Συνέντευξη του Μηνά Αλεξιάδη, καθηγητής λαογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών στο Μηνά Παπαγεωργίου
Λαογραφία και μύθοι.
Αναζητώντας το μεταφυσικό στη Λαογραφία μας
Μηνάς Παπαγεωργίου: Κύριε Αλεξιάδη, μιλήστε μας λίγο αρχικά για την επιστήμη της Λαογραφίας. Για το μνημειώδες έργο του Νικολάου Πολίτη, την αυγή της καταγραφής των ελληνικών Παραδόσεων και την ιστορία γενικότερα της Λαογραφίας στη χώρα μας.
Μηνάς Αλεξιάδης: Η Λαογραφία, όπως είναι γνωστό, είναι η επιστήμη του παραδοσιακού και σύγχρονου λαϊκού πολιτισμού (όλων των κοινωνικών τάξεων και των περιθωριακών ομάδων). Δημιούργημα του 19ου αιώνα στον ευρωπαϊκό χώρο (Αγγλία, Γερμανία), αναπτύχθηκε έκτοτε και σε άλλες χώρες και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Θεμελιωτής της Λαογραφίας στη χώρα μας ήταν ο Ν. Γ. Πολίτης (1852-1921), ο οποίος το ακαδημαϊκό έτος 1908-1909 ίδρυσε την Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία και το επιστημονικό περιοδικό της Λαογραφία. Το περιοδικό αυτό αριθμεί μέχρι σήμερα 40 ογκώδεις τόμους, όπου αποθησαυρίζεται πρωτογενές λαογραφικό υλικό (από την προφορική παράδοση) και δημοσιεύονται σημαντικά λαογραφικά άρθρα και μελετήματα από Έλληνες και ξένους ειδικούς επιστήμονες. Ο Πολίτης έγινε το 1890 καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και άρχισε να διδάσκει εκεί λαογραφικά μαθήματα από το 1907.
Συμπληρώθηκαν λοιπόν εφέτος (2008) εκατό χρόνια πανεπιστημιακής διδασκαλίας της Λαογραφίας. Μετά το θάνατο του Πολίτη, το διδακτικό έργο ανέλαβε ο βυζαντινολόγος Φαίδων Κουκουλές.
Το 1947 ιδρύθηκε και επίσημα έδρα Λαογραφίας στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας με καθηγητή τον Γεώργιο Α. Μέγα. Στη Θεσσαλονίκη, από ιδρύσεως του εκεί πανεπιστημίου, το 1926, ως το 1957 Λαογραφία δίδασκε ο Στίλπων Κυριακίδης, ενώ στα Γιάννενα πρώτος καθηγητής του ίδιου αντικειμένου ήταν ο Δ. Σ. Λουκάτος και μετέπειτα ο διάδοχός του καθηγητής Μιχαήλ Γ. Μερακλής, ο οποίος μάλιστα ίδρυσε και αυτοτελή Τομέα Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, με αποτέλεσμα, υπό την επίβλεψή του, να εκπονηθεί μια σειρά σημαντικών διδακτορικών διατριβών.
Σήμερα η Λαογραφία διδάσκεται επίσης στα Πανεπιστήμια Θράκης, Δυτικής Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Πελοποννήσου και Αιγαίου.
Περισσότερα για την ιστορία της Λαογραφίας στην Ελλάδα μπορούν να πληροφορηθούν οι αναγνώστες σας από τη μελέτη λαογραφικών εγχειριδίων και άλλων σχετικών δημοσιευμάτων.
Ο Ν. Γ. Πολίτης, τώρα, υπήρξε ο πατέρας και ονοματοθέτης της Λαογραφίας (1884), αφήνοντας συγγραφική παρακαταθήκη αξεπέραστη ακόμη στις μέρες μας. Ανάμεσα στα πολύτιμα βιβλία του ξεχωρίζει το ανολοκλήρωτο δίτομο έργο του Παραδόσεις (1904) από τις εκδόσεις της Βιβλιοθήκης Μαρασλή. Ο α΄ τόμος περιλαμβάνει ένα corpus 1.013 παραδόσεων, ταξινομημένων σε 39 θεματικές κατηγορίες. Aνάμεσα στις μεγαλύτερες απ’ αυτές συγκαταλέγονται: Νο 6. Έλληνες, ανδρειωμένοι, γίγαντες, Νο 7. Αρχαία κτίρια και μάρμαρα, Νο 12. Ο ουρανός, τ’ άστρα κι η γη, Νο 14. Μαρμαρώματα, Νο 16. Ζώα, Νο 20. Θησαυροί και αράπηδες, Νο 21. Στοιχειά και στοιχειωμένοι τόποι, Νο 23. Χαμοδράκια, Νο 24. Καλικάντζαροι, Νο 26. Νεράιδες, 31. Διάβολος, 32. Φαντάσματα, 37. Βρικόλακες, ενώ ο β΄ τόμος έχει το σχολιασμό τους μέχρι την 24η κατηγορία (ως την υπ’ αρ. 644 παράδοση).
