24grammata.com/ Κύπρος / πολιτική/ ιστορία
γράφει ο Κουτρούλης Σπύρος, Άρδην τ. 78
Κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ, το βιβλίο του Πέρρυ Άντερσον Οι Διαιρέσεις της Κύπρου, σε μετάφραση του Κ. Ράπτη.
Ο Π. Άντερσον διηύθυνε επί χρόνια τη βρετανική Επιθεώρηση της Νέας Αριστεράς (New Left Review). Διδάσκει Ιστορία και Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Λος Άντζελες. Ανάμεσα στα έργα του, που έχουν εκδοθεί στα ελληνικά, είναι: Ο δυτικός μαρξισμός (εκδ. Κέδρος, Μετ. Α. Ζάννα ) και Το απολυταρχικό κράτος (εκδ. Οδυσσέας, μετ. Ελ. Αστερίου).
Η σημασία της σύντομης, αλλά πυκνής αυτής μελέτης, που πρωτοδημοσιεύθηκε στο London Review of Books, στις 24.4.2008, έγκειται στο γεγονός ότι αποδεικνύει, και με το ειδικό βάρος που έχει η υπογραφή του, πως ο αγώνας της ΕΟΚΑ ήταν εθνικοαπελευθερωτικός και αντιαποικιοκρατικός, ενώ το σχέδιο Ανάν σκόπευε να φέρει τους αποικιοκράτες και τους Τούρκους εισβολείς σε όλο το νησί.
Ο Π. Άντερσον ξεκινά το δοκίμιό του θέτοντας το Κυπριακό ως θέμα εισβολής και κατοχής μέρους του εδάφους ενός κυρίαρχου κράτους που συμμετέχει στην Ε.Ε.: «Η Κύπρος αποτελεί στ’ αλήθεια μια ανορθογραφία στη νέα Ευρώπη, όχι όμως για λόγους που θα έκαναν τις Βρυξέλλες να νοιαστούν. Πρόκειται για ένα κράτος-μέλος της Ε.Ε., μεγάλο τμήμα του οποίου κατέχεται εδώ και χρόνια από έναν ξένο στρατό. Πίσω από τις γραμμές των τεθωρακισμένων και του πυροβολικού έχει εμφυτευθεί ένας πληθυσμός εποίκων, μεγαλύτερος συγκριτικά από τον αριθμό των Εβραίων εποίκων της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη, χωρίς αυτό να ξεσηκώνει ούτε την πιο αμυδρή διαμαρτυρία από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ή την Κομισιόν. Από την επικράτεια αυτού του κράτους έχουν επιπλέον αποσπαστεί –όχι σε καθεστώς ενοικίασης, αλλά υπό αναγκαστική απαλλοτρίωση– θύλακες στρατιωτικών εγκαταστάσεων, μεγέθους τρεις φορές μεγαλύτερου από την αμερικάνικη βάση του Γκουαντάναμο στην Κούβα, ελεγχόμενοι από ένα άλλο κράτος-μέλος της Ε.Ε., τη Μ. Βρετανία» (σελ. 7- 8).
Η Κύπρος παραχωρήθηκε από τους Τούρκους στον βικτωριανό ιμπεριαλισμό το 1878. Το 1931, θα ξεσπάσει επανάσταση κατά των Εγγλέζων, με αίτημα την Ένωση, που θα καταπνιγεί «με την επέμβαση βομβαρδιστικών, καταδρομικών και πεζοναυτών». Το πανεθνικό αίτημα της Ένωσης θα επανέλθει μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, με την υποστήριξη πρώτα και κύρια της κυπριακής Εκκλησίας, και όλων των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων, του ΑΚΕΛ συμπεριλαμβανομένου.
Όμως οι Βρετανοί είχαν άλλη γνώμη: «Για τη Βρετανία η Κύπρος ήταν ένα προπύργιό της στη Μεσόγειο, το οποίο δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να εγκαταλείψει» (σελ. 13). Την 1η Απριλίου 1955, ξεκινά ο ηρωικός αγώνας της ΕΟΚΑ, με τη στρατιωτική ηγεσία του Γρίβα και την πολιτική καθοδήγηση του Αρχιεπίσκοπου Μακάριου. Χάρη στην πανεθνική υποστήριξη, 200 περίπου ένοπλοι αντάρτες εγκλώβισαν 28.000 Βρετανούς στρατιώτες. Ο Π. Άντερσον αναγνωρίζει ότι, «σε καθαρά επιχειρησιακό επίπεδο, η εκστρατεία της ΕΟΚΑ ήταν ίσως το πλέον επιτυχημένο από όλα τα κινήματα αντίστασης της μεταπολεμικής περιόδου» (σελ. 15).
