Σκέψεις γύρω από το δημοσιονομικό σύμφωνο και την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης

Πολιτικός Λόγος (ένθετο του 24grammata.com)

Μαυροζαχαράκης Μανόλης
Κοινωνιολόγος- Πολιτικός Επιστήμονας

Η οικονομική κρίση αναμφίβολα αποτέλεσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τις διεθνής δυνάμεις της καιροσκοπίας και κερδοσκοπίας να επιτεθούν ιδεολογικά  στον πυρήνα των κοινωνικών και δημοκρατικών κεκτημένων όπως εκφράστηκαν ιστορικά μέσα από την εξέλιξη του κοινωνικού κράτους πρόνοιας και της νομοταξικής προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Η εν λόγω διαδικασία εκκολάφτηκε μέσω της πλήρους εκδήλωσης του νεοφιλελεύθερου προτάγματος όχι μόνο ενάντια στην ιδέα του κοινωνικού κράτους αλλά και στην ιδέα της Ευρώπης εν γένει που στηρίζεται κυριολεκτικά στην ανθρωποκεντρική διαμόρφωση της κοινής μοίρας των λαών της Γηραιάς Ηπείρου.
Αφετηρία της κοινωνικής και δημοκρατικής οπισθοδρόμησης αυτής υπήρξε από το 2009 και μετά ο σάλος που στήθηκε περίτεχνα-φυσικά με ελληνική συνυπαιτιότητα –  σε διεθνές επίπεδο γύρω από την ελληνική δημοσιονομική κρίση που τελικά μετεξελίχτηκε  σε δημοσιονομική κρίση  του Νότου και τελικά σε δημοσιονομική κρίση όλης της Ευρώπης, φυσικά εκτός Γερμανίας.
Μεγάλος κερδισμένος της όλης διαδρομής αυτής υπήρξε η Γερμανία  η οποία δρομολόγησε τελικά μία πορεία προς την τελική διαπραγμάτευση γύρω από ένα αντιευρωπαϊκό σε σύλληψη και εφαρμογή εγχείρημα ενός δημοσιονομικού συμφώνου το οποίο συναντά όλο και περισσότερους επικριτές από άκρη σε άκρη όλης της Ευρώπης.
Όλοι γνωρίζουμε ότι μια  κοινή δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να είναι αυστηρή, ώστε να μειώσει σε πολύ μικρό επίπεδο τα δημόσια ελλείμματα και το χρέος. Είναι σαφές εντούτοις ότι το εγχείρημα της δημοσιονομικής πειθάρχησης των κρατών δεν πρέπει να εξετάζεται μεμονωμένα , όπως δυστυχώς συμβαίνει στην χώρα μας, περιορίζοντας το πρίσμα αναφοράς αποκλειστικά στην Ελλάδα.
Το αργότερο άλλωστε με την εξάπλωση της ιδέας  της δημοσιονομικής πειθαρχίας  αποδείχτηκε ότι η λιτότητα αποτελεί  ειδωλολατρικό  σύνδρομο της Άγκελα Μέρκελ και των συντηρητικών και περιέχει το στοιχείο της «τιμωρίας των απείθαρχων». Στο πολιτικοστρατηγικό πάζλ της εποχής  επικράτησε δυστυχώς η περιορισμένης εμβέλειας οπτική του δημοσιονομικού περιορισμού  έναντι του ιστορικού κεκτημένου μιας ειρηνικής Ευρώπης μέσα από την αλληλεγγύη, την κοινωνική συνοχή και την κοινή ανάληψη ευθύνης.
Εκ των πραγμάτων επομένως τίθεται το σοβαρό ερώτημα  εάν οι χώρες της Γηραιάς Ηπείρου μπορούν να συνεχίσουν να «μεγαλώνουν μαζί» μέσα από την συνεχή εμβάθυνση των σχέσεων τους.
Ένα σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση ήταν και είναι η κοινή ευρωπαϊκή οικονομική και νομισματική ένωση. Το εγχείρημα αυτό ωστόσο  βρίσκεται σε μια μεγάλη κρίση.
Η κρίση του ευρώ σε συνδυασμό με το δημοσιονομικό αδιέξοδο  απέδειξαν  ότι η νομισματική ένωση δεν λειτουργεί χωρίς μια δημοκρατική πολιτική ένωση, χωρίς οικονομική διακυβέρνηση  και χωρίς κοινωνική ένωση.