Πρόκειται για έργο αναφορά στους λαογραφικούς κύκλους, παράδειγμα ιστορικοσυγκριτικής εξέτασης υλικού που καλύπτει σε μεγάλο βαθμό το φάσμα αντιλήψεων, πεποιθήσεων, δεισιδαιμονιών, προλήψεων, δοξασιών του ελληνικού λαού.
Μ.Π.: Ξεφυλλίζοντας κανείς το έργο του Πολίτη συναντά έναν τεράστιο κατάλογο από -αυτό που εμείς βέβαια ορίζουμε σήμερα- μυθικά πλάσματα. Πόσο πραγματικά υπήρχαν όμως οι νεράιδες, οι καλικάντζαροι και οι βουρκόλακες για τους Έλληνες των περασμένων γενεών; Για να το θέσω πιο απλά: πού σταματά το γεγονός και πού αρχίζει η φαντασία στις διηγήσεις των παλαιών;
Μ.Α.: Ο Ν. Γ. Πολίτης στη Νεοελληνική Μυθολογία (1871-4), έργο των νεανικών του χρόνων, που υποβλήθηκε για κρίση και βραβεύτηκε στο Ροδοκανάκειο Φιλολογικό Διαγωνισμό, αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος του α΄ τόμου στις επίγειες θεότητες, εντάσσοντας σ’ αυτές τους καλικάντζαρους, τις νεράιδες, τα στοιχειά, τους δράκοντες, τις στρίγγλες και τις λάμιες.
Τις περιγράφει, σύμφωνα με καταγραμμένες μαρτυρίες, παραδόσεις, παραμύθια ανθρώπων που ζούσαν κυρίως στην ύπαιθρο, τις συγκρίνει με ανάλογες βαλκανικές, ευρωπαϊκές ή και παγκόσμιες περιπτώσεις, βρίσκει αρχαίες αντιστοιχίες τους, μα σε καμιά περίπτωση δεν υιοθετεί την αντικειμενική τους υπόσταση.
Θεωρεί όλα τα παραπάνω φυσικό αποτέλεσμα της λειτουργίας της μαγικής σκέψης που κυριαρχεί στον αγρότη, ο οποίος τείνει να ερμηνεύει τα φαινόμενα πέραν του επιστητού του μ’ έναν ανορθολογικό τρόπο, υπαγορευμένο από την επαφή του με τη φύση, την ηθική και τους όρους συμβίωσης στο πλαίσιο της παραδοσιακής κοινότητας.
Η προσωποποίηση ή καλύτερα η δαιμονοποίηση κινδύνων που ελλοχεύουν είτε στην καθημερινότητα είτε στον κύκλο του ενιαυτού είναι απόληξη μιας δημιουργικής φαντασίας με υπαρκτά (μη μεταφυσικά) πολλές φορές ερεθίσματα.
Οι καλικάντζαροι, επί παραδείγματι, πιστεύονταν ως πλάσματα χθόνια, σκοτεινά, συνώνυμα της αρπαγής και του μιάσματος (μια ετυμολογική ερμηνεία του ονόματός τους είναι λυκο-κάνθαροι), εμφανίζονταν στο δωδεκαήμερο του χρόνου με τη μεγαλύτερη διάρκεια νύχτας (25/12-6/2), διάστημα κατά το οποίο οι άνθρωποι ήταν εκτεθειμένοι στις απελευθερωμένες σκοτεινές δυνάμεις.
