24grammata.com- ρεμπέτικο
Στη μνήμη του Μάρκου (έφυγε από τη ζωή στις 8 Φεβρουαρίου 1972)
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος.
Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ
ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ
Με φόντο το ταξίμ ζεϊμπέκικο του Μάρκου Βαμβακάρη.
Έχουν όλα πια γραφτεί. Ακόμη διαλέξεις, εισηγήσεις περί του συσχετισμού με το στοιχείο, το αποκαλούμενον «λαϊκό.» Τ΄όργανο εισήχθη πια στις αίθουσες των μεγάρων, υποκλίθηκαν πολλοί στα περιστύλια και έτσι γεννήθηκε μια αφορμή. Ν΄αποκατασταθεί τελικώς ο χαμένος δεσμός με το βυζαντινό μας παρελθόν. Τα πρόσωπα και οι ατμόσφαιρες αναπαρήχθησαν σ΄έργα ζωγραφικά, στο ρεαλισμό ντοκουμέντων με πιστή έκθεση της περιόδου. Των πολιτικών, κοινωνικών και άλλων παραγόντων, όσων με τον ένα ή τον άλλο τρόπο χαρακτήρισαν το περιεχόμενο, το ύφος και την καταγωγή ενός είδους. Ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Άκης Πάνου έπειτα από δεκαετίες και η Σωτηρία Μπέλου δοσμένη στην ανεπανάληπτη αίρεσή της.
Το είδος παρέμεινε ζωντανό, καθώς τα χρόνια απομακρύνουν σταθερά τα σύμβολα, τη σημειολογία και τα χνάρια. Ο Γιώργος Ιωάννου, ο Τσαρούχης, σημείωσαν την ουσία των αγνών, μεσογειακών φωνών. Εκείνων που συμπυκνώνουν τις μεγάλες σχολές, τις μαθητείες στις θρησκείες του χώματος και τ΄ανθρώπου. Αυτό δεν μπορεί παρά να σφραγίσει οριστικά την αιώνια εντύπωση για την τέχνη του λαϊκού και αναλλοίωτου κόσμου, ίδιου και απαράλαχτου μες στο καθημερινό του δράμα. Εκείνο, λοιπόν που απομένει, είναι να υπάρξουν οι ναοί, οι ταπεινές συναγωγές των πόλεων όπου διασώζονται οι σιωπές στον παρατεταμένο πόνο ενός ταξιμιού. Λαϊκά μαγαζιά στο ύψος της αρχαίας Κορίνθου, στ΄αρχαίο χαλκί και τα συγγενικά Αθίκια. Κοντά, πολύ κοντά στο μύθο του Αργύρη Χιόνη. Και αλλού, όπου συναθροίζονται οι γνήσιοι εκπρόσωποι της εργατικής και ασθμαίνουσας τάξης.
Δίχως καμιά αναφορά πολιτικής φύσεως, οφείλει κανείς να σημειώσει πως τα μέλη αυτής της τάξεως διατήρησαν στο ακέραιο την ηρωική και μαινόμενη ψυχή. Ένα καθαρό δεσμό, συναισθηματικό πρωτίστως με την υπόθεση της μνήμης. Αυτοί οι άνθρωποι που συγκινούνται στο Ταξίμι του Μάρκου και στις ρεμπέτικες, πρόχειρες σκηνές, αυτοί διατηρούν ακόμα άσπαστη τη βαθιά και ελεύθερη χορδή. Έτσι γνωρίζουν να πάλλονται, να δοκιμάζουν με ποικίλους τρόπους την αντοχή και την εγκαρτέρηση, την απόσταση.
Τους βρίσκεις μες στις ταβέρνες, στ΄άδεια μαγαζιά των βουνίσιων οικισμών, ολοένα και λιγότεροι από τους συνηθισμένους θανάτους. Εκεί, στην πολύ βοή του νυχτερινού μαγαζιού, στέκουν μια στιγμή και συλλογίζονται. Έρωτες, προδομένες φιλίες, τ΄ανεκπλήρωτα οράματα, τη ναυτοσύνη που ΄χασαν μες στο νεανικό τους ξόδεμα. Τα αμφιθέατρα και τις θητείες στα σώματα. Στη βυζαντινή τους λύπη, στην επαλήθευση της ίδιας της πίστης τους, στη σκιά και την ψυχή, λέει ο χρυσός θρύλος του Αλέχο Καρπεντιέρ στηρίζεται του ανθρώπου η παρουσία. Αυτά πάλλονται, αυτά συνθέτουν τα σπαράγματα του Σαββάτου, τ΄αποσπάσματα του Θανάση Κωσταβάρα που ίσως να διέκρινε ο ίδιος την άλλη μας φύση. Αυτήν που λίγη σχέση κατέχει με τα αίματα.
