«Ο ΝΕΟΣ ΤΩΝ ΣΦΑΓΕΙΩΝ»
Σκέψεις γύρω από τη συλλογή «Κατιμάς1»
Του Θανάση Αθανασίου
Διαβάστε ολόκληρη τη συλλογή “κατιμάς” κλικ εδώ
1800 ebook με ένα κλικ
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Σώζεται ως σήμερα το δυτικό τμήμα της αρχαίας διόλκου. Πρόκειται για τη χερσαία οδό, μέσω της οποίας οι δούλοι μετέφεραν τα βαριά, ξύλινα πλοία. Τα αρδευόμενα χωράφια και οι επιχωματώσεις έχουν αλλοιώσει οριστικά το αρχικό πλάτος της οδού. Έτσι εγκαταλείφθηκε λοιπόν από την αρχαιολογική υπηρεσία κάθε προσπάθεια να αποκατασταθεί η αρχική εικόνα της διόλκου. Τώρα εκεί χύνονται τα βαριά, βιομηχανικά δηλητήρια, εκεί σαπίζουν τώρα τα σίδερα από τα μεσοπολεμικά φορτηγιδοφόρα, δεν θα φανεί πια ψυχή στην οδό της αρχαίας διόλκου.Υπάρχουν ακόμη οι επισκευαστικές εγκαταστάσεις των πλοίων, όμως τώρα σπάνια θα ζητηθούν τέτοιες υπηρεσίες. Τούτος ο τόπος είναι μονάχα για τους ποιητές, τους ερωτευμένους, τους έφηβους αυτόχειρες. Πέρα ψηλά περνούν πάντα τα νυσταγμένα, υπεραστικά λεωφορεία των Αθηνών, οι φαντάροι του Λουτρακίου αγκαλιασμένοι με τις φτηνές τουρίστριες στέκουν στη σύγχρονη γέφυρα του Ισθμού και κοιτούν κατά τη Σαλαμίνα,ο καθένας μας πάντα ερωτευμένος και μόνος εμπρός σε τέτοιες προοπτικές. Στον ορίζοντα μας γνέφουν οι αρχαίοι Αχαιοί.
Ο νεαρός ποιητής συχνάζει εκεί τις νύχτες, όταν δηλαδή η ησυχία κάθεται σαν πουλί πάνω στα χόρτα, κρεμά από το φεγγαρένιο τσιγκέλι τα ρούχα του και έτσι γυμνός και πρωτότυπος φωτίζεται πάνω στα κορινθιακά νερά. Καθώς στους ζωγραφικούς πίνακες του Κλωντ Λορέν και των άλλων φωτολάγνων καλλιτεχνών. Γύρω πάντα τα μυθικά, αρπαχτικά όρνεα της νύχτας, κουτσά, ετοιμοθάνατα σκυλιά και οι μουσικές από τα επιπόλαια κέντρα του Ισθμού που χάνονται και κερδίζονται, φυτεύοντας στο στόμα της νύχτας στίχους ειδυλλιακούς. Έπειτα ο ποιητής προσμένει σιωπηλός τα γέρικα μωρά με τα κατάμαυρα πια νυχτικά, ποιητές και εκείνοι στον καιρό τους με αιχμηρή και ανεδαφική στιχουργία που στρέφει τους σκοπούς της κατά τα πολύ σπουδαία και ανυποψίαστα ύψη. Όλοι εκείνοι, ο Κέρουακ, ο Εμπειρίκος, ίσως καμιά φορά, αργά τη νύχτα ο ακέφαλος Μπολιβάρ, ο μουσικοσυνθέτης Σκαλκώτας, ορισμένοι αδιάφοροι, πλην ευλογημένοι εργάτες της τέχνης τους καταφτάνουν από το βάθος της διόλκου. Άλλοτε γελούν και άλλοτε πάλι, τις ωραίες, θερινές μας νύχτες θρηνούν, τρέμουν τα κίτρινα απογεύματα που θα επιστρέψουν πιο άγρια, σαν αρρώστιες τα απογεύματα εκείνα. Όταν λοιπόν φτάνουν, ακουμπούν όλοι στη θερμή γη και παρακαλούν τον νεαρό ποιητή να απαγγείλει τους στίχους του. Σιδερένια ποιήματα, τραχείς στίχοι, μεταλλικά κιγκλιδώματα στη γλώσσα του νεαρού που δεν θα απολέσουν στο ελάχιστο την αιχμή τους.
Με μικρές, ξαφνικές κραυγές καθώς των πουλιών όταν πια αποδημούν στα ανοιχτά του Οκτώβρη, οι αρχαίοι νεκροί απολαμβάνουν τη στιχουργική του ποιητή. Ο Τζακ Κέρουακ, μάλιστα, Αμερικάνος καθώς είναι, με ατόφιες παραστάσεις της μητρικής ενδοχώρας τονίζει πως υφίσταται πάντοτε στην αιχμή μια ακαθόριστη και μη ανιχνεύσιμη ακόμη δυνατότητα, όμως υφίσταται η βεβαιότητα πως εκεί που σήμερα στέκουν οι στίχοι, αύριο θα στηθούν γερά τα θεμέλια μιας καινούριας γέφυρας που θα επιβεβαιώνει τα χάσματα. Ο Μπολιβάρ, με ύφος ελληνικό τονίζει, πως οφείλει πρώτα ο ποιητής να επιβεβαιώσει την αγωγή του, διότι εθνικό, είναι είπαμε το αληθινό πρωτίστως και έπειτα πάντοτε συνιστούσε ένα ζήτημα αγωγής. Ορισμένοι συμφωνούν και επικροτούν τον νεαρό ποιητή, περιφρονούν τις βωμολοχίες, διότι ετούτος ο νέος της διόλκου συνιστά την πρώτη, ακέραια περίπτωση ενός που τολμά να μνημονεύει τον Νικόλαο Σκαλκώτα και τούτο από μόνο του αντιστοιχεί στην υγεία ενός καλοκαιρινού βλέμματος, καθώς σημειώνει ο Σεβαστάκης. Άλλωστε, όχι μόνον αποδεικνύεται έτσι ο πολύτιμος προπλασμός μιας παράδοσης που δεν ενικήθη παρά τους κόπους και τους ακαδημαϊσμούς, μα αποκρυσταλλώνεται λοιπόν αυτούσια μια αγνότητα, μια έκπληξη με λόγια αλλιώτικα. Τέτοιους ποιητές, καθώς ο νέος αυτός, οι εποχές τους φοβούνται και τους δείχνουν υποτιμητικά, όμως εκείνοι, είναι οι μόνοι που διατηρούν ως φιλοδοξία την έκπληξη, την ανακάλυψη. Στις παλαιές δέλτους των συμβάντων καταγράφονται ορισμένες αναφορές.
