ΕΙΣΑΓΩΓΗ
I. Ανάλυσις του διαλόγου.
Εις συμπόσιον δοθέν υπό του Αγάθωνος την επομένην της ημέρας κατά την οποίαν ενίκησε με την πρώτην αυτού τραγωδίαν, συνδαιτυμόνες μεταξύ των άλλων είνε ο Σωκράτης, ο Φαίδρος, ο Ερυξίμαχος, ο Παυσανίας και ο Αριστοφάνης. Επειδή δε και την προτεραίαν οι περισσότεροι από αυτούς ήσαν μαζί εορτάζοντες την νίκην, ως εκ τούτου δε διετέλουν ακόμη υπό τους ατμούς του οίνου ο οποίος είχε ρεύσει άφθονος, αποφασίζεται, κατά πρότασιν του ιατρού Ερυξιμάχου, να διεξαχθή η συναναστροφή χωρίς μέθην, ν’ αποπεμφθή η αυλητρίς και να ληφθή ως θέμα ομιλίας ο Έρως, του οποίου καθένας με την σειράν θα έπλεκε το εγκώμιον. Ο Σωκράτης δεν έχει καμμίαν αντίρρησιν εις την απόφασιν αυτήν, τόσω μάλλον καθ’ όσον αυτός τίποτε άλλο δεν γνωρίζει ειμή τα ερωτικά.
Και έτσι ο Πλάτων εισέρχεται εις το θέμα του.
Σημειωτέον ότι κατά τεχνοτροπίαν όχι ασυνήθη εις τον Πλάτωνα, τα πρόσωπα ταύτα δεν εισάγονται απ’ ευθείας διαλεγόμενα, αλλά τα περί του Συμποσίου και των κατ’ αυτό λεχθέντων διηγείται, μετά πάροδον χρόνου μακρού, προς φίλους του ο Αθηναίος Απολλόδωρος, ο οποίος πάλιν δεν παρευρέθη ο ίδιος εις το Συμπόσιον, αλλά τα ήκουσε μεν προ καιρού παρά τινος Αριστοδήμου παρευρεθέντος, τα ενθυμείται όμως καλά, διότι προσφάτως είχε λάβει αφορμήν να τα διηγηθή εις κάποιον άλλον φίλον του. Εις τρόπον ώστε τα κυρίως πρόσωπα του διαλόγου είνε δύο, ο Απολλόδωρος ούτος και ένας από τους φίλους εις τους οποίους τα διηγείται, μη ονομαζόμενος.