Δεν είναι δύσκολο να μπούμε στη θέση του τότε ανυπεράσπιστου απέναντι στη φύση χωρικού και να κατανοήσουμε την απόδοση των πάσης αιτίας ατυχημάτων της περιόδου σε κακόβουλα όντα (λ.χ. επιδρομές άγριων ζώων σε οικισμούς και ζωντανά). Τώρα, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει σε τέτοια μεγάλη κλίμακα ανθρώπων σύμπτωση αντιλήψεων και ακόμη περισσότερο εξωτερικών χαρακτηριστικών για τα χριστουγεννιάτικα αυτά δαιμόνια;
Κατ’ αρχάς οι περιγραφές για τους καλικάντζαρους δεν συμπίπτουν απόλυτα. ’λλοι τους παρουσιάζουν ως ξωτικά (μυτερά αφτιά, μύτη, ουρά κ.λπ.) κι άλλοι ως ανασκελάδες (ονοσκελάδες, δηλ. με γαϊδουρινά αφτιά και άκρα). Τα πειράγματά τους αφορούν πάντα είτε τους ανθρώπους είτε τα υποστατικά τους, εμφανίζονται μόνο τη νύχτα και αποκλειστικά τη συγκεκριμένη περίοδο, διαπίστωση που σημαίνει ότι «φτιάχτηκαν» για να δικαιολογήσουν «ανεξήγητα» συμβάντα των ημερών.
Από διάφορους μελετητές επιχειρήθηκε κατά καιρούς να δοθεί μια εξήγηση -τουλάχιστον όσον αφορά το ερέθισμα- στις πίστεις και δοξασίες περί καλικαντζάρων, προκειμένου να δικαιολογηθεί η θεμελίωση της δαιμονοποίησής τους.
Μ.Π.: Γνωρίζω πως βασικό κίνητρο του Νικολάου Πολίτη στις λαογραφικές του μελέτες ήταν ο ορθολογισμός και η κριτική ανάλυση των ιστοριών που συγκέντρωνε. Μπορείτε να πείτε πως η Λαογραφία σήμερα είναι συνώνυμη του σκεπτικισμού, έχει δηλαδή στόχο να αποδώσει τα αίτια των αλλοκοσμικών φαινομένων που καταγράφει στη δεισιδαιμονία, την αφέλεια και την επιστημονική άγνοια ή μήπως προτείνει κάποιες διαφορετικές ερμηνείες;
Μ.Α.: Κατ’ αρχάς σκοπός της Λαογραφίας δεν είναι αποκλειστικά η ανάγκη να αποδοθούν τα αίτια -πόσω μάλλον τα ορθολογικά- ενός λαογραφικού (τονίζω) φαινομένου, όσο η απήχηση και η πρόσληψή του από την ομάδα. Τη Λαογραφία έλκυε ανέκαθεν, εκτός από τη λαϊκή λογική και σκέψη, και το συναίσθημα του λαού, ως δημιουργικός παράγων μιας κοινότητας, ως σημαντική παράμετρος μελέτης του πολιτισμού. Σε καμιά περίπτωση βέβαια το συναίσθημα δεν υιοθετείται ως εργαλείο ανάλυσης του λαογράφου, ο οποίος προσπαθεί να κατανοήσει τις εποχικές συνθήκες και να εξηγήσει με τη βοήθειά τους μια ακατανόητη στους τωρινούς κατάσταση.
Μ.Π.: Στην ελληνική Λαογραφία υπάρχει ένας όρος που έχει απασχολήσει αρκετά συχνά το περιοδικό μας. Μιλήστε μας λίγο για τους αλαφροΐσκιωτους. Κατά τη γνώμη σας, είναι ένα φαινόμενο που συναντάται μέχρι και σήμερα;
Μ.Α.: Η λέξη αλαφροΐσκιωτος είναι ομολογουμένως μια πολύ πετυχημένη και εύστοχη απόδοση, απ’ την πλευρά του λαού, για την εγγενή, μάλλον, ικανότητα ορισμένων ανθρώπων να διαισθάνονται την ύπαρξη ή προσέγγιση υπερφυσικών δυνάμεων (νεράιδων, στοιχειών, αερικών κ.ά.).
Στο λαϊκό φρασεολόγιο δεν είναι η μοναδική λέξη που σημαίνει την παραπάνω ικανότητα, υπάρχουν και άλλες: νυμφόληπτος (λόγια), συνεπαρμένος, λαβωμένος, ισκιοπατημένος. Φυσικά ο αλαφροΐσκιωτος επικράτησε χάριν και του ομώνυμου ποιήματος (1909) του ’γγ. Σικελιανού, το οποίο σφράγισε το ξεκίνημά του στην ελληνική λογοτεχνία, με εμφανείς τις επιρροές από το λαογραφικό κλίμα της εποχής.