Οι παρευρισκόμενοι, έχουν ανακτήσει τη θέση μες στην τέχνη τους και άλλοι πάλι, παρίες κατηφορίζουν τα στενά περιθώρια και η τέχνη τους από δίπλα, παιδιά με σκαμμένα πρόσωπα, που σέρνουν τα πόδια τους και με τα μεγάλα μάτια ελπίζουν. Όμως είναι δρόμος μακρύς η διολκος και ο Σκαλκώτας δεν διδάσκεται σε κανένα ωδείο, καθ΄όλη τη διάρκεια του δωδεκαετούς, φοιτητικού κύκλου. Έτσι η ποίηση είναι γεμάτη άγνωστες πόλεις, ανυποψίαστα σύμπαντα και ο νεαρός ποιητής προτάσσει το χέρι του, παίρνει φωτιά η γραφίδα και όλοι μαζί χειροκροτούν τους ωμούς ερωτισμούς. Ακόμα οι Έλληνες να ταξιδέψουν με υπερωκεάνια, ακόμα μας προσμένουν τα λυτρωτικά νησιά και η πανανθρώπινη γλώσσα του Αιγαίου.
Να σφίξουμε το χέρι εκείνου του παιδιού, γιατί την περιφρόνησε τη λαλιά μας και είναι τόλμη και αρχή του μύθου να κοιτούμε πάντα κατά τους κήπους των επιθυμιών μας. Και όλοι συμφωνούν, ακόμη και ο ξενόγλωσσος μα οικουμενικός Κέρουακ πως έτσι αδέξια και ωραία θα στέκει πάντα η μιλιά των ανθρώπων. Και έπειτα όλοι μαζί φωτίζονται από τα φώτα του αργού ρυμουλκού και είναι γυμνοί, αγνοί , σαν μια σκηνή σε φιλμ έγχρωμο, σινεμασκόπ, μιμητικό του Παζολίνι. Ετούτοι οι εορταστές, ή αλλιώς τα γερασμένη, ηλιακά πέταλα χορεύουν μες στο αναμμένο σκοτάδι και είναι μόνο τις πρώτες, πρωινές ώρες που σιγά σιγά αποχωρούν, καθώς οι βασιλιάδες μάγοι που γυρνούν μες στις λάσπες ή το πουλί που εισβάλλει στο σπίτι με το συριστικό, ανεμικό του ήχο.
Οι θεοί γυρνούν στα σπίτια τους και ο νεαρός ποιητής που τόσο εκθειάστηκε και απόψε είναι η σωρός του πνιγμένου που ανασύρεται και αν επαναληφθεί μπορεί να συνιστά ένα θαύμα. Δεν είναι παρά ζήτημα κομψότητος εκείνο που απομένει.Και η γλώσσα που απομένει να καταστεί ελληνική. Μένει να βρει η γλώσσα την ηθική ή για πάντα να τη χάσει.
Εκείνο το βράδυ έπεσαν ορισμένα, ερωτικά μνημεία. Οι αρχές θορυβήθηκαν και αποφάσισαν να σφραγίσουν τις εισόδους προς τη δίολκο. Ας μείνουν άνεργα τα πλοία, ας απομείνουν παλιά τα θεμέλια, ετούτος ο Ισθμός πάλιωσε και οι τουρίστες άλλωστε, οι οπλίτες και οι καλοκαιρινοί παραθεριστές φωτογραφίζονται μόνο στη σιδερένια γέφυρα που αιωρείται. Να μην ειπωθεί πια τίποτε για εκείνο το μέρος που πλέουν οι παλιές ψυχές, τίποτε. Όμως οι αρχές λησμόνησαν το αδιαμφισβήτητο πάθος του νεαρού ποιητή, παραγνώρισαν το πάθος της Ελένης, το διαχρονικό. Αγνόησαν, ακόμη οι αρχές πως ο Χριστός μπορεί να γεννηθεί πάνω στις γερανογέφυρες, βαθιά μες σε μια διολκο, όπως στα τοπία του Νίκου Νικολαΐδη. Και ίσως εκείνος ο Χριστός να αντέχει το αρσενικό, τους υδραργύρους, να περιφρονεί τις εκλεπτύνσεις. Τους νεαρούς ποιητές τους αγαπούν πολύ, γιατί αργεί και ίσως να μην έρθει ακόμη εκείνος ο καιρός που θα πληγώσουν τις μνήμες της οδύνης μας, καθώς οι αυτόκλητοι, λογοτεχνικοί μάρτυρες.
1. τμήμα σφαγίου που θεωρείται κατώτερης ποιότητας.