Το 1958, ξεσπούν επιθέσεις των Τουρκοκυπρίων σε ελληνικές συνοικίες της Λευκωσίας: «Οι δυνάμεις ασφαλείας παρατηρούσαν απαθείς, καθώς σπίτια καίγονταν και άνθρωποι σκοτώνονταν, στην πρώτη σημαντική κοινωνική αναταραχή που σημειώθηκε από τότε που κηρύχθηκε το καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Το αποτέλεσμα, σαφώς προσχεδιασμένο, ήταν η έξωση των Ελλήνων από τις τουρκικές περιοχές της Λευκωσίας και άλλων πόλεων, και η κατάληψη των δημοτικών εγκαταστάσεων, προκειμένου να δημιουργηθούν αυτάρκεις τουρκικοί θύλακες: μία κατά στάδια διχοτόμηση από τα κάτω» (σελ. 23-24).
Η Συνθήκη της Ζυρίχης παραχώρησε στους Κυπρίους μια δεσμευμένη, μια «στειρωμένη», ανεξαρτησία και τέτοια προνόμια στους Τουρκοκύπριους, που ήταν αδύνατο να λειτουργήσει το νεότευκτο κράτος. Τη δυσμενή αυτή εξέλιξη ο συγγραφέας την αποδίδει στις ξένες εξαρτήσεις του νεοελληνικού κράτους και στη μειωμένη διαπραγματευτική του ικανότητα: «Το θεμελιωδέστερο είναι πώς, ό,τι και αν ειπωθεί για το τουρκικό κράτος –θέμα, οπωσδήποτε, μεγάλο– ο κεμαλισμός υπήρξε μια απολύτως ανεξάρτητη δημιουργία, ένα εθνικιστικό κίνημα που δεν όφειλε τίποτα σε οποιαδήποτε εξωτερική δύναμη. Αντίθετα, το μεταπολεμικό ελληνικό κράτος άρχισε ως βρετανικό προτεκτοράτο και συνέχισε ως αμερικάνικο εξαρτημένο έδαφος, πολιτιστικά και πολιτικά ανίκανο να υπερβεί τη βούληση των γεννητόρων του» (σελ. 26).
Η Συμφωνία της Ζυρίχης προέβλεπε «αλλοδαπό επικεφαλής του Ανώτατου Δικαστηρίου, Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο, με δικαίωμα βέτο σε όλα τα νομοθετήματα, χωριστά εκλογικά σώματα για Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκύπριους στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στους δήμους, στελέχωση με Τουρκοκύπριους του 30% των δημοσίων υπηρεσιών και του 40% οποιασδήποτε ένοπλης δύναμης, συν τον όρο ότι η επιβολή οποιουδήποτε φόρου θα πρέπει να εγκρίνεται τόσο από τους Ελληνοκύπριους όσο και από τους Τουρκοκύπριους» (σελ. 27). Βεβαίως, όπως εξελίχθηκε τελικά η κατάσταση, το χειρότερο ήταν η δυνατότητα που έδινε στις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις να παρεμβαίνουν στρατιωτικά.
Οι Βρετανοί δεν έπαψαν, διαχρονικά, να παίζουν αρνητικό ρόλο. Το 1964, «συγκέντρωσαν ακόμη περισσότερο τον τουρκοκυπριακό πληθυσμό στους οχυρωμένους θύλακες, υπονομεύοντας την επανενσωμάτωση των προσφύγων στα μεικτά χωριά» (σελ. 35), ενώ στη διάρκεια της εισβολής, το 1974, «η Βρετανία είχε τα θωρηκτά της στα κυπριακά χωρικά ύδατα και θα μπορούσε να είχε αποτρέψει μια μονομερή τουρκική εισβολή με την ίδια ευκολία» (σελ. 42). Τα τραγικά αποτελέσματα είναι γνωστά: 180.000 Ελληνοκύπριοι έγιναν πρόσφυγες, 4.000 σκοτώθηκαν και 12.000 τραυματίστηκαν. Ο τουρκισμός απλώνει βαριά τη σκιά του στο νησί.
