γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Μέρες τώρα ξυπνούσε μέσα στη νύχτα, κάθιδρος, έγραφε σε παραλλαγές το ίδιο, ακριβώς, όνειρο. Περίμενε σε μια ατέλειωτη ουρά, όσο κυλούσε ο χρόνος τόσο λιγόστευε το οξυγόνο, τόσο έχανε κάτι από την ανθρώπινη υπόσταση, μεταμορφωνόταν σε τετράποδο.
Κάθε φορά ξυπνούσε, πεταγόταν από το κρεβάτι και γλύτωνε το μαρτύριο.
Όμως απόψε το βράδυ άλλαξε τροπάριο, έκλεισε γερά τα παραθύρια, σφάλισε τις πόρτες, έφαγε ελαφρά, στεγνά, δίχως περιττά υγρά για να αποφύγει τα φουσκώματα και τις πιέσεις, άνοιξε την τηλεόραση στο υπνοδωμάτιο, χαμηλά σε αδιάφορες εικόνες, ίσα να τον νανουρίζει, να τον στέλνει στα πέρατα του χρόνου, δίχως χρονόμετρα και υποχρεωτικές δοσοληψίες.
Μόνο το μαξιλάρι κρατούσε επαφή με το κορμί του, είχε δραπετεύσει στο σχεδόν άπειρο και το ασυνείδητο ξεκίνησε να χορεύει.
Πέρασε βουνά, φορτωμένα μόνο άνοιξη, ένας γεράκος του θύμισε τον εαυτό του, ακόνιζε μαχαίρια πάνω σε μαλακά δέρματα, του πρότεινε να συνεχίσει προς τη δύση, δείχνοντας την ανατολή.
Δεν έδινε σημασία στο ονειρικό ταξίδι, να τώρα παραμιλούσε, σε κάποιον θεραπευτή, σκάλιζε κάτω από κάθε χάρτινη φωτογραφία, έβγαζε το γαλάκτωμα και έπεφτε πάνω στη βάση, στους γυμνούς νευρώνες του, γλιτσιασμένοι μέσα στο αίμα, έδειχναν να μην αντέχουν την αλήθεια, περνούσαν όλο τον κόσμο μέσα από αναγκαστικό ρετουσάρισμα. Ένα ατέλειωτο σβήσιμο.
Σε ένα μικρό, ανύποπτο καρέ στην αρχή του ονείρου, από κείνα τα περιττά, που με ψαλίδι κόβονται στα αληθινά φιλμ, είδε να πλησιάζει και να παίρνει την θέση του, στην σειρά, πίσω από τον κόσμο, όμως αυτή τη φορά δεν έφυγε, στάθηκε και περίμενε, ήσυχα και σιωπηλά.
Κάποιος που του φάνηκε γνώριμος, του πάσαρε το νούμερο του, χάρηκε, επιτέλους ήταν στην πρώτη, χειροποίητη λίστα.
Ο ονειρικός χρόνος κυλούσε, με την τακτοποιημένη μάζα των ανθρώπων να αλληλογνωρίζετε, να περιμένουν σχεδόν αποχαυνωμένοι, για το άνοιγμα των ατσάλινων ρολών και της μεγάλης γυάλινης πόρτας.
Σπρώχνοντας ρυθμικά, ο ένας τον άλλον, μπήκαν, ένα μοναδικό, αυτόματο μηχάνημα, έφτυσε τον κωδικό σε χαρτάκια.
Μαγικά χαρτάκια, που επαναλάμβαναν το όνομα και τον αριθμό της καινούριας, αληθινής, Κρατικής λίστας, ωστόσο είχαν γίνει όλοι φίλοι και γνωστοί, η παρουσία και ο σκοπός τους κοινός, που δεν ήταν άλλος από την ανανέωση της ταυτότητας, δίχως το μαγικό ομιλών χαρτί, δεν ανανεωνόταν η ταυτότητα και ο θάνατος, από ασφυξία, ήταν δεδομένος. Στο βάθος ακουγόταν σε σταθερή ακολουθία το διάβασμα των υπεράριθμων, 171,172,173… ήχος νόμιμων όπλων προκαλούσε μικρό εκνευρισμό.
Ξύπνησε, χαλαρός και ήρεμος, του φάνηκε τόσο αστείο, να εξαρτάται και να ταυτίζεται η ζωή με τριψήφιους αριθμούς.
Σηκώθηκε βιαστικά, θυμήθηκε πως ήταν ημέρα απολογισμού, δράσεων και έργων και για έναν διοικητή σαν αυτόν οι συνεντεύξεις έδιναν και έπαιρναν.
Όλα ήταν γραμμένα, τα καλά, όλα δικά μας έργα, για τα στραβά έφταιγαν οι παλαιοί και φυσικά όλοι οι απέναντί.
Τα λάθη, οι καθυστερήσεις, η τσακισμένη αξιοπρέπεια των ασφαλισμένων και το ανάπηρο χέρι του συστήματος. Είναι ο βουβός πόνος, η σιωπηλή μας γάγγραινα.
Ποιος θα τολμήσει να μιλήσει για αλλαγές, ποιος να μπλέκει με προτάσεις, σε ένα σύστημα που ίσως πια και να μην αναπνέει.
Ο διοικητής του δημόσιου ταμείου σηκώθηκε από το κρεβάτι και με ελαφρά βήματα μπήκε στη κουζίνα, η ανοικτή τηλεόραση έδειχνε και πάλι ζωντανές και κουνημένες εικόνες, περίπου 170 άτομα, όπως κάθε πρωί, μια μακριά ουρά έξω από τον οργανισμό, στο μοναδικό κατάστημα της Αθήνας. Προσπέρασε στα γρήγορα, είχε άλλες, σπουδαίες δουλειές, ξανά σήμερα τον έπνιγαν μόνο αριθμοί.
ΥΓ. Το όνειρο δεν έχει καμιά σχέση με τον διοικητή του ΟΠΑΔ, ούτε με το μαχαίρωμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που γίνεται κάθε εργάσιμη ημέρα στα γραφεία του οργανισμού.