Είναι αναμφισβήτητο ότι η συγκεκριμένη ικανότητα σε μερικά άτομα προέρχεται από κάποιον ιδιόμορφο ψυχισμό, ευαίσθητο και επιρρεπή σε ανορθολογισμούς. Υπάρχει δηλ. μια εν δυνάμει ευερεθιστικότητα, η οποία, ανάλογα με τις δράσεις του εξωτερικού περιβάλλοντος και της ανταπόκρισης που τυγχάνει, επηρεάζει ποικιλοτρόπως τη ζωή της κοινότητας.
Ως φαινόμενο συναντάται παντού και πάντα μέσα στην ανθρώπινη συμβίωση με μικρές διαφοροποιήσεις και εγκλιματισμούς στο πέρασμα του χρόνου. Οι παλιές αγροτικές πίστεις και προκαταλήψεις έχουν πάρει σήμερα τη μορφή αστικών θρύλων, ενώ οι αλαφροΐσκιωτοι χάνονται στον αστικό κυκεώνα. Πολλές φορές η ικανότητά τους -ψυχανεμισμός, ενδιάμεσος, πνευματιστής είναι μερικές λέξεις από τη σύγχρονη ορολογία- γίνεται, από επιτήδειους, το μέσο εκμετάλλευσης αφελών ή ευκολόπιστων ανθρώπων.
Μ.Π.: Διάφορα μυστηριώδη πλάσματα έχουν καταγραφεί από τους λαογράφους. Ιστορίες που αφορούν τέρατα της νύχτας, όπως είναι οι βρικόλακες. Στην Ελλάδα του 2008 όμως δεν υπάρχουν βρικόλακες! Αντίθετα, οι περισσότεροι μιλάνε για περίεργες σκιές, για τη Μόρα (ή Βραχνά) που κάθεται ασφυκτικά πάνω στο στήθος των ανθρώπων στο κρεβάτι και για περίεργα χθόνια όντα που περνάνε μέσα από πύλες. Πιστεύετε πως σήμερα έχουμε απλώς αλλάξει τα ονόματα, ή μήπως η εποχή μας είναι αταίριαστη για βρικόλακες και Στρίγκλες;
Μ.Α.: Οι λαογράφοι έχουν κατά καιρούς καταγράψει αφηγήσεις με μυστηριώδη πλάσματα, αφηγήσεις που αντανακλούν περισσότερο τον εσωτερικευμένο και εσωτερικό κόσμο του αφηγητή παρά την αντικειμενική πραγματικότητα.
Είναι δε προϊόντα της μυθοπλαστικής φαντασίας του ανθρώπου, της φαντασίας που προβάλλει τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις ενέργειές της στα όντα γύρω της, προσωποποιώντας τον περιβάλλοντα ανθρώπινο κόσμο (Στ. Κυριακίδης).
Οι βρικόλακες ανήκουν στην παραπάνω κατηγορία πλασμάτων και πιστεύονταν ως μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ ζωής και θανάτου. Όσο η ψυχή του ανθρώπου δεν μπορούσε να βρει τη θέση της στον Κάτω Κόσμο επέστρεφε στο νεκρό της και περιφερόταν στον κόσμο των ζωντανών, αναζητώντας το στοιχείο που θα την κρατούσε κοντά τους (συνήθως αίμα).
Τώρα, ο Βραχνάς των νεότερων Ελλήνων (ο Εφιάλτης των αρχαίων) και άλλα εφιαλτικά πλάσματα είναι κι αυτά μέρος της συνδιαλλαγής τού αβοήθητου δεισιδαίμονα ανθρώπου με το άγνωστο. Ό,τι τον καταπιέζει και τον εμποδίζει να λειτουργήσει φυσιολογικά μορφοποιείται σε υπερφυσικό πλάσμα με χαρακτηριστικά ανάλογα της περίστασης.
Σίγουρα η εποχή μας τείνει να αποβάλει το μαγικό στοιχείο που κυριαρχούσε τα παλαιότερα χρόνια, παραχωρώντας τη θέση του σε ολοένα πιο ρασιοναλιστικές απόψεις.