Ο Π. Άντερσον θεωρεί ότι ο ρόλος των Άγγλων ήταν περισσότερο αρνητικός από αυτόν του Κίσινγκερ και των ΗΠΑ, πράγμα όμως που έχει δευτερεύουσα σημασία. ΗΠΑ, Αγγλία και οι διάφοροι συνεργάτες τους στην Αθήνα πρόσφεραν στον Τούρκο εισβολέα το μαρτυρικό νησί.
Ενδιαφέροντα είναι τα όσα γράφει ο Άντερσον για τον Κ. Καραμανλή: «Η πρώτη πράξη του Καραμανλή, μόλις ανέλαβε την εξουσία, ήταν να βυθίσει το κυπριακό σκάφος άλλη μια φορά, αρνούμενος να προσφέρει οποιανδήποτε συνδρομή, την ώρα που ο τουρκικός στρατός εξαπέλυε τον κεραυνοβόλο πόλεμό του. Όπως το 1959, έτσι και το 1974, μοναδικό αποτελεσματικό όπλο θα ήταν η απειλή του κλεισίματος των αμερικάνικων βάσεων και της αποχώρησης της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ, αν η Αμερική δεν έκανε στην Άγκυρα το τηλεφώνημα που ο Τζόνσον είχε δείξει ότι μπορούσε πολύ καλά να κάνει, με άμεσα αποτελέσματα. Φυσικά, ανησυχώντας περισσότερο για τους προστάτες του παρά για τον λαό της Κύπρου, ο Καραμανλής δεν έπραξε τίποτε παρόμοιο. Ούτε ο δεύτερος Παπανδρέου, που τον διαδέχτηκε στη δεκαετία του ’80, αποδείχτηκε ικανός για τίποτε καλύτερο, πέρα από λεονταρισμούς» (σελ. 47).
Φτάνουμε στο σχέδιο Ανάν. Ενώ βιτρίνα του σχεδίου ήταν ο ΟΗΕ (Ανάν και Ντε Σότο), στην πραγματικότητα, «ήταν ο Χάνεϋ και ο Τομ Γουέστον «ειδικός συντονιστής» του Στέητ Ντηπάρτμεντ για την Κύπρο, εκείνοι που είχαν το πρόσταγμα» (σελ. 55). Οι διάφορες εκδοχές του σχεδίου Ανάν είχαν όλες τη σφραγίδα του Άγγλου Χάνεϋ.
Ο Π. Άντερσον επισημαίνει ότι, στο τελικό σχέδιο Ανάν, που κατατέθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας, άσκησε βέτο η Ρωσία. Επρόκειτο για ένα επαίσχυντο, αχρείο και αποικιοκρατικό σχέδιο: «Στον πυρήνα του βρίσκεται η επικύρωση μιας εθνοκάθαρσης, της οποίας την κλίμακα και την τελειότητα φθονεί η πολιτική εποικισμού του Ισραήλ, όπου ο Άβιγκντορ Λίμπερμαν –ηγέτης του ακροδεξιού Yisrael Beiteinu, τώρα πέμπτου μεγαλύτερου κόμματος στην Κνεσέτ– απευθύνει δημόσιες εκκλήσεις υπέρ μίας «κυπριακής λύσης στη δυτική όχθη του Ιορδάνη», απαίτηση που θεωρείται τόσο ακραία, ώστε να την αποκηρύσσουν όλοι οι εταίροι του στον κυβερνητικό συνασπισμό. Το σχέδιο όχι μόνο απαλλάσσει την Τουρκία από οποιαδήποτε υποχρέωση καταβολής επανορθώσεων για δεκαετίες κατοχής και λεηλασίας, αλλά επιβάλλει και να τις πληρώσουν όσοι τις υπέστησαν. Παραβιάζει περαιτέρω τη Συνθήκη της Γενεύης, η οποία απαγορεύει σε μια δύναμη κατοχής να εγκαθιστά εποίκους σε κατακτημένο έδαφος. Το σχέδιο όχι μόνο δεν επέβαλλε την απομάκρυνσή τους, αλλά κατοχύρωνε και την παρουσία τους: “κανένας δεν θα αναγκαστεί να φύγει’’, με τα λόγια του Πφίρτερ. Τόσο λίγο μετρούσαν οι νομικοί κανόνες στη σύλληψη του σχεδίου, ώστε δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή να εξαιρεθούν εκ των