τον συνηθίσαμε και φοβόμαστε μήπως τον παραβούμε.

Να επιχειρήσει να δώσει κανείς ένα συνοπτικό διάγραμμα της εθνικής μας ταυτότητας όπως παρουσιάζεται αυτή τη στιγμή; τις επιδόσεις της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού μας, στις οποίες γίνονται τιμητική ουρά και τα κάθε μορφής ενημερωτικά μας μέσα, τις γνωρίζουμε όλοι μας. Να ειπώ ότι η ηθική μας αντίσταση έχει καταθέσει τα όπλα και ότι κινδυνεύουμε να καταποντιστούμε μέσα στην ευρωπαϊκή χοάνη που αύριο θ’ αρχίσει να επεκτείνεται και προς τα εδώ; Να ειπώ ότι αρχίσαμε να κατεδαφίζουμε τη γλώσσα μας κι ότι αυτό ισοδυναμεί με κατεδάφιση του ίδιου του έθνους μας;

Θα περιοριστώ σε μια διαπίστωση μόνο. Παρά την καταβολή μεγάλου τμήματος, σε διαδοχικούς απελευθερωτικούς αγώνες, κατορθώσαμε να κερδίσουμε το ελάχιστο και να χάσουμε το μέγιστο. Να γίνουμε δηλαδή ένα κρατίδιο και να χάσουμε τον ψυχισμό μας, που αποτελούσε την προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός πραγματικού έθνους. Περνάμε κρίσιμες ώρες και αυτό το κρατίδιο χρειάζεται τώρα μια καινούργια απελευθέρωση. Αν βέβαια υπήρχε μια λογική, εξισορροπημένη ανθρωπότητα, που θα είχε σταματήσει να παραβιάζει τη νομιμότητα της δικαιοσύνης (όλοι ξέρουμε τι γίνεται γύρω μας) θα λάβαινε ίσως συνείδηση των χρεών της και δεν θα παράβλεπε το ξοδεμένο αίμα και το ξοδεμένο πνεύμα, που προς τιμήν και προς υπόληψιν του ανθρώπινου γένους, έρευσαν σ’ αυτόν τον τόπο. Ίσως τότε αποφάσιζε να μεταβάλει τον ελληνικό χώρο σε ιερό άλσος. Κι ίσως μάλιστα να έστηνε και πινακίδες: «Μιλάτε σιγά», «περπατάτε σιγά».

Σκέψεις όμως όπως αυτή, που μέσα στον παραλογισμό των ημερών μας επικαλούνται ένα τέτοιο χρέος, μόνο σαν απλοϊκές μπορεί να θεωρηθούν. Υπάρχουν δυστυχώς εποχές που γίνεται κανείς απλοϊκός λέγοντας την αλήθεια. Κι είναι στ’ αλήθεια απλοϊκό, σε μια εποχή που κινδυνεύει να αναφλεγεί και να εξαφανιστεί ολόκληρο το μεγαλειώδες φαινόμενο της ζωής, να ζητάμε απ’ αυτή την απάνθρωπη ανευθυνότητα, σεβασμούς και ευθύνες. Κι αυτός είναι ένας λόγος περισσότερος, που επιβάλλει να συνέλθουμε εμείς, σαν φυσικοί κληρονόμοι που είμαστε, και να σκεφτούμε τι θα κάνουμε. Πως θα ανασυνθέσουμε τη φθαρμένη ελληνική μας ταυτότητα. Όλοι το γνωρίζουμε πως δεν μπορούμε να ελπίζουμε  σε μιαν ανανεωμένη εθνική παρουσία, έχοντας πάψει να λειτουργούμε πάνω στις ρίζες μας.

Το να γεννηθεί κανείς σ’ αυτή τη ζωή, είναι ευλογία. Το να γεννηθεί σ’ αυτό τον τόπο είναι διπλή ευλογία. Αλλά διπλό και το χρέος. Δεν πρέπει να πάψουμε να πιστεύουμε στη ρίζα μας. Και δεν πρέπει να θεωρούμε τολμηρή την ιδέα ότι, σε μια εποχή που ο άνθρωπος πάσχει ή αγωνία πάνω στον πλανήτη μας, η Ελλάδα ενδέχεται να μπορέσει να βοηθήσει και πάλι τον κόσμο με την πράξη ή με το λόγο της. Εθνικοί λόγοι, ανθρώπινοι λόγοι, θείοι λόγοι, επιβάλλουν να μην επιτρέψουμε να διαγραφεί από την διαρκώς συρρικνούμενη γλώσσα μας η λέξη «χρέος» με την ηθική έννοια του όρου που την εγγραφή της επιχειρώ απόψε, εις θέαν της πολιτείας, εις θέαν της εκκλησίας, εις θέαν των Πανεπιστημιακών μας, στην υψηλή προμετωπίδα αυτού του Ιδρύματος.

Κύριε Πρόεδρε της Ακαδημίας Αθηνών, Κύριοι συνάδελφοι, ευχαριστώ την ευγένειά σας για την εκλογή μου, που μου έδωσε σήμερα την ευκαιρία, από ένα βήμα όχι κοινό, να ειπώ τα λίγα αυτά λόγια.
http://www.ekebi.gr