Στην Αμυγδαλέζα – αυτή τη σταρ – πάντα στοκ ανθρώπων. Μετανάστες, τοξικομανείς. Πάντα στοκ ανθρώπων στην Αμυγδαλέζα. Βαθύπλουτοι κληρονόμοι κάθε είδους δαρμού. Λογική και αναισθησία. Μία ιστορία που όλο πλέκεται στην Αμυγδαλέζα μισό στα σύρματα , μισό στις ριπές , μισό στις ντροπές. Ξυλοφορτωμένοι άνθρωποι, κουβαλητές σε μία παρανοϊκής έμπνευσης δήθεν φροντίδα. Τα σκήπτρα του Ξένιου πώς πίπτουν , πώς τσακίζουν…Κάποτε θα λέμε το μέρος στοιχειωμένο. Στα σίδερα μένουν και δεν περνούν κι αν κοιμήθηκαν κι αν ξύπνησαν με φτερούγες , με μία έλικα , με χίλιες έλικες κι αν η χώρα αυτή έχει ήλιο και δεν είναι δρακόντιος σαν τον δικό τους που όλο κορφολογεί τους ίσκιους κι αν είναι εκείνοι δέντρα τις ερήμου, φοίνικες και γιοι , που τους έσπειρε όπως πρέπει να κάνει στη ζωή του ένας σωστός μουσουλμάνος, δεν έχουν παρά ένα γύρο σ’ αυτό το νέο κάτεργο και ένα ριζικό με δαρμένη ρίζα.
*”Πίσω απ’ το σίδερο χτυπάει η αμπάρα
κι ο μάγκας κλαίει που δεν έχει ριζικό
κάτω απ’ τον ήλιο κρύβεται όλη η Ελλάδα
κι όσοι ελπίζουνε ακόμα σε θεό”
Στην Ελλάδα του 2013, όταν κρυώνουμε ανάβουμε μαγκάλια για να ζεσταθούμε. Την στιγμή αυτή , τώρα , ανάβουν χίλια μαγκάλια. Και κάθε πιθανότητα θανάτου δεν βαραίνει. Βαραίνει το κρύο. Μέσα στις πόλεις που λέμε σύγχρονες , οι Έλληνες όταν κρυώνουν ανάβουν μαγκάλια για να ζεσταθούν. Και δεν είναι 1960.Δεν είναι 1960 , σε κάποιο ορεινό χωριό. Φίλοι των πολιτισμένων χωρών , εμείς εδώ στην Ελλάδα ανάβουμε μαγκάλια για να ζεσταθούμε. Στις Σκουριές Χαλκιδικής περιμένουνε χρυσό. Τα παιδιά στο σχολείο λιποθυμούν. Αλλού από πείνα. Στις Σκουριές από δακρυγόνα. Στις Σκουριές τα παιδιά λιποθυμούν επειδή η επίσημη Λέγκω, δια χειρός αστυνομίας , ρίχνει χημικά στους γονείς τους , σ’ όσους γονείς δεν χαμπαριάσανε από απειλές και τρομοκρατία και τολμήσανε να συνεχίσουν την διαμαρτυρία. Ό,τι χρυσό κι αν έχουμε εμείς στην Ελλάδα είναι άνθρακας. Στα σχολεία πέφτουν χημικά.
*”Στο φωταέριο ανάψανε μαγκάλι
και στο λιμάνι περιμένουνε χρυσό
μα για αγάπες ούτε γίνεται κουβέντα
λες και πως πρόκειται για κάτι μυστικό”
1960 έχουμε ακόμα στις δημόσιες υπηρεσίες. Ασανσέρ κλουβιά , ουρές, υπάλληλοι με γυαλιά οράσεως τύπου Σαρτζετάκη , θυρωροί με μπριγιαντίνη στα μαλλιά , κυρίες με μαλλιά λάχανο , όλοι μεσήλικες. Πώς είναι δυνατόν; Όλοι οι μεσήλικες συχνάζουν στις δημόσιες υπηρεσίες ;Ή μήπως γίνονται μεσήλικες όταν διαβούν το κατώφλι τους;
Στην Ομόνοια της κοσμοπολίτικης συνάφειας που σπάνια γνωρίζει αδελφοσύνη ,πάντα κίνηση και πάντα αγοραπωλησίες , οι καλοστεκούμενοι περαστικοί βιάζονται, θεότρελες κόρνες , θεότρελο λεφούσι μίας πειναλέας μοίρας που όταν νυχτώνει , πάλι ό,τι μένει απ’ αυτό είναι στοκ ανθρώπων. Άνθρωποι των δαρμών.
