γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Η κατουρλίλα του περαστικού αστέγου με αναστάτωσε ενώ μέσα στο μυαλό κολυμπά, πνίγεται όλη μέρα η πρόταση του δημάρχου Καρπάθου, που έδωσε σε συνέντευξη, στην Ροδιακή εφημερίδα “Δημοκρατική”, στις 29/1/2013, τόνισε χαρακτηριστικά, στο κλείσιμο ερώτησης για την τουριστική σεζόν της Καρπάθου:
“Μια απεργία όμως μπορεί να τα καταστρέψει όλα”.
Οι πολιτικοί, βγάζουν την ουρά απέξω από απεργίες όταν είναι το κόμμα τους εκλεγμένο κράτος. Αντίθετα ανεβαίνουν στα τρακτέρ, όταν πρόκειται για αντιπολίτευση.
Στις μεγάλες εντάσεις περιμένεις, ίσως μάταια, να γράψει την ιστορία
ο ώριμος, νηφάλιος χορτάτος και να οδηγήσει πέρα από αντιπαλότητες οι ώριμες σκέψεις να γίνουν καθαρός λόγος που δεν θα αναπαράγει τυφλά συνασθήματα.
Οι Κυριακές έχουν μια θλίψη ατέλειωτη, είναι σαν την ημερομηνία λήξεως παραμονής χρονίων πασχόντων σε πτέρυγες ξεχασμένων επαρχιακών ιδρυμάτων, δεν το πιστεύεις, είναι σαν να τελειώνει ο καιρός την Κυριακή, σβήνει ο κουρνιασμένος, δίχως σκιά χρόνος.
Δεμένα με διπλούς κάβους τα βαπόρια, κάθε που τρίζουν τα ύφαλα στον ντόκο τρομάζουν τους πεινασμένους, περαστικούς γλάρους.
Θύματα και αυτοί μιας, ακόμη, απεργίας. Συναισθηματικοί ταξιδιώτες, με ψωμοκούλουρα στα χέρια δεν υπάρχουν, έτσι τα άσπρα πουλιά που από κοντά φαίνονται λίγο απόκοσμα, κράζουν την άδικη μοίρα τους.
Κόντρα και αυτά στα συμφέροντα των απεργών, ακόμη μια ομάδα που θίγεται από την απεργία.
Απεργία πείνας, λευκή απεργία, γενική απεργία.
Δεν είναι τίποτε άλλο από την διακοπή της εργασίας από μια ομάδα εργαζομένων με σκοπό την έκφραση διαμαρτυρίας ή την διεκδίκηση μιας απαίτησης.
Ένας πάπυρος από την Αίγυπτο, του Φαραώ Ραμσή Γ’, του τελευταίου ανθρώπου-Θεού που πρόσφατα αποκαλύφθηκε πως τελικά δολοφόνησαν, φέρνει στο φως την πρώτη, παγκοσμίος, απεργία, 3500 χρόνια πριν, οι εργάτες της βασιλικής νεκρόπολης ξεσηκώθηκαν.
Ποιος να ξέρει τι βούρδουλα και τι βάσανα, τραβάγανε οι δούλοι,
οι εργάτες από τότε.
Κάθε απεργία “στριμώχνει”, όλες τις κοινωνικές ομάδες που εμπλέκονται, πρώτα από όλα οι απεργοί, φυσικά δεν συμμετέχουν για πλάκα ή αστείο, αφού χάνουν μεροκάματα, ενώ η εργασιακή ένταση τσακίζει τις ανθρώπινες σχέσεις μέσα στην δουλειά.
Στην συνέχεια ο οργανισμός, ο χώρος που ξεσπά στα σπλάχνα του η διαμαρτυρία, έχει οικονομική αιμορραγία και δίνει στους ανταγωνιστές δυνατές ευκαιρίες.
Τέλος παράπλευρες απώλειες στην ιστορία δεν είναι άλλες από τις κοινωνικές ομάδες που πλήττονται από την συγκεκριμένη διακοπή εργασίας.
Οι κινητοποιήσεις εκτυλίσσονται περίπου, σαν τις στρατιωτικές μάχες, έχουν αποτέλεσμα αν κερδίσουν τις εντυπώσεις του κόσμου και καταφέρουν να λυγίσουν τις αντιστάσεις των εργοδοτών, στην ουσία αν οι εργαζόμενοι μπορέσουν να πείσουν για την αναγκαιότητα των θέσεων τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, δίχως να στρέψουν άγρια και αρνητικά βλέμματα και κουβέντες, από τους απέξω, τότε έχουν πετύχει τον στόχο στο κέντρο.
Εμείς, οι απέξω, δεν είναι εύκολο να καταλάβουμε, να αντιληφθούμε την αγωνία του εργαζομένου, καμμιά φορά παλεύει και πρόσκερα πλανεμένος.
Όμως μπροστά στα μάτια μας, ξεδιπλώνεται μοναχά η μοναδική προσωπική στιγμή μας.
Άντε πές στον ακρίτα, τον Καρπάθιο, τον Κασσιώτη, να κάνει υπομονή, να λύσει το βαπόρι κάβους, για να ψωνίσει τρόφιμα από το παντοπωλείο, να περιμένει για να δώσει γάλα και ζάχαρη στο παιδί του. Σίγουρα θα τα βάλεις με τον ναυτικό, το κατώτερο πλήρωμα που δεν σέβεται τον κοσμάκη.
Οκτώ βαπόρια ήδη σε επίσχεση, ένα σωρό θαλασσινοί εργάτες απλήρωτοι με σφραγισμένα στόματα, το μεροκάματο θα “πέσει”, με τις αφίξεις, το καλοκαιράκι.
Αν σταθείς μια στιγμή, περπατήσεις γύρω από το κεντρικό λιμάνι, στον Πειραιά, ίσως αλλάξεις άποψη, δεις με ένα άλλο μάτι την αγωνία του εργάτη που σιωπηλά, χάνει ολόκληρη την ύπαρξη του.
Τα τριγύρω στενά σφαντάζουν ολόαδεια, δεν είναι το Κυριακάτικο πρωινό που σπρώχνει την γειτονιά να μοιάζει με εγκαταλελειμμένη ή πολιορκημένη πόλη.
Τα λίγα ζωντανά πλάσματα, βρώμικα γατόσκυλα, προσπερνούν βιαστικά, λες και πρόκειται για ραδιενεργό ζώνη, ενώ τα μισογκρεμισμένα διώροφα τελούν υπό κατάληψη, μακριά από τα μάτια των ανθρώπων δεν έχουν βασιλική τύχη, “Αμαλίας”, ώστε να γίνουν γνωστές οι ανείπωτες αμαρτίες τους.
Πονούν οι πόλεις που καταλήγουν έτσι, όχι για τα σίδερα, ούτε για τα ληγμένα τσιμέντα, μα για τις ζωές που τρώγουν, στην αρχή καταπίνουν και στο τέλος σκεπάζουν, μην αφήνοντας ίχνος ζωής να ξεμυτίση.
Πονά πιο πολύ η κρυφή μάχη, η πάλη των τάξεων και όσο πιο πολύ μας κρατά το χέρι ο μικροαστισμός μας, τόσο θα διαφωνούμε με εκείνους που διεκδικούν μα όταν βρεθούμε στη δική τους θέση ψάχνουμε τα απλωμένα χέρια να μας σώσουν.