Αμοιβαία φορολογικά ντάμπινγκ, έλλειψη ελέγχων και συμπαιγνιών  στην δημοσιονομική,  οικονομική και κοινωνική πολιτική και ακραίες ανισορροπίες μεταξύ  χωρών εισαγωγής και εξαγωγής,  αποτελούν φαινόμενα τα οποία  θέτουν σε έντονο κίνδυνο το κοινό ευρωπαϊκό εγχείρημα .
Είναι πρόδηλο, ότι μια Ευρώπη των εθνοκεντρισμών  με ένα αδύναμο Κοινοβουλίου και ελλείψει  μίας κοινής  ευρωπαϊκής προοπτικής αλληλεγγύης οδήγησαν στη σημερινή κρίση.
Κατά συνέπεια η κρίση παγιώθηκε μέσα από στατικές λογικές διαχείρισης που  παραμένουν σχεδόν  προσηλωμένες στο πεδίο της μονοδιάστατης  λιτότητας χωρίς δημοκρατική και κοινωνική εμβάθυνση.
Ως εκ τούτου οι δυνάμεις της Προόδου πρέπει να διεκδικήσουν  τον πολλαπλασιασμό των συλλογικών  δημοκρατικών διαδικασιών  στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δυστυχώς ωστόσο το ευρωπαϊκό δημοσιονομικό σύμφωνο όπως προωθείται σήμερα από την Γερμανία τείνει  προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Μέσω της περιθωριοποίησης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η ευρωπαϊκή δημοκρατία αποδυναμώνεται όλο  περισσότερο.
Αυτό φαίνεται καθαρά στο  δημοσιονομικό Σύμφωνο αφού προβλέπει  ένα νέο θεσμό οικονομικής διακυβέρνησης που βρίσκεται εκτός των υφιστάμενων ευρωπαϊκών  θεσμικών  οργάνων.
Ο θεσμός αυτός επιτρέπει στις εθνικές κυβερνήσεις να ελέγχουν  χωρίς κοινοβουλευτικό έλεγχο την δημοσιονομική πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο  παρεμβαίνοντας κατόπιν  άμεσα στην πολιτική των χωρών της ευρωζώνης.
Η εκχώρηση της δημοσιονομικής πολιτικής σ’ ένα υπερεθνικό όργανο – την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αργότερα και σε ένα ευρωπαϊκό υπουργείο Οικονομικών, που πιθανόν να δημιουργηθεί στην πορεία για την ενοποίηση- αντιστοιχεί σε μια προβληματική και αδιαφανή εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας από τις χώρες – μέλη, καθώς θα έχουν πλέον ελάχιστα περιθώρια για να επηρεάσουν αυτόνομα την πορεία των οικονομιών τους και να αντιμετωπίσουν δύσκολες συγκυρίες και κρίσεις.
Πριν την εφαρμογή του δημοσιονομικού συμφώνου έχει αναλάβει πρακτικά το  eurogroup την οικονομική διακυβέρνηση της Ευρώπης με αποτέλεσμα να υπάρχει «σοβαρό έλλειμμα διαφάνειας» στη διαδικασία που ακολουθείται στην θέσπιση οικονομικών προγραμμάτων για τις μεμονωμένες χώρες.
Τα μέτρα για παράδειγμα που περιλαμβάνονται στο Μνημόνιο – και ιδιαίτερα η μείωση του κατώτατου μισθού – υποτίθεται ότι αποφασίστηκαν  στο eurogroup, ένα όργανο το οποίο δεν έχει δημοκρατική νομιμοποίηση.
Αυτή θα είναι περίπου και η πρακτική του δημοσιονομικού συμφώνου.
Τα εθνικά κοινοβούλια θα έχουν την δυνατότητα μόνο να συναινέσουν με ένα παθητικό νεύμα σε όσα  αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεων από τις κυβερνήσεις τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Πέραν τούτων έχουμε ήδη σαφή δείγματα γραφής των καταστροφικών αποτελεσμάτων της λογικής που διακατέχει το δημοσιονομικό σύμφωνο.
Ήδη φαίνεται ότι τα  αντικοινωνικά μέτρα λιτότητας πού επιβλήθηκαν στις δημοσιονομικά  πληγείσες χώρες του Νότου έχουν πολιτικά και οικονομικά αποτύχει.
Η τεράστια ανεργία των νέων είναι μόνο ένα χαρακτηριστικό δείγμα   πολιτικής ανεπάρκειας που στερεί από εκατομμύρια  νέους κάθε  προοπτική.
Η  επαγγελματική απελπισία των  νέων, το  κοινωνικό χάσμα που δημιουργείται  από τις δραστικές περικοπές  σε μισθούς, συντάξεις, επιδόματα και κοινωνικές υπηρεσίες καθώς και οι ευρύτερες συνέπειες της οικονομικής κρίσης καθιστούν κάποιες δημοκρατικές κυβερνήσεις όλο και περισσότερο αμήχανες να αντιδράσουν στα αδιέξοδα. Η συνταγή των ιδιωτικοποιήσεων και της λιτότητας που χορηγείται σε χώρες όπως την Ελλάδα υπό την πίεση της Γερμανίας, είναι αδύνατον να αποδώσει αφού καταστρατηγεί όλες τις συντεταγμένες της ανάπτυξης που σχετίζονται με το ανθρώπινο κεφάλαιο.
Η τυφλή λιτότητα σημαίνει ύφεση, μαζική ανεργία και διάβρωση της δημοκρατίας.
κάτι που φαίνεται ιδιαίτερα από την Ελλάδα η οποία διανύει την έκτη χρονιά συνεχώς αυξανόμενης ύφεσης ενώ στο πολιτικό πεδίο βιώνει την πολιτική άνθιση των άκρων με ότι αυτό σημαίνει για την δημοκρατία..
Η εξουθένωση του πληθυσμού δεν μπορεί να αποτελεί λύση για μια σύγχρονη Δημοκρατία.
Όμως και καθαρά οικονομικά το εφαρμοζόμενο μείγμα πολιτικής αποτυγχάνει    διότι οι περικοπές των μισθών που προφανώς μείωσαν δραστικά την ζήτηση στην εγχώρια αγορά δεν συνδυάστηκαν με μια εφάμιλλη δραστική μείωση των τιμών  στις τοπικές επιχειρήσεις με επακόλουθο να  μειωθεί ελάχιστα η εξάρτηση από τις εισαγωγές. Ως εκ τούτου η συνταγή της μονομερούς περιστολής δεν είχε καμία συμβολή στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, ενώ συνδυάστηκε με  υψηλό πολιτικό και κοινωνικό κόστος.
Ασφαλώς οι ισορροπημένοι προϋπολογισμοί είναι χρήσιμα εργαλεία μιας χρηστής διακυβέρνησης. ‘Όμως μειώσεις πρέπει  μα επιβάλλονται λελογισμένα και σε τομείς, όπου έχει νόημα (π.χ., στις στρατιωτικές δαπάνες ή σε επιβλαβείς για το περιβάλλον επιδοτήσεις).
Το ίδιο ισχύει και για την αύξηση της φορολογίας. Φόροι πρέπει να συλλέγονται εκεί όπου υπάρχουν πολλά περιθώρια.
Το δημοσιονομικό σύμφωνο με τη σημερινή του μορφή, περιορίζει και κυρώνει  αποκλειστικά  τον  δανεισμό των κρατών μελών  της ΕΕ παραβλέποντας την μεμονωμένη  οικονομική κατάσταση του κάθε κράτους μέλους.
Κατά μια έννοια επομένως η μονομερής λιτότητα όπως εφαρμόζεται στις χώρες του Νότου θεσμοποιείται.
Το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο δημοσιονομικής προσαρμογής επομένως αγνοεί τις πραγματικές αιτίες της κρίσης και επιδεινώνει τα συμπτώματα  της ακόμη περισσότερο.
Για τον λόγο αυτό οι προοδευτικές και σοσιαλιστικές δυνάμεις στην Ευρώπη
δεν πρέπει να  αποδεχτούν  το δημοσιονομικό σύμφωνο και να πιέσουν ώστε να υπάρξει επαναδιαπραγμάτευση που θα συμπεριλάβει τις  διαστάσεις των βιώσιμων επενδύσεων, της μαζικής  και ποιοτικής απασχόλησης και την ενίσχυση των κοινωνικών υπηρεσιών και  του δημόσιου τομέα.
Χρειάζονται κρίσιμες αλλαγές στο δημοσιονομικό σύμφωνο ώστε να κρατηθεί ζωντανό το  αίτημα για  αλληλέγγυα και κοινωνική Ευρώπη.
Στο δημοσιονομικό σύμφωνο πρέπει να συμπεριλαμβάνονται   τα  ακόλουθα σημεία .

1Η συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο δημοσιονομικό σύμφωνο με την δυνατότητα ελέγχου και συναπόφασης.
Παράλληλη ένταξη του δημοσιονομικού συμφώνου στις  αρμοδιότητες  των       οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
`

2Μια συμφωνία για μια δεσμευτική ευρωπαϊκή ενίσχυση των εσόδων των κρατικών προϋπολογισμών, μέσω της εισαγωγής στην Ευρώπη ενός  φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών (ΦΧΣ- Φόρος Τόμπιν).
Παράλληλη εισαγωγή  ενός  πανευρωπαϊκού ελάχιστου φόρου για τις επιχειρήσεις, καθώς και υψηλών εισοδημάτων και μεγάλων περιουσιών καθώς και μια προσωρινή ευρωπαϊκή εισφορά για υψηλά εισοδήματα , η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για επενδυτικά προγράμματα κοινωνικής και οικολογικής φύσης . Με τον φόρο Τόμπιν  σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μπορούν να εισπραχθούν  περίπου 57 δισ. ευρώ ετησίως ενώ η προσωρινή κοινωνική εισφορά υψηλών εισοδημάτων μπορεί να κινητοποιήσει  εκατοντάδες δις ευρώ  κεφαλαίων.
Κεντρικής σημασίας είναι ακόμη η εφαρμογή κοινών ευρωπαϊκών μέτρων κατά της φοροδιαφυγής και φορολογικού ντάμπινγκ
3.  Οι κανόνες για το συντονισμό της φορολογικής και δημοσιονομικής πολιτικής πρέπει να υπερβαίνουν τους κανονισμούς για το χρέος και να συμπεριλαμβάνουν  και άλλους παράγοντες, όπως οι δείκτες οικονομικής ανάπτυξης , την εξέλιξη της ανεργίας και το εμπορικό ισοζύγιο. Προγράμματα ανάπτυξης είναι άχρηστα εάν δεν μπει  τέλος στη λιτότητα σε χώρες που μαστίζονται από την κρίση και  είναι σε σοβαρή ύφεση. Ως εκ τούτου πρέπει να επιμηκυνθούν οι χρονικές  περίοδοι  κατά τις οποίες οι χώρες αυτές δεσμεύονται να εξυγιάνουν τα οικονομικά τους και τους  προϋπολογισμούς τους. Οι κρατικοί προϋπολογισμοί θα πρέπει να είναι σε θέση να αναπνεύσουν.
Για παράδειγμα, η Ελλάδα χρειάζεται τουλάχιστον έως το 2016 χρόνο για να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις,  να μαζέψει τα δημοσιονομικά της  και να αυξήσει τα έσοδα του κράτους .
Αυξημένο χρονικό ορίζοντα χρειάζονται όμως και οι άλλες χώρες της ΕΕ.
Όπως  προτείνει το Ινστιτούτο οικονομικών αναλύσεων «Bruegel» θα πρέπει να αναβληθεί για ένα χρόνο η μείωση των ελλειμμάτων στο 3% του ΑΕΠ για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης.
Όπως υποστηρίζουν οι οικονομολόγοι του Ινστιτούτου, η επιμήκυνση θα πρέπει ν    να εφαρμοστεί συνολικά και όχι μονομερώς σε μία χώρα.
4 Ο τραπεζικός τομέας, έχει  μεταξύ άλλων  υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις, και  χρειάζεται αυστηρότερες ρυθμίσεις χρέους. Μαζί με αυτό απαιτείται η  αποκάλυψη  όλων των σκοτεινών  τραπεζικών δραστηριοτήτων και η αποδυνάμωση των μεγάλων τραπεζών μαζί με την δημιουργία μιας ισχυρής Ευρωπαϊκής  Αρχής  Τραπεζικής Εποπτείας.
Όλες οι χρηματιστηριακές  συναλλαγές πρέπει να τελούνται σε χρηματιστήρια και     η επιρροή των οίκων αξιολόγησης να περιοριστεί.

Είναι επίσης προφανές  ότι ο σημερινός τρόπος διάσωσης τραπεζών δεν είναι ο κατάλληλος, αφού δισεκατομμύρια  σπαταλούνται σε ανεξέλεγκτες ενισχύσεις των μετόχων των  τραπεζών .
Ένα ευρωπαϊκό ταμείο αναδιάρθρωσης των τραπεζών θα μπορούσε να εκτελεί τις συναλλαγές   εθνικών  τραπεζών ,  να  τις αναχρηματοδοτήσει πάλι με δημόσια κεφάλαια και να τις αναδιαρθρώσει.

5.  Η εισαγωγή  ευρωομόλογων ως ένα μίγμα κοινών ευρωπαϊκών και εθνικών κρατικών ομολόγων. Τα ευρωομόλογα αποτελούν ένα εργαλείο δίκαιης διανομής  των  ανισορροπιών και κατάληξης   σε μια ενιαία χρηματοοικονομική αγορά με βάση τον επιμερισμό του κινδύνου στην Ευρώπη. Υπάρχουν πολλά μοντέλα, πώς μπορούν να σχεδιαστούν τα ευρωομόλογα με υπευθυνότητα.
Η δημιουργία ενός ταμείου χρέους, το οποίο θα χρηματοδοτείται από ευρωομόλογα  όπως προτείνεται από  το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο της ΕΕ εδώ και καιρό,  αποτελεί  ένα πολύτιμο εργαλείο μέσα από το οποίο οι μεμονωμένες  χώρες που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, μπορούν να αντιμετωπίσουν με χαμηλά επιτόκια   τα χρέη τους,
χωρίς να απαιτούνται οικονομικά  πογκρόμ κοινωνικής εξουθένωσης και δημοκρατικής εξάντλησης

6.  Η συμπλήρωση  του δημοσιονομικού συμφώνου από ένα σταθερό επενδυτικό πρόγραμμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το οποίο θα προωθεί κοινωνικά χρήσιμες , οικολογικά βιώσιμες και οικονομικά αποτελεσματικές  επενδύσεις στις χώρες που μαστίζονται από την κρίση θα έχει ως εμφανή αποτέλεσμα  τη μείωση της ανεργίας, την προώθηση του πρασινίσματος  της οικονομίας και την ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης. Για το σκοπό αυτό, τα υφιστάμενα ευρωπαϊκά ταμεία θα πρέπει όχι μόνο να αναδιανεμηθούν αλλά το υπάρχον δημοσιονομικό πλαίσιο για την “αειφόρο ανάπτυξη” πρέπει να  διπλασιαστεί και να τεθεί υπό την  ευέλικτη  εποπτεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
.

7 Όπως η νομισματική πολιτική, έτσι και η μακροοικονομική θα πρέπει να αποφασίζεται κεντρικά και να εφαρμόζεται περιφερειακά μέσα σε κάποια όρια  προσαρμογής. Δεν μπορεί να λειτουργήσει η ενοποιημένη αγορά, εάν π.χ. οι Δανοί θέλουν πιο αυστηρό πλαίσιο εργασιακών ρυθμίσεων, ενώ οι Άγγλοι πιο χαλαρό, και δεν μπορεί κανείς θεσμός σήμερα να επιβάλλει κάποιο πρότυπο σε αυτές τις χώρες
Πέραν των στενών δημοσιονομικών παραμέτρων απαιτούνται όμως και μια σειρά ευρύτερων βημάτων ώστε να τεθούν τα θεμέλια της πολιτικής ενοποίησης
Μεταξύ αυτών  είναι:

1. Η διαδικασία της ψήφισης του Συντάγματος για την Ευρώπη πρέπει να ξαναμπεί στην ατζέντα, με μεγαλύτερη πληροφόρηση και δημοκρατικότερες προσεγγίσεις, ώστε οι Ευρωπαίοι πολίτες να αναζωογονήσουν μέσα τους το αίσθημα του Ευρωπαϊκού πεπρωμένου τους.

2 Το ίδιο χρειάζεται να γίνει με το λεγόμενο Πρόγραμμα της Χάγης . Το συντομότερο δυνατό η ΕΕ οφείλει κεντρικά να προβάλλει την αποφασιστικότητά της να προασπίσει τα δικαιώματα των πολιτών από εξωτερικές και εσωτερικές απειλές. Γι’αυτό το λόγο, είναι πλέον καιρός, να κινηθούν οι διαδικασίες για εγκαθίδρυση κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, με σταδιακή προβολή της αυτόνομης παρουσίας της ΕΕ στις διεθνείς υποθέσεις, ώστε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των μικρότερων χωρών.
Ως προς τις στρατιωτικές δαπάνες, η ΕΕ υστερεί πάρα πολύ έναντι των ΗΠΑ.
Αυτό σημαίνει ότι, για να αποκτήσει αυτόνομο και ισχυρό λόγο στο διεθνές      στερέωμα, οφείλει: α) να αυξήσει πολύ τις αμυντικές δαπάνες της, β) να επιταχύνει τις προσπάθειες για μια κοινή πολιτική για την ασφάλεια και άμυνα της ΕΕ, οι οποίες ξεκίνησαν το 2001, αλλά ακόμη δεν έχουν προχωρήσει αποφασιστικά,
Σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να γίνει διαχωρισμός των δημοσίων αγαθών που θα αφορούν στο σύνολο των Ευρωπαίων (πχ. κοινή ασφάλεια, άμυνα, σύνορα, κλπ.) και αυτών που κάθε κράτος-μέλος θα αποφασίζει να παρέχει σύμφωνα με τις δυνατότητές του (π.χ. εκπαιδευτικό σύστημα, κλπ.). Αναμφισβήτητα, τα κράτη-μέλη τώρα στηρίζουν την κυριαρχία τους στην αυτόνομη άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής τους
3. Όσο το δυνατόν ενιαίο δικαστικό σύστημα. Θα πρέπει να υιοθετηθεί μια κοινή Ευρωπαϊκή νομοθεσία που θα τιμωρεί παραβατικές συμπεριφορές που έχουν αρνητική επίπτωση σε δύο το λιγότερ κράτη-μέλη, όπως για παράδειγμα η διαφθορά.
4.. Μια κοινή πολιτική πρόνοιας που να οδηγεί τα Μεσογειακά κράτη να υιοθετήσουν ταις επιτυχημένες «συνταγές» των Βορείων και ειδικότερα των Σκανδιναβικών χωρών.
5. Έλεγχο της μετανάστευσης και καλώς καθορισμένη για όλα τα κράτη-μέλη περιβαλλοντική πολιτική.

Εξαιτίας των προβλημάτων και των αδυναμιών που αντιμετωπίζει η ΕΕ, η λύση και η αντιμετώπισή τους βρίσκεται στις αρχές που πηγάζουν από τις συνθήκες-ορόσημα με τις οποίες τα κράτη-μέλη την συνέστησαν και, με τις παραχωρήσεις από την εθνική τους κυριαρχία στο διάβα των δεκαετιών, συντηρούν το όραμα της συγκρότησης ενός κοινού έθνους στην βάση μιας Ευρωπαϊκής ομοσπονδίας.
Με την σειρά τους, αυτές οι αρχές υπαγορεύουν την επιδίωξη και υλοποίηση ενιαίων οιονεί ομοσπονδιακών πολιτικών.
Αλλά, ενόψει των αδυναμιών και των προβλημάτων που έχουν ανακύψει με τις χώρες του Μεσογειακού Νότου, δεν αποκλείεται οι δύο ηγέτιδες δυνάμεις της ΕΕ να επιλέξουν να περιορίσουν την πολιτειακή ένωση της Ευρώπης στις χώρες του Βορρά.
Αυτή η επιλογή θα ήταν ανορθολογική,  και ως προς την περίπτωση της Ελλάδος. Με τα οικονομικά της προβλήματα και χωρίς αυτά,  η Ελλάδα αποτελεί για τις ηγέτιδες δυνάμεις της ΕΕ μια προσθήκη ανεκτίμητης αξίας και ότι έγινε δεκτή για πολιτικούς-στρατηγικούς λόγους, αφού ήταν ανέκαθεν ενήμεροι για τις αδυναμίες μας.
Παρά τους  ποικίλους λόγους  που επικαλούνται οι  «Ευρωσκεπτικιστές» συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής αριστεράς , είναι πολύ δύσκολο να ανακοπεί η πορεία προς την ομοσπονδοποίηση.
Βέβαια αυτή η πορεία δεν θα είναι εύκολη, αφού δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η διαδικασία των 13 πολιτειών της Βορείου Αμερικής που έφτιαξαν τις ΗΠΑ αφορούσε άτομα που μιλούσαν την ίδια σχεδόν γλώσσα (κυρίως Αγγλικά), είχαν κοινή κουλτούρα και θρησκευτικά πιστεύω και ξεκίνησαν από την πολιτική ενοποίηση για να προχωρήσουν στην οικονομική.
Αντιθέτως, οι Ευρωπαίοι, ξεκίνησαν από την οικονομική ενοποίηση για να προχωρήσουν στην πολιτική και επιπλέον έχουν μεγάλες διαφορές. Δεν μιλούν την ίδια γλώσσα. Διαβάζουν διαφορετικά βιβλία, βλέπουν διαφορετικά κανάλια τηλεόρασης, κ.λπ. Αν και το πολιτιστικό τους υπόβαθρο βρίσκεται στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και στον χριστιανισμό, εντούτοις έχουν διαφορετικές ρίζες, ιστορία και κουλτούρα, κλπ.
Αναγκαστικά λοιπόν η επιτυχία της πορείας στην κατεύθυνση των ΗΠΕ θα εξαρτηθεί από το πόσο γρήγορα θα υπερνικηθούν οι δυσκολίες που συνοδεύουν το όλο εγχείρημα.

Με την οικονομική ενοποίηση επιχειρήθηκε, και σε σημαντικό βαθμό επιτεύχθηκε, μια ανάπτυξη βασιζόμενη στον ανταγωνισμό και στη διεύρυνση των αγορών.
Τα βασικά θετικά αποτελέσματα αυτής της γενικής πολιτικής κατεύθυνσης ήταν να μειωθεί σημαντικά το κόστος συναλλαγών στην Ευρώπη, να αυξηθεί η αποδοτικότητα λόγω της εξάπλωσης και διεύρυνσης της εμπειρίας στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, και να ενισχυθούν οι οικονομίες κλίμακας.
Μεγάλα οφέλη έχουν αρχίσει επίσης, να προκύπτουν από τις προσπάθειες πολιτικής να ενοποίησης.
Αυτά, πιστεύουμε ότι βαθμιαία θα λειτουργήσουν ως κινητήριος δύναμη για την προώθηση των διαδικασιών της ομοσπονδοποίησης της Ευρώπης. Αλλά για γίνει αυτό, χρειάζεται μεγαλύτερη εμπλοκή των Ευρωπαίων πολιτών στα κοινά, μέσω διεύρυνση της άμεσης δημοκρατίας.