Στην γέφυρα του Ρουφ βρέξει χιονίσει στοκ ανθρώπων. Άστεγοι. Με κουβέρτες , με σκεύη , με ραδιόφωνο που παίζει .Κανονικό νοικοκυριό κάτω απ’ την γέφυρα. Αστειεύονται στα πλαίσια αυτής της ιδιότυπης συγκατοίκησης, γελάνε. Ακριβώς δίπλα στην γέφυρα στο γήπεδο του Ρουφ αθλούνται, στο κοντινό στρατόπεδο και στα γραφεία της στρατολογίας πλήττουν ,στα γειτονικά νοικοκυριά πασχίζουν , στο Γκάζι διασκεδάζουν. Οι ράγες του τρένου είναι λίγα μέτρα πιο ‘κει. Όσα τρένα κι αν περάσουν δεν μπορούν να ταράξουν τον παράξενο ύπνο αυτής της νεοσύστατης οικογένειας. Όταν παίζει το ραδιόφωνο είναι λες και βρίσκονται από επιλογή εκεί. Λες και κουράστηκαν τους τοίχους και τη ζέστη και το φώς. Λες και έπληξαν στον μικρόκοσμο τους κι αποφάσισαν να βγουν έξω , να κοιμηθούν κάτω απ’ την γέφυρα , να γίνουν περαστικοί και μόνιμοι εκεί , να αλητέψουν .Έχουν κι ένα πορτατίφ ακουμπισμένο σ’ ένα πεζούλι. Μία ομπρέλα. Κρεβάτια στην σειρά. Μπαούλα στην σειρά. Τσαγιέρες ,πλαστικά ποτήρια, ένα κομωδίνο. Ο Λωτρεαμόν έλεγε πως τέχνη είναι η τυχαία συνάντηση μίας ραπτομηχανής και μίας ομπρέλας σε ένα ανατομικό τραπέζι. Η τυχαία συνάντηση ενός τρένου, μίας γέφυρας ,ενός αθλητή, ενός πορτατίφ ,ενός φαντάρου, μίας κουβέρτας και μερικών ανθρώπων που ακούνε τραγούδια από ένα μικρό ραδιόφωνο σα να μην είναι σπουδαίο πράγμα η φτώχια τους , τί είναι ;
*”Κάτω από γέφυρες κοιμούνται οι αλήτες
πάνω σε κάρα και βαγόνια στο σταθμό
και μες στο χώμα κρύβονται όλες οι αλήθειες
που σου `πε ο φίλος ένα βράδυ στο στρατό”
Στην Ελλάδα αθωώθηκε ο Κασιδιάρης. Το ψευτοφουσκωμένο σώμα του λαϊκού ανθρωποειδούς το έραναν με δημοσιότητα, στα πλαίσια της οποίας ξεδιπλώθηκε ο δήθεν αντισυστημικός χαρακτήρας του εγχώριου νεοφασισμού, που βαυκαλίστηκε πως η δικαιοσύνη έλαμψε και μας έτριψε την απόφαση στα μούτρα. Σιωπή και εσκεμμένη παράκαμψη των προ καιρού αντιλαϊκών θέσεων αυτών των άλλων Ρομπέν των φτωχών…που τάχθηκαν κατά της φορολόγησης των εφοπλιστών και διακήρυξαν με τον ανάλογο στόμφο πως οι Αγούδιμοι είναι οι νέοι Κανάρηδες.
“Όρσε Ελλάδα γραικύλων αντίχριστών”** να ηχεί του Βάρναλη κάτω απ’ την γέφυρα και να μη ξυπνά κανείς. Και να μένουμε σαν της ταβέρνας τους θαμώνες: Δειλοί μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα να προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα.***
και να αυξάνονται και να πληθύνονται οι Αμυγδαλέζες και οι άνθρωποι των δαρμών και να αναρωτιόμαστε τί φταίει! Φταίει το ζαβό το ριζικό μας; Φταίει ο Θεός που μας μισεί;***
*Οι στίχοι είναι του Βασίλη Δημητρίου (“Κάτω από γέφυρες” 1993/μουσική:Βασίλης Δημητρίου/ερμηνεία:Γ.Νταλάρας)
**Απ’ το ποίημα “Πρόλογος” του Κ.Βάρναλη
***Απ’ το ποίημα “Οι μοιραίοι” του Κ. Βάρναλη