προτέρων οι προβλέψεις του σχεδίου από τη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Περιφρονώντας τις αρχές οποιασδήποτε δημοκρατίας, το σχέδιο χορηγούσε σε μια μειονότητα της τάξης του 18% με 25% του πληθυσμού, το 50% της εξουσίας στη λήψη αποφάσεων για το κράτος … Αλλά οι επίσημες αναλογίες εθνοτικής κατανομής της εξουσίας δεν ήταν το μόνο θέμα. Φυτεμένη μέσα στην τούνδρα των πολλών αδικιών του σχεδίου, η παρουσία των ξένων επιβαλλόταν στα στρατηγικά πόστα –Ανώτατο Δικαστήριο, Κεντρική Τράπεζα, Επιτροπή Περιουσιών– αυτού που υποτίθεται ότι θα ήταν ένα ανεξάρτητο κράτος. Το αποκορύφωμα: δικαίωμα ένοπλης παρουσίας θα είχαν μόνο οι εξωτερικές δυνάμεις. Ο τουρκικός στρατός θα παρέμενε επί τόπου, το ίδιο και οι βρετανικές βάσεις, ως βατήρες για το Ιράκ. Κανένα άλλο μέλος της Ε.Ε. δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε ομοιότητα με ό,τι θα ήταν αυτό το ραγισμένο, συρρικνωμένο κέλυφος ανεξάρτητου κράτους» (σελ. 66-67).
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο Άγγλος εμπνευστής του σχεδίου Ανάν, ο Χάνεϋ, είναι άξιος διάδοχος του Χάρντιγκ. Η οξύτατη κριτική ήταν φυσικό να ενοχλήσει τον τελευταίο. Σε απάντησή του, σημειώνει ότι το δοκίμιο του Π. Άντερσον είναι «μια στρατευμένη (ελληνοκυπριακή) θεώρηση των πρόσφατων γεγονότων». Αλλά πιο ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρησή του, ότι η εκλογή Χριστόφια δημιούργησε μια πιο «ενθαρρυντική ατμόσφαιρα» (σελ. 84) για την λύση του Κυπριακού.
Το δοκίμιο του Π. Άντερσον είναι μία εύστοχη και πυκνή αναδρομή του κυπριακού προβλήματος, που επισημαίνει ορισμένα ουσιώδη χαρακτηριστικά του: ο αγώνας της ΕΟΚΑ για Αυτοδιάθεση–Ένωση ήταν αγώνας απελευθερωτικός-αντιαποικιακός, το σημερινό πρόβλημα της Κύπρου είναι το πρόβλημα εισβολής-κατοχής, η ελληνική άρχουσα τάξη, σε αντίθεση με την τουρκική, δεν είναι σε θέση να διαπραγματευτεί αποτελεσματικά με ΗΠΑ και Αγγλία. Να προσθέσουμε έναν ακόμη λόγο. Ένα μέρος της αριστεράς –ιδιαίτερα η ακαδημαϊκή– είναι εγκλωβισμένη στα «αντιεθνικιστικά» ιδεολογήματα, ώστε να υπονομεύει κάθε προσπάθεια για αντικατοχικό αγώνα, προσφέροντας έτσι μεγάλες υπηρεσίες στα σχέδια των ιμπεριαλιστών στη Νοτιο-Ανατολική Μεσόγειο.
Είναι προφανές ότι Αμερικάνοι και Άγγλοι περιμένουν ότι με τον Χριστόφια θα εξασφαλίσουν μια λύση που θα τους συμφέρει. Ήδη, διάφοροι (δημοσιογράφοι, καθηγητές κ.λπ.) ετοιμάζουν την ελληνική κοινή γνώμη για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Με αυτή την οπτική, η βοήθεια που προσφέρει, τη δεδομένη στιγμή που εκδίδεται, το δοκίμιο του Π. Άντερσον στην αντίσταση στα διάφορα «σχέδια Ανάν» είναι πολύτιμη και γι’ αυτό αποσιωπήθηκε από όλα τα αθηναϊκά μέσα ενημέρωσης που προτιμούν να προβάλλουν, για ευνόητους λόγους, απόψεις σαν αυτές του Αλ. Ηρακλείδη…