Αν βρεθείς σ΄αυτούς τους χώρους θα βρεις φιλόξενους θαμώνες. Γέροντες, στο βάθος κάτω απ΄τη φωτογραφία του γέρου καπετάνιου που τόσο θυμίζει τον Αμερικάνο ποιητή Γουώλτ Γουίτμαν και ίσως ακόμη έναν γνώριμο των πορθμών. Τα νεαρά παιδιά που γνωρίζουν την κινησιολογία της σιωπής, όταν στην ταβέρνα φλέγεται ο τόπος από πόνο και λαμβάνονται ακέραιες οι αποφάσεις. Η στέρεα επιθυμία να βρεθείς ξανά στα σκαλοπάτια της, εκείνος που΄φυγε στο μέσον του χειμώνα, η άγρια θάλασσα και οι παλιοί, καθαροί αστερισμοί. Εκεί μες στις ταβέρνες, άλλοτε μες στα τρανταχτά γέλια και έπειτα με τους ανέμους του μεσονυχτίου, σκόρπιοι, σαν τις χάντρες του κομπολογιού σου, αναχωρούν οι αγαπημένοι φίλοι. Θολοί, κάτω απ΄ τους πολύχρωμους λαμπτήρες ενός αρχαίου τριωδίου. Έτσι φεύγουν απ΄τους ναούς, έτσι με χαμηλωμένο το βλέμμα, δυο πήχες πάνω απ΄το χώμα, στ΄άδειο της νύχτας. Έτσι με δίδεξε ο πατέρας και το ΄γραψε ο ποιητής που κάθε νύχτα τον προσμένει.
Η ταβέρνα με τη μυρωδιά του κρασιού, όλο κάπνια και πρόσωπα γραμμένα για πάντα στο τζάμι. Εκεί ο Μάρκος, με τα παραμορφωμένα δάχτυλά του, ο Σταύρος Κουσουλός, τέως ποδοσφαιριστής του Αργοναύτη, ο τίμιος Στράτος, ο Βασίλης Τσιτσάνης εμπρός από το καμαρωτό παράθυρο με τους βασιλικούς, μεγαλοπρεπής και ασκητικός, σωσμένος ακόμα στους τυχαίους, ετοιμόρροπους ναούς του Μυστρά. Εκεί τα τραγούδια με το γοργό και δραματικό τους θέμα, τα ορχηστρικά του Αϊδινίου, πρόσωπα απαντημένα ξανά σε θλιβερά τοπία , κοντά πολύ κοντά στην τέχνη. Που δεν χρειάζονται λόγια, που φορούν καταλαδωμένα πουκάμισα καλοκαιριού, ακουμπισμένοι με τους αγκώνες στο υπόλευκο χαρτί του κάμπου των ληκύθων, όπως σημειώνει ο μοναχός του δώματος. Πρόσωπα καρφωμένα στα τραπέζια, όπως εκείνη η φωτογραφία του Θωμά Γκόρπα, πρωταγωνιστές μυστικών, αστικών δραμάτων, μορφές σε κόκκινα χωράφια, μορφές νησιά. Εκείνοι οι αργοναύτες κάθε Σάββατο τραβούν για΄κει που ποτέ δεν γυρίζει κανείς. Ο ωραίος καιρός των μοτοποδηλάτων και οι πράσινες πέτρες της λήθης. Έντρομες, τρεμάμενες μορφές απ΄όσα θυμήθηκαν, σκιές πάνω στις αφίσες, υπερβολικοί σαν Έλληνες, θεοί εξαντλημένοι που γυρνούν στα σπίτια.
Συλλογίζομαι την ταβέρνα, όταν σωπαίνουν τα τραγούδια. Σαν πεθαμένο, το ξαφνικό μαγαζί της επαρχιακής οδού. Ναός καπνισμένος απ΄τα χρόνια και τις προσευχές της αμπέλου.
Στις ταβέρνες του Σαββάτου λοιπόν. Εκεί που συντελείται το θαύμα του Ανδρέα Φραγκιά. Εκεί που ο ρυθμός θεραπεύει τ΄αμαρτήματα και πλάθεται πρωτότυπη η συνείδηση του αρχαίου χορού.