Μ.Π.: Από το 1940 Αμερικανοί συνάδελφοί σας ξεκίνησαν να μιλάνε για τους περίφημους αστικούς θρύλους. Πιστεύετε πως πρόκειται πραγματικά για ένα νέο είδος μυθολογίας; Και, αν ναι, γιατί οι περισσότερες ιστορίες περιλαμβάνουν τόσο έντονα το στοιχείο του έρωτα και της βίας;
Μ.Α.: Οι αστικοί θρύλοι δεν είναι παρά μια δαιμονοποίηση διάφορων ανεξήγητων φαινομένων στο πλαίσιο της πόλης. Οι Αμερικανοί είχαν προχωρήσει ήδη σε εξελιγμένες μορφές αστικής οργάνωσης πολύ πριν από το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, οπότε αναμενόμενο ήταν να παρατηρήσουν πρώτοι την προσαρμογή της ανθρώπινης μυθοπλασίας απ’ το χώρο της υπαίθρου στο χώρο του άστεως.
Ο αστός, μολονότι νικητής των αντίξοων συνθηκών της φύσης, πιο ενημερωμένος και πιο εφοδιασμένος, δεν μπορεί ν’ απαλλαγεί από φόβους και ανασφάλειες που του προκαλούν τα ίδια τα δημιουργήματά του, για τα οποία νέες ιστορίες πλάθονται, μεταδίδονται και αναπαράγονται, ντύνοντας στην αχλύ του θρύλου σπίτια, κτίρια, εργοστάσια, διαβόητα πρόσωπα, ομάδες ανθρώπων, έντομα, διαδικασίες μύησης κ.ά.
Ο έρωτας και η βία, κύρια χαρακτηριστικά των αστικών ιστοριών, είναι τα βιταλιστικά στοιχεία που βοηθούν στη διάδοση και τη διασπορά τους.
Μ.Π.: Θεωρείτε πως οι μελλοντικές γενιές των Ελλήνων θα λησμονήσουν με τον καιρό τις παραδόσεις του τόπου μας προς όφελος των εξ Αμερικής ιστοριών urban legends; Ή μήπως η σφυρηλατημένη από τις χιλιετίες ελληνική ταυτότητα μπορεί ν’ αντέξει το ιδιόμορφο αυτό πολιτισμικό κύμα;
Μ.Α.: Ο γοργός ρυθμός μετάβασης της ελληνικής κοινωνίας από αγροτική, που ήταν πριν από 30 χρόνια, σε αστική, που είναι σήμερα, φέρνει αναπόφευκτα και αλλαγές στις δοξασίες και τις αντιλήψεις των Ελλήνων, ως αποτέλεσμα του μετασχηματισμού (με βραδύτερο ρυθμό) των πολιτισμικών και πολιτιστικών παραμέτρων.
Η φύση έχει πλέον γίνει αγαθό εν ανεπαρκεία, τα ακουστικά και οπτικά ερεθίσματα εκπορεύονται από συγκεκριμένα πολιτιστικά κέντρα, ο συρμός και η διαφήμιση εξουσιάζουν τις συνήθειές μας, οπότε η αντίσταση έγκειται στην ικανότητά μας να δημιουργήσουμε ένα πολιτιστικό αντίβαρο, για το οποίο η ελληνική ιδιαιτερότητα διαθέτει τα εχέγγυα.
Η ανθεκτικότητα της ελληνικής πολιτισμικής παρουσίας έχει δώσει πολλά δείγματα επιβίωσης και προσαρμογής σε πολυεθνικά περιβάλλοντα. Αναφέρω, για παράδειγμα, το Tarpon Springs, πόλη των Η.Π.Α. στην κεντροδυτική Φλόριντα, σπογγαλιευτικό λιμάνι, όπου μεγάλο μέρος των κατοίκων του είναι Έλληνες καταγόμενοι από την Κάλυμνο. Κάθε χρόνο στην παραλία της αμερικανικής πόλης εορτάζονται τα Θεοφάνια με ξεχωριστή λαμπρότητα, όπως και στην Ελλάδα.
Μ.Π.: Σπουδαίοι ερευνητές στο χώρο του παράδοξου, όπως ο Jacque Vallee και ο John Keel, παρατήρησαν πως ο τρόπος με τον οποίο οι παλαιοί περιγράφουν τις επαφές τους με τα αλλοκοσμικά πλάσματα είναι πανομοιότυπος με αυτές που δίνουν σήμερα οι άνθρωποι που έρχονται σε επαφή με εξωγήινες οντότητες. Πιστεύετε πως τα ξωτικά των αρχαίων είναι σήμερα οι εξωγήινοι; Και, αν ναι, υπάρχει κάποια αλήθεια πίσω από αυτές τις ιστορίες ή όλα μπορούν να εξηγηθούν μέσα από έννοιες συμβολισμού συλλογικού ασυνειδήτου;
Μ.Α.: Ο τρόπος ερμηνείας μιας άγνωστης κατάστασης απ’ τον ανθρώπινο νου, όσο και να περάσουν τα χρόνια, βασικά παραμένει ο ίδιος. Μπορεί ν’ αλλάζουν κάποια εξωτερικά γνωρίσματα στις περιγραφές των πλασμάτων (ανάλογα με τις πολιτισμικές προσλαμβάνουσες κάθε εποχής), ουσιαστικά όμως ο ερμηνευτικός μηχανισμός δεν αλλάζει. Μπορεί να γίνεται πιο περίπλοκος, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι διαφορετικός.
Η αντιστοιχία λοιπόν ξωτικών με εξωγήινους δεν μπορώ να πω ότι είναι απόλυτα πετυχημένη, υπάρχει ωστόσο κάποια κοινή αφετηρία δημιουργίας τους. Η προσδοκία για την ύπαρξη ζωής σε άλλο πλανήτη μάλλον αντανακλά ένα νεφελώδες αδιέξοδο του σύγχρονου ανθρώπου, ενώ η αποδοχή της ύπαρξης ξωτικών δείχνει αυτεπίγνωση της ανθρώπινης αδυναμίας.
Μ.Π.: Γιατί η Λαογραφία είναι σημαντική για τον άνθρωπο του 21ου αιώνα;
Μ.Α.: Η Λαογραφία καταγράφει, μελετά, ερμηνεύει εκδηλώσεις του λαϊκού πολιτισμού, ομάδων με κοινό αυτοπροσδιορισμό στο πλαίσιο μιας εθνικής παράδοσης. Ο 21ος αιώνας προοιωνίζεται την κατάργηση των εθνικών ορίων και συνόρων. Απευκταίο θα ήταν μαζί μ’ αυτήν την κατάργηση να έρθει και η ισοπέδωση της ιδιαιτερότητας ή της ταυτότητας των λαών, στο όνομα κάποιας παγκοσμιοποιημένης ομοιομορφίας.
Η Λαογραφία αφενός συμβάλλει στην τόνωση των πολιτισμικών διαφορετικοτήτων αφετέρου προσφέρει το μέτρο διατήρησης ή αλλαγής των στάσεων, αντιλήψεων των φορέων του πολιτισμού, παρέχοντάς τους ένα είδος γνώμονα για το πού πορεύονται.
Σε μια εποχή όπου η διεπιστημονική προσέγγιση είναι πραγματικότητα, η Λαογραφία μπορεί να αποτελέσει ανεξάντλητο πεδίο μεθόδων ανάλυσης του πολιτισμού, ο οποίος τροφοδοτείται και γονιμοποιείται από την έρευνα πάνω στις διάφορες εθνικές παραδόσεις.
Μ.Π.: Ποια είναι τα φαντάσματα των Ελλήνων σήμερα; Τι στοιχειώνει τους Νεοέλληνες το 2007;
Μ.Α.: Η ευκολία με την οποία αποστασιοποιούνται από τις ευθύνες τους απέναντι στο κοινωνικό σύνολο και γίνονται εύκολα κριτές του. Οι νεοέλληνες, ολοένα πιο σταθερά, εμφανίζουν μια ροπή προς την αλαζονεία και την υπεραναπλήρωση όλων αυτών που στερήθηκαν οι πρόγονοί τους.
Μ.Π.: Επηρέασε η θρησκευτική πίστη των Ελλήνων τις λαογραφικές παραδόσεις τους; Ποιες διαφορές συναντούμε στα προχριστιανικά και μεταγενέστερα χρόνια;
Μ.Α.: Ασφαλώς, κι αυτό είναι διάχυτο τόσο στις κοινωνικές και λατρευτικές εκδηλώσεις τους όσο και στα είδη λαϊκής λογοτεχνίας, τα οποία βρίθουν από επικλήσεις και αναφορές στα άγια πρόσωπα της χριστιανοσύνης.
Επιτεύχθηκε ένας τέλειος συγκερασμός της παλιάς με τη νέα θρησκεία, συγκερασμός που στηρίχτηκε παραδοσιακά στην εκκοσμίκευση του ουράνιου κόσμου. Ο αρχαίος και ο νεοέλληνας μιλούν στους θεούς τους χωρίς φόβο, τους σέβονται, τους αφιερώνουν, αλλά και απαιτούν απ’ αυτούς.
Σημείωση: Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε αρχικά στο τεύχος 38 (Φεβρουάριος 2008) του περιοδικού mystery.http://www.